Βήμα στην κατεύθυνση εξειδίκευσης των στόχων της «πράσινης μετάβασης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χώρα μας χαρακτήρισε το νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη δέσμευση, χρήση, μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο ενσωματώνει Οδηγία της ΕΕ σχετικά με την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχηματισμούς, η βουλευτής του ΚΚΕ Αφροδίτη Κτενά, τονίζοντας πως στόχο έχει να δώσει διέξοδο σε λιμνάζοντα κεφάλαια και προσφέρει «επενδυτικές ευκαιρίες», που όμως εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους για τον λαό και το περιβάλλον.
Το σχέδιο νόμου που εισήχθη τη Δευτέρα στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ενσωματώνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 2009, με την οποία η ΕΕ αίρει τα όποια εμπόδια για την προστασία περιοχών όπως οι Natura, με μείωση του κόστους για τις βιομηχανίες, στην απαράδεκτη λογική «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Η βουλευτής του Κόμματος σημείωσε ότι υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια, κυρίως μέσω του Ταμείου Καινοτομίας, που απευθύνονται από τη μια μεριά σε επενδυτές για τη διαμόρφωση τόπων αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα και από την άλλη μεριά σε μεγάλους παραγωγούς διοξειδίου του άνθρακα, όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες, για επιτόπου εγκατάσταση δέσμευσης του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα και μεταφορά του κατόπιν υγροποίησης.
Οσον αφορά τις επιπτώσεις αυτών των «επενδύσεων», σημείωσε πως με βάση τη μέχρι τώρα πείρα έχει αποδειχθεί ότι το κόστος αυτών των εγκαταστάσεων είναι τεράστιο, μετακυλίεται στον λαό με πολλαπλούς τρόπους, ενώ οι θέσεις και οι συνθήκες εργασίας που επικαλείται η κυβέρνηση στην πραγματικότητα είτε καταργούνται είτε δημιουργούνται νέες με χαμηλούς μισθούς, μεγάλη εντατικοποίηση, μεγάλη εκμετάλλευση και τρομοκρατία.
Η Αφρ. Κτενά αναφέρθηκε και στις πρωτοφανείς σε μαζικότητα κινητοποιήσεις των βιοπαλαιστών αγροτοκτηνοτρόφων, και χαρακτήρισε πρόκληση και θράσος εκ μέρους της κυβέρνησης να χτυπά τους αγρότες που μάχονται για την επιβίωσή τους και την εξασφάλιση της διατροφικής επάρκειας της χώρας μας, την ίδια στιγμή που αφήνει ανενόχλητους υπουργούς, διοικήσεις και στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, αγροτοπατέρες και διάφορους άλλους κομματάρχες, με τεράστιες πολιτικές και ποινικές ευθύνες.
Σε ό,τι αφορά μάλιστα το ίδιο το νομοσχέδιο και τις διατάξεις του για τα αγροτοφωτοβολταϊκά, χαρακτήρισε πρόκληση εκ μέρους της κυβέρνησης να μην ικανοποιεί το αίτημα των αγροτών για φτηνό ρεύμα στα 7 λεπτά την κιλοβατώρα. «Η κυβέρνηση, αντί να μειώσει το κόστος παραγωγής, που στραγγαλίζει την παραγωγή των τροφίμων και άλλων προϊόντων, επιδοτεί την κερδοφορία των βιομηχάνων και λέει στους αγρότες εάν θέλουν να μειώσουν το κόστος να βάλουν φωτοβολταϊκά», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Eurokinissi |
Το γιατί υπάρχουν αυτά τα ελλείμματα και πώς προέκυψαν, κάτι που θα εξηγήσουμε παρακάτω, αναδεικνύει: Αφενός μεν την κοροϊδία της κυβέρνησης, που εδώ και χρόνια προσπαθεί να πείσει ότι ενισχύει με τις επιδοτήσεις τα νοικοκυριά, αφετέρου ότι τα λαϊκά νοικοκυριά που με το ζόρι βγάζουν τον μήνα, καλύπτουν τα σπασμένα όταν οι όμιλοι δεν έχουν εγγυημένα κέρδη...
Αλλωστε, στο πλαίσιο της στρατηγικής «απελευθέρωσης», η Ενέργεια - εμπόρευμα είναι χρηματιστηριακό προϊόν, όπου στη διαμόρφωση των τιμών επιδρούν πολλοί παράγοντες (οικονομικοί, γεωπολιτικοί), με τον λογαριασμό να καταλήγει πάντα στον λαό. Μόνοι κερδισμένοι είναι οι ενεργειακοί όμιλοι (παραγωγοί ή/και πάροχοι), που απογειώνουν τα κέρδη τους, αλλά και οι ΑΠΕτζήδες, που έχουν εξασφαλίσει εγγυημένες τιμές από τους «ειδικούς λογαριασμούς», τους οποίους πληρώνουν από την τσέπη τους τα νοικοκυριά, είτε η «πράσινη» Ενέργεια καταλήγει στο δίκτυο είτε όχι.
Ας δούμε λοιπόν τώρα τι συμβαίνει με τα ελλείμματα που προαναφέραμε.
Ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ: Μέσω του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (το ταμείο του οποίου γεμίζει από την πληρωμή των λογαριασμών των νοικοκυριών μέσω του Ειδικού Τέλους - ΕΤΜΕΑΡ), αποζημιώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ, δηλαδή οι εταιρείες - αρπακτικά, βάσει των εγγυημένων τιμών που έχουν διασφαλίσει μέσω των συμβάσεων που έχουν υπογράψει με τον Διαχειριστή ΑΠΕ (ΔΑΠΕΠ) για την Ενέργεια που δίνουν στο σύστημα. Ουσιαστικά είναι τα χρήματα που εγγυάται το κράτος προς τους ομίλους ότι βρέξει - χιονίσει θα τα πάρουν.
Ο ΕΛΑΠΕ λοιπόν καλύπτει τη διαφορά μεταξύ της χρηματιστηριακής τιμής της μεγαβατώρας και της εγγυημένης τιμής. Οταν λοιπόν οι τιμές της αγοράς είναι υψηλές, όπως δηλαδή γινόταν τα τελευταία πολλά χρόνια, ο ΕΛΑΠΕ ήταν πλεονασματικός και χρηματοδοτούσε το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) και τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος με 1,1 δισ. Δηλαδή, τα λεφτά που πλήρωναν οι καταναλωτές τούς τα επέστρεφε δήθεν ως επιδότηση η κυβέρνηση, κοροϊδία που είχε αναδείξει κατ' επανάληψη ο «Ριζοσπάστης» με ρεπορτάζ... Στην πραγματικότητα, αυτά τα χρήματα πήγαιναν ως επιδότηση στους ομίλους.
Οταν όμως οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά πέφτουν, οι εκροές του ΕΛΑΠΕ για αποζημιώσεις στους ομίλους αυξάνονται, αφού πρέπει να τηρηθούν τα εγγυημένα συμβόλαια. Το βασικό έσοδο του ΕΛΑΠΕ είναι το ΕΤΜΕΑΡ, που όπως προαναφέραμε πληρώνουν οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών... Η χρέωση ΕΤΜΕΑΡ είναι 17 ευρώ/μεγαβατώρα και τώρα η κυβέρνηση σκέφτεται να αυξήσει αυτό το ποσό για να καλυφθεί η «τρύπα» των ομίλων.
Ειδικός Λογαριασμός ΥΚΩ: Το μεγάλο έλλειμμα προέκυψε στον Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ την περίοδο που λειτούργησε ως «τροφοδότης» του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ), μέσω του οποίου η Πολιτεία επιδότησε τους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, κι αφετέρου οι «κόκκινες» οφειλές εκτοξεύθηκαν. Δηλαδή οι καταναλωτές που πλήρωναν τις ΥΚΩ μέσω των λογαριασμών, ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τους επιχειρηματικούς ομίλους. Σήμερα, οι καταναλωτές επιβαρύνονται για τις ΥΚΩ με χρεώσεις σε ένα εύρος από 5 έως 8,5 λεπτά/κιλοβατώρα.
Υπενθυμίζεται ότι ο ΕΛΥΚΩ είναι ο Λογαριασμός στον οποίο κατατίθεται η ρυθμιζόμενη χρέωση ΥΚΩ που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές, προκειμένου οι λογαριασμοί ρεύματος των καταναλωτών των νησιών, όπου το κόστος παραγωγής είναι υψηλότερο, να είναι ίδιοι με αυτούς της ηπειρωτικής χώρας. Επίσης μέσω του ΕΛΥΚΩ πληρώνεται η διαφορά των λογαριασμών Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου (ΚΟΤ).
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ το έλλειμμα των ΥΚΩ έφτασε τον Σεπτέμβριο τα 500 εκατ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 600, ενώ του ΕΛΑΠΕ το γ' τρίμηνο του έτους έφτασε τα 300 εκατ., με τον διαχειριστή να εκτιμά ότι η χρονιά θα κλείσει με έλλειμμα στα 266 εκατ. ευρώ. Το 2023 ο ΕΛΥΚΩ είχε κλείσει με έλλειμμα 290 εκατ., το 2024 με 630 εκατ. και τα 400 καλύφθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ: Ετοιμάζουν νέο μπουγιουρντί για τα λαϊκά νοικοκυριά
ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Καθήλωση μισθών, νέες θυσίες και κύμα «μεταρρυθμίσεων» για να στηριχτούν οι «ρυθμοί ανάπτυξης»
ΕΚΘΕΣΗ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ SIPRI: Τζίρος - ρεκόρ για τις 100 μεγαλύτερες πολεμικές βιομηχανίες το 2024
ΑΣΙΑ - ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ: Πυρετώδεις οι στρατιωτικές προετοιμασίες
OECD/Victor Tonelli |
Πιο συγκεκριμένα στην έκθεση με τις «Οικονομικές προοπτικές», ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός σημειώνει πως «η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, πριν υποχωρήσει στο 1,8% το 2027, καθώς η ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων μετριάζεται», επισημαίνοντας ότι «η επιβράδυνση των επενδύσεων οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των εκταμιεύσεων των κεφαλαίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Προβλέπει ακόμη πως «οι εξαγωγές αναμένεται να βελτιωθούν με την ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης», αλλά την ίδια ώρα το εμπορικό ισοζύγιο θα υποχωρήσει παραπέρα την επόμενη χρονιά, «ο γενικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει αργά στο 2,1% το 2027 εν μέσω στενότητας στις αγορές εργασίας», ενώ χτυπάει «καμπανάκι» για να μην υπάρξει καμία χαλάρωση στην αντιλαϊκή πολιτική, λέγοντας πως «η αύξηση των μισθών που υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας, τα νέα ακραία καιρικά φαινόμενα και η ατελής εφαρμογή των κονδυλίων της ΕΕ θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές».
Την ίδια ώρα προβλέπει παραπέρα εκτόξευση στα «πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα από 2,3% έως 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2027», εκτόξευση δηλαδή της φοροληστείας και παραπέρα «ψαλίδι» σε κονδύλια για λαϊκά ανάγκες. Ενώ δεν κρύβει λόγια λέγοντας: «Η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σταθερά φθίνουσα πορεία θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, καθώς ...οι επενδυτικές ανάγκες θα παραμείνουν υψηλές», αφού δηλαδή το κεφάλαιο χρειάζεται και νέο χρήμα με κρατική εγγύηση.
Ενώ παραθέτοντας και τα υπόλοιπα «θέλω» του κεφαλαίου σημειώνει πως «η συνέχιση των προσπαθειών για να καταστούν οι κανονισμοί πιο φιλικοί προς τις επιχειρήσεις, η μείωση των περιορισμών στις επαγγελματικές υπηρεσίες και η άμβλυνση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού αποτελούν βασικές προτεραιότητες για τη διατήρηση ισχυρής ανάπτυξης...».
Και, βέβαια, δεν λείπουν οι «συστάσεις» για αλλαγές στην εκπαίδευση που «θα κάλυπτε καλύτερα τις ανάγκες των επιχειρήσεων για εργατικό δυναμικό», ενώ καλεί αντί για επιδόματα γέννας να δίνονται... επιδόματα για τη φροντίδα των παιδιών «ώστε να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό», με τους ομίλους να ψάχνουν εναγωνίως και άλλες πηγές φτηνού εργατικού δυναμικού.
Τη δική τους σημασία έχουν και οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ στο Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνθήκες που πληθαίνουν οι αγωνίες των αστικών επιτελείων για επενδυτική «καθίζηση» μετά το τέλος του, ενώ με την αντιπαράθεση για την κατανομή των κονδυλίων ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης να είναι ακόμη νωπή, ήδη «πιάνονται πόστα» για την επόμενη μέρα, όπου οι επόμενες κυβερνήσεις θα βγάζουν από τη «μύγα ξύγκι» για να τροφοδοτούν το κεφάλαιο μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Για την επόμενη χρονιά - οπότε και ολοκληρώνεται - η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στις δημόσιες δαπάνες εκτιμάται στο 4% του ΑΕΠ έναντι 2,1% εφέτος, ενώ στη συνέχεια θα φθίνει, με συνέπεια να επιβραδυνθεί η αύξηση των επενδύσεων από 8,8% το 2026 στο μόλις 1,5% το 2027.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η βολική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για «έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για την επόμενη μέρα» και πως παρότι πέρασαν από τα χέρια της δισ. ευρώ δεν κατάφερε να διαμορφώσει «δομικές βάσεις που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει μακροπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς την ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων».
Πρόκειται για τη γνωστή κριτική περί «νέου παραγωγικού μοντέλου», που προσπερνάει και τις νομοτέλειες του καπιταλισμού και τον κύκλο ανάπτυξης - κρίσης που βρίσκεται στο DNA του, με τον λαό να πληρώνει και έτσι και αλλιώς, αλλά και το γεγονός ότι οι προτεραιότητες του κεφαλαίου δεν συναντιούνται πουθενά, αλλά αντιστρατεύονται τις λαϊκές ανάγκες.
Αλλωστε, αυτό αποκαλύπτεται εν μέρει και από την απάντηση της κυβέρνησης στους επικριτές της, η οποία πέρα απ' το ότι διαφημίζει τα ρεκόρ Αμεσων Ξένων Επενδύσεων τα προηγούμενα χρόνια και τη «μείωση του επενδυτικού κενού», τη «σύγκλιση» δηλαδή με την ΕΕ (σε ό,τι αφορά το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ) σημειώνει πως «η κριτική για την επόμενη μέρα του ΤΑΑ εκπορεύεται από μια σχολή σκέψης που βρίσκεται καθηλωμένη στην προχρεοκοπική Ελλάδα. Οταν δηλαδή οι κοινοτικοί πόροι δεν είχαν τον υβριδικό χαρακτήρα του ΤΑΑ, που συνδυάζει τις δημόσιες επενδύσεις με δεκάδες μεταρρυθμίσεις, με έναν και μοναδικό στόχο: τη βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος αλλά και της Δημόσιας Διοίκησης για την προσέλκυση και υλοποίηση περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων».
Υπενθυμίζει, δηλαδή, ότι τα κονδύλια και τα δάνεια του υπερμνημονίου του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα πληρώσει ο λαός, πηγαίνουν πακέτο με τα δεκάδες αντιλαϊκά προαπαιτούμενα όπως π.χ. οι νόμοι για την 13ωρη δουλειά, τα οποία «ήρθαν για να μείνουν» και να τροφοδοτούν την κερδοφορία του κεφαλαίου τα πολλά επόμενα χρόνια, σε συνθήκες πολεμικής οικονομίας και με το ενδεχόμενο μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης να κρέμεται «ως δαμόκλεια σπάθη».
Η έκθεση, άλλωστε, του ΟΟΣΑ σημειώνει πως παρότι «η παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκε φέτος πιο ανθεκτική από το αναμενόμενο, υποστηριζόμενη από τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών, την αύξηση των επενδύσεων και του εμπορίου, που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη καθώς και από τις μακροοικονομικές πολιτικές. Ωστόσο, οι υποκείμενες αδυναμίες αυξάνονται».
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η παγκόσμια οικονομία επέδειξε φέτος αξιοσημείωτη αντοχή, παρά τις πιέσεις από τους αυξημένους δασμούς και το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας. Στις προβλέψεις του καταγράφεται ήπια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, από 3,3% το 2024 σε 3,2% το 2025 και 2,9% το 2026, πριν από μια μικρή ανάκαμψη στο 3,1% το 2027.
Για την Ευρωζώνη αναμένεται ανάπτυξη 1,3% το 2025, 1,2% το 2026 και 1,4% το 2027. Στις ΗΠΑ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 1,7% το 2026 από 2% φέτος, για να ενισχυθεί στο 1,9% το 2027. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να επανέλθει σταδιακά στους στόχους των κεντρικών τραπεζών έως τα μέσα του 2027.
Στην έκθεση με τίτλο «Ανθεκτική ανάκαμψη, αλλά με αυξανόμενες ευπάθειες», ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα στηρίχθηκε φέτος από την προώθηση της παραγωγής και του εμπορίου, πριν τις αμερικανικές αυξήσεις στους δασμούς, από τις ισχυρές επενδύσεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη και από τις ευνοϊκές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Ωστόσο, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου επιβραδύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 και οι υψηλότεροι δασμοί αναμένεται να επιβαρύνουν σταδιακά τις τιμές, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Ενώ χτυπάει καμπανάκι ότι «οι κίνδυνοι παραμένουν», σημειώνοντας ότι περαιτέρω εμπορικοί φραγμοί - ιδίως σε κρίσιμες εισροές - θα μπορούσαν να διαταράξουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ οι υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων, που βασίζονται σε αισιόδοξες προβλέψεις για την Τεχνητή Νοημοσύνη ενδέχεται να οδηγήσουν σε απότομες «διορθώσεις», όπως εύσχημα περιγράφεται η διόγκωση του πλασματικού κεφαλαίου και ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης με «πυροκροτητή» την Τεχνητή Νοημοσύνη. Ενώ ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός σημειώνει ότι οι υφιστάμενοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να αυξήσουν τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, καθιστώντας το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον πιο αυστηρό και επιβραδύνοντας περαιτέρω την ανάπτυξη.
Η παγκόσμια αύξηση «οφείλεται κυρίως στην Ευρώπη», που ενισχύει την Ουκρανία και προετοιμάζεται για ευρύτερη ιμπεριαλιστική σύγκρουση
Τα παγκόσμια έσοδα από πωλήσεις εξοπλισμών αυξήθηκαν απότομα το 2024, καθώς η ζήτηση ενισχύθηκε από τους εξελισσόμενους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, τις παγκόσμιες και περιφερειακές γεωπολιτικές εντάσεις και τις ολοένα και υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες.
Για πρώτη φορά από το 2018 και οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες όπλων αύξησαν τα έσοδά τους.
Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αύξησης οφειλόταν σε εταιρείες με έδρα την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπήρξαν αυξήσεις σε ετήσια βάση σε όλες τις περιοχές του κόσμου που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες βιομηχανίες όπλων. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Ασία και η Ωκεανία, όπου ζητήματα εντός της κινεζικής βιομηχανίας όπλων μείωσαν το συνολικό περιφερειακό ποσοστό.
Η «διέξοδος» κεφαλαίων που λιμνάζουν και η αύξηση των εσόδων και των νέων παραγγελιών ώθησαν πολλές εταιρείες όπλων να επεκτείνουν τις γραμμές παραγωγής, να διευρύνουν τις εγκαταστάσεις, να ιδρύσουν νέες θυγατρικές ή να πραγματοποιήσουν εξαγορές.
Τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών των 100 μεγαλύτερων ομίλων παραγωγής όπλων αυξήθηκαν κατά 5,9% το 2024, φτάνοντας το ρεκόρ των 679 δισ. δολαρίων (586 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την έκθεση, και μάλιστα παρά τα προβλήματα στην παραγωγή, που εμπόδισαν παραδόσεις.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ του 2015 και του 2024, οι τζίροι των 100 μεγαλύτερων πολεμικών βιομηχανιών αυξήθηκαν κατά 26%.
«Την περασμένη χρονιά τα παγκόσμια έσοδα των βιομηχανιών όπλων έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο που κατέγραψε ποτέ το SIPRI, καθώς οι όμιλοι κεφαλαιοποίησαν τη σθεναρή ζήτηση», σχολίασε ο Λορέντσο Σκαρατζάτο, του προγράμματος για τις στρατιωτικές δαπάνες και την παραγωγή όπλων στο Ινστιτούτο.
Το 2024 τα συνδυασμένα έσοδα από όπλα των αμερικανικών ομίλων που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες εταιρείες αυξήθηκαν κατά 3,8%, φτάνοντας τα 334 δισ. δολάρια, με 30 από τις 39 αμερικανικές εταιρείες στην κατάταξη να αυξάνουν τα έσοδά τους από όπλα.
Σε αυτές περιλαμβάνονται σημαντικοί παραγωγοί όπλων, όπως η «Lockheed Martin», η RTX (πρώην «Raytheon»), η «Northrop Grumman» και η «General Dynamics».
Από τον συνολικό παγκόσμιο τζίρο ο μισός ανήκει σε αμερικανικούς ομίλους.
Η αμερικανική εταιρεία «SpaceX» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λίστα SIPRI Top 100, αφού τα έσοδα από όπλα υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2023, φτάνοντας τα 1,8 δισ. δολάρια.
Ωστόσο, εκτεταμένες καθυστερήσεις και υπερβάσεις προϋπολογισμού συνεχίζουν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη και την παραγωγή σε βασικά προγράμματα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όπως το μαχητικό αεροσκάφος F-35, το υποβρύχιο κλάσης «Columbia» και ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος «Sentinel» (ICBM).
Η παγκόσμια αύξηση «οφειλόταν κυρίως στην Ευρώπη», σημειώνει η έκθεση, τάση που συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την «αίσθηση των ευρωπαϊκών κρατών ότι απειλούνται από τη Ρωσία».
Αυτή η εξέλιξη αφορά από τη μια τις στρατιωτικές ανάγκες του Κιέβου και από την άλλη αυτές των ευρωπαϊκών κρατών, που καλούνται να αναπληρώσουν και να ενισχύσουν τα αποθέματά τους.
Από τις 26 βιομηχανίες όπλων στις 100 κορυφαίες με έδρα την Ευρώπη (εκτός της Ρωσίας), οι 23 κατέγραψαν αυξημένα έσοδα. Στην Ευρώπη ο συνδυαστικός τζίρος των 26 μεγαλύτερων κατασκευαστριών όπλων αυξήθηκε κατά 13% σε σχέση με το 2023, στα 151 δισ. δολάρια.
Η τσεχική εταιρεία «Czechoslovak Group» κατέγραψε την πιο απότομη ποσοστιαία αύξηση εσόδων από όπλα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία της λίστας Top 100 το 2024: Ωφελήθηκε από την πρωτοβουλία της τσεχικής κυβέρνηση για την παροχή οβίδων του πυροβολικού στην Ουκρανία και είδε τον τζίρο της να αυξάνεται κατά 193%, στα 3,6 δισ. δολάρια.
Η ουκρανική «JSC Ukrainian Defense Industry» αύξησε τα έσοδα από όπλα κατά 41%, στα 3 δισ. δολάρια.
«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες όπλων επενδύουν σε νέα παραγωγική ικανότητα για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση», δήλωσε η Jade Guiberteau Ricard, ερευνήτρια στο SIPRI. Συγκεκριμένα, η εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά από την Κίνα ή τη Ρωσία και οι περιορισμοί που έχει επιβάλει το Πεκίνο στην εξαγωγή σπάνιων γαιών είναι πιθανό να επιβραδύνουν τα ευρωπαϊκά σχέδια «επανεξοπλισμού».
Για παράδειγμα, πριν το 2022 η «Airbus» και η «Safran» (Γαλλία) προμηθεύονταν τιτάνιο κυρίως από τη Ρωσία, και βρέθηκαν αναγκασμένες να αναζητήσουν άλλους προμηθευτές.
Οι περιορισμοί στις εξαγωγές σπάνιων γαιών που επιβλήθηκαν από την Κίνα οδήγησαν σε άνοδο στα λειτουργικά κόστη εταιρειών όπως η «Thales» (Γαλλία) και η «Rheinmetall» (Γερμανία), λόγω αναδιάταξης των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Οι 4 γερμανικές βιομηχανίες όπλων που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες εταιρείες είδαν τα έσοδα από συνδυασμένες πωλήσεις όπλων να αυξάνονται κατά 36%, στα 14,9 δισ. δολάρια, ενισχυμένα από την αυξημένη ζήτηση για επίγεια συστήματα αεράμυνας, πυρομαχικά και τεθωρακισμένα οχήματα, λόγω της προετοιμασίας για μια ευρύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση με τη Ρωσία.
Στο μεταξύ, έντονη ανάπτυξη παρουσίασαν οι ευρωπαϊκές αεροδιαστημικές και «αμυντικές» βιομηχανίες το 2024, με τον κύκλο εργασιών να αυξάνεται κατά 10,1%, φτάνοντας τα 325,7 δισ. ευρώ (378,04 δισ. δολάρια), ενώ η άμεση απασχόληση έφτασε σε ρεκόρ 1,1 εκατ., σύμφωνα με στοιχεία της βιομηχανικής οργάνωσης ASD.
Η «Αμυνα» ηγήθηκε της αύξησης, με τον κύκλο εργασιών να μεγεθύνεται κατά 13,8%, φτάνοντας τα 183,4 δισ. ευρώ, χάρη στις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.
Στον τομέα της Αεροδιαστημικής και της «Αμυνας» περιλαμβάνονται περισσότερες από 4.000 εταιρείες, με σχεδόν 4,2 εκατ. θέσεις εργασίας και 779 δισ. ευρώ οικονομικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη, σύμφωνα με την ASD.
Οι δύο ρωσικές βιομηχανίες όπλων που περιλαμβάνονται στη λίστα με τις 100 κορυφαίες, η «Rostec» και η «United Shipbuilding Corporation», αύξησαν τα συνδυασμένα έσοδά τους από τις πωλήσεις όπλων κατά 23%, στα 31,2 δισ. δολάρια, παρά την έλλειψη συστατικών και εξαρτημάτων, λόγω των «δυτικών» κυρώσεων, με την εσωτερική ζήτηση να αναπληρώνει κατά το μεγαλύτερο μέρος τη μείωση των εξαγωγών.
«Εκτός από τις κυρώσεις, οι ρωσικές εταιρείες όπλων αντιμετωπίζουν έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την παραγωγή και να περιορίσει την καινοτομία», δήλωσε ο Ντιέγκο Λόπες ντα Σίλβα, ανώτερος ερευνητής του SIPRI.
«Ωστόσο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες προβλέψεις, καθώς η ρωσική βιομηχανία όπλων έχει αποδειχθεί ανθεκτική κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τις προσδοκίες», συμπλήρωσε.
Για πρώτη φορά 9 από τις 100 κορυφαίες εταιρείες όπλων είχαν έδρα τη Μέση Ανατολή, με συνδυασμένα έσοδα από όπλα 31 δισ. δολάρια.
Τα έσοδα από όπλα στην περιοχή αυξήθηκαν κατά 14% εξαιτίας του αιματοκυλίσματος του παλαιστινιακού λαού, των άλλων επιθέσεων του Ισραήλ στην περιοχή, με τις πλάτες των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, και της έντασης συνολικότερα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή.
Οι τρεις ισραηλινές εταιρείες όπλων στην κατάταξη αύξησαν τα συνδυασμένα έσοδά τους από όπλα κατά 16%, στα 16,2 δισ. δολάρια.
«Η αυξανόμενη αντίδραση στις ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα φαίνεται να είχε μικρό αντίκτυπο στο ενδιαφέρον για τα ισραηλινά όπλα», δήλωσε η Ζουμπάιντα Καρίμ, ερευνήτρια στο SIPRI. «Πολλές χώρες συνέχισαν να κάνουν νέες παραγγελίες σε ισραηλινές εταιρείες το 2024», παρατηρεί.
Η κατάταξη του 2024 περιλαμβάνει 5 τουρκικές εταιρείες όπλων με συνδυασμένα έσοδα από όπλα 10,1 δισ. δολάρια, αύξηση 11% σε ετήσια βάση, μετά την πρώτη συμμετοχή της MKE στις 100 κορυφαίες εταιρείες.
Ο κρατικός όμιλος «EDGE Group» των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ανέφερε έσοδα από όπλα ύψους 4,7 δισ. δολαρίων το 2024.
Η περιφέρεια της Ασίας και της Ωκεανίας ήταν η μόνη που είδε τα συνολικά έσοδα των πολεμικών ομίλων που έχουν την έδρα τους εκεί - 23 αθροιστικά - να μειώνονται, κατά 1,2%, στα 130 δισ. δολάρια.
Κατά το SIPRI, ωστόσο, η κατάσταση στην Ασία δεν είναι ομογενοποιημένη.
Κινεζικές κατασκευάστριες κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις, ενώ αντίθετα οι ιαπωνικές και οι νοτιοκορεατικές βιομηχανίες είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται, τονωμένες από την ευρωπαϊκή ζήτηση.
«Σειρά κατηγοριών για διαφθορά στις προμήθειες όπλων στην Κίνα οδήγησε σε αναβολή ή ακύρωση μεγάλων συμβάσεων (...) το 2024», σημείωσε ο Ναν Τιαν, διευθυντής του προγράμματος του SIPRI για τις στρατιωτικές δαπάνες και την παραγωγή όπλων.
Η πτώση σημειώνεται σε μια περίοδο που η Κίνα εργάζεται με εντατικούς ρυθμούς να εκσυγχρονίσει τις Ενοπλες Δυνάμεις της και το οπλοστάσιό της.
Τα συνδυασμένα έσοδα από όπλα των τριών πολεμικών εταιρειών της Ινδίας που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες αυξήθηκαν κατά 8,2%, στα 7,5 δισ. δολάρια, χάρη στις εγχώριες παραγγελίες.
Τέλος, για πρώτη φορά μια βιομηχανία όπλων της Ινδονησίας μπήκε στο Top 100. Πρόκειται για την «Defend ID», η οποία ανέφερε αύξηση 39% στα έσοδά της από όπλα το 2024, στα 1,1 δισ. δολάρια, ενισχυμένη από την ενοποίηση της βιομηχανίας και την αύξηση των εγχώριων προμηθειών.
«Ανεξάρτητες και υπεύθυνες μεγάλες δυνάμεις, που έχουν οράματα» χαρακτήρισε την Κίνα και τη Γαλλία ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, υποδεχόμενος χθες στο Πεκίνο τον Γάλλο ομόλογό του, Εμ. Μακρόν, ο οποίος συνεχίζει και σήμερα επίσημες επαφές στην Κίνα.
«Η Κίνα και η Γαλλία χρησιμεύουν ως εποικοδομητικές δυνάμεις για την προώθηση της πολυπολικότητας», δήλωσε ο Σι, επισημαίνοντας ότι «σήμερα επιταχύνονται αλλαγές που δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και έναν αιώνα. Η ανθρωπότητα βρίσκεται για άλλη μια φορά σε ένα σταυροδρόμι, αντιμετωπίζοντας κρίσιμες επιλογές για τη μελλοντική της πορεία».
Σύμφωνα με το πρακτορείο «Σινχουά», τόνισε ακόμα την προθυμία του Πεκίνου να συνεργαστεί με τη Γαλλία με βάση τα «θεμελιώδη συμφέροντα» των δύο χωρών και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας, υποστηρίζοντας τον «ισότιμο διάλογο» και την «ανοιχτή συνεργασία».
Από τη μεριά του ο Μακρόν υπογράμμισε ότι μεταξύ των δύο πλευρών «μερικές φορές υπάρχουν διαφορές, αλλά είναι ευθύνη μας να τις ξεπεράσουμε για το γενικότερο καλό», χαρακτηρίζοντας «καθοριστική» την «ικανότητά μας να συνεργαζόμαστε».
Την ίδια στιγμή, δεν παρέλειψε να εκφράσει την ανησυχία του για το ότι «το έλλειμμα του υπόλοιπου κόσμου έναντι της Κίνας γίνεται μη βιώσιμο» και δημιουργεί «κινδύνους οικονομικής κρίσης».
Τον Μακρόν συνοδεύει μεγάλη γαλλική επιχειρηματική αντιπροσωπεία, σε μια περίοδο που οι όροι των οικονομικών σχέσεων της Κίνας με τη Γαλλία - γενικά με την ΕΕ - περιπλέκονται, υπό το βάρος και της «ανταλλαγής κυρώσεων», στις οποίες μάλιστα το Παρίσι έχει πρωτοστατήσει.
Εντείνονται διεργασίες και σχέδια για παρουσία πυρηνικών στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα
Από παλιότερη άσκηση ΗΠΑ - Ιαπωνίας - Ν. Κορέας |
Η πρόσφατη αναφορά της Γιαπωνέζας πρωθυπουργού Σανάε Τακαΐτσι, στην άμεση σύνδεση που αποκτούν οι εξελίξεις γύρω από την Ταϊβάν με την ενδεχόμενη παρέμβαση των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων, ανέδειξε πόσο γοργά επιταχύνονται οι πολεμικές προετοιμασίες και στην περιφέρεια αυτή του πλανήτη.
Συγκεκριμένα, όταν η Τακαΐτσι ρωτήθηκε ποιες εξελίξεις στην Ταϊβάν θα συνιστούσαν «κατάσταση απειλητική για την επιβίωση» της χώρας της - ορολογία που παραπέμπει στις διατάξεις του «Νόμου για την Ασφάλεια» που τέθηκε σε εφαρμογή το 2015 και ορίζει πότε ένοπλες επιθέσεις εναντίον συμμάχων συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους για την εθνική ασφάλεια της Ιαπωνίας, ανοίγοντας δρόμο προοπτικά για «ενεργοποίηση» των Ενόπλων Δυνάμεων - είπε ότι «αν υπάρξουν πολεμικά σκάφη και χρήση βίας (σε μια κινεζική επέμβαση στην Ταϊβάν), οτιδήποτε κι αν σκεφτείτε, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να είναι απειλητική για την επιβίωση της Ιαπωνίας».
Η Κίνα δήλωσε έτοιμη να λάβει «ισχυρά και αποφασιστικά αντίμετρα, με όλες τις συνέπειες από αυτά να βαραίνουν την Ιαπωνία», ενώ με επιμέλεια της Πυραυλικής Δύναμης των κινεζικών Ενόπλων Δυνάμεων κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο βίντεο με το μήνυμα «Αν ξεσπάσει πόλεμος σήμερα, αυτή είναι η απάντησή μου!», με αποσπάσματα από γυμνάσια μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων.
Ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, χαρακτήρισε «σοκαριστικό για έναν εν ενεργεία Ιάπωνα ηγέτη να στέλνει ανοιχτά ένα λανθασμένο μήνυμα για προσπάθεια στρατιωτικής επέμβασης στο ζήτημα της Ταϊβάν», καταλήγοντας ότι «η Κίνα πρέπει να αντεπιτεθεί αποφασιστικά» «για να εμποδίσει την αναβίωση του ιαπωνικού μιλιταρισμού (...) αλλά και για να υπερασπιστεί όσα κερδήθηκαν με κόπο μετά τον πόλεμο, με αίμα και θυσίες...».
Την ίδια στιγμή, στο προσκήνιο έρχονται μια σειρά μέτρα με τα οποία η Ιαπωνία προσαρμόζει δραστικά την πολεμική της μηχανή στις σύγχρονες ανάγκες «ασφάλειας», στην κατεύθυνση στην οποία αναθεώρησε και το Σύνταγμά της το 2014, «ξηλώνοντας» μια σειρά περιορισμούς στη δράση του ιαπωνικού στρατού εκτός συνόρων, στην εξαγωγή στρατιωτικού υλικού και σχετικής τεχνολογίας κ.ά.
Ο Ιάπωνας υπουργός Αμυνας, Σ. Κοϊζούμι, επιβεβαίωσε ότι προχωρούν σχέδια για ανάπτυξη πυραύλων στη στρατιωτική βάση στη νήσο Γιοναγκούνι, περίπου 110 χλμ. από την Ταϊβάν.
Ο ίδιος δήλωσε ότι «σήμερα η Ιαπωνία αντιμετωπίζει το πιο σοβαρό και περίπλοκο περιβάλλον ασφαλείας από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου» και ισχυρίστηκε ότι «για να προστατεύσουμε τα ειρηνικά μέσα διαβίωσης του ιαπωνικού λαού - συμπεριλαμβανομένων όλων εδώ στη Γιοναγκούνι - πρέπει να ενισχύσουμε τις δυνατότητες των Δυνάμεων Αυτοάμυνας (των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων)».
Χαρακτηριστικά είναι όμως όσα «τρέχουν» και για την αναμόρφωση των λεγόμενων «μη πυρηνικών αρχών» της Ιαπωνίας, που διαμορφώθηκαν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προβλέποντας μη κατοχή, μη παραγωγή και μη διέλευση πυρηνικών όπλων από την ιαπωνική επικράτεια.
Πρόσφατα, το ιαπωνικό πρακτορείο ειδήσεων «Kyodo», επικαλούμενο εκτιμήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων μετέδωσε ότι το «σκληρό περιβάλλον ασφαλείας» συνιστά σημαντική αλλαγή που δεν μπορεί να αφήνει ανέπαφες τις τρεις «μη πυρηνικές αρχές».
Προσδιορίζοντας δε την κατεύθυνση στην οποία μπορούν να ξεκινήσουν σχετικά παζάρια (αλλά και να προετοιμάζεται ο ιαπωνικός λαός), η ιαπωνική κυβέρνηση θεωρεί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ότι η απαγόρευση της φιλοξενίας πυρηνικών όπλων στη χώρα «αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της πυρηνικής αποτροπής που παρέχει ο σύμμαχός της, οι ΗΠΑ».
Την ίδια στιγμή, τις κατάλληλες... «προδιαγραφές» για την ασφάλεια του Τόκιο υπηρετούν και τα σχέδια των ΗΠΑ να αναπτύξουν πυρηνικό πύραυλο «Κρουζ» που εκτοξεύεται από τη θάλασσα - γνωστό ως SLCM-N. Μάλιστα, για την αξία του συγκεκριμένου συστήματος, τα αμερικανικά επιτελεία επικαλούνται ειδικά τις ανάγκες για ενίσχυση της αποτροπής κατά της Κίνας.
Η Τακαΐτσι πρόσφατα επιβεβαίωσε στη Βουλή ότι έχει ξεκινήσει «επανεξέταση» των τριών «μη πυρηνικών αρχών», ενώ σε βιβλίο της έχει ξεχωρίσει ειδικά την ανάγκη να επιτρέπεται η εισαγωγή πυρηνικών όπλων στη χώρα, λέγοντας ότι η απαγόρευση «δεν είναι ρεαλιστική εάν περιμένουμε από τις ΗΠΑ να παρέχουν εκτεταμένη αποτροπή» και τονίζοντας ότι «σε ενδεχόμενη (στρατιωτική) κρίση (...) θα γίνονταν εμπόδιο» οι δεσμεύσεις για «τήρηση των τριών μη πυρηνικών αρχών».
Εξίσου ενδεικτικά είναι και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνει στην Κορεατική Χερσόνησο, το άλλο «καυτό» μέτωπο της περιοχής, η συμφωνία ΗΠΑ - Νότιας Κορέας για τη ναυπήγηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων.
Η συμφωνία στηρίζει ευθέως την «επέκταση της αρμοδιότητας στον εμπλουτισμό ουρανίου», που μέχρι σήμερα διέθετε η Σεούλ από παλιότερες συμφωνίες με την Ουάσινγκτον.
Η Βόρεια Κορέα αντέδρασε, λέγοντας ότι δημιουργείται κίνδυνος για «φαινόμενο πυρηνικού ντόμινο».
Η δε Κίνα κάλεσε τη Σεούλ να προχωρήσει «με σύνεση» στα σχέδιά της, προειδοποιώντας ότι η συμμαχία Νότιας Κορέας - ΗΠΑ για «εκσυγχρονισμό», αν επεκταθεί σε νέους στρατηγικούς στόχους πέρα από την Κορεατική Χερσόνησο, θα μπορούσε να αλλάξει και τη στάση του Πεκίνου.
Οπως δήλωσε ο Κινέζος πρέσβης στη Σεούλ, Ντάι Μπινγκ, «η συνεργασία Νότιας Κορέας - ΗΠΑ για τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια δεν είναι καθαρά εμπορικό θέμα. Αφορά το διεθνές καθεστώς "μη διάδοσης" (σ.σ. πυρηνικών όπλων) καθώς και τη σταθερότητα στην Κορεατική Χερσόνησο και στην ευρύτερη περιοχή...».
Εξάλλου, όσο κι αν η σημερινή νοτιοκορεατική ηγεσία επιμένει ότι η συνεργασία με τις ΗΠΑ αφορά την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας για «ειρηνικούς σκοπούς», η συζήτηση για τον πυρηνικό εξοπλισμό της Νότιας Κορέας ανοίγει όλο και πιο έντονα.
Στην πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του Ιούνη, ο υποψήφιος του Κόμματος Λαϊκής Εξουσίας, Κιμ Μουν-σου, τόνιζε ότι «η ασφάλειά μας μπορεί να διατηρηθεί μόνο όταν έχουμε πολυεπίπεδες άμυνες (...) Η αποπυρηνικοποίηση (σ.σ. της Χερσονήσου) είναι πολύ δύσκολη αυτήν τη στιγμή. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να κινηθούμε προς μια πυρηνική ισορροπία», προσθέτοντας: «Αν δεν έχουμε αμερικανικές δυνάμεις, πυρηνικά όπλα, τίποτα απολύτως και καμία συμμαχία - θα μας σέβεται πραγματικά η Κίνα; `Η, θα μας αντιμετωπίζει ως σοβαρό εταίρο...;».
Και συνέχιζε: «Με δυνάμεις των ΗΠΑ να σταθμεύουν στη Νότια Κορέα και με πράγματα όπως τα αμερικανικά πυρηνικά υποβρύχια και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά, καθώς και τις δυνάμεις των ΗΠΑ που σταθμεύουν στο Γκουάμ και την Ιαπωνία, όλα αυτά μαζί μπορούν να σχηματίσουν πολυεπίπεδες άμυνες - διπλές, τριπλές άμυνες - ενάντια στα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας (...) Και δεν πρόκειται μόνο για την άμυνα. Οταν είναι απαραίτητο, πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να εκμηδενίσουμε πλήρως τις βασικές δομές διοίκησης της Βόρειας Κορέας μέσω αντιποίνων. Μόνο τότε μπορεί να διατηρηθεί η ασφάλειά μας».
Η συζήτηση άνοιξε γενικότερα για την «εκτεταμένη αποτροπή» της Νότιας Κορέας, στο πλαίσιο της οποίας και ο σημερινός Πρόεδρος της χώρας, προερχόμενος από το (θεωρούμενο ως «προοδευτικό») Δημοκρατικό Κόμμα, Λι Τζε Μιούνγκ, ξεκαθάριζε ότι αυτή «έχει συζητηθεί επαρκώς μεταξύ της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ και ένας σημαντικός αριθμός μηχανισμών έχει ήδη δημιουργηθεί».
Περιγράφοντας δε τις εξελίξεις σημείωνε: «Και όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα στην Κορεατική Χερσόνησο, η βασική ιδέα ότι η Βόρεια Κορέα έχει πυρηνικά, οπότε θα πρέπει να τα έχουμε κι εμείς - αν ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, η Ιαπωνία θα μπορούσε να γίνει πυρηνική (δύναμη), η Νοτιοανατολική Ασία θα μπορούσε να γίνει πυρηνική και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ένα πυρηνικό ντόμινο, το οποίο καθιστά την κατάσταση πολύ δύσκολη».
Κατέληγε δε ότι η χώρα πρέπει προς το παρόν να κινείται «εντός της σφαίρας του εφικτού», παραπέμποντας στη μεγιστοποίηση της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος και «το να μοιραζόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερη από την εκτεταμένη αποτροπή των ΗΠΑ»...