Από 2,4 δισ. το 2023 έφτασαν μόλις σε έναν χρόνο τα 3,4 δισ.!
Eurokinissi |
Το γεγονός αυτό που προκύπτει από την ετήσια έκθεση της ΡΑΑΕΥ, το ότι δηλαδή αυξάνονται τα νοικοκυριά που δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος, είναι και η επιβεβαίωση ότι η «πράσινη μετάβαση» στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας, είναι η κύρια αιτία για την αύξηση της τιμής του ρεύματος και την ενεργειακή φτώχεια του λαού. Και όλα αυτά σε συνθήκες ακρίβειας, πενιχρών μισθών και βαρύτατης φορολόγησης των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές για το 2024 έχουν αυξηθεί στα 3,4 δισ. ευρώ από 2,4 δισ. το 2023. Τα χρεωμένα νοικοκυριά αυξήθηκαν από 1,785 εκατομμύρια το 2023 σε 1,868 εκατ. το 2024 και η συνολική τους οφειλή ανέβηκε από τα 842,7 εκατ. ευρώ στα 969,4 εκατ. ευρώ. Αύξηση των οφειλών σημειώθηκε και στα ευάλωτα νοικοκυριά με το λεγόμενο Κοινωνικό Τιμολόγιο, όπου σε σύνολο 700.000, τα 155.628 έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές συνολικού ύψους 78,2 εκατ. ευρώ έναντι 64,1 εκατ. το 2023.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές σε Εμπόριο - Βιοτεχνία της Χαμηλής Τάσης Ρεύματος έφτασαν τα 920,2 εκατ. το 2024 έναντι 803,1 εκατ. το 2023, ενώ υπερτριπλασιάστηκαν τα ληξιπρόθεσμα στη Μέση Τάση όπου υπάγονται χιλιάδες επιχειρήσεις και βιομηχανίες, αφού οι συνολικές οφειλές έφτασαν τα 603,8 εκατ. έναντι 178,5 εκατομμυρίων το 2023.
Μέσα σε ένα χρόνο, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ρεύματος εκτινάχθηκαν από τα 2,4 στα 3,4 δισ ευρώ ως αποτέλεσμα των αυξήσεων στην τιμή του ρεύματος και της καθήλωσης του εισοδήματος του λαού |
Κι αν αναρωτιέται κάποιος πώς είναι δυνατόν την ώρα που αυξάνονται τα χρέη των νοικοκυριών προς τους ομίλους της Ενέργειας, την ίδια στιγμή να αυξάνονται και τα κέρδη των εταιρειών, μία από τις απαντήσεις είναι η αύξηση του κόστους της μεγαβατώρας, που έφτασε τα 6 λεπτά ανά κιλοβατώρα το 2024 από λιγότερο από 5 λεπτά που ήταν το 2023... Κάτι που προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ΡΑΑΕΥ.
Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνει το μέγεθος της κοροϊδίας της κυβέρνησης, είναι αυτό που προκύπτει από τα λεγόμενα χρωματιστά τιμολόγια. Αυτά δηλαδή που όταν τα καθιέρωσε η κυβέρνηση, παραμύθιαζε ότι θα πέσει η τιμή του ρεύματος και ότι ο καταναλωτής θα έχει την ευχέρεια να επιλέγει τον πιο φτηνό πάροχο. Και μάλιστα καλούσε τον κόσμο να μπει στα «πράσινα» τιμολόγια γιατί θα είναι πιο φτηνά...
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ: Η μέση τιμή όλων των «πράσινων» τον Ιανουάριο του 2024 ήταν 170,94 ευρώ ανά μεγαβατώρα (δηλαδή 17 λεπτά ανά κιλοβατώρα), έναντι 146,84 ευρώ του μέσου όρου των κίτρινων (14,7 λεπτά). Η διαφορά αυξήθηκε τον Φεβρουάριο του 2024, οπότε όποιος έμενε στο πράσινο πλήρωνε για ρεύμα κατά μέσο όρο 15,8 λεπτά ανά κιλοβατώρα, έναντι 12,5 λεπτών των κίτρινων.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα «πράσινα» τιμολόγια ρεύματος τον Δεκέμβρη του 2024 αυξήθηκαν μόνο μέσα σε έναν μήνα κατά 62%, με το μέσο κόστος της μεγαβατώρας να φτάνει τα 211,99 ευρώ, δεύτερο μεγαλύτερο μηνιαίο κόστος το 2024!
Να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο τμήμα των καταναλωτών παρέμεινε στα «πράσινα» τιμολόγια, αφού δεν είναι σε θέση να παρακολουθούν τις εξελίξεις στη διακύμανση των τιμών και άρα να αλλάζουν τιμολόγια κάθε τρεις και λίγο. Ετσι, έχουν παραμείνει στα «πράσινα» τιμολόγια, στα οποία είχαν μεταφερθεί αυτόματα (εάν δεν είχαν επιλέξει κάποιο άλλο) με την έναρξη ισχύος του μέτρου.
Είναι προφανές ότι τα «ηλεκτροσόκ» που παθαίνουν τα λαϊκά νοικοκυριά από τους φουσκωμένους λογαριασμούς διαδέχονται το ένα το άλλο. Και αυτό ανεξάρτητα μάλιστα από το ποσοστό με το οποίο συμμετέχουν στο ενεργειακό μείγμα οι ΑΠΕ, οι οποίες διαφημίζεται ότι παράγουν τάχα φτηνότερο ρεύμα.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής «απελευθέρωσης», η Ενέργεια - εμπόρευμα είναι χρηματιστηριακό προϊόν, όπου στη διαμόρφωση των τιμών επιδρούν πολλοί παράγοντες (οικονομικοί, γεωπολιτικοί), με τον λογαριασμό να καταλήγει πάντα στον λαό. Μόνοι κερδισμένοι είναι οι ενεργειακοί όμιλοι (παραγωγοί ή/και πάροχοι), που απογειώνουν τα κέρδη τους, αλλά και οι ΑΠΕτζήδες, που έχουν εξασφαλίσει εγγυημένες τιμές από «ειδικούς λογαριασμούς», τους οποίους πληρώνουν από την τσέπη τους τα νοικοκυριά, είτε η «πράσινη» Ενέργεια καταλήξει στο δίκτυο είτε όχι. Σε αυτήν τη λογική αναμένονται και οι όποιες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για τις επιδοτήσεις.
Αυτή είναι η «κανονικότητα» της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας και της «πράσινης μετάβασης», που εκτός των άλλων απαξιώνει εγχώριες, φτηνές πηγές Ενέργειας, όπως ο λιγνίτης, για να ανοίγει «επενδυτικός χώρος» στα κεφάλαια της «πράσινης» Ενέργειας.
Στην Ελλάδα, εν μέσω σφοδρών αντιπαραθέσεων και διαπάλης μεταξύ αστικών επιτελείων για την πορεία της «πράσινης» ενεργειακής μετάβασης και συνολικά για το ποιο είναι το «καταλληλότερο» για την κερδοφορία «ενεργειακό μείγμα», όλοι οι αρμόδιοι φορείς ξορκίζουν το ενδεχόμενο κάτι τέτοιο να συμβεί και εδώ, με τη συζήτηση να πυκνώνει για το αν μπορεί η χώρα να αντιμετωπίσει τις «προκλήσεις των ΑΠΕ».
«Προκλήσεις» που βέβαια διαβάζονται τελείως διαφορετικά για τους εργαζόμενους, που πληρώνουν πανάκριβα το ρεύμα και για τα επιχειρηματικά συμφέροντα, που βγάζουν εκατομμύρια. Γι' αυτό και οι μεν έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται να καταλάβουν τι ακριβώς γεννά το πρόβλημα και ποια είναι η διέξοδος, ενώ οι δε για το πώς θα διαχειριστούν την κατάσταση με γνώμονα να γεμίσουν ακόμα περισσότερο οι τσέπες τους, σίγουρα σε βάρος της πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας, ενδεχομένως και σε βάρος κάποιων ανταγωνιστών τους.
Για τους μεν - τον λαό - η πρόκληση λοιπόν είναι να έχουν πρόσβαση σε φτηνή Ενέργεια, αξιόπιστο δίκτυο, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες πηγές, ώστε να ικανοποιούνται οι ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας και του κάθε λαϊκού νοικοκυριού, χωρίς να εξαρτάται το άνοιγμα του διακόπτη από το πόσο κέρδος θα βγάλει ο τάδε ή ο δείνα.
Για τους δε, την αστική τάξη της χώρας συνολικά, η πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι θα συνεχίσουν να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους, για να βγάζουν κέρδη ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους, ενώ πιο συγκεκριμένα για τους επιχειρηματικούς ομίλους της Ενέργειας, πώς θα εκμεταλλευτούν για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη από την «πράσινη» ενεργειακή μετάβαση και λοιπούς ενεργειακούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου.
Τι πραγματικά σημαίνουν οι περίπλοκες αναλύσεις και τα δημοσιεύματα του τελευταίου διαστήματος περί κινδύνου blackout και τι ακριβώς διακυβεύεται στην αντιπαράθεση στην οποία εμπλέκονται επιχειρηματικοί όμιλοι και ρυθμιστικές αρχές;
Κάπως απλουστευμένα, μπορούμε να πούμε ότι το βασικό μοτίβο στις αστικές αναλύσεις είναι ότι πρόκειται κατά βάση για ένα πρόβλημα «αντιστοίχησης της προσφοράς με τη ζήτηση», που αν ρυθμιστεί κατάλληλα, τότε τα δίκτυα δεν θα κινδυνεύουν να κρασάρουν, όπως συνέβη στην Ιβηρική.
Σε αυτό πάνω - κάτω το συμπέρασμα καταλήγουν από διάφορες «αφετηρίες» και με διάφορες σκοπιμότητες - ανάλογα και με τα κάθε είδους συμφέροντα που βρίσκονται από πίσω - οι διάφορες αναλύσεις που αναδεικνύουν «μισές αλήθειες» - ολόκληρα ψέματα.
Ετσι με βάση αυτές:
-- πότε φταίνε τα δίκτυα που δεν αντέχουν και άρα πρέπει (με μπροστάρη το κράτος και μόνιμο υποζύγιο τους λαούς) να δοθούν δισ. ευρώ για τον «εκσυγχρονισμό» των δικτύων. Τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, εξάλλου, αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια σε ένα ακόμα πεδίο κερδοφόρων καπιταλιστικών επενδύσεων. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αποτιμά το κόστος «εκσυγχρονισμού» των υποδομών της ΕΕ στα 1,871 τρισ. ευρώ μέχρι το 2050 και τα κράτη μέλη καλούνται να πάρουν μέτρα στην κατεύθυνση αυτή.
-- πότε φταίει το γεγονός ότι η παραγωγή Ενέργειας από ΑΠΕ δεν είναι σταθερή και προβλέψιμη, ότι εξαρτάται από το πόση συννεφιά έχει και πότε φυσάει, και με δεδομένο ότι τόσο τα αιολικά όσο και τα φωτοβολταϊκά πάρκα είναι γεωγραφικά διάσπαρτα σε όλη την επικράτεια, με την οποιαδήποτε μεταβολή των καιρικών συνθηκών, η παραγόμενη Ενέργεια που θα πέσει στα διάφορα σημεία του δικτύου, μπορεί να αυξηθεί ή να πέσει κατακόρυφα, με αποτέλεσμα διάφορα στοιχεία του δικτύου (π.χ. μετασχηματιστές ή και ολόκληροι υποσταθμοί) να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν. Οπότε το συμπέρασμα είναι πως χρειάζεται να κρατήσουν γερά τη θέση τους στην αγορά οι επιχειρηματικοί όμιλοι που παράγουν Ενέργεια από άλλα καύσιμα όπως το φυσικό αέριο με την ανάλογη «στήριξη» από το αστικό κράτος.
-- πότε το πρόβλημα είναι η «υπερπροσφορά» από τις μονάδες των ΑΠΕ που αδειοδότησαν σωρηδόν όλο το προηγούμενο διάστημα και παράγουν τόση Ενέργεια, που πια δεν μπορεί να διοχετευτεί όλη στο δίκτυο τη στιγμή που παράγεται και άρα χρειάζεται να ενισχύσουν τα κέρδη τους όσοι επενδύουν σε συστήματα αποθήκευσης κ.ο.κ.
Αξιοποιούν προς την κατεύθυνση αυτή, για παράδειγμα, τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για το διασυνδεδεμένο δίκτυο που δείχνουν ότι το προηγούμενο έτος παρήχθησαν συνολικά 25,2 TWh ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών (ΑΠΕ Υ/Η), ένα επίπεδο παραγωγής υπερδιπλάσιο από το 2019 (12,2 TWh), που υποδηλώνει έναν μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξεως του 15,6%.
Τι δεν λένε; Οτι όλα αυτά τα προβλήματα και οι αντιφάσεις είναι ακριβώς οι διάφορες όψεις ενός και του αυτού προβλήματος: Της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που στην καρδιά της έχει το κυνήγι του κέρδους, την ανισομετρία, την αναρχία στην παραγωγή και γι' αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις λαϊκές ανάγκες, αλλά τις ισοπεδώνει και στο ζήτημα της Ενέργειας.
Γι' αυτό, για παράδειγμα, δεν λένε πως πλέον η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ έχει προτεραιότητα στο δίκτυο, ώστε να εξασφαλίζονται τα κέρδη των «πράσινων» ενεργειακών ομίλων.
Κι αφού η ελληνική αγορά Ενέργειας δεν είναι απομονωμένη, αλλά ενσωματωμένη στην ευρωπαϊκή μέσω των διεθνών διασυνδέσεων, το πού θα διοχετευτεί τελικά η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εξαρτάται από τις τιμές που επικρατούν στη διεθνή, κι όχι μόνο στην ελληνική αγορά, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της ζήτησης.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που σε πολλές περιπτώσεις συγκεκριμένες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από διάφορες μονάδες έχουν πωληθεί εκ των προτέρων σε διάφορους αγοραστές, προτού καν παραχθούν.
Γι' αυτό και, ενώ το σύνολο των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως είδους και καυσίμου, μπορεί, στα χαρτιά, να εξασφαλίσει ότι θα υπάρχει διαρκώς διαθέσιμη στη χώρα η ηλεκτρική ενέργεια που απαιτείται για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες και η ζήτηση, στην πραγματικότητα, στη βάση της καπιταλιστικής αγοράς, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να διασφαλιστεί.
Εξ ου και, για παράδειγμα, ενώ στην Ελλάδα περίπου το 50% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτεται από την παραγωγή των ΑΠΕ, ένα ποσοστό της τάξης του 20% της παραγωγής αυτών των μονάδων πρακτικά πάει χαμένο.
Εξ ου και οι «ανισορροπίες» και οι «κίνδυνοι για την ευστάθεια» του δικτύου που είχε σχεδιαστεί και αναπτυχθεί με γνώμονα τεχνικές προδιαγραφές που εξυπηρετούσαν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες που λειτουργούσαν με λιγνίτη, φυσικό αέριο ή πετρέλαιο, ή και μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες, για τις οποίες μπορούσε να εξασφαλιστεί, με κατάλληλη κατανομή, η συνεχής διοχέτευση σταθερών ποσοτήτων Ενέργειας, χωρίς απότομες μεταβολές στη συχνότητα.
Αλλωστε, όλα τα προηγούμενα χρόνια, βασικός άξονας της στρατηγικής του κεφαλαίου και στην προμετωπίδα των πολιτικών της ΕΕ ήταν η «πράσινη ενεργειακή μετάβαση», που επαναπροσδιορίστηκε και πρόσφατα, στις 26 Φλεβάρη 2025, με την ατζέντα «Clean Industrial Deal», στο φόντο των πιο πρόσφατων εξελίξεων που απορρέουν από την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως το στόχο για την απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, τον «επαναπροσανατολισμό» ως έναν βαθμό προς την πολεμική οικονομία, με σκοπό να βρεθούν νέα πεδία κερδοφόρων επενδύσεων για να τοποθετηθούν τα λιμνάζοντα κεφάλαια κ.ο.κ.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ίδιος είναι ο πραγματικός ένοχος τόσο για το ότι το ρεύμα καταλήγει να είναι πανάκριβο για τη λαϊκή οικογένεια, όσο και για το ότι ο κίνδυνος ενός blackout αντίστοιχου με της Ιβηρικής είναι υπαρκτός.
Πρόκειται για το καπιταλιστικό κέρδος, στο κυνήγι της μεγιστοποίησης του οποίου βγαίνουν μαχαίρια μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων που θέλουν να φάνε από την πίτα, ενώ οξύνονται οι ανταγωνισμοί με τα «απόνερα» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να καταλήγουν στους λαούς.
Στη διαμόρφωση των όρων αυτού του ανταγωνισμού είναι που παρεμβαίνει ενεργά το αστικό κράτος, είτε μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων, είτε μέσω των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών (εν προκειμένω της ΡΑΑΕΥ).
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η καπιταλιστική αγορά Ενέργειας χτίστηκε βήμα το βήμα, με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις όλων των κυβερνήσεων με τη συμμετοχή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια.
Μάλιστα, αυτό ίσχυε τόσο όταν ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ (και μετέπειτα του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ) ήταν στα χέρια του κράτους, όσο και αφότου ξεκίνησε η ιδιωτικοποίησή τους, και γι' αυτό καμία βάση δεν έχουν και εδώ οι θεωρίες περί φιλολαϊκών επανακρατικοποιήσεων από το αστικό κράτος.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι σαφές. Η στρατηγική του κεφαλαίου, το κριτήριο του κέρδους και οι ανταγωνισμοί των επιχειρηματικών ομίλων είναι το πρόβλημα και η πραγματική «πρόκληση» με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι η εργατική τάξη και οι βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενοι στις πόλεις και την ύπαιθρο.
Τα συμφέροντα του κεφαλαίου και η αστική εξουσία στο σύνολό της είναι ο λόγος που η Ενέργεια αποτελεί εμπόρευμα που ακριβοπληρώνουμε, κι όχι κοινωνικό αγαθό.
Οι δεσμεύσεις στο πλαίσιο της ΕΕ και η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων είναι ο λόγος για τον οποίο δεν αξιοποιούνται σήμερα όλες οι εγχώριες πηγές Ενέργειας, με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες του λαού για φθηνή, αξιόπιστη και φιλική προς το περιβάλλον κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών, με βάση τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων, που σφάζονται μεταξύ τους για το μερτικό από μια πίτα που όλο και μεγαλώνει, είναι που καθιστά αδύνατη την αξιοποίηση όλων των ενεργειακών πόρων και υποδομών, με ενιαία διεύθυνση σε παραγωγή, μεταφορά, διανομή Ενέργειας και κατανομή του εργατικού δυναμικού που δουλεύει στον κλάδο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, λοιπόν, είναι που πρέπει ο λαός να αναζητήσει και τον «ένοχο» και που βρίσκεται και η λύση για τον ίδιο: Στον δρόμο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, στην πάλη για τον σοσιαλισμό - κομμουνισμό, ώστε οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής να γίνουν κοινωνική ιδιοκτησία και να ενταχθούν στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, από την εξουσία εκείνη που τα κλειδιά της οικονομίας θα είναι στα χέρια της εργατικής τάξης.
Οι ΗΠΑ εμφανίζονται να διαπραγματεύονται με τη Ρωσία, ενώ η ΕΕ ετοιμάζεται να επιβάλει κυρώσεις στους μισοκατεστραμμένους αγωγούς
Αυτά τα γεωπολιτικά παιχνίδια, τον ανταγωνισμό δηλαδή των καπιταλιστικών κρατών και των μονοπωλιακών ομίλων για τα μερίδια αγοράς στην προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και για τις επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές Ενέργειας, τα πληρώνουν οι λαοί της Ευρώπης με εκτόξευση των τιμών και, φυσικά, ο ουκρανικός και ο ρωσικός λαός με το αίμα τους.
Πέρα από τη γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία οξύνονται και οι αντιθέσεις μέσα στον ευρωατλαντικό άξονα, όπως φαίνεται από τον «εμπορικό πόλεμο» ΗΠΑ - ΕΕ αλλά και από την επιδίωξη της Ουάσιγκτον να διαπραγματευτεί με το Κίεβο και τη Μόσχα αποκλειστικά για λογαριασμό της.
Σε ένα τέτοιο φόντο, και σε μια συγκυρία που οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται σε διάφορα επίπεδα με τη Ρωσία, η ΕΕ εμφανίζεται να επιμένει στον πλήρη αποκλεισμό του ρωσικού φυσικού αερίου από το ενεργειακό της μείγμα, ακόμα και στην περίπτωση που ο πόλεμος στην Ουκρανία τερματιστεί.
Εξάλλου, και στην περίπτωση ενός συμβιβασμού, αυτός θα είναι προσωρινός και όλα τα στρατόπεδα προετοιμάζονται για ενδεχόμενη ευρύτερη σύγκρουση για τον γεωπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων σε Ανατολική Ευρώπη, Βαλτική και Μαύρη Θάλασσα.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν δήλωσε ότι καμία ποσότητα ρωσικού αερίου δεν θα πρέπει να καταναλώνεται στην ΕΕ έως το 2027, προαναγγέλλοντας σχετικές πολιτικές αποφάσεις. Πηγές της αγοράς και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας επισημαίνουν ότι ο επιδιωκόμενος μηδενισμός των εισαγωγών αερίου από τη Ρωσία δεν βασίζεται σε «ρεαλιστικά σενάρια κόστους - οφέλους», αλλά αποτελεί γεωπολιτική απόφαση.
Η απαγόρευση νέων και υφιστάμενων ρωσικών συμβολαίων φυσικού αερίου, που θα προταθεί νομοθετικά τον Ιούνη, θα προκαλέσει νέο κύμα ανατιμήσεων στην αγορά Ενέργειας της ΕΕ και θα αποτελέσει πλήγμα για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, που «φωνάζουν» για φτηνότερη Ενέργεια προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Και αν για τις βιομηχανίες υπάρξουν ενδεχόμενες κρατικές επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις και άλλα κίνητρα, το βέβαιο είναι ότι το βάρος θα πέσει στους ώμους των λαϊκών νοικοκυριών της Ευρώπης, με τους λογαριασμούς φυσικού αερίου και ρεύματος να αυξάνονται και πάλι.
Ακριβά θα πληρώσουν οι λαοί και το «μάρμαρο» των καπιταλιστικών επενδύσεων στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Το σχέδιο της ΕΕ αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής για επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ και ενεργειακή αποδοτικότητα, με στόχο την ενεργειακή αυτάρκεια αλλά και τη διοχέτευση υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.
Ομως η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές, συστήματα αποθήκευσης, νέα δίκτυα και μηχανισμούς στήριξης των πιο «ευάλωτων» καπιταλιστικών οικονομιών. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση;
Η ΕΕ προετοιμάζει ήδη το 18ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, το οποίο ειδικότερα προβλέπει κυρώσεις κατά των ρωσικών αγωγών «Nord Stream» 1 και 2, που καταλήγουν στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής. Πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φλεβάρη του 2022, ο «Nord Stream 1» ήταν πλήρως λειτουργικός, ενώ ο «Nord Stream 2» ανέμενε την έγκριση της Γερμανίας και της ΕΕ.
Ως «αντίμετρο» στις ευρωενωσιακές κυρώσεις και ως μέσο πίεσης στα κράτη - μέλη, η ρωσική «Gazprom» μείωσε σταδιακά τη ροή φυσικού αερίου προς την ΕΕ μέσω όλων των οδών των αγωγών, ενώ οι εκρήξεις στους αγωγούς της Βαλτικής το 2022 κατέστρεψαν σημαντικό μέρος τους.
Εγείρονται επομένως ερωτήματα για ποιο λόγο η ΕΕ ετοιμάζεται να επιβάλει κυρώσεις στους δυο μισοκατεστραμμένους αγωγούς.
Οπως δήλωσε την περασμένη βδομάδα η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σκοπός είναι να αποτραπεί μια για πάντα ενδεχόμενη επισκευή και επαναλειτουργία των αγωγών για την επανεκκίνηση της ροής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από το αν και πότε θα τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Επισήμως η Κομισιόν επιδιώκει την πλήρη απεξάρτηση από κάθε μορφή ρωσικής Ενέργειας μέχρι το 2027 - ανεπίσημα, βέβαια, ρωσικό πετρέλαιο συνεχίζει να εισέρχεται στην ΕΕ με διάφορους τρόπους μέσω τρίτων χωρών.
Ταυτόχρονα όμως η ΕΕ βάζει το φυσικό αέριο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, ώστε να αποτραπούν οι αμερικανικοί δασμοί στις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Το παζάρι ΗΠΑ - Ρωσίας γύρω από τη σύγκρουση στην Ουκρανία είναι πολύπλευρο και πριν από βδομάδες ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σ. Λαβρόφ ανακοίνωσε ότι η Μόσχα βρίσκεται σε συζητήσεις με την Ουάσιγκτον για την επαναλειτουργία των αγωγών «Nord Stream».
Οι ΗΠΑ έχουν εναντιωθεί σφοδρά στην κατασκευή και λειτουργία των αγωγών, που έφερναν φτηνό ρωσικό αέριο στη Γερμανία και συνέβαλλαν στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών της.
Μάλιστα η Μόσχα ισχυρίζεται ότι πίσω από τα σαμποτάζ στους αγωγούς βρίσκονται οι ΗΠΑ και η Βρετανία.
Ο σημαντικότερος παράγοντας των ΗΠΑ που πρωτοστατεί για την επανεκκίνηση είναι ο επενδυτικός τραπεζίτης Στίβεν Λιντς, ο οποίος έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα στον «Nord Stream 2B», που παραμένει άθικτος. Επίσης έχει υπονοήσει ότι η επισκευή του άλλου αγωγού, «Nord Stream 2», θα κοστίσει λιγότερο από 700 εκατ. δολάρια.
Τα εμπόδια για κάτι τέτοιο είναι πολλά και σύνθετα, κυρίως πολιτικά, αλλά και τεχνικά.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ των «Financial Times», Αμερικανοί επενδυτές - μεταξύ των οποίων ο μεγιστάνας Λιντς, ένθερμος υποστηρικτής του Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ - πραγματοποιούν εντατικές διαπραγματεύσεις με την «Gazprom» για τη δημιουργία κοινοπραξίας ώστε να διοχετευτεί ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω ενός αμερικανικού αγωγού. Ο Λιντς εργάζεται στην Ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία εδώ και 20 χρόνια.
«Η βασική ιδέα των Αμερικανών είναι να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα σημαντικό μέρος των ενεργειακών δραστηριοτήτων της "Gazprom" και να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου», αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
«Μια πιθανή λύση θα μπορούσε να είναι η αγορά της υποδομής από Αμερικανούς επενδυτές, οι οποίοι θα αποκτούσαν έτσι τον έλεγχο των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Αυτή η υπόθεση ωστόσο θα συνεπαγόταν μια σημαντική αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας, η οποία ιστορικά ήταν απρόθυμη να παραιτηθεί από τον έλεγχο των εξαγωγών της», συνεχίζει το ρεπορτάζ.
Οπως σημειώνει η αμερικανική «δεξαμενή σκέψης» «Atlantic Council», το θεμελιώδες ρυθμιστικό πρόβλημα είναι ότι ο «Nord Stream 2» δεν έχει εγκριθεί βάσει της γερμανικής ή της ευρωενωσιακής νομοθεσίας.
Η Οδηγία της ΕΕ για το φυσικό αέριο, του 2024, επιβάλλει δύο βασικές απαιτήσεις στους ιδιοκτήτες αγωγών.
Πρώτον, ο ιδιοκτήτης πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ταυτόχρονα ο προμηθευτής του φυσικού αερίου. Δεύτερον, ένα άτομο που δεν είναι κάτοχος άδειας ιδιοκτησίας από την ΕΕ πρέπει να αποδείξει ότι η πιστοποίηση δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ενεργειακή ή τη συνολική ασφάλεια κανενός κράτους - μέλους ή της ΕΕ συνολικά.
Ετσι, η πρόταση Λιντς - αν υποτεθεί ότι γίνεται δεκτή από τη «Gazprom» - θα μπορούσε να λειτουργήσει με βάση τις διατάξεις της Οδηγίας της ΕΕ. Ενας αγωγός αμερικανικής ιδιοκτησίας θα ήταν πολύ πιο πιθανό να λάβει πιστοποίηση ως προς την «ασφάλεια εφοδιασμού» σε σύγκριση με την «Gazprom», που διέκοψε τις ροές ως αποτέλεσμα της γεωπολιτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία.
«Η Ευρώπη βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο δυνάμεις: Οι ΗΠΑ και η Ρωσία συζητούν ήδη την επαναλειτουργία του αμφιλεγόμενου αγωγού "Nord Stream 2"», προσθέτουν οι ίδιες πηγές των FT.
Η Γερμανία είναι ο βασικός «παίκτης» που μπορεί να εξακολουθεί να έχει συμφέρον σε έναν απευθείας αγωγό φυσικού αερίου προς τη Ρωσία.
Η συγκυβέρνηση CDU/CSU - SPD υπό τον Φρ. Μερτς μέχρι στιγμής έχει αποφύγει να λάβει απόφαση επί του θέματος.
Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις όμως εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγής πορείας, υπονοώντας ότι μόλις επιτευχθεί «ειρήνη» στην Ουκρανία το ρωσικό φυσικό αέριο θα μπορούσε να επιστρέψει στο ευρωπαϊκό ενεργειακό μείγμα.
Το παιχνίδι παίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο και η κατάσταση περιπλέκεται από τον «εμπορικό πόλεμο» ΗΠΑ - Κίνας, στο πλαίσιο της συνολικότερης μάχης για την πρωτοκαθεδρία.
Με την επιβολή κινεζικών δασμών στο αμερικανικό LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο), οι αποστολές φυσικού αερίου των ΗΠΑ ήδη ανακατευθύνονται προς την ευρωπαϊκή αγορά. Αν διατηρηθούν οι κινεζικοί δασμοί, τότε οι Αμερικανοί παραγωγοί θα θελήσουν να μεγιστοποιήσουν την πρόσβαση σε εναλλακτικές αγορές και επομένως είναι αμφίβολο κατά πόσον η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει να επιστρέψουν στην ΕΕ τυχόν ροές ρωσικού φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του «Atlantic Council», οι κινεζικοί δασμοί στο αμερικανικό LNG ενδέχεται να δώσουν στο Πεκίνο μεγαλύτερο κίνητρο να συναινέσει τελικά σε μια έγκριση του αγωγού «Power of Siberia 2» μεταξύ Ρωσίας - Κίνας, ο οποίος για πρώτη φορά θα έφερνε φυσικό αέριο από τα πεδία φυσικού αερίου της Δυτικής Σιβηρίας - τα κύρια πεδία εφοδιασμού για την ΕΕ - στην Κίνα.
Ο αγωγός αποτελεί αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου τα τελευταία χρόνια, με τη Μόσχα να προωθεί επίμονα την κατασκευή του.
Αν τελικά συμβεί αυτό, θα πρόκειται για μια αρκετά σημαντική αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων αγορών φυσικού αερίου. Η Ρωσία θα αυξήσει τις ροές φυσικού αερίου προς την Κίνα, ενώ οι ΗΠΑ - μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων LNG - θα προμηθεύουν την αγορά της ΕΕ. Σε έναν τέτοιο κόσμο ο ρόλος των αγωγών «Nord Stream» θα ήταν περιορισμένος, αν όχι μηδενικός.
Αντί δηλαδή οι δυνατότητες που προσφέρουν η φύση και η τεχνολογία να αξιοποιούνται στο έπακρο για να καλύπτουν ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες με όλους τους διαθέσιμους τρόπους, η αξιοποίηση ενεργειακών πόρων, η προώθηση ή η καταστροφή ενεργειακών υποδομών κ.ο.κ. υποτάσσονται στο καπιταλιστικό κέρδος, στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και ανταγωνισμούς που βάφονται με το αίμα των λαών...
«Συστάσεις» απέναντι στην Κίνα, «για την ενίσχυση των ελέγχων εξαγωγών ημιαγωγών παγκοσμίως»
2025 The Associated Press. All |
Στόχος των μέτρων, που έρχονται σε συνέχεια αντίστοιχων μέτρων και περιορισμών από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, αλλά και από την προεδρία Μπάιντεν, είναι η κούρσα για τη διατήρηση προβαδίσματος για τις ΗΠΑ στις Νέες Τεχνολογίες και σε κρίσιμους τομείς όπως η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Οπως δήλωσε ο Αμερικανός υφυπουργός Βιομηχανίας και Ασφάλειας, Τζέφερι Κέσλερ, δόθηκαν οδηγίες («Guidance») για την ακύρωση «περιορισμών» που στις 15/1/25 η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ανακοινώσει, αλλά και για την έκδοση συστάσεων, αφού «η διοίκηση Τραμπ θα ακολουθήσει μια τολμηρή, χωρίς αποκλεισμούς στρατηγική για την αμερικανική τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης με έμπιστες άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο, διατηρώντας παράλληλα την τεχνολογία (αυτή) μακριά από τα χέρια των αντιπάλων μας».
Στις «Οδηγίες» αυτές περιλαμβάνονται ρητά αυτές που επιδιώκουν:
Το Γραφείο καταλήγει δε ότι τα νέα μέτρα «θα εγγυηθούν ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν στην πρώτη γραμμή της καινοτόμας AI και θα διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία στην AI».
Από τη μεριά της, η Κίνα αντέδρασε έντονα, αναγγέλλοντας «σθεναρά μέτρα».
Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου κατηγόρησε, με ανακοίνωσή του, την Ουάσιγκτον πως «καταχράται τους ελέγχους των εξαγωγών για να περιορίσει και να καταστείλει» την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας.
Απευθυνόμενο, μάλιστα, και σε χώρες που θα σπεύσουν να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ για την εφαρμογή των νέων αμερικανικών μέτρων, προειδοποίησε ότι «κάθε οργανισμός ή πρόσωπο που εφαρμόζει ή βοηθά να εφαρμοστούν αυτά τα αμερικανικά μέτρα μπορεί να παραβιάζει» κινεζικούς κανονισμούς.
Δεν παρέλειψε δε να σχολιάσει ότι «τα αμερικανικά μέτρα τονίζουν τη συνήθη μονομερή προσέγγιση (από πλευράς τους), αναμειγνύοντας εκφοβισμό και προστατευτισμό και καταφέρνοντας σοβαρό πλήγμα στη σταθερότητα των παγκόσμιων βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων στον τομέα των ημιαγωγών».
Ο επικεφαλής του τεχνολογικού αμερικανο-ταϊβανέζικου κολοσσού «Nvidia», Τζένσεν Χουάνγκ - που συμμετείχε και στην επιχειρηματική αποστολή, που πρόσφατα συνόδευσε τον Τραμπ στη Σαουδική Αραβία - εξέφρασε ανησυχία για «αποτυχία», που μπορεί να φέρουν τα νέα μέτρα του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, εξελισσόμενα σε «αυτοπυροβολισμό» για αμερικανικές εταιρείες, όπως είπε.
Θύμισε δε ότι στη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, το μερίδιο της «Nvidia» στην κινεζική αγορά έπεσε από το 95% στο 50%, σύμφωνα με το BBC.
Την ίδια στιγμή, ενδεικτική των προβληματισμών που αυξάνονται και εντός ΗΠΑ για την αποτελεσματικότητα της δασμολογικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ, είναι η προσφυγή 12 αμερικανικών Πολιτειών στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για ζητήματα Διεθνούς Εμπορίου, ενάντια στους υψηλούς δασμούς που ανακοίνωσε η αμερικανική κυβέρνηση στις αρχές του Απρίλη.
Τη προσφυγή υπογράφουν, μεταξύ άλλων, οι (προερχόμενοι από τους Δημοκρατικούς) Γενικοί Εισαγγελείς πολιτειών όπως των Νέας Υόρκης, Ιλινόις, Ορεγκον, εκ μέρους των οποίων μεταξύ άλλων κατατέθηκε ότι ο Πρόεδρος επιδίωξε να ερμηνεύσει λανθασμένα ως «λευκή επιταγή» τον νόμο «International Emergency Economic Powers Act», αλλά και ότι το εμπορικό έλλειμμα, που η κυβέρνηση επικαλείται ως βασική αιτία για την επιβολή τόσο υψηλών δασμών, δεν συνιστά «περίπτωση έκτακτης ανάγκης».
Το πρακτορείο «Reuters» μετέδωσε ότι κατά των δασμολογικών μέτρων της κυβέρνησης Τραμπ εκκρεμούν συνολικά τουλάχιστον άλλες 7 δικαστικές προσφυγές, μεταξύ άλλων και από επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστική είναι και η αγωγή που κατέθεσε μέσα Απρίλη ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της πολιτείας της Καλιφόρνια, Γκ. Νιούσομ, στην οποία αναφέρεται: «Το νέο δασμολογικό καθεστώς του Προέδρου Τραμπ έχει ήδη καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία, δημιουργώντας χάος στις αγορές μετοχών και ομολόγων, εξαφανίζοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιοποίηση αγοράς μέσα σε λίγες ώρες, παγώνοντας επενδύσεις...».
Με δεδομένο ότι το οικονομικό μέγεθος της Καλιφόρνια την κατατάσσει διεθνώς ως «πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και τον μεγαλύτερο εισαγωγέα αγαθών μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ» - εξηγούσαν τοπικά ΜΜΕ σε σχετικά τους ρεπορτάζ - η αγωγή ανέφερε ότι η πολιτεία «φέρει ένα υπερβολικά μεγάλο μερίδιο» του κόστους των δασμών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αστών οικονομολόγων, οι δασμοί θα μπορούσαν «να παραλύσουν τα 12 λιμάνια της Καλιφόρνια, τα οποία δέχονται το 40% των αγαθών που εισάγονται στις ΗΠΑ», ενώ ανταποδοτικοί δασμοί της Κίνας και άλλων χωρών «θα μπορούσαν να βλάψουν τις γεωργικές εξαγωγές της Καλιφόρνια, οι οποίες το 2022 ανήλθαν σε 23,6 δισ. δολάρια».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δόθηκαν στη δημοσιότητα και νέες εκθέσεις διεθνών «οίκων αξιολόγησης», που περιγράφουν αυξανόμενη «αβεβαιότητα», παρά την έναρξη συνομιλιών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την προσωρινή αμοιβαία μείωση μιας σειράς δασμών που είχαν αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη το τελευταίο δίμηνο.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Fitch, ο δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ για την Κίνα παραμένει υψηλότερος από οποιουδήποτε άλλου εμπορικού τους εταίρου, περίπου στο 31,8%. Στη σχετική έκθεση μάλιστα σημειώνεται ότι ο δασμολογικός συντελεστής πριν από το 2024 υπολογιζόταν στο 2,3%, ενώ σήμερα είναι ο υψηλότερος από το 1941. Ακόμα, αναφέρεται ότι η αύξηση των εισαγωγών εν αναμονή υψηλότερων δασμών συνέβαλε σε ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Η Moody's Analytics υποστηρίζει ότι παραμένουν «σημαντικές προκλήσεις για την οικονομία και τις επιχειρήσεις» από ένα μέσο δασμό 30% που ισχύει στις εισαγωγές από την Κίνα, αλλά και σε συνδυασμό με τις αλυσιδωτές συνέπειες από άλλους δασμούς σε άλλες χώρες και τομείς. Ο συγκεκριμένος οίκος εκτιμά ότι αν και η συμφωνία ΗΠΑ - Κίνας είναι «μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη», η αβεβαιότητα και η «επακόλουθη παράλυση» που έχουν περιορίσει τις επιχειρήσεις τους τελευταίους μήνες θα συνεχιστούν.
Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση του οίκου ότι η «γενικευμένη αποσύνδεση» δεν μπορεί να αποτελεί επιδίωξη των ΗΠΑ, αλλά στόχος της κυβέρνησης Τραμπ είναι η «οικονομική αποσύνδεση για στρατηγικές ανάγκες»...
Αργές είναι, στο μεταξύ, οι εξελίξεις και όσον αφορά τα παζάρια ΗΠΑ - ΕΕ για μια διμερή εμπορική συμφωνία.
Η ΕΕ φέρεται να επεξεργάστηκε νέα, αναθεωρημένη πρόταση για να συζητήσει με την Ουάσινγκτον, στην οποία περιλαμβάνονται προτάσεις που «λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των ΗΠΑ», σύμφωνα με οικονομικά ΜΜΕ.
Σε σχετικό έγγραφο που «διέρρευσε», περιγράφονται προτάσεις για «αμοιβαίες επενδύσεις και στρατηγικές προμήθειες στην Ενέργεια, στην τεχνητή νοημοσύνη και την ψηφιακή συνδεσιμότητα».
Μιλώντας στο Europe Conversation, ο διαπραγματευτής της ΕΕ για το Εμπόριο, Μ. Σέφτσοβιτς, είπε ότι πιέζει για μια δίκαιη και ισορροπημένη συμφωνία με τις ΗΠΑ, τονίζοντας παράλληλα ότι οι Βρυξέλλες είναι έτοιμες να εφαρμόσουν μέχρι και 95 δισ. ευρώ σε αντίμετρα εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν.
«Πληρώνουμε ήδη δασμούς 10%, πληρώνουμε ήδη δασμούς 25% για τον χάλυβα, πληρώνουμε ήδη δασμούς 25% για τα αυτοκίνητα και πιστεύουμε πραγματικά ότι αυτό απλά δεν είναι δίκαιο. Θέλουμε λοιπόν να το επιλύσουμε μέσω διαπραγματευμένων λύσεων, αλλά φυσικά προετοιμαζόμαστε επίσης. Εναλλακτικά, θα πρέπει να προστατεύσουμε τις ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας και τις ευρωπαϊκές εταιρείες και γι' αυτό ξεκινήσαμε τις διαβουλεύσεις για ενδεχόμενα μέτρα αναδιάρθρωσης», ανέφερε.
Στο μεταξύ, στα νέα αμερικανικά «προϊόντα» που εξετάζεται μήπως μπουν στο στόχαστρο της ΕΕ, περιλαμβάνονται και όσα παράγει η «Boeing», στον κλάδο της αεροδιαστημικής.