Οι ημέρες της σαμπάνιας έφτασαν. Είτε ακριβή είναι, είτε φθηνή θα τη γευτούμε. Ελπίζουμε, τουλάχιστον. Ομως θα έπρεπε να γνωρίζουμε μερικά που την αφορούν, αλλά και μας αφορούν. Πρέπει να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούμε για το άνοιγμα και το σερβίρισμα της σαμπάνιας, σύμφωνα πάντα με τους επίσημους κανονισμούς της ιδιαιτέρας πατρίδας της: της Γαλλίας. Λίγα λόγια λοιπόν:
Η σαμπανιέρα πρέπει να είναι γεμάτη με ένα μείγμα νερού και πάγου (μπορούμε να ρίξουμε μια χούφτα αλάτι για να έχουμε σωστό αποτέλεσμα). Επίσης, μια λευκή λινή πετσέτα είναι απαραίτητη για να στεγνώνουμε το μπουκάλι και προσοχή να μη χαλάμε την ετικέτα. Ακόμη: κρατάμε το μπουκάλι πάντα από τη βάση και όχι από το λαιμό, κλίνουμε ελαφρά για να απελευθερώσουμε τον κρίκο του πώματος. Στρίβουμε τον κρίκο για να ξεχωρίσουμε τα δυο μέρη του, αφαιρούμε και τα δύο, κρατάμε το μπουκάλι από την κοιλιά με το ένα χέρι, με το άλλο κρατάμε το πώμα, βάζοντας τον αντίχειρα από πάνω του και τα υπόλοιπα δάχτυλα γύρω από το λαιμό του μπουκαλιού. Αν το πώμα αντιστέκεται, στρίβουμε το μπουκάλι κρατώντας του από τη βάση και πριν σερβίρουμε σκουπίζουμε το λαιμό με την καθαρή πετσέτα. Γεμίζουμε τα ποτήρια μέχρι τα δυο τρίτα το πολύ, ανάλογα με τον αφρό. Καλύτερα να αποφεύγουμε το φαρδύ ποτήρι επειδή το άρωμα της σαμπάνιας διασκορπίζεται. Προσοχή τα ποτήρια της σαμπάνιας ποτέ δεν τα παγώνουμε, όπως κάνουμε με τα ποτήρια της μπίρας και δε χρησιμοποιούμε ποτέ «χτυπητήρια» για να χτυπάμε τη σαμπάνια.
Τελευταία Κυριακή του χρόνου σήμερα, τελευταία μέρα της χιλιετίας είναι. Γι' αυτό λέμε να πιούμε κάτι σπάνιο. Λέμε να βαδίσουμε με τη γεύση στο δρόμο που χάραξε ο κόμης Νεγκρόνι, που ζούσε στη Φλωρεντία τη δεκαετία του 1920. Ο κύριος αυτός σύχναζε στο μπαρ «Μπελ Επόκ» και συνήθιζε να πίνει το απλό «Αμερικάνο» με μια γερή δόση τζιν. Γερό ποτήρι ήταν ο άνθρωπος. Η επιτυχία αυτού του κοκτέιλ απλώθηκε πολύ γρήγορα σε όλον το μικρόκοσμο της πελατείας του κέντρου, όπου ο Νεγκρόνι ήταν τακτικός θαμώνας. Ετσι, ο μπάρμαν, κάποιος ονόματι Φόσκο Σκαρσέλι, για να το συντομέψει και να ευχαριστήσει τον ευγενή του, το βάφτισε Νεγκρίτο. Δηλαδή είναι ένα απλό Αμερικάνο με τζιν. Πώς ετοιμάζεται; Θα ανακατέψουμε με το κουτάλι μέσα στο ειδικό ποτήρι - και εδώ που τα λέμε και ειδικό να μην είναι δεν πειράζει, δε θα μας βάλει κακό βαθμό ο κόμης, 2/3 ιταλικό βερμούτ, 2/3 καμπάρι και 3/3 τζιν και σόδα. Επειτα θα το διακοσμήσουμε με μισή φέτα πορτοκαλιού και θα συμπληρώσουμε με σόδα. Φυσικά, θα το πιούμε αργά, γιατί διαφορετικά θα μας χτυπήσει στο κεφάλι.... Εις υγείαν και καλή χρονιά.
Κάτι πρέπει να βάλουμε στο στόμα μας, κάτι διαφορετικό από τις άλλες μέρες. Λέμε λοιπόν να ετοιμάσουμε «Χοιρινό με δαμάσκηνα», που θα μας πάρει μονάχα 45 λεπτά. Θα βάλουμε βούτυρο στην κατσαρόλα πάνω σε δυνατή φωτιά και θα σοτάρουμε κομματάκια φιλέτου χοιρινού (ενάμισι κιλό είναι αρκετό για έξι άτομα) μέχρι να ροδίσουν ελαφρά από όλες τις μεριές. Επειτα ρίχνουμε 1/2 της κούπας κρασί κόκκινο και θα τα αφήσουμε να βράσουν για δυο λεπτά περίπου, θα προσθέσουμε ζωμό κρέατος, 1/2 θυμάρι και ένα κουταλάκι δεντρολίβανο, αλάτι και πιπέρι, θα τα σκεπάσουμε και θα τα αφήσουμε να σιγοβράσουν για 15 λεπτά της ώρας. Επειτα θα τα βγάλουμε με τρυπητή κουτάλα σε ένα μπολ και μέσα στο ζουμί θα ρίξουμε μισό κιλό δαμάσκηνα ξερά χωρίς κουκούτσι. Τα σκεπάζουμε και τα αφήνουμε μέχρι να φουσκώσουν και να μείνουν με λίγη πηχτή σάλτσα. Μετά θα ξαναβάλουμε τα κομμάτια του φιλέτου και θα ανακατέψουμε ελαφρά σε μέτρια φωτιά ώστε να ζεσταθούν καλά. Αν θέλουμε μπορούμε να συνοδέψουμε το φαγητό με πουρέ πατάτας.
Για μοναχικές στιγμές
Αν οι μέρες αυτές και ειδικώς αυτές οι ώρες που περνάνε αργά μέχρι να μπει ο νέος χρόνος σας κουράζουν ψυχικά, αν είστε μόνος ή έστω αποζητάτε εναγωνίως λίγη μοναξιά, κλείστε τα μάτια, απομακρυνθείτε ταχύτατα από το περιβάλλον και ταξιδέψτε με τη φαντασία σας. Να πάτε στην αιώνια πόλη, στη Ρώμη. Επισκεφτείτε την περίφημη Φοντάνα ντε Τρέβι και την υπέροχη Βίλα Μποργκέζε, για την οποία σας έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο φύλλο. Είναι δυο εξαιρετικές εμπειρίες. Καλό σας ταξίδι και μην αφήνετε τον εαυτό σας να μελαγχολήσει από την έντονα γιορτινή ατμόσφαιρα. Και να θυμάστε ότι δεν είστε μονάχα εσείς που δε νιώθετε καλά αυτές τις μέρες. Καλή χρονιά.
Ταχτοποιήθηκα σ' ένα ξενοδοχείο και κατέβηκα στο σαλόνι να πιω έναν καφέ και να σκεφτώ τι θα κάνω κι είπα με το νού μου πόσο δίκιο είχε η αξέχαστη φίλη μου Ελένη Αδαμοπούλου όταν έλεγε; «Κάθε φορά που έρχομαι σε τούτο τον τόπο δεν μπορώ παρά να κλείνουμαι πιο πολύ στον εαυτό - μου και να στοχάζουμαι». Πραγματικά κάτι τέτοιο είχε συμβεί και με μένα, καθώς προσπαθούσα να απολαύσω τον καφέ μου και να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Η γυναίκα μου κι αυτή σιωπηλή με κοιτούσε αμήχανα κι έμοιαζε σαν κάτι να ήθελε να μου πει μα δεν αποφάσιζε να το ξεστομίσει. Ο καιρός είχε πάρει να χαλάει, γκρίζα σύννεφα πλανιόντουσαν στον ουρανό και παίζανε κρυφτούλι με τον ήλιο. Εριξα μια ματιά από το τζαμωτό, σηκώθηκα και της λέω: σήκω να βγούμε, δεν ήρθαμε εδώ για να κλειστούμε στους τέσσερις τοίχους. Ετσι κι έγινε. Βγήκαμε έξω, πιάσαμε ένα ψήλωμα κι αγναντέψαμε ξέμαρκα κατά την Ιτέα και τους ελαιώνες του Χρισσού. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό, μας ενθουσίασε. Και μια κι ακόμα το Μουσείο ήταν ανοιχτό, βιαστήκαμε να μπούμε. Τα εκθέματά του τα είχαμε δει πολλές φορές, μα δεν ξέρω γιατί μου φάνηκε σαν να τα έβλεπα για πρώτη φορά. Περνούσα σιγά - σιγά από μπροστά τους και τα ξέταζα με προσοχή. Εκεί που στάθηκα, όμως, πιότερο, ήταν ο «Ηνίοχος». Καθώς τον θωρούσα αναγύρισε στο νου - μου: - αλήθεια, εκείνοι, οι πρόγονοί μας με πόσο γουρμασμένη σκέψη καταπιάνονταν με κείνο που τους απασχολούσε. Και με πόση σοβαρότητα κι υπευθυνότητα δημιουργούσαν το καθετί. Για τούτο μας άφησαν όλα τούτα τα αριστουργήματα, που έρχονται από τα πέρατα του κόσμου να τα απολαύσουν και να τα θαυμάσουν. Βγαίνοντας από το Μουσείο και σιγά - περπατώντας φτάσαμε στην Κασταλία πηγή, για να αναπλάσουμε στο νου μας την Πυθία να μοσχοπλένεται πριν να ξεκινήσει τη δουλιά της μαντείας ανεβασμένη στον τρίποδα. Γάργαρο, καθάριο, ίδιο κρούσταλλο, έτρεχε το νερό από την Κρήνη. Ολόγυρα ο τόπος ησυχασμένος, τυλιγμένος στο πράσινο σου μέρωνε την ψυχή και τη σκέψη σου για στοχασμό.