Σάββατο 30 Απρίλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"

«Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας

φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.

Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ' αλέτρι

καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα

τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας

παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί

και μεγάλες λιακάδες.

Κάτω από τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.

Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.

Πώς έγινε και μ' ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε

το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ' ανώφλια

είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ' τα κεριά

του Πάσχα

μικροί μικροί σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι

γυρίζοντας απ' την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται

αυτός ο τόπος

με υπομονή και περηφάνια. Κάθε νύχτα απ' το

ξερό πηγάδι

βγαίνουν τ' αγάλματα προσεχτικά

κι ανεβαίνουν στα δέντρα».

(Το ποίημα αυτό του Γιάννη Ρίτσου, ανήκει στη συλλογή «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» και είναι γραμμένο στις 13 Δεκέμβρη 1967 στο Παρθένι της Λέρου, όπου είχε εξοριστεί ο ποιητής από τη δικτατορία).

Καθ' οδόν: Στα σκιάχτρα της υπαίθρου...

Προαιώνιοι φύλακες στα χωράφια, στ' αμπέλια, στα περιβόλια, στους κάμπους, στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. «Γλυπτά», αυτοσχέδια δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, με φόντο την ύπαιθρο, ταπεινά ανθρώπινα ομοιώματα, που όρισαν στη ζωή τους να «φυλάνε Θερμοπύλες» συμβάλλοντας στην προσπάθεια των ανθρώπων της γης για καλή σοδειά. Διαχρονικές παρουσίες που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων - συνυφασμένες με την καρποφορία της γης και την τοπική, παραδοσιακή, αγροτική λαϊκή ζωή.

Στέκουν εκεί καταμεσής ή στην άκρη του χωραφιού, παράξενες φιγούρες, φόβητρο κάθε ιπτάμενου ή επίγειου «εισβολέα» που επιβουλεύεται τον καρπό της σποράς, τον ανθό του δέντρου, τη βλάστηση. Ακοίμητοι φρουροί, σιωπηλοί αγροφύλακες που με την παρουσία τους αποτρέπουν κάθε «εχθρό». Συνεργάτες και αγόγγυστοι βοηθοί στην δούλεψη των αγροτών. Στηριγμένα σε πασσάλους ή στους φράχτες των αγρών τα σκιάχτρα, με στητό παράστημα, «φρουροί» παντός καιρού, «υπερασπίζονται σθεναρά» το μόχθο αυτών που τα τίμησαν με την επιλογή τους.

Ντυμένα με αποφόρια, κουρέλια και άλλα ταπεινά άχρηστα υλικά - τα τελευταία χρόνια προστέθηκε το πλαστικό - φορώντας το ψαθάκι ή κάποιο άλλο «σκιάδι», γραφικά και παράξενα, παριστάνουν τους «μπαμπούλες» στα σπουργίτια, ή σε άλλα μεγαλύτερα πουλιά. Κάποια «προτιμούν σπορ εμφανίσεις». Το «αρσενικό φύλο» κυριαρχεί στη φυλή των σκιάχτρων. Ωστόσο οι «γυναίκες - σκιάχτρα» κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους στον «ανδροκρατούμενο» αυτό χώρο, διεκδικώντας «ισότιμη παρουσία»!

Τα περισσότερα σκιάχτρα παραμένουν πιστά, πειθαρχημένα στο «καθήκον» που έχουν αναλάβει, στέκουν όρθια επί μήνες, ακόμη και χρόνια. Αγέρωχα, με τεταμένα χέρια, - ένδειξη ετοιμότητας και άμεσης δράσης - παρά την προκλητική στάση των σπουργιτιών που αψηφώντας τους κινδύνους τα κουτσουλάνε στο κεφάλι και τους ώμους. Ακούνητα - αμίλητα - αγέλαστα, χωρίς να εκπέμπουν τον παραμικρό ήχο, άλλοτε με βλοσυρό, αυστηρό ύφος, άλλοτε με γαλήνιο και απλανές, τρομάζουν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη μόνο με την παρουσία τους. Μοναδική κίνηση επάνω τους είναι αυτή που προκαλείται με το περαστικό αεράκι, το οποίο παρασύρει μαζί του τα μανίκια και τα κάνει να αιωρούνται δίνοντάς τους ψευδαίσθηση ζωής. Οταν όμως το σκιάχτρο είναι όλο κι όλο ένα «πουκάμισο αδειανό» , τότε ο αέρας το πάλλει αδιάκοπα, το κάνει να τρέμει σύγκορμο, χορευτική σιλουέτα ελκυστική στο ανθρώπινο μάτι, μα απωθητική για όσους καραδοκούν και επιβουλεύονται τους ιερούς καρπούς της γης.


Ωστόσο, κάποια λυγίζουν, γέρνουν, δεν αντέχουν την πολύμηνη «αγρύπνια και εγρήγορση». Σταδιακά ξεθωριάζουν τα ρούχα τους, χαλαρώνουν τα χέρια τους, αλλάζουν στάση, ή ξαπλώνουν κατάχαμα να «ξαποστάσουν, εγκαταλείποντας την προσπάθεια, εξαντλημένα από την κούραση».

Το στήσιμό τους αρχίζει την άνοιξη προτού μεστώσουν οι καρποί. Παραμένουν όλο το καλοκαίρι με τα κουρελιασμένα ανθρώπινα ρούχα τους, τα γεμισμένα με άχυρα ή πριονίδια σώματά τους, διακοσμητικά στοιχεία ανάμεσα σε καταπράσινες θάλασσες αλλά και ψηλά βουνά.

Οταν τελειώνει η συγκομιδή των καρπών, το μεσοφθινόπωρο, θα γκρεμιστούν και θα καούν σ' ένα αγροτικό πανηγύρι σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα. Γίνονται τα λεγόμενα κάψαλα. Ανάβονται φωτιές «μπαμπαλούνες» με ξερά χορτάρια και σταροκαλαμιές. Πάνω σε αυτές καίνε τα σκιάχτρα. Οι αγρότες με τα παιδιά τους πηδάνε πάνω από τις φωτιές και στη συνέχεια γλεντοκοπάνε με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς.

Στην αρχαιότητα και στην τέχνη...

Μορμολύκειον ή μορμολυκείον λεγόταν το σκιάχτρο στην αρχαιότητα. Κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ, τη Λάμια και την Εμπουσα, κακοποιά, δαιμονικά πνεύματα, με μορφή και ιδιότητες ακαθόριστες.Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήταν προσωπίδα που παρίστανε την Μορμώ και φοβέριζαν με αυτήν τα μικρά παιδιά. Από το μορμολύκειο βγήκαν οι λέξεις μορμολύπτω που σημαίνει φοβερίζω, μορμολύκη και μορμολυκία που σημαίνει φοβιτσιάρα, μορμορωπός και μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο τρομερός, μόρμορος και μόρμος που σημαίνει φόβος, μορμόνα, μορμή, η καταπληκτική στην όψη, μορμύνω και μορμύσσομαι που σημαίνουν, φοβερίζω, τρομάζω κάποιον, φοβούμαι, τρέμω, σκιάζομαι. Η Λάμια όπως πιστεύει ο λαός, σαν κακή αδηφάγος γυναίκα, μεταφορικά είναι και η νόσος ταινία. Στην αρχαιότητα έλεγαν «μορμώ του θράσους» που θέλει να πει, μωρέ θρασύτητα που την έχει.


Η διαχρονική παρουσία των σκιάχτρων, ο ρόλος αλλά και ο συμβολισμός τους ενέπνευσαν τη λαϊκή και την καλλιτεχνική φαντασία. Αναφορές τους υπάρχουν σε αρχαιοελληνικά κείμενα («Ειρήνη» - «Θεσμοφοριάζουσες» - «Βάτραχοι»), ενώ αιώνες αργότερα τα συναντάμε ως σύνδεσμο παγανιστικών με χριστιανικές τελετές, αφού προσλαμβάνουν ανθρώπινες διαστάσεις σε έθιμα που σχετίζονται με την γονιμότητα της γης, μιας και για την ευφορία της έχουν συμβάλει καθοριστικά. Σκιάχτρα επίσης συναντάμε σε παραμύθια, τραγούδια, παιδικά παιχνίδια.

Το σκιάχτρο έχει βασικό ρόλο στις μιμικές και αυτοσχέδιες λαϊκές θεατρικές παραστάσεις, στο προαισθητικό θέατρο, που γίνονται σε μερικούς τόπους ενώ έχει σχέση και με τις σύγχρονες διονυσιακές αποκριάτικες γιορτές μας. Από το σκιάχτρο σαν άσχημο και φοβερό αντικείμενο έβγαλε ο λαός μερικές παροιμιώδεις φράσεις με τις οποίες χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που είναι στοιχείο κακοποιό ή τέρας στην ασχήμια. Ετσι για τον κακό άνθρωπο λέει πως είναι το «σκιάχτρο στο χωριό» και για τον άσχημο άνδρα ή γυναίκα, λέει «να την δεις είναι σαν σκιάχτρο» ή «πως πήρε γυναίκα του αυτό το σκιάχτρο»!

Η αρχή του τέλους...

Ξεχωριστή κατηγορία σκιάχτρων αποτελούν αυτά που βρίσκονται σε μικρές κτηνοτροφικές μονάδες (μαντριά), στις παρυφές, ή και έξω από τα χωριά. Συνήθως στους χώρους αυτούς υπάρχουν και κοτέτσια με πουλερικά τα οποία υφίστανται τις ανελέητες επιθέσεις από «τα πιο άτιμα πουλιά», όπως χαρακτηρίζουν οι κτηνοτρόφοι τις καρακάξες. Οι καρακάξες επιτίθενται και καταστρέφουν τρώγοντας τα αυγά, προκαλώντας, ταυτόχρονα, μεγάλη αναστάτωση στο κοτέτσι. Τα σκιάχτρα του είδους προφυλάσσουν επίσης τα κοτέτσια (αλλά και τους περιστεριώνες όπου υπάρχουν) από τις επισκέψεις των ασβών, κουναβιών και αλεπούδων.


Παρά το γεγονός ότι τα παραδοσιακά σκιάχτρα, με τη μορφή ανθρώπινων ομοιωμάτων, συνεχίζουν να κυριαρχούν στην ύπαιθρο και να συμβολίζουν με την παρουσία τους τον αγροτικό βίο της χθεσινής αλλά και εν πολλοίς της σημερινής τοπικής κοινωνίας, εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται δειλά - δειλά νέες τεχνικές προστασίας της καλλιέργειας που και αυτές παρουσιάζουν το δικό τους ενδιαφέρον.

Διαφέρουν από τα παραδοσιακά σκιάχτρα ως προς τα υλικά, τη μορφή και την τεχνική τους, παύουν να είναι ανθρωπόμορφα. Η «ανθρώπινη» φιγούρα που δέσποζε επί αιώνες στο χωράφι και απέτρεπε τον παντός είδους εχθρό, δίνει τη θέση της σε πιο σύνθετες κατασκευές. Τη θέση του ξύλου, του υφάσματος και του άχυρου, τείνουν να πάρουν το μέταλλο, το γυαλί και το πλαστικό. Παράλληλα έχουμε τη μεγάλη ανατροπή, αφού τη θέση του παραδοσιακού σκιάχτρου της προβιομηχανικής εποχής, παίρνει η σύγχρονη τεχνολογία με τη μορφή της μηχανής. Ο λόγος για το «κανονάκι», που δημιουργεί εκκωφαντικούς κανονιοβολισμούς, ικανούς να τρομάξουν όχι μόνο τα ζώα, αλλά και ανυποψίαστους ανθρώπους.

Αλλες μορφές σκιάχτρων είναι οι «αντικατοπτρισμοί». Οι αγρότες τοποθετούν σε διάφορα σημεία του χωραφιού τους λεπτούς μεταλλικούς στύλους, από τους οποίους κρέμονται, από σπάγκο ή λεπτό σύρμα, μικροί καθρέφτες. Με το παραμικρό θρόισμα του ανέμου οι καθρέφτες αιωρούνται και διαδοχικά απεικονίζουν τμήματα του αγρού, του ευρύτερου περιβάλλοντος ή και του ουρανού. Οταν σ' αυτούς καθρεφτίζεται ο ήλιος, εκπέμπεται εκτυφλωτική λάμψη που αιφνιδιάζει τα πουλιά και τα υπόλοιπα ζώα, οδηγώντας τα σε παραίτηση από την προσπάθειά τους. Παρεμφερής τεχνική με ανάλογο αποτέλεσμα είναι αυτή που θέλει στη θέση των καθρεφτών, λείες ανοξείδωτες λαμαρίνες.


Μια ακόμη τεχνική που χρησιμοποιείται, αποτελείται από αυτοσχέδιο μηχανισμό ο οποίος φέρει μικρούς έλικες που περιστρέφονται με τον αέρα. Η κίνηση των ελίκων αλλά και ο ελάχιστος θόρυβος που εκπέμπουν, αποτρέπουν τις προσγειώσεις στις καλλιέργειες. Ο μικρός έλικας λειτουργεί συνήθως αυτόνομα, τοποθετημένος σε ξύλινο ή μεταλλικό στύλο, ή ενσωματωμένος σε ανθρωπόμορφο σκιάχτρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε και συνδυασμό του έλικα με μικρά αιωρούμενα κουδούνια και έτσι κίνηση και ήχος λειτουργούν πιο αποτελεσματικά.

Ανάλογης επινόησης είναι και άλλα υποτυπώδη σκιάχτρα, όπως η άναρχη τοποθέτηση υφασμάτινων ή πλαστικών μεγάλων λωρίδων μέσα ή και στις άκρες του χωραφιού. Τοποθετούν επίσης ακτινωτά ή άναρχα πολλές έγχρωμες κορδέλες, δεμένες στα κλαδιά των ανθισμένων δένδρων.

Απλοϊκή, οικονομική και γι' αυτό συχνή στη χρήση της, είναι και η μορφή «σκιάχτρων» που στηρίζεται στην τοποθέτηση εκατοντάδων πλαστικών σακουλών δεμένων με σπάγκο μεταξύ των δέντρων, οι οποίες με το παραμικρό φύσημα του αέρα πάλλονται και το θρόισμά τους δημιουργεί θόρυβο που αποτρέπει τα πετούμενα.

Τέλος, κάποιοι αγρότες τοποθετούν σε δένδρα ή σε πασσάλους, ένα ξύλο που προεξέχει και στην κορυφή του δένουν ένα «τσαμπί», από κενά μεταλλικά κουτιά αναψυκτικών τα οποία με το φύσημα του αέρα συγκρούονται μεταξύ τους, δημιουργώντας θόρυβο που φοβίζει τα πουλιά.



Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

Μικρές σελίδες

«Η περιπέτεια μιας καρδερίνας» τιτλοφορείται το παραμύθι της πολυγραφότατης Γεωργίας Ανεζίνη - Λεράκη. Δίνοντας στα πουλιά «ανθρωπινή λαλίτσα», μέσα από την περιπέτεια μιας καρδερίνας, της Ριρής, που από λεύτερη και συντροφευμένη με το Ρένο, θα βρεθεί στο σπίτι της μικρής Μαρίας, σε ένα κλουβί συντροφιά με ένα καναρίνι, το Χάρη, θα «βαφτιστεί» Βιολέτα, θα αγωνιστεί για να γεννήσει τα πουλάκια της, θα ξανασμίξει με τον αγαπημένο της και θα λευτερωθεί από άλλα πουλιά - κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν το διάβασμα, το καλό εξωσχολικό βιβλίο, τη φύση και τα πλάσματά της. Και παράλληλα τα μαθαίνει την «αλφαβήτα» εκείνων των αξιών που αξίζουν στον άνθρωπο και στη ζωή, όπως η αγάπη, η μητρότητα, η γονική φροντίδα και τρυφερότητα, η αλληλεγγύη, η φιλία, η συντροφικότητα, η ελπίδα, η λευτεριά και η ομορφιά του αγώνα για την απόκτησή της.

Η ομορφιά των εικόνων που ζωγράφισε η Εύα Μελά με θερμά χρώματα, που «ανασαίνουν» τις μυρουδιές της γης, τα αρώματα των λουλουδιών, τις ευωδιές του δάσους, συντροφεύουν μοναδικά το κείμενο. Ενα εκδοτικό κομψοτέχνημα, πανόδετο βιβλίο, μια προσφορά της «Σύγχρονης Εποχής» στον παιδόκοσμο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ