Eurokinissi |
Ο κεντρικός δρόμος της Πεύκης, στα όρια με το δήμο Αμαρουσίου |
Ετσι και ο γράφων, που συχνά πυκνά επισκεπτόταν τη Μαγκουφάνα, τελευταία, έψαχνε να τη βρει με τη βοήθεια ...οδικού οδηγού! Ολα έχουν αλλάξει σε σημείο να μην ξέρει κανείς πού βρίσκεται. Παλιά ήξερες ότι παίρνοντας το δρόμο από το σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι που οδηγεί στο Ηράκλειο, μετά την ανηφόρα, βρίσκεσαι στα όρια της πευκόφυτης Μαγκουφάνας. Από τότε που έγινε, από Κοινότητα, πριν τρεις δεκαετίες θαρρώ, Δήμος Πεύκης, η φυσιογνωμία της άλλαξε. Καλλωπίστηκε, δε λέω, απέκτησε λαβύρινθο από δεντροστοιχισμένους δρόμους, που σε μπερδεύουν, και υψηλά χτίσματα, αλλά τα δάση της έγιναν ανάμνηση μακρινή. Την ανακαίνισαν ριζικά, ξεριζώνοντας τα πευκοδάση που την περιτριγύριζαν. Πριν πρωτοκατοικηθεί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, όπου δεν υπήρχαν πεύκα, στην εύφορη και αφράτη γη ευδοκιμούσαν οι πατάτες και οι μεγαλοϊδιοκτήτες, με αμπολές, έφερναν το νερό για πότισμα από τον Κοκκιναρά, τη σημερινή Πολιτεία. Οσοι πρόσφυγες δεν πήρανε σπίτι του συνοικισμού, τους δόθηκαν τεμάχια γης και συνέχισαν εκεί τη ζωή τους σε αγροικίες... μακριά από τον κόσμο!
Τα κτίρια γίνονται όλο και ψηλότερα |
Πώς και τι περιμέναμε να κλείσουν τα σχολεία προπολεμικά για να πάμε στη θεία Αλεξάνδρα που είχε αγροικία εκεί. Ηταν μια από τις πέντε αδελφές της μάνας μου που ξεριζώθηκαν από την Κάτω Παναγιά στα παράλια της Σμύρνης και βρέθηκαν εδώ ορφανά μαζί με ένα αγόρι, καθότι ο πατέρας τους χάθηκε στην «αιχμαλωσία» μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Ελληνες στα βάθη της Ασιατικής Τουρκίας.
Και η μάνα τους πέθανε καθ' οδόν προς τον Πειραιά από το μεγάλο καημό. Η θεία Αλεξάνδρα ήταν δεξιοτέχνης μαγείρισσα, ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που τραβούσε στο σπιτικό της το σόι, μικρούς και μεγάλους. Αλλος σημαντικότατος για τα παιδιά λόγος, ήταν ότι είχε ποδηλατάδικο στο Μαρούσι. Καβαλούσε σε ποδήλατο, ως τα βαθιά της γεράματα!
Με το ποδήλατο «όργωνα» την πανέμορφη αττική γη από προάστιο σε προάστιο και ήμουν πανευτυχής. Μα και στον πόλεμο με τους Γερμανούς, εκεί καταφύγαμε όταν βομβάρδισαν τον Πειραιά στην πρώτη τους αεροπορική επίθεση στο λιμάνι και ανατίναξαν το καράβι με πυρομαχικά, που σκόρπισε θάνατο και πανικό στον κόσμο, και ...όπου φύγει φύγει!
Τσιμέντο παντού... |
Δραματικά, η ζωή μας γύρισε άνω - κάτω! Οι αξιωματικοί τους ήρθαν και στρογγυλοκάθισαν στο σπίτι της θείας Αλεξάνδρας και μας πέταξαν στο υπόγειο και στην αποθήκη. Δεν είχαμε θέση πια εμείς εκεί. Πήραμε δρόμο και φύγαμε, με τι; Με τα πόδια!
Κάποτε φτάσαμε στο Κουτσουκάρι, που ήταν τότε κοινότητα, όπως και η Μαγκουφάνα, και το σπίτι μας ήταν βυθισμένο σε βαθύ σκοτάδι, δεν υπήρχε φως, παρότι είχαμε συνδεθεί πριν από λίγο καιρό με το δίκτυο της Ηλεκτρικής εταιρίας. Νερό είχαμε από το πηγάδι, τροφή; Αστα να πάνε...
Το δημοτικό Θέατρο και το δημαρχείο της Πεύκης |
Ανάμεσα στα θύματα του «συμμαχικού» βομβαρδισμού στο εμπορικό τμήμα του Πειραιά και γύρω από το Δημοτικό Θέατρο, αναγνωρίστηκε ολόκληρη η οικογένεια της γλυκιάς Μαρίνας κι εκείνη μαζί και, από τότε, όποτε έβλεπα το εξοχικό της μέσα στα πεύκα, άθελα η ματιά μου μάταια την αναζητούσε...
Η Πεύκη, αν και άλλαξε εντελώς ο ρυθμός της ζωής της, εξακολουθεί να είναι ελκυστική. Το παλιό της όνομα λέγεται ότι προήλθε από μια μαγκούφα - Αννα, όμως τότε οι λιγοστοί κάτοικοι γίνονταν μια αγκαλιά, υπήρχε αγάπη και ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον. Τώρα στις πολυκατοικίες είναι ζήτημα αν γνωρίζονται οι συγκάτοικοι μεταξύ τους! Ισως η πρωτινή ονομασία του όμορφου προαστίου να ...του ταίριαζε καλύτερα σήμερα! Ομως, η μουγκαμάρα των Νεοελλήνων γενικά, που αποφεύγουν και την «Καλημέρα», είναι θέμα ειδικής μελέτης!
Το δημοτικό άλσος |
«Ο Γ. Σουρής κάνει την εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο της εποχής εκείνης με την ποιητική Συλλογή του "Λυρικά τραγούδια", που δημοσιεύτηκε στα 1873, όταν ήταν εικοσάχρονος ακόμα. Τρία χρόνια αργότερα, θα εκδώσει τη Συλλογή "Τα τραγούδια μου" και στα 1878 το έργο του "Λόγοι Φιλιππικοί Θεοδώρου Δεληγιάννη" που θεωρείται και η πρώτη πολιτική σάτιρά του. Στη συνέχεια, στα 1880, κυκλοφορεί τα ποιήματά του "Αποκριάτικα" και το ποίημά του "Ο Ρωμηός", που μέσα από τους στίχους του ξεπηδούσε ο "Νεοέλληνας" της εποχής εκείνης, με όλα τα προτερήματα και ελαττώματά του και διαβάστηκε πολύ.
»Τελικά παίρνει την απόφαση και βγάζει μόνος του, στις 2 Απρίλη του 1883, τη βδομαδιάτικη σατιρική εφημερίδα "Ο Ρωμηός". Μέσα στις σελίδες αυτής της εφημερίδας, ο Γ. Σουρής σατίριζε έμμετρα όλα τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής, τους πολιτικούς, τα διάφορα δημόσια πρόσωπα, ακόμα κι αυτό το παλάτι και τη βασιλική οικογένεια, και έτσι πληροφορούσε και ενημέρωνε το λαό. Συνάμα, με το διάλογο ανάμεσα στον Φασουλή και τον Περικλέτο, τους δυο τύπους που είχε επινοήσει, έκανε τις έμμετρες σατιρικές αναφορές του στον Νεοέλληνα και την κριτική του για τις αντιλήψεις του και τη νοοτροπία του. Ο Γ. Σουρής με την εφημερίδα του "Ο Ρωμηός" είχε κατακτήσει το λαό, που τον αγάπησε και τον διάβασε όσο κανέναν άλλο ποιητή ή λόγιο, υποστηρίζει ο Γρυπάρης. Η δουλιά του Γ. Σουρή εκτιμήθηκε απ' όλους παρ' όλο που η σάτιρά του ήταν τσουχτερή και καυστική. Κι αυτό γιατί ήταν άδολη, ευγενική, κι αθώα, ακόμα και γι' αυτούς τους επικριτές του.
»Ακούραστος δουλευτής του στίχου και εραστής της Μούσας, παράλληλα με την εφημερίδα, "Ο Ρωμηός" θα γράψει πολλά ποιήματα και διάφορα θεατρικά έργα που τα παίζανε τα θέατρα με επιτυχία και μεταφράσεις όπως την κωμωδία "Νεφέλες" του Αριστοφάνη.
»Το έργο του Γ. Σουρή - όπως κι ο ίδιος - ήταν ταυτισμένο με τον ελληνικό λαό κι εκφράζει την ψυχή, το πνεύμα, την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα του απλού ανθρώπου, γι' αυτό κι εκτιμήθηκε τόσο πολύ από τον ελληνικό λαό. Ο Γ. Σουρής όπως κι ο Αριστοφάνης της αρχαιότητας έμεινε στο είδος του ανεπανάληπτος. Ο ποιητικός λόγος του κι η στιχουργική τέχνη του είχαν μια ιδιαιτερότητα.
Ο Γ. Σουρής έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στις 26 Αυγούστου στα 1919, αφήνοντας ένα έργο που ο Γρ. Ξενόπουλος έγραφε πως "είναι όγκος, γίγαντας, βουνό"».
Αποσπάσματα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Σταύρου Καλφιώτη «Πνευματικοί Δημιουργοί» εκδόσεις «Αθήνα».