Κουπ ο Φρουί (για ένα άτομο): 4 κουταλιές της σούπας πάγος θρυμματισμένος, 4 εκατοστά του λίτρου σιρόπι φραμπουάζ, 4 εκατοστά του λίτρου σιρόπι φράουλας, και τις ίδιες ποσότητες με χυμό ανανά, λεμονιού, πορτοκαλιού και σταφυλιού. Θα τα βάλουμε όλα στο μπλέντερ και όταν το σερβίρουμε θα το διακοσμήσουμε με ροδέλες μπανάνας.
Σελέριους: 30 γραμμάρια ντομάτες, 50 γρ. καρότα, 40 γρ σπανάκι, 50 γρ. Σέλινο, 3 εκ. του λίτρου νερό. Χρησιμοποιούμε το μπλέντερ για να αναμείξουμε όλα αυτά και έπειτα τα σερβίρουμε στο ποτήρι. Τα διακοσμούμε με σέλινο.
Ντάνσες ντιβίιν: Θα βάλουμε στο σέικερ 10 εκατοστά του λίτρου χυμό μάνγκο, 5 εκατοστά του λίτρου χυμό αχλαδιού, 2 εκατοστά του λίτρου χυμό λεμονιού, και σιρόπι φραγκοστάφυλου. Θα το διακοσμήσουμε με μια φέτα από πράσινο λεμόνι, μια φέτα αχλάδι και ένα κερασάκι. Εις υγείαν...
Μιας λοιπόν και αποφασίσαμε να πιούμε τσάι, μιας και θέλουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, λέμε να επιχειρήσουμε για πρώτη φορά - δεν το έχουμε ξανακάνει - να ετοιμάσουμε μια πουτίγκα. Θα χρειαστούμε (εκτός από υπομονή): 1/2 του κιλού γάλα, 3 φέτες ψίχα λευκού ψωμιού, 1/2 φλιτζανιού τσαγιού σταφίδες, ξανθές και άλλες τόσες μαύρες, ένα φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρη, ένα φλιτζάνι του τσαγιού καρυδόψιχα κοπανισμένη, πέντε αυγά, μια κουταλιά ξύσμα λεμονιού για το άρωμά της.
Πλένουμε και σκουπίζουμε τις σταφίδες. Τις πασπαλίζουμε με λίγο αλεύρι, κόβουμε την ψίχα του ψωμιού σε μικρά κομματάκια και έπειτα βουτυρώνουμε τη φόρμα και στρώνουμε μια σειρά από ψωμάκια. Βάζουμε το γάλα στη φωτιά να κάψει, παίρνουμε τη φόρμα και πάνω από τα ψωμάκια βάζουμε τις ξανθές σταφίδες, τις πασπαλίζουμε με καρύδια και αμέσως μετά στρώνουμε τις μαύρες σταφίδες. Και πάλι στρώνουμε ψωμάκια και πάλι στρώνουμε σταφίδες με την ίδια σειρά. Σε μια λεκανίτσα χτυπάμε τα αυγά με τη ζάχαρη, προσθέτουμε το ξύσμα λεμονιού και χύνουμε το γάλα λίγο - λίγο. Χτυπάμε να ενωθούν καλά και με ένα κουτάλι τα ρίχνουμε μέσα στη φόρμα. Θα βάλουμε τη φόρμα σε ταψί με νερό στο φούρνο μέχρι να φουσκώσει. Για να βεβαιωθούμε αν ψήθηκε καλά, θα βυθίσουμε μέσα ένα σπίρτο αν το σπίρτο βγει καθαρό σημαίνει ότι είναι εντάξει. Θα τη βγάλουμε από το φούρνο, θα την αφήσουμε να κρυώσει, θα την ξεφορμάρουμε και θα τη σερβίρουμε με μαρμελάδα βερίκοκο αναλυμένη με λίγο κονιάκ.
Ηταν το 1915, όταν ξεκίνησαν για μια τολμηρή αποστολή στο Νότιο Πόλο και τίποτα δε θα μπορούσε να τους προϊδεάσει για την κατάληξή της. Το πλοίο τους, το «Endurance», έπεσε πάνω σε πάγο και καταστράφηκε, αναγκάζοντας την αποστολή να περιφέρεται για αρκετούς μήνες με τις σωσίβιες λέμβους ανάμεσα στους πάγους, πριν καταφέρει να εντοπίσει ένα μικρό κομμάτι γης (το νησί Ελέφαντας), όπου μπορούσε να σταθεί.
Από εκεί, ο Σάκλετον και πέντε μέλη της ομάδας, χρειάστηκε να διασχίσουν με μια λέμβο 800 μίλια άγριας θάλασσας, μέχρι να φτάσουν στη Νότια Τζόρτζια. Ενημέρωσαν φαλαινοθήρες, που είχαν εκεί τον οικισμό - βάση τους και στη συνέχεια οργάνωσαν μια επιτυχημένη επιχείρηση διάσωσης για τους υπόλοιπους που είχαν μείνει πίσω.
Το γεγονός και μόνο ότι μια τέτοια αποστολή έγινε στην πραγματικότητα και μάλιστα χωρίς θύματα, είναι αξιοθαύμαστο. Και φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι γνωρίζουμε τόσα για αυτήν την περιπέτεια, επειδή βρέθηκε κάποιος ανάμεσα στο πλήρωμα, που κατέγραψε τα γεγονότα με την κινηματογραφική του κάμερα.
Πρόκειται για τον Φρανκ Χάρλεϊ, επίσημο φωτογράφο της αποστολής, που, χωρίς να το φαντάζεται, δημιούργησε ουσιαστικά ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο. Ενα ντοκουμέντο που, χάρη στις προσπάθειες του Εθνικού Κινηματογραφικού Αρχείου του Λονδίνου, θα συνεχίσει να μεταφέρει εικόνες μιας άλλης εποχής και στην τρίτη χιλιετία. Το ντοκουμέντο αυτό, προβλήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, στα πλαίσια του 13ου Πανοράματος Πανευρωπαϊκού Κινηματογράφου - διοργανώθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» - και προκάλεσε τη συγκίνηση του κοινού.
Η κινηματογραφική προσέγγιση του Χάρλεϊ ήταν εξαιρετικά απλή: Γυρνούσε την κάμερα, κάθε φορά, σε αυτό που ήθελε να καταγράψει και έλπιζε ότι οι αυτοσχέδιοι υπότιτλοι θα εξηγούσαν αυτό που έδειχνε.
Ωστόσο, παρά το σχετικό ερασιτεχνισμό, σπάνια μπορεί να θαυμάσει κανείς τόσο ζωντανές και καθηλωτικές εικόνες. Από τη γεμάτη ελπίδα πόζα του Σάκλετον μπροστά στο φακό, στην αρχή του φιλμ - μέχρι τα γεμάτα απόγνωση πρόσωπα των αντρών του, λίγους μήνες αργότερα.
Και καθώς βλέπουμε το πλοίο να στέκεται μόνο του ανάμεσα σε αχανείς εκτάσεις πάγου, συνειδητοποιούμε πως η συγκλονιστική φωτογραφία του Χάρλεϊ είναι ικανή να υπερκαλύψει την έλλειψη ήχου, με την απίστευτη έντασή της.
Το παγιδευμένο πλοίο αρχικά υψωνόταν, καθώς τα κομμάτια πάγου, που το πίεζαν, εισχωρούσαν στα ύφαλα και το σήκωναν ψηλά, πριν το πλοίο γείρει και τελικά βυθιστεί στα παγωμένα νερά.
Οσο βρισκόταν ακόμα στην επιφάνεια, ο Χάρλεϊ και οι υπόλοιποι του πληρώματος δεν αρκέστηκαν στο φως της ημέρας, για να το απαθανατίσουν. Θέλοντας να αφήσουν πίσω τους τις εικόνες που έζησαν, φώτισαν με προβολείς το βράδυ το πλοίο, για να αποτυπωθεί η εικόνα του. Τα κομμάτια πάγου, που κάλυπταν το σκάφος, τα κατάρτια του, τα σχοινιά. Ενα άσπρο φάντασμα, στο μαύρο της πολικής νύχτας.
Μέτρα φιλμ αφιερώθηκαν στα δεκάδες σκυλιά που είχαν πάρει μαζί, για να τους βοηθήσουν στην εξερεύνηση της Ανταρκτικής σύροντας τα έλκηθρα. Σκληροτράχηλοι άντρες, μπροστά στο φακό έπαιρναν στην αγκαλιά τους κουτάβια, για να τα ζεστάνουν. Πάλευαν εν είδει αστεϊσμού, με τα πιο μεγαλόσωμα της αγέλης.
Το τελευταίο μέρος του ντοκιμαντέρ είναι αφιερωμένο στο ζωικό και υδάτινο βασίλειο των πόλων. Τους βασιλικούς πιγκουίνους που συστηματικά απέφευγαν τα μέλη της αποστολής. Τα θαλάσσια λιοντάρια, που έψαχναν θέση στους λείους βράχους για να μαζέψουν λίγες από τις ακτίνες του ήλιου. Τις νεκρές φάλαινες, που κομμάτιαζαν οι φαλαινοθήρες με μακριά μαχαίρια, βουτηγμένοι στο αίμα και το λίπος.
Ολες, εικόνες που θα ζήλευε και ένας σύγχρονος κινηματογραφιστής. Και αυτό, ενώ ο Σάκλετον αγωνιζόταν να διασχίσει τα 800 μίλια που τον χώριζαν από τις ακτές της Νότιας Τζόρτζια και ο Χάρλεϊ - όντας ένας από όσους έμειναν πίσω, να περιμένουν τον καπετάνιο τους - υπερνικούσε το φόβο και την αγωνία του. Και επέμενε να τιμά την τέχνη του. Την τέχνη του Κινηματογράφου.
«Δε θα υπήρχε Εθνική Λυρική Σκηνή, αν δεν είχε προϋπάρξει το "ηρωικό και θρυλικό" Ελληνικό Μελόδραμα, που δημιούργησε τη βάση, πάνω στην οποίαν χτίστηκε όλο το εποικοδόμημα που λέγεται ΕΛΣ. Το Ελληνικό Μελόδραμα είναι η προϊστορία της ΕΛΣ, ή, καλύτερα, η ΕΛΣ αποτελεί συνέχεια του μελοδράματος, με μια ανώτερη μορφή οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας.
Παρά τις χαλεπές συνθήκες που αντιμετώπισε το ελληνικό μελόδραμα, πάντα με την αγωνία, με την εσχάτη στέρηση, με την απερίγραπτη τόλμη και την αυτοθυσία των μελών του, κατόρθωσε να διατηρήσει άσβεστη τη μελοδραματική φλόγα ως την ημέρα που ιδρύθηκε, το 1939, η Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου».
Τα πρώτα βήματα για την προώθηση της ευρωπαϊκής μουσικής αρχίζουν κυρίως το 1883. Στις 4 Ιούλη του 1837 δίνεται η πρώτη μελοδραματική παράσταση στην Αθήνα με τον «Κουρέα της Σεβίλλης», από ένα θίασο σαλτιμπάγκων. Από τότε άρχισαν να επισκέπτονται την Αθήνα διάφοροι ιταλικοί θίασοι, που παρουσίαζαν έργα των: Ροσίνι, Ντονιτσέτι και Μπελίνι. Μερικά μέλη αυτών των μικρών θιάσων εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα και έτσι ξεκίνησε η μουσική μόρφωση των Ελλήνων...
Η δεκαετία '60 - '70 μπορεί να θεωρηθεί η πιο σημαντική για την εξέλιξη της μουσικής και της λυρικής τέχνης στη χώρα μας. Πρωτεργάτες και δημιουργοί του Ελληνικού Μελοδράματος ήταν οι Ναπολέων Λαμπελέτ, Νικόλαος Κόκκινος και Δημήτριος Ρόδιος, τρεις από τους πιο δημοφιλείς συνθέτες και δημιουργούς της Αθηναϊκής Καντάδας.
Και φτάνουμε, ασθμαίνοντας, δεν έχουμε δυστυχώς ώρα, ο χρόνος συνεχώς μας κυνηγά, καθώς και ο χώρος: Στο τρίτο Ελληνικό Μελόδραμα 1900 - 1938, με επικεφαλής τον Δ. Λαυράγκα.
Το ελληνικό Μελόδραμα αρχίζει τώρα να διακρίνεται για τη συστηματικότερη οργάνωσή του, την υπεύθυνη διοίκησή του, τη μουσική και καλλιτεχνική εξέλιξή του. Κύριοι συντελεστές είναι ο Διονύσης Λαυράγκας και ο Λουδοβίκος Σπινέλλης. Στις 26 Απρίλη του 1900 ανεβαίνει στο «Δημοτικό θέατρο Αθηνών (Εθνικόν Ελληνικόν Μελόδραμα) η όπερα «Μποέμ» του Πουτσίνι, με διευθυντές τους Λαυράγκα και Σπινέλλη. Εκείνη η παράσταση σημείωσε μια μεγάλη επιτυχία και σφράγισε τη μικρή μουσική μας ιστορία. Ηταν μια εξαιρετική μουσική εμπειρία, που έμεινε αλησμόνητη σε όσους την παρακολούθησαν.
Ο Κεφαλονίτης Δ. Λαυράγκας έμοιαζε σαν έναν μυθικό αρχηγό(λυρικής) αιρέσεως... Ο λάτρης της μουσικής κοπίασε, αγωνίστηκε, έχυσε αίμα, μόχθησε, δανείστηκε, αντιμετώπισε οικονομικά δεινά, για να στήσει, όπως ήθελε εκείνος και οι συνεργάτες του, ελληνικό μελόδραμα, ένα μελόδραμα με απαιτήσεις. Ενώ ο ίδιος δεν είχε καμιά απαίτηση, αν και όφειλε να έχει από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, που καμιά δεν τον βοήθησε οικονομικά. Ούτε αυτός ούτε οι συνεργάτες του ζήτησαν τίποτε για τον εαυτό τους. Μια επιθυμία είχε, να δοθεί μια οικονομική βοήθεια για την εθνική αυτή προσπάθεια, μια βοήθεια, η οποία ποτέ δεν του δόθηκε. Και εδώ σκέφτεται κανείς τη διαφορά και την αδικία. Βλέπει τους ποταμούς χρημάτων που χύνονται σαν καταρράκτες στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, δηλαδή στο Μέγαρο Μουσικής.
Στις δεκαετίες του '20 και του '30 ακόμη, διεξαγόταν, πράγματι ένας αγώνας ιδεών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες μελοδράματος, για τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας ενός αληθινά εθνικού, ελληνικού μελοδράματος. Η άποψη του Λαυράγκα, δημοσιευμένη στο «Εθνος» το 1930, είναι η εξής(Διαβάζουμε πάντα από το βιβλίο του Μιχάλη Ράπτη):
«Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δυο τρόποι συγκροτήσεως του μελοδράματός μας. `Η να γίνει επίσημον κρατικόν ίδρυμα ή να επιχορηγηθεί νομίμως και σοβαρώς το σημερινό Σωματείον του Ελληνικού Μελοδράματος. Το καλύτερο βέβαια θα ήταν να γίνει, όπως και φαίνεται ότι θα γίνει, κρατικόν. Εγώ όμως το θέλω το ίδρυμα, όχι μόνον κρατικόν τέκνο, που να εξελιχθεί εις αυτόνομον οργανισμό, σαν το Εθνικό Θέατρο, αλλά παντοτινόν, σε δημόσια υπηρεσία, ως ίδρυμα δηλαδή εξαρτώμενο διαρκώς από το Κράτος».
Η ώρα περνά, ο χρόνος τελειώνει, ο χώρος στενεύει επικίνδυνα και μας ανάβει κόκκινο φωτάκι: Πρέπει να φύγουμε, πρέπει να επιστρέψουμε σπίτι μας. Απλώς, θυμίζουμε ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή ιδρύθηκε στις πιο αντίξοες συνθήκες του εθνικού μας βίου, στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και του πολέμου του 1940 και ανδρώθηκε στις μαύρες μέρες της Κατοχής. Κλείνουμε αυτό το υπέροχο βιβλίο και, τι άλλο να κάνουμε, ανοίγουμε το Τρίτο Πρόγραμμα και ξεφυλλίζουμε το πρόγραμμα της Λυρικής Σκηνής για το φετινό χειμώνα.