Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εις υγείαν

Αύριο βράδυ θα είναι πια η μεγάλη στιγμή, των Χριστουγέννων η παραμονή. Υπομονή. Αύριο τέτοια ώρα όσοι έχουν διαθέσει χρήματα για να προμηθευτούν το αριστοκρατικό κρασί: τη μεθυστική Σαμπάνια, θα τη γεύονται παγωμένη. Τους μακαρίζουμε και ευχόμαστε: Να είναι καλά οι άνθρωποι. Αύριο... Σήμερα όμως θα χορέψουμε «Τάνγκο» για δυο. Ετσι χορεύεται πάντα αυτός ο χορός, τι να γίνει; «Τάνγκο» λοιπόν και 1/4 χυμό πορτοκαλιού, 1,5/4 βερμούτ ντράι, 1,5/4 βερμούτ κόκκινο, 1/4 λίτρο κόκκινο κουρασάο και 3/4 Τζιν. Τα ρίχνουμε στο σέικερ και το σερβίρουμε σε ποτήρια για κοκτέιλ με πολλά παγάκια.

Ρόγιαλ κοκτέιλ: Θα βάλουμε στο σέικερ αρκετές σταγόνες μαρασκίνο, 2/6 μπράντι, 2/6 μαρτίνι ντράι και 2/6 Τζιν Γκόρντονς. Τα χτυπάμε καλά στο σέικερ και τα σερβίρουμε σε ποτήρι για κοκτέιλ.

Ακόμη θα ετοιμάσουμε ένα Σέλντον: 3/6 Τζιν, 2/6 νόιλ πρατ και 1/6 λικέρ αχλαδιού Γουίλιαμς. Τα ανακατεύουμε στο ποτήρι με μερικά παγάκια και τα διακοσμούμε με ένα κερασάκι. Και εις υγείαν..!

Η ιστορία της σοκολάτας

Ολα αρχίζουν με την αγέρωχη μεγαλοπρέπεια των Τheobroma cacao, δέντρα του αμαζονικού δάσους που μεγαλώνουν μόνο στις 20 μοίρες νότια και βόρεια του Ισημερινού και που «βάφτισε» έτσι ο βοτανολόγος Λίνεο. Ο τελευταίος γοητεύτηκε τόσο από την ομορφιά τους, ώστε τους έδωσε αυτό το όνομα, που σημαίνει «τροφή των θεών». Ολα, λοιπόν, αρχίζουν με αυτά τα δέντρα και τα φρούτα τους, με τους καρπούς που περιέχουν τους κόκκους κακάο. Σήμερα, το μέγιστο ραφινάρισμα σε σοκολατένια ύλη γίνεται στη Γαλλία και το Βέλγιο, ωστόσο η πορεία μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το υπέροχο έδεσμα ήταν ιδιαίτερα μακρόχρονη. Ξεκινάει από το, γεμάτο απορία, βλέμμα του Ερνάν Κορτές (Ισπανός κατακτητής του Μεξικού) καθώς έβλεπε τον Μοκτεσούμα (αρχηγό των Αζτέκων) να πίνει εκείνο το ρόφημα που οι Αζτέκοι ονόμαζαν «ξοκολάτλ» και φτάνει στις σημερινές συνταγές των οποίων η μείξη κόκκων και ποσοστών των συστατικών - κακάο, βούτυρο κακάο, λεκιθίνη σόγιας και ζάχαρη - είναι εφτασφράγιστα μυστικά που φυλάσσουν εδώ και αιώνες οι οικογένειες που παράγουν σοκολάτα.

Ο Ερνάν Κορτές, λοιπόν, δύο χρόνια αφού είχε αποβιβαστεί στη Βέρα Κρουζ και είχε πια ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο, επέστρεψε στην Ισπανία. Εκεί εισήγαγε στην αυλή του Καρόλου του Ε' το «ξοκολάτλ» των Αζτέκων, ως μία εξωτική νότα. Ωστόσο, το «ξοκολάτλ» το είχε πάει και ο Χριστόφορος Κολόμβος στους Καθολικούς Βασιλείς, χωρίς επιτυχία: εκείνο το πικρό και πικάντικο ρόφημα, χάρη στο τσίλι, δεν ήταν του βασιλικού γούστου. Αλήθεια, όσοι από εσάς είδαν την ταινία «Σοκολάτα», θα θυμούνται τη Ζουλιέτ Μπινός που πρόσθετε στα σοκολατάκια «αχί», ένα είδος πιπεριού ή πάπρικα στη Λατινική Αμερική. Λοιπόν, αυτή ήταν η συνταγή των Αζτέκων. Ο Κορτές, από την πλευρά του, είχε την πολύ καλή ιδέα να προσθέσει ζάχαρη και βανίλια στο ρόφημα. Αυτή ήταν και η πρώτη προσαρμογή του «ξοκολάτλ» στο ευρωπαϊκό γούστο.

Στην πραγματικότητα, αν και αυτό το «χρυσό υγρό», όπως ονόμαζαν οι Αζτέκοι αυτή τη «διαβολική» σοκολατάδα, καθώς ανακάτευαν κακάο όχι μόνο με τσίλι, αλλά επιπρόσθετα και με γαρίφαλο και κανέλα, το παρουσίαζαν ως δική τους έμπνευση, οι ίδιοι το είχαν αντιγράψει από τους Μάγιας, τους οποίους είχαν υποτάξει πριν πολλούς αιώνες και ήταν εκείνοι που φρόντιζαν τις φυτείες στο Γιουκατάν. Σε ένα από τα ταξίδια επιστροφής του στην Ευρώπη, ο Κορτές δημιούργησε φυτείες και στην Γκάνα, ανοίγοντας έτσι το αφρικανικό κύκλωμα του κακάο. Στην Αμερική, οι κόκκοι του κακάο, σε σχήμα εξογκωμένου και σκληρού αμυγδάλου, χρησιμοποιούνταν ως νόμισμα: με εκατό κόκκους μπορούσε κανείς να αγοράσει έναν σκλάβο!

Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του δεκάτου ένατου αιώνα, την αποκλειστικότητα του κακάο στην Ευρώπη την είχε η Ισπανία. Το 1600 η σοκολάτα, πάντα στη ρευστή της μορφή, έφτασε στην Ιταλία και τη Γαλλία. Και το 1711, ο Κάρολος ΣΤ` μετέφερε την αυλή του από τη Μαδρίτη στη Βιέννη, εγκαινιάζοντας έτσι τη μεγάλη παράδοση της σοκολάτας σε αυτήν την περιοχή των Αλπεων, της οποίας το μαργαριτάρι ήταν και εξακολουθεί να είναι η «Ζάχερτορτε» του βιεννέζικου ξενοδοχείου Ζάχερ. Από το 1660 η γεύση της ευρωπαϊκής σοκολάτας ήταν πολύ κοντά σ' αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα, αν και η κατανάλωσή της ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πλουσίων. Και εξακολουθούσε να είναι προνόμιό τους μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα, όταν η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε το ενδιαφέρον, για τον κλάδο της σοκολάτας, των πρώτων εμπόρων που θέλησαν να προχωρήσουν σε μαζική παραγωγή πικρής και γλυκιάς σοκολατένιας πλάκας. Μερικοί από αυτούς τους εμπόρους είχαν ονόματα που δύσκολα τα ξεχνάει κανείς, κυρίως οι λάτρες της σοκολάτας: Χέρσεϊ, Κάντμπερι, Σούχαρντ, Νεστλέ - στον οποίο ανήκει και η εφεύρεση της σοκολάτας γάλακτος - Λιντ ή Τόμπλερ.

Τώρα, για να ξέρουμε πότε έχουμε στα χέρια μας μία πραγματική, «θεϊκή» σοκολάτα ή μία κοινή, πρέπει να έχουμε υπόψη μας κάποια πράγματα. Το πρώτο είναι το άρωμα, που πρέπει να είναι σοκολάτας, και όχι καρύδας, ούτε φρούτων, ούτε λικέρ ή οτιδήποτε άλλο, αυτές οι καταχρήσεις απλώς καλύπτουν την ανυπαρξία μιας καλής βάσης κακάο. Αμέσως μετά δοκιμάζουμε ένα πολύ μικρό κομμάτι που λιώνει αργά στη γλώσσα. Η πραγματικά καλή σοκολάτα διαλύεται αργά αργά και ποτίζει τον ουρανίσκο. Η βανίλια δεν πρέπει παρά να συνοδεύει τη γεύση του κακάο. Μία πραγματικά καλή σοκολάτα δε θρυμματίζεται, όταν τη σπάμε. Και ένα στοιχείο ακόμα: όταν κρατήσουμε ένα κομμάτι σοκολάτας στα δάχτυλα για μερικά δευτερόλεπτα, αυτό θα πρέπει να αρχίζει να λιώνει και θα πρέπει να βιαστούμε να τη φάμε, σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή παραμείνει στωική και ατάραχη, πετάξτε τη, σίγουρα δε χάνετε πολλά πράγματα.


Γιάννα ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ

Καθ' οδόν στη Λουκέρνη

Δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και εμείς συνεχίζουμε την πορεία προς την Ελβετία.

Λουκέρνη

Τρέχουμε πλάι στη λίμνη Πριντζ. Στην αντίκρυ ακτή της υψώνονται γιγάντια χιονισμένα βουνά. Στα ριζά τους είναι σπαρμένα μικρά χωριουδάκια και λειβαδοτόπια.

Περνάμε δυο μεγάλα τούνελ, προσπερνάμε το χωριό Πριντζ κι αρχίζουμε ν' ανηφορίζουμε ένα στενό δαντελωτό δρόμο. Δεξιά και ζερβά υπάρχουν πολλά ψηλά λιγνά δέντρα που ομορφαίνουν τη διαδρομή. Κάποια στιγμή το μάτι μας αγριεύει καθώς κάτωθέ μας πολύ βαθιά απλώνεται μια καταπράσινη κοιλάδα. Εδώ η φύση ξεδιπλώνεται σ' όλη τη μεγαλοπρέπεια. Αψηλά, βουνά, χιονισμένες βουνοκορφές, άγρια φαράγγια, βαθιές ολοπράσινες χαράδρες, τρεχούμενα νερά που κατρακυλάνε απ' τα ψηλώματα. Η θέα είναι καταπληκτική. Ολα μοιάζουν σαν να τα βλέπεις από αεροπλάνο. Μα σαν αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, το τοπίο πήρε κι άλλαξε, έχασε την αγριωπή μεγαλοπρέπεια, άρχισε να μερώνει να είναι πιο ησυχασμένο και να χαμηλοφτεριάζει. Ενα τούνελ μας κόβει τη θέα και στο έβγα του μας αποκαλύπτει στα δεξιά μας τη «Λίμνη των 4 καντονιών».

Το πούλμαν όλο τρέχει κι εμείς δεν αποχορταίνουμε να βλέπουμε, ίσαμε που χωνόμαστε στη Λουκέρνη με τη βαβαρέζικη κοψιά, που τη χαλάει η μεγάλη κίνηση κι οι πολλές μοντέρνες πολυκατοικίες.

Από τη Λουκέρνη εκείνο που τράβηξε πιότερο το ενδιαφέρον μας όπως σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ήταν η παλιά πόλη.

Αρχή - αρχή πήγαμε στην Kapellplatz με τη στημένη καταμεσής φοντάνα Fritschi γιομάτη παραστάσεις του καρναβαλιού, της άνοιξης και της χαράς.

Από τα παλιά χτίρια το πιο χαρακτηριστικό ήταν το Δημαρχείο. Είναι ένα όμορφο χτίριο που χτίστηκε στα 1602 σε ρυθμό Αναγέννησης.

Δεξιά του Δημαρχείου υπάρχει η Gasthaus gu Pfistern που παρουσιάζει μια πολύ κομψή ζωγραφισμένη πρόσοψη. Μα το πιο ενδιαφέρον αξιοθέατο είναι η Kapellbrucke η παλιά αυτή σκεπαστή ξύλινη γέφυρα που έχει γίνει το σύμβολο της Λουκέρνης. Η γέφυρα φτιάχτηκε το 14ο αιώνα, έχει ένα μεγάλο μάκρος και είναι στολισμένη με 112 πίνακες που είναι ζωγραφισμένη πάνω στα τρίγωνα που σχηματίζουν τα καδρόνια της στέγης.


Τη Λουκέρνη τη χαρήκαμε πιο πολύ το βράδυ με τις νυχτερινές εξορμήσεις μας, γιατί τη μέρα την είχαμε αφιερώσει σε εκδρομές.

Το Interlaken σήμερα είναι ένα πολύ γραφικό τουριστικό κέντρο παραθερισμού γιομάτο ξενοδοχεία, μικρομάγαζα με τουριστικά είδη, εστιατόρια και μπαρ.

Ηρεμο, ήρεμο, καθάριο, λουλουδιασμένο σου μαλακώνει την ψυχή και σε μερώνει.

Καθίσαμε με τη γυναίκα μου σ' ένα παγκάκι από τα πολλά που είναι αραδιασμένα πλάι στο κανάλι που ενώνει τις δυο λίμνες. Μπροστά μας κυλούσαν τα γκριζοπράσινα νερά τους που πάνω τους πλέανε με κάποια φιλαρέσκεια μερικές πάπιες που όλο και μας κοντοζύγωναν. Φαίνεται ήταν σίγουρες πως κάτι θα τις πετούσαμε να χάψουν. Και πράγματι δεν άντεξε στον πειρασμό η γυναίκα μου και τους έριξε αρκετές μπουκιές απ' το ψωμί μας. Μα δεν ήταν μόνο οι πάπιες που έπρεπε να φιλέψουμε, ήταν κι οι αλήτες τ' ουρανού, τα σπουργιτάκια που αποζητούσαν κι εκείνα να πάρουν μέρος στο φαγοπότι, έστω και με τα λίγα ψίχουλα που τους πετούσαμε.

Τέτοια ήταν η σαγήνη του τοπίου κι η φχαριστήση που μας έδινε η φτερωτή συντροφιά μας, που δε θα ξεκολλούσαμε αν δε νιώθαμε ένα τουρτούρισμα απ' το τσουχτερό αγέρι που ερχόταν απ' το χιονισμένο βουνό Γιουνφράου.

Αλλωστε, η ομάδα άρχισε να χώνεται στο πούλμαν μια και πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψουμε τούτο το ερμιτάζ.




Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ

Μικρές σελίδες
Μη ξεχνάμε τα παιδιά

Αυτές τις μέρες, όλες τις μέρες δηλαδή, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα παιδιά, τα παιδιά για τα οποία φτιάχτηκαν αυτές οι μαγικές και παραμυθένιες γιορτινές μέρες. Αυτές οι εξαιρετικές, αθώες υπάρξεις θα μας απασχολήσουν σήμερα και αύριο και όλο το διάστημα των εορτών. Κάτι ωραίο πρέπει να βρούμε να τις διαβάσουμε, να τις δείξουμε, να τις ταξιδέψουμε. Ανάμεσα στα πολλά ωραία βιβλία που κυκλοφορούν ξεχωρίζουμε το καλαίσθητο βιβλίο των Εκδόσεων Πατάκη: «Τα Προβατάκια του χιονιού» του Debi Gliori. Υπέροχες εικόνες μας αφηγούνται μια ιστορία αγάπης και πίστης. Ενα αγόρι, ο πατέρας του και το αγαπημένο τους σκυλί η Μπέσυ βρίσκονται στο λιβάδι δίπλα στο ποτάμι και μετρούν τα πρόβατα. Μα ξαφνικά έρχεται μια τρομερή καταιγίδα και η Μπέσυ χάνεται από τα ματάκι του αγοριού. Ετσι αρχίζει αυτή η υπέροχη τρυφερή ιστορία. Φυσικά δεν πρόκειται να σας αποκαλύψουμε το τέλος, θα το διαβάσετε μόνοι σας και θα δείτε αν έχουμε δίκιο που το προτείνουμε ανεπιφύλακτα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ