Κυριακή 13 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εις υγείαν

Τόσο ωραίο, τόσο απαλό όσο ένα βελούδινο χάδι είναι το κοκτέιλ που θα ετοιμάσουμε σήμερα και ονομάζεται - πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομάζεται άλλωστε; «Βελούδινο χάδι». Ετοιμοι; Πάμε. θα γεμίσουμε τα ποτήρια μέχρι τη μέση με: 1/2 Ντιμπονέ, 1/2 Λικέρ Μαρτίνι και παγάκια. Θα προσθέσουμε παγωμένη σαμπάνια, αλλά στην περίπτωση -κάτι πολύ πιθανόν- που δεν έχουμε και η γκαζόζα κάνει. Θα το γαρνίρουμε με φρούτα εποχής.

Εχετε διαβάσει ή έστω έχετε δει στον κινηματογράφο τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ; Αν ναι, τότε ασφαλώς η ζωή, το έργο του, τα χαρίσματά του και ο ανεκδήλωτος έρωτάς του για την εξαδέλφη του, θα σας έχουν συναρπάσει και συγκινήσει. Πώς τον θυμηθήκαμε, και τι σχέση έχει ο Μπερζεράκ με τα κοκτέιλ, θα το δείτε αμέσως: Λευκό κρασί, δυο κουταλιές της σούπας μέλι, παγάκια τριμμένα... Χτυπάτε τα υλικά στο σέικερ και τα σερβίρετε σε ποτήρια.

Πρωτοχρονιά του 1474...

Πρωτοχρονιά είχαμε πριν λίγες ώρες. Μα εμείς θα γυρίσουμε πίσω το ρολόι, θα φύγουμε από την Ελλάδα και θα πάμε στη μεσαιωνική Αγγλία. Θα «ξαναζήσουμε» την Πρωτοχρονιά του 1474, που βρίσκει τον ήρωα της συγγραφέως, τον Ρογήρο το γυρολόγο, άρρωστο με υψηλό πυρετό, επειδή μέσα στο καταχείμωνο κοιμόταν στο ύπαιθρο. Τα ζαλισμένα βήματά του τον πηγαίνουν ως το Μπρίστολ όπου καταρρέει στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου.. Πού γίνονται όλα αυτά; Μέσα στις σελίδες του νέου βιβλίου της Kate Sedley «Ο κρεμασμένος του Μπρίστολ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους».

Μα ας ξαναγυρίζουμε στην ιστορία μας. Ο Ρογήρος ξυπνάει από το παραλήρημά του για να βρεθεί στην άνετη, αν και ταπεινή, καλύβα της χήρας Γουόκερ και της κόρης της Μυρτιάς. Η χήρα διηγείται την ιστορία της μυστηριώδους εξαφάνισης του πατέρα Γουλιέλμου Γαρίδα, που χάθηκε με τα χρήματα των ενοικίων και τις εισπράξεις που είχε κάνει για λογαριασμό ενός τοπικού άρχοντα. Ο Ρογήρος θα βοηθήσει τις δυο γυναίκες και καθώς θα ερευνά τη συναρπαστική υπόθεση θα τον ακολουθήσουμε και εμείς για να περάσουμε ένα ήσυχο βράδυ. Οχι και τόσο ήσυχο είναι αλήθεια. Αφού θα βλέπουμε κρεμασμένους ανθρώπους στην πόλη του Μπρίστολ. Οπως και να έχει η ανάγνωση ενός δυνατού αστυνομικού μυθιστορήματος εποχής θα κάνει πιο εύκολη τη μετάβαση από το 2001 στο 2002. Καλή χρονιά, λοιπόν.

Μικρές σελίδες

«Το Αθηναϊκό ημερολόγιο 2002» του Γ. Κ. Καιροφύλλα και Σ.Γ. Φιλιππότη κυκλοφόρησε και φέτος για δέκατο τρίτο χρόνο! Πλούσιο σε περιεχόμενο και σε χρήσιμες πληροφορίες, με σπάνιες φωτογραφίες και ενδιαφέρουσες συνεργασίες το «Αθηναϊκό ημερολόγιο» έγινε πια συνήθεια, έγινε θεσμός. Καθώς το ξεφυλλίζουμε και διατρέχουμε τα κείμενα, το βλέμμα μας αιχμαλωτίζεται στη σελίδα 233. Είναι το όνομα της συγγραφέως, είναι ο τίτλος, είναι το θέμα, είναι η φωτογραφία του χαμογελαστού, του γλυκού όμορφου άνδρα, που τόσο αγαπήσαμε, που μας κάνει να νιώθουμε ανίκανοι να μετακινηθούμε; Είναι όλα μαζί. Πρόκειται για ένα πραγματικά υπέροχο «Προτελευταίο χαιρετισμό», που απευθύνει η πολυτάλαντη Ζωή Βαλάση στον Λέοντα Αυδή, στον δικό μας άνθρωπο.

Γράφει: «Λέων, εσύ δε θα 'θελες να βαδίσεις σε μακαρία οδό, όπως ψέλνουν για παρηγοριά, και να πορευτείς σε τόπο χλοερό αποστερημένο από οδύνη, λύπη και στεναγμό. Εσύ, στους δρόμους της Αθήνας ήθελες να βαδίζεις, στις πλατείες και στις αγορές της. Και να 'ναι οι δρόμοι της και οι πλατείες της και τα στενά της ανθρώπινα, γεμάτα από την καθημερινότητα των βιοπαλαιστών, να 'ναι λεύτερα, για να περνάνε πιασμένα απ' το χέρι τα ερωτευμένα παιδιά, να σεργιανάνε χωρίς ταπείνωση οι γέροντες και ανήμποροι, να πίνουν τα ουζάκια τους οι μερακλήδες, κουβεντιάζοντας για ιδέες, όνειρα, ποιήματα, πολιτική, ταινίες, συνταγές για φαγητά...

Αυτούς τους δρόμους αγαπάς, όπου ξετυλίγονται οι σημαίες κι οι πορείες, κι η ανθρωποθάλασσα που ζητάει δικαιοσύνη και ειρήνη».

Και τελειώνει ο εξαιρετικός αυτός «προτελευταίος χαιρετισμός», έτσι:

«Χώμα ποτέ δεν ήσουν, χώμα ποτέ δε θα γίνεις. Φωτιά ήσουν που πυρπολούσες. Ξέρουμε σε ποια οδό βαδίζεις σήμερα. Τα βήματα σου τ ακούμε. Τ' αχνάρια σου, τα βλέπουμε. Πάνω στις γκρίζες πλάκες, αυτά οδηγούν σταθερά στον ήλιο. Κι αν δε σε βλέπουμε, είναι γιατί είσαι πολύ μπροστά.

Τσουγκρίζουμε μαζί σου το ποτήρι, αγαπημένε, το προτελευταίο, όπως έλεγες, ποτέ το τελευταίο. «Στα ωραία πράγματα δεν υπάρχει τέλος», έλεγες.

Καθ' οδόν: Στη ζωή του Γρηγόρη Ξενόπουλου

Προσωπογραφία του Ξενόπουλου, έργο του Γεωργίου Ν. Ροϊλού
Προσωπογραφία του Ξενόπουλου, έργο του Γεωργίου Ν. Ροϊλού
Με ένα Χρονολόγιο - Λεύκωμα θα ταξιδεύσουμε σήμερα, Κυριακή κοντή γιορτή είναι, και άλλωστε δική μας είναι η μέρα, καταδική μας. Ο,τι θέλουμε κάνουμε. Το θέμα είναι καλά να περάσουμε, καλά και εποικοδομητικά. Κρατάμε στα χέρια μας έναν εξαιρετικά καλαίσθητο τόμο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους», γραμμένο, με μεγάλη αγάπη και σεβασμό προς το συγγραφέα, από τον Διονύση Ν. Μοσμούτη. Τίτλος: «Γρηγόρης Ξενόπουλος 1867-1951».

Τα πρώτα βήματα

Μια βόλτα στο παρελθόν, στη ζωή, στο έργο και στην εποχή του Ξενόπουλου, έτος - έτος, βασισμένη στην αυτοβιογραφία του συγγραφέα και παρουσιασμένη μέσα από ένα ανέκδοτο μέχρι σήμερα φωτογραφικό υλικό που προέρχεται από τα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, της Βιβλιοθήκης της Βουλής, του θεατρικού Μουσείου, καθώς και από ιδιωτικές συλλογές θα κάνουμε.

Το Δεκέμβρη του 1867 γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόρης Ξενόπουλος. Είναι το πρώτο παιδί του Ζακυνθινού Διονύσιου (Ξενόπουλου ή Ξύνη) του Στασινού (1819-1904) και της Φαναριώτισσας Ευθαλίας Θωμά (1839-1928).

«Ηταν τάχα ένας γάμος ταιριαστός; Οχι και τόσο. Και πρώτα για τη διαφορά της ηλικίας; ο πατέρας μου ήταν τότε 47 χρόνων και η μητέρα μου 27, Επειτα, η φαναριώτικη οικογένεια των Θωμάδων ήταν κοινωνικώς ανώτερη από τη ζακυνθινή των Ξυνήδων -γιατί Ξύνηδες λέγονταν κοινώς ή Ξυνόπουλοι ή Ξενόπουλοι πρόγονοί μου. Και τέλος, η διαφορά της μόρφωσης. Ο καημένος ο πατέρας μου δεν ήξερε παρά κάτι «κολλυβογράμματα», κι ακόμη θυμάμαι με πόση δυσκολία έγραφε στα τεφτέρια μου ή ορνιθοσκάλιζε λίγες γραμμές στο γράμμα της μητέρας μου όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Απεναντίας, η μητέρα μου ήταν σοφή[...] Εκπαιδεύτηκε στο σπίτι της λαμπρά με δασκάλους και δασκάλες[...]

Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος με τους Λάκη Σκέλα, Αιμίλιο Βεάκη και Νότη Περγιάλη, στην πρεμιέρα του έργου του τελευταίου, «Νυφιάτικο τραγούδι», στο θέατρο «Περοκέ»
Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος με τους Λάκη Σκέλα, Αιμίλιο Βεάκη και Νότη Περγιάλη, στην πρεμιέρα του έργου του τελευταίου, «Νυφιάτικο τραγούδι», στο θέατρο «Περοκέ»
Κι όμως, τα πράγματα έδειξαν ότι ο γάμος αυτής της σοφής με τον Διονύσιο Ξενόπουλο δεν ήταν καθόλου αταίριαστος. Γιατί ο πατέρας μου είχε μεγάλα προτερήματα που αναπλήρωναν τη σπουδή. Είχε γερό μυαλό, μεγάλη εξυπνάδα, αντίληψη, ευγλωττία κι όταν μιλούσε τον έπαιρνες για γραμματισμένο[...] » υποστηρίζει ο γιος τους, ο πολυγραφότατος συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος.

Το 1868 ο Διονύσης Ξενόπουλος με την οικογένειά του εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο, όπου ο Γρηγόρης θα περάσει τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια.

Γράφει:[...] «Η μητέρα μου είχε συνέλθει κι ευπρεπιστεί για την αποβίβαση, κοίταζε απ' το κατάστρωμα τη νέα της πατρίδα. Κοντά η νταντά -μια νέα Πολίτισσα- με κρατούσε στην αγκαλιά της. Κι από το άλλο μέρος ο πατέρας μου έκλαιγε από χαρά[...]

Να, η απέραντη παραλία με τα μεγάλα κτίρια. Να, τα πανύψηλα καμπαναριά όπως τα είχε αφήσει -οι σεισμοί δεν τα είχαν ακόμα κουτσουρέψει- από εδώ των Αγίων Πάντων, από εκεί του Αγιού Διονυσίου...»και παρακάτω στο ίδιο κείμενο σημειώνει: «Ετσι την ημέρα εκείνη του Οκτώβρη του 1868, από το μητρικό σπίτι στην Πόλη, όπου είχα γεννηθεί και ζήσει έντεκα μήνες, εγκαταστάθηκα στο πατρικό μου στη Ζάκυνθο. Ως τα είκοσί μου χρόνια ήμουν Ζακυνθινός. Επειτα έγινα Αθηναίος, και μόνο αραιά και πού επισκεπτόμουν την πατρίδα μου. Αλλά δεν έπαψα να την αγαπώ, να τη λατρεύω, να τη νοσταλγώ. Ποτέ δεν κατάφερα να γίνω καθαυτό Αθηναίος. Εμεινα στο βάθος Ζακυνθινός».

Γραφή και ανάγνωση

Σκίτσο του Ξενόπουλου από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου
Σκίτσο του Ξενόπουλου από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου
Στα 1874 ο νεαρός Γρηγόρης γράφεται στην Α΄τάξη του Συνδιδακτικού, στο Δημοτικό Σχολείο της «νοτίου πλευράς».

«[...] Κι έκλεισα τα εφτά μου. Ηξερα πια να διαβάζω. Ηξερα να γράφω με το κοντύλι στην πλάκα και με το μολύβι στο χαρτί -κάποτε και με την πένα στο εξώφυλλο κανενός βιβλίου. Πολύν καιρό υπήρχε στο σπίτι μας, φυλαγμένη για ανάμνηση, μια "Προπαιδεία Αριθμητικής" που στο εξώφυλλό της ήταν γραμμένο με το χέρι μου τ' όνομά μου κι η χρονολογία: 1874. Ηταν το πρώτο σωτήριο που έγραφα στη ζωή μου. Πρωτύτερα δεν ήξερα, ούτε τι χρόνο είχαμε, ούτε πώς γραφόταν...[...]».

Τα τελευταία βήματα

Καθώς ο αναγνώστης ξεφυλλίζει αυτόν τον καλαίσθητο και γεμάτο μαρτυρίες τόμο, έχει την εντύπωση πως εισχωρεί λίγο πιο βαθιά στον κόσμο του Ξενόπουλου. Διαβάζει τις επιστολές που έγραψε, κείμενα από διαλέξεις που έδωσε, κομμάτια από την αυτοβιογραφία του, φωτογραφίες που δείχνουν την εποχή, ή μάλλον το πέρασμα της μιας εποχής στην άλλη. Ο χρόνος, αδιάφορος και παγερός, συνεχίζει την πορεία του. Το επτάχρονο αγοράκι, γίνεται έφηβος, γίνεται άνδρας και καταλήγει ένας αγνώριστος ηλικιωμένος συγγραφέας, που ο χρόνος μπορεί να τον μεταμόρφωσε, αλλά που δεν κατόρθωσε να τον καταργήσει. Ο Ξενόπουλος διαβάζεται πάντα με την ίδια λαχτάρα και παραμένει νέος.

Στις 14 Γενάρη του 1951, μετά από μια σύντομη ασθένεια, φεύγει από τη ζωή στις 17.56', πλήρης ημερών. Ακόμη και η ασθένεια στάθηκε διακριτική μαζί του. Δεν κράτησε η επίσκεψή της πολύ καιρό. Ευτυχώς. Την επομένη, στις 15 Γενάρη κηδεύεται δημοσία δαπάνη από τον ιερό Ναό της Μητροπόλεως των Αθηνών και θάβεται στον οικογενειακό του τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο.

Πριν τον αποχαιρετήσουμε διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα του Λευκώματος


«[...] Θα έπρεπε να με ξαναγεννήσει η μάνα μου... Αλλά πού, πότε; Η πεζογραφία όμως είναι πιο όψιμο άνθος του πολιτισμού, και για να βγάλει ένα νέο έθνος ένα μεγάλο πεζογράφο -ίσως και δύο- πρέπει να 'χει ζήσει τουλάχιστον δυο αιώνες. Εγώ γεννήθηκα στα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα - πολύ νωρίς. Οσοι γεννήθηκαν στις αρχές ή θα γεννηθούν στα μέσα του 20ού αιώνα, μόνο αυτοί, ας είναι και πεζογράφοι, μπορούν να ελπίζουν και να φιλοδοξούν κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο. Και τελειώνω με τα λόγια του Λουθήρου. "Αυτά φρονώ. Δεν μπορώ να φρονώ άλλα. Ο θεός να με κρίνει"».

Πριν «απομακρυνθούμε» από τη ζωή του Γρηγόρη Ξενόπουλο, θα πρέπει να πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον συγγραφέα Διονύση Ν. Μοσμούτη, που μας ξενάγησε σ' αυτόν τον υπέροχο κόσμο.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ