Εχετε διαβάσει ή έστω έχετε δει στον κινηματογράφο τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ; Αν ναι, τότε ασφαλώς η ζωή, το έργο του, τα χαρίσματά του και ο ανεκδήλωτος έρωτάς του για την εξαδέλφη του, θα σας έχουν συναρπάσει και συγκινήσει. Πώς τον θυμηθήκαμε, και τι σχέση έχει ο Μπερζεράκ με τα κοκτέιλ, θα το δείτε αμέσως: Λευκό κρασί, δυο κουταλιές της σούπας μέλι, παγάκια τριμμένα... Χτυπάτε τα υλικά στο σέικερ και τα σερβίρετε σε ποτήρια.
Μα ας ξαναγυρίζουμε στην ιστορία μας. Ο Ρογήρος ξυπνάει από το παραλήρημά του για να βρεθεί στην άνετη, αν και ταπεινή, καλύβα της χήρας Γουόκερ και της κόρης της Μυρτιάς. Η χήρα διηγείται την ιστορία της μυστηριώδους εξαφάνισης του πατέρα Γουλιέλμου Γαρίδα, που χάθηκε με τα χρήματα των ενοικίων και τις εισπράξεις που είχε κάνει για λογαριασμό ενός τοπικού άρχοντα. Ο Ρογήρος θα βοηθήσει τις δυο γυναίκες και καθώς θα ερευνά τη συναρπαστική υπόθεση θα τον ακολουθήσουμε και εμείς για να περάσουμε ένα ήσυχο βράδυ. Οχι και τόσο ήσυχο είναι αλήθεια. Αφού θα βλέπουμε κρεμασμένους ανθρώπους στην πόλη του Μπρίστολ. Οπως και να έχει η ανάγνωση ενός δυνατού αστυνομικού μυθιστορήματος εποχής θα κάνει πιο εύκολη τη μετάβαση από το 2001 στο 2002. Καλή χρονιά, λοιπόν.
Γράφει: «Λέων, εσύ δε θα 'θελες να βαδίσεις σε μακαρία οδό, όπως ψέλνουν για παρηγοριά, και να πορευτείς σε τόπο χλοερό αποστερημένο από οδύνη, λύπη και στεναγμό. Εσύ, στους δρόμους της Αθήνας ήθελες να βαδίζεις, στις πλατείες και στις αγορές της. Και να 'ναι οι δρόμοι της και οι πλατείες της και τα στενά της ανθρώπινα, γεμάτα από την καθημερινότητα των βιοπαλαιστών, να 'ναι λεύτερα, για να περνάνε πιασμένα απ' το χέρι τα ερωτευμένα παιδιά, να σεργιανάνε χωρίς ταπείνωση οι γέροντες και ανήμποροι, να πίνουν τα ουζάκια τους οι μερακλήδες, κουβεντιάζοντας για ιδέες, όνειρα, ποιήματα, πολιτική, ταινίες, συνταγές για φαγητά...
Αυτούς τους δρόμους αγαπάς, όπου ξετυλίγονται οι σημαίες κι οι πορείες, κι η ανθρωποθάλασσα που ζητάει δικαιοσύνη και ειρήνη».
Και τελειώνει ο εξαιρετικός αυτός «προτελευταίος χαιρετισμός», έτσι:
«Χώμα ποτέ δεν ήσουν, χώμα ποτέ δε θα γίνεις. Φωτιά ήσουν που πυρπολούσες. Ξέρουμε σε ποια οδό βαδίζεις σήμερα. Τα βήματα σου τ ακούμε. Τ' αχνάρια σου, τα βλέπουμε. Πάνω στις γκρίζες πλάκες, αυτά οδηγούν σταθερά στον ήλιο. Κι αν δε σε βλέπουμε, είναι γιατί είσαι πολύ μπροστά.
Τσουγκρίζουμε μαζί σου το ποτήρι, αγαπημένε, το προτελευταίο, όπως έλεγες, ποτέ το τελευταίο. «Στα ωραία πράγματα δεν υπάρχει τέλος», έλεγες.
Προσωπογραφία του Ξενόπουλου, έργο του Γεωργίου Ν. Ροϊλού |
Μια βόλτα στο παρελθόν, στη ζωή, στο έργο και στην εποχή του Ξενόπουλου, έτος - έτος, βασισμένη στην αυτοβιογραφία του συγγραφέα και παρουσιασμένη μέσα από ένα ανέκδοτο μέχρι σήμερα φωτογραφικό υλικό που προέρχεται από τα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, της Βιβλιοθήκης της Βουλής, του θεατρικού Μουσείου, καθώς και από ιδιωτικές συλλογές θα κάνουμε.
Το Δεκέμβρη του 1867 γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόρης Ξενόπουλος. Είναι το πρώτο παιδί του Ζακυνθινού Διονύσιου (Ξενόπουλου ή Ξύνη) του Στασινού (1819-1904) και της Φαναριώτισσας Ευθαλίας Θωμά (1839-1928).
«Ηταν τάχα ένας γάμος ταιριαστός; Οχι και τόσο. Και πρώτα για τη διαφορά της ηλικίας; ο πατέρας μου ήταν τότε 47 χρόνων και η μητέρα μου 27, Επειτα, η φαναριώτικη οικογένεια των Θωμάδων ήταν κοινωνικώς ανώτερη από τη ζακυνθινή των Ξυνήδων -γιατί Ξύνηδες λέγονταν κοινώς ή Ξυνόπουλοι ή Ξενόπουλοι πρόγονοί μου. Και τέλος, η διαφορά της μόρφωσης. Ο καημένος ο πατέρας μου δεν ήξερε παρά κάτι «κολλυβογράμματα», κι ακόμη θυμάμαι με πόση δυσκολία έγραφε στα τεφτέρια μου ή ορνιθοσκάλιζε λίγες γραμμές στο γράμμα της μητέρας μου όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Απεναντίας, η μητέρα μου ήταν σοφή[...] Εκπαιδεύτηκε στο σπίτι της λαμπρά με δασκάλους και δασκάλες[...]
Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος με τους Λάκη Σκέλα, Αιμίλιο Βεάκη και Νότη Περγιάλη, στην πρεμιέρα του έργου του τελευταίου, «Νυφιάτικο τραγούδι», στο θέατρο «Περοκέ» |
Το 1868 ο Διονύσης Ξενόπουλος με την οικογένειά του εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο, όπου ο Γρηγόρης θα περάσει τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια.
Γράφει:[...] «Η μητέρα μου είχε συνέλθει κι ευπρεπιστεί για την αποβίβαση, κοίταζε απ' το κατάστρωμα τη νέα της πατρίδα. Κοντά η νταντά -μια νέα Πολίτισσα- με κρατούσε στην αγκαλιά της. Κι από το άλλο μέρος ο πατέρας μου έκλαιγε από χαρά[...]
Να, η απέραντη παραλία με τα μεγάλα κτίρια. Να, τα πανύψηλα καμπαναριά όπως τα είχε αφήσει -οι σεισμοί δεν τα είχαν ακόμα κουτσουρέψει- από εδώ των Αγίων Πάντων, από εκεί του Αγιού Διονυσίου...»και παρακάτω στο ίδιο κείμενο σημειώνει: «Ετσι την ημέρα εκείνη του Οκτώβρη του 1868, από το μητρικό σπίτι στην Πόλη, όπου είχα γεννηθεί και ζήσει έντεκα μήνες, εγκαταστάθηκα στο πατρικό μου στη Ζάκυνθο. Ως τα είκοσί μου χρόνια ήμουν Ζακυνθινός. Επειτα έγινα Αθηναίος, και μόνο αραιά και πού επισκεπτόμουν την πατρίδα μου. Αλλά δεν έπαψα να την αγαπώ, να τη λατρεύω, να τη νοσταλγώ. Ποτέ δεν κατάφερα να γίνω καθαυτό Αθηναίος. Εμεινα στο βάθος Ζακυνθινός».
Σκίτσο του Ξενόπουλου από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου |
«[...] Κι έκλεισα τα εφτά μου. Ηξερα πια να διαβάζω. Ηξερα να γράφω με το κοντύλι στην πλάκα και με το μολύβι στο χαρτί -κάποτε και με την πένα στο εξώφυλλο κανενός βιβλίου. Πολύν καιρό υπήρχε στο σπίτι μας, φυλαγμένη για ανάμνηση, μια "Προπαιδεία Αριθμητικής" που στο εξώφυλλό της ήταν γραμμένο με το χέρι μου τ' όνομά μου κι η χρονολογία: 1874. Ηταν το πρώτο σωτήριο που έγραφα στη ζωή μου. Πρωτύτερα δεν ήξερα, ούτε τι χρόνο είχαμε, ούτε πώς γραφόταν...[...]».
Καθώς ο αναγνώστης ξεφυλλίζει αυτόν τον καλαίσθητο και γεμάτο μαρτυρίες τόμο, έχει την εντύπωση πως εισχωρεί λίγο πιο βαθιά στον κόσμο του Ξενόπουλου. Διαβάζει τις επιστολές που έγραψε, κείμενα από διαλέξεις που έδωσε, κομμάτια από την αυτοβιογραφία του, φωτογραφίες που δείχνουν την εποχή, ή μάλλον το πέρασμα της μιας εποχής στην άλλη. Ο χρόνος, αδιάφορος και παγερός, συνεχίζει την πορεία του. Το επτάχρονο αγοράκι, γίνεται έφηβος, γίνεται άνδρας και καταλήγει ένας αγνώριστος ηλικιωμένος συγγραφέας, που ο χρόνος μπορεί να τον μεταμόρφωσε, αλλά που δεν κατόρθωσε να τον καταργήσει. Ο Ξενόπουλος διαβάζεται πάντα με την ίδια λαχτάρα και παραμένει νέος.
Στις 14 Γενάρη του 1951, μετά από μια σύντομη ασθένεια, φεύγει από τη ζωή στις 17.56', πλήρης ημερών. Ακόμη και η ασθένεια στάθηκε διακριτική μαζί του. Δεν κράτησε η επίσκεψή της πολύ καιρό. Ευτυχώς. Την επομένη, στις 15 Γενάρη κηδεύεται δημοσία δαπάνη από τον ιερό Ναό της Μητροπόλεως των Αθηνών και θάβεται στον οικογενειακό του τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο.
Πριν τον αποχαιρετήσουμε διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα του Λευκώματος
Πριν «απομακρυνθούμε» από τη ζωή του Γρηγόρη Ξενόπουλο, θα πρέπει να πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον συγγραφέα Διονύση Ν. Μοσμούτη, που μας ξενάγησε σ' αυτόν τον υπέροχο κόσμο.