«Ολοι μάς λένε πως είμαστε τυχεροί που ζούμε σε τουριστικό νησί, που έχουμε δουλειά. Ναι, όμως, σε όλα αυτά υπάρχει από πίσω ένα "αλλά". Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εμείς το ζούμε στο πετσί μας. Κατά πρώτον, δουλεύουμε έξι μήνες. Κι αν κι αυτούς τους έξι μήνες δεν πληρωνόμαστε κανονικά, εκτός που μας έχουν κόψει και το μισθό μας, πώς θα βγάλουμε το χρόνο; Τώρα που μιλάμε είμαστε απλήρωτοι σχεδόν δύο μήνες».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτησή μας με δυο καμαριέρες από άλλο μεγάλο ξενοδοχείο της Ρόδου, που τις συναντήσαμε μετά το σχόλασμα της δουλειάς. Να πώς περιγράφουν οι ίδιες την καθημερινότητά τους:
«Καθαρίζουμε καθημερινά 23 με 25 δωμάτια. Τρέχουμε να τα προλάβουμε και τις μέρες που έχει αναχωρήσεις, 4 - 5 δωμάτια, η δουλειά είναι ακόμα περισσότερη. Οσο και να προσπαθείς, σωστή καθαριότητα δεν γίνεται. Μας βγαίνει η ψυχή στην κυριολεξία. Κι αρχίζουν και οι πελάτες να παραπονιούνται για τις καθυστερήσεις, μέχρι να φτάσεις από το 1 στο 25...».
«Το 2000 ξεκίνησα να δουλεύω με 10 έως 12 κρεβάτια δίκλινα. Ηταν πιο ανθρώπινα τα πράγματα», διαπιστώνει η μια από τις εργαζόμενες, και η άλλη συμπληρώνει: «Τώρα δεν μπορούμε να τελειώσουμε. Για ρεπό ούτε λόγος βέβαια. Η εργοδοσία ισχυρίζεται ότι δεν βρίσκει προσωπικό να προσλάβει. Φούμαρα! Αυτοί κοιτάζουν με λιγότερο προσωπικό να βγάλουν μεγαλύτερο κέρδος. Ετσι δεν είναι; Λιγότεροι μισθοί, μεγαλύτερο κέρδος».
«Το θέμα είναι ότι φταίμε εμείς 100%», ακούγεται κάποια στιγμή στην κουβέντα. «Δεν εναντιωνόμαστε και του χρόνου θα είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν οι γυναίκες που είμαστε μαζί. Εγώ σε ορισμένες από αυτές το λέω: Μη σας ακούσω να μουρμουράτε! Είμαστε άξιες της μοίρας μας! Να μαζευτούμε τουλάχιστον για τα ρεπό, ρε παιδί μου! Να πάμε στην προϊσταμένη και να της πούμε: Πάνω, οι γυναίκες ζαλίζονται και λιποθυμάνε από την εξάντληση».
«Η μόνη λύση για να ξεκουραστείς είναι να πάρεις μια αναρρωτική για να κάτσεις λίγο σπίτι σου», μας λένε, και συνεχίζουν αγανακτισμένες: «Ακόμα και τότε, όμως, δεν σε πιστεύουν ότι κάτι έχεις. Είναι βαριά δουλειά και δύσκολη. Ετσι όπως την κάνανε, είναι σαν να δουλεύεις οικοδομή. Τώρα κουβαλάμε τα πάντα: Κρεβάτια, σκουπίδια, ρούχα, καρότσια...
Κι από πάνω, η προϊσταμένη μάς λέει: Κορίτσια, να είστε βαμμένες, περιποιημένες όταν πάτε για δουλειά. Και θέλω να της πω: Πώς θέλεις να είμαι περιποιημένη, όταν με βάζει να σκουπίζω μιάμιση ώρα, αγγαρεία, πριν ακόμα μπω στα δωμάτια... Οσο και να είμαι βαμμένη, χάλια θα γίνω».
Η συζήτηση φτάνει στα ένσημα και στη σύνταξη. «Βαρύ και ανθυγιεινό δεν υπάρχει πλέον», μας λένε. «Κάποτε τουλάχιστον είχαμε τα ΒΑΕ. Τώρα είναι όλα μεικτά και για να πάρεις σύνταξη πρέπει να πας στα 67. Πώς θα αντέξουμε; Ακόμα κι αν σε μια 15ετία οι περισσότερες από εμάς που δουλεύουμε από μικρές συμπληρώσουμε τα κατώτερα ένσημα, δεν θα έχουμε τα χρόνια και θα πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε».
«Να σκεφτείς, βλέπουμε συναδέλφισσες 58 και 60 χρόνων στη δουλειά και σκεφτόμαστε: Πώς είναι δυνατόν; Πώς αντέχουν; Πώς τα καταφέρνουν; Με τέτοιες συνθήκες και τέτοια πίεση πώς να φτάσεις μέχρι τη σύνταξη;», αναρωτιόνται στο τέλος της κουβέντας μας...
Οι μεγαλοξενοδόχοι της Ρόδου «ζουν το μύθο τους», σε αντίθεση με τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα του νησιού
«Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα», ήταν το σύνθημα μιας παλιότερης κυβερνητικής καμπάνιας για τον Τουρισμό και, όπως φαίνεται, οι μεγαλοξενοδόχοι ήταν αυτοί που έσπευσαν πρώτοι να το κάνουν πράξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το νησί της Ρόδου, που ενσαρκώνει το «ελληνικό όνειρο» για τους μεγαλοεπιχειρηματίες του Τουρισμού, με περίπου 2 εκατ. αφίξεις στη διάρκεια της τουριστικής σεζόν.
Η εκμετάλλευση της φυσικής ομορφιάς, των υποδομών και κυρίως της εργατικής δύναμης των κατοίκων του νησιού είναι τα συστατικά στοιχεία της ανάπτυξης που γνωρίζει ο τουρισμός στην περιοχή.
Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το ΑΕΠ της Δωδεκανήσου, στο οποίο ο τουρισμός έχει καθοριστική συμβολή, με ανοδική μάλιστα τάση, σχεδόν εξαπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1990 και το 2010, φτάνοντας τα 4,1 δισ. ευρώ, από περίπου 700 εκατ. Αντίστροφα, η συμμετοχή της αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ της περιοχής έπεσε από το 7% το 1990, στο 2% το 2010.
Οι κλίνες των ξενοδοχείων της Ρόδου υπερδιπλασιάστηκαν από τη δεκαετία του 1990, όπως και οι αφίξεις ξένων τουριστών. Τα χρήματα που δαπανούν οι τουρίστες στη Ρόδο, από 900 εκατ. ευρώ το 2004 έφτασαν το 2011 στα 1,3 δισ., επιβεβαιώνοντας ότι πράγματι ο τουρισμός είναι για την περιοχή η πηγή ενός ασύλληπτου πλούτου. Ποιος όμως είναι αυτός που τον καρπώνεται;
Η εκμετάλλευση της φυσικής ομορφιάς, των υποδομών και κυρίως της εργατικής δύναμης των κατοίκων του νησιού, είναι τα συστατικά στοιχεία της ανάπτυξης που γνωρίζει ο τουρισμός στην περιοχή |
Το 1990 λειτουργούσαν στη Ρόδο τέσσερα μόνο πεντάστερα ξενοδοχεία, για να φτάσουν στα 36 το 2012 και σήμερα ακόμα περισσότερα. Τα πεντάστερα και τα τετράστερα ξενοδοχεία μέχρι το 2010 είχαν το 62,5% των κλινών. Αντίστροφα, τα ξενοδοχεία ενός αστέρος, συνήθως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, μειώθηκαν μαζικά από 107 σε 54.
Μείωση, επίσης, παρουσιάζουν και τα λεγόμενα βοηθητικά καταλύματα και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα κατά την περίοδο 1993 - 2010 κατά 17%. Σήμερα, που λειτουργούν και νέες μεγάλες μονάδες, ενδεχομένως η ψαλίδα να έχει ανοίξει ακόμα περισσότερο.
Με τη γενίκευση του all inclusive και με δεδομένο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της τουριστικής κίνησης το διαχειρίζονται τα πρακτορεία, που την κατευθύνουν κυρίως στα μεγάλα καταλύματα ή πιέζουν τους μικρούς για ακόμα χαμηλότερες τιμές, τα μικρότερα ξενοδοχεία δουλεύουν μόνο για να πληρώνουν χρέη. Το ίδιο ισχύει και με εκατοντάδες μικρομεσαίες επισιτιστικές και εμπορικές επιχειρήσεις του νησιού, που βλέπουν τον τζίρο να συγκεντρώνεται από τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, επιτείνοντας το πρόβλημα επιβίωσης που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν.
Παράλληλα, ξενοδοχεία που ανήκαν σε ντόπιους επιχειρηματίες, απορροφούνται από μονοπωλιακούς ομίλους του κλάδου, ενώ οι ίδιοι οι «tour operators» επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους με την αγορά ή την ανέγερση ξενοδοχείων.
Συνολικά, στη Ρόδο λειτουργούν σήμερα 550 ξενοδοχεία, από τα οποία τα 150 είναι μεγάλα και απασχολούν από 50 εργαζόμενους και πάνω. Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι τα ξενοδοχεία της Ρόδου υπολογιζόταν το 2010 ότι κατανάλωναν το 65% της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο νησί!
Μέσα στην κρίση, κυρίως μετά το 2010 και το 2012, άνοιξαν και νέα μεγάλα ξενοδοχεία, με πάνω από 15.000 κλίνες στο σύνολο, αυξάνοντας τη δυναμικότητα των ξενοδοχείων της περιοχής σε περισσότερες από 150.000 κλίνες, όταν το 1990 ήταν 70.000.
Σήμερα, με κρατική («αναπτυξιακός νόμος», επιδοτήσεις, προγράμματα τζάμπα εργασίας) και ευρωπαϊκή (προγράμματα ΕΣΠΑ) στήριξη, το επιχειρηματικό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στη νότια πλευρά του νησιού, όπου προγραμματίζεται η ανέγερση νέων ξενοδοχείων ή η επέκταση και η ανακαίνιση μονάδων που ήδη λειτουργούν.
Τι γίνεται όμως πίσω απ' αυτή τη βιτρίνα, για τους 23.000 - 25.000 εργαζόμενους που απασχολούνται εποχικά στον κλάδο του τουρισμού - επισιτισμού στο νησί; Η γενική εικόνα είναι η εξής: Διαρκής αφαίρεση δικαιωμάτων, μείωση του αριθμού των εργαζομένων ανά μονάδα, ένταση της δουλειάς, ιδιαίτερα μέσα από τη γενίκευση του all inclusive, ανεπανόρθωτες φθορές στην υγεία των εργαζομένων, ιδιαίτερα εκείνων που απασχολούνται στις πιο βαριές ειδικότητες (καμαριέρες, μάγειροι, σερβιτόροι κ.ά.).
Γι' αυτό, άλλωστε, είναι συνηθισμένο το φαινόμενο κατά τη διάρκεια της «νεκρής» περιόδου να προσπαθούν να αποκαταστήσουν τις βλάβες στην υγεία τους, για να μπορέσουν να εργαστούν την ερχόμενη περίοδο. Τα εργατικά ατυχήματα, οι λιποθυμίες, τα εγκεφαλικά, τα εμφράγματα, τα κατάγματα, οι μυοσκελετικές βλάβες είναι στην ημερήσια διάταξη. Ενας εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει και τρεις μήνες χωρίς ρεπό, πολύ συχνά ξεχνώντας την έννοια του 8ωρου.
Ενα στοιχείο που δείχνει την εντατικοποίηση της δουλειάς και ταυτόχρονα καταρρίπτει το μύθο ότι η ανάκαμψη θα οδηγήσει σε θεαματική μείωση της ανεργίας είναι το εξής: Το 2012, ο αριθμός των εργαζομένων στη Ρόδο που απασχολούνταν στον κλάδο, παρέμενε σταθερός σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, παρά το γεγονός ότι στο μεσοδιάστημα είχαν ανοίξει νέα ξενοδοχεία, δυναμικότητας άνω των 10.000 κλινών. Θα έπρεπε δηλαδή - με μία πολύ συντηρητική εκτίμηση - να έχουν προστεθεί τουλάχιστον 1.000 εργαζόμενοι.
Επίσης, με τις αλλεπάλληλες ανατροπές στο Ασφαλιστικό, την κατάργηση των βαρέων και ανθυγιεινών, την αύξηση των ορίων ηλικίας και τις νέες προϋποθέσεις που νομοθετήθηκαν για τη συνταξιοδότηση, ένας εποχιακός ξενοδοχοϋπάλληλος από τη σημερινή γενιά είναι αδύνατο να πάρει πλήρη σύνταξη. Επομένως, θα λιώνει το κορμί του στη δουλειά για όσο αντέξει, για μια «προνοιακή» σύνταξη των 360 ευρώ.
Ιδιαίτερα μετά το 2009, οι ανατροπές στα Εργασιακά υπήρξαν ραγδαίες στον κλάδο του τουρισμού - επισιτισμού. Στα ξενοδοχεία συναντά σήμερα κανείς εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων και διαφορετικών εργασιακών σχέσεων (μαθητεία, εργαζόμενοι με επιδοτούμενα προγράμματα, «ενοικιαζόμενοι» από «δουλεμπορικά» γραφεία, ανασφάλιστοι, με ελαστικές μορφές, ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση).
Τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότεροι ξενοδόχοι εφαρμόζουν την τοπική κλαδική ΣΣΕ, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς κουτσουρεμένη κατά 13% από το 2012 και εκ νέου το 2014, με την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της προϋπηρεσίας. Σε πολλά ξενοδοχεία, είτε παλιότερα με το «έτσι θέλω» είτε πιο πρόσφατα αποχωρώντας από την Ενωση Ξενοδόχων, οι εργοδότες πληρώνουν από 600 έως 800 ευρώ για δουλειά όλο το μήνα.
Η απλήρωτη δουλειά τσακίζει κόκαλα, ενώ το επίδομα ανεργίας έχει περιοριστεί στους τρεις μήνες και το δικαιούνται ολοένα και πιο λίγοι. Αν, για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος ξεπεράσει τα 230 ένσημα, δε δικαιούται την εποχιακή επιδότηση. Υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (συντηρητές, κηπουροί κ.ά.), που τα ξεπερνάνε. Ετσι, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους μένουν εντελώς ξεκρέμαστοι.
Ολα τα στοιχεία προέρχονται από ημερίδα για τον Τουρισμό που οργάνωσε το 2012 η ΤΕ Δωδεκανήσου του ΚΚΕ στη Ρόδο.
Συζήτηση με συνδικαλιστές από το επιχειρησιακό σωματείο στο ξενοδοχείο «Sunprime - Miramare Beach»
Από παλιότερη κινητοποίηση έξω από μεγάλο ξενοδοχείο της περιοχής |
Το ξενοδοχείο διαθέτει μπανγκαλόου με 175 δωμάτια, όπου φιλοξενούνται καθημερινά 350 περίπου άτομα. Από τα τέλη Απρίλη που ξεκίνησε να λειτουργεί για τη φετινή σεζόν και μέχρι τα μέσα Οκτώβρη, θα είναι γεμάτο. Οι αφίξεις και οι αναχωρήσεις γίνονται δύο φορές τη βδομάδα και οι επισκέπτες του είναι κατ' αποκλειστικότητα πελάτες μεγάλων διεθνών τουριστικών γραφείων, που πουλάνε προγράμματα All inclusive, με διάφορα πακέτα.
Παρά το γεγονός ότι η πληρότητα είναι μεγάλη, η εργοδοσία «γκρινιάζει» ότι τα έσοδα έχουν πέσει. Τα «έξτρα» που άφηναν παλιότερα οι ξένοι τουρίστες, πέρα από τις παροχές του all inclusive, τώρα δεν υπάρχουν, καθώς τα προγράμματα απευθύνονται σε τουρίστες με χαμηλότερα σχετικά εισοδήματα.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την εντατικοποίηση της δουλειάς, η οποία σε βάθος χρόνου μεγαλώνει με διάφορους τρόπους. Είναι χαρακτηριστικό το εξής: Στο ξενοδοχείο απασχολούνται σήμερα περίπου 65 εργαζόμενοι, όταν το 2000 ήταν 160 σε όλα τα πόστα, χωρίς να έχει αλλάξει η δυναμικότητα του ξενοδοχείου.
Εκτός από τρεις συντηρητές, που είναι μόνιμο προσωπικό, όλοι οι υπόλοιποι είναι εποχικοί, δηλαδή, προσλαμβάνονται στην αρχή της σεζόν και απολύονται στο τέλος, οπότε για τουλάχιστον πέντε - έξι μήνες το χρόνο παίρνουν το επίδομα ανεργίας. Αλλοι δύο κηπουροί, που ήταν μόνιμο προσωπικό, απολύθηκαν το 2008, ανοίγοντας κι άλλο την «ψαλίδα» μόνιμων και εποχικών.
Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων επαναπροσλαμβάνεται με την έναρξη της νέας σεζόν, η εργοδοσία έχει κάνει σαφείς τις προθέσεις της να αντικαταστήσει σταδιακά το παλιό προσωπικό με νέο για να μειώσει το κόστος εργασίας. Το λέει μάλιστα και στο σωματείο, ότι «το εργατικό κόστος είναι μεγάλο».
«Μέχρι στιγμής, με τη δράση μας έχουμε βάλει εμπόδια. Δεν εφησυχάζουμε όμως, επειδή ξέρουμε ότι η εργοδοσία δεν εγκαταλείπει το σχεδιασμό της», λέει στον «Ριζοσπάστη» ο Μιχάλης Τσουρούτης, πρόεδρος του επιχειρησιακού σωματείου και στέλεχος του ΠΑΜΕ.
Το σωματείο ιδρύθηκε το 2011. Να πώς περιγράφει ο Τσαμπίκος Χατζηκωνσταντής, γενικός γραμματέας σήμερα του σωματείου, τη δική του εμπειρία από την περίοδο που βρισκόταν «στα σκαριά» το επιχειρησιακό: «Από το 1999 δουλεύω στο ξενοδοχείο ως κηπουρός. Εως το 2008 δεν είχα καμιά σχέση με συνδικαλιστική δράση. Το 2008 απολύθηκα από την τότε εργοδοσία και την άλλη χρονιά ξαναπροσλήφθηκα χωρίς κανένα προηγούμενο δικαίωμα και με αποζημίωση 1.600 ευρώ!
Την ίδια περίοδο, το ξενοδοχείο ξεκίνησε να μειώνει το προσωπικό, όχι με απολύσεις, αλλά με τη μη αναπλήρωση των εργαζομένων που για διάφορους λόγους αποχωρούσαν. Στόχος της εργοδοσίας ήταν να προσαρμοστεί στην κρίση που έβλεπε μπροστά της να έρχεται. Τότε ήταν που ωρίμασε η ιδέα να στήσουμε το σωματείο, το οποίο τελικά ιδρύθηκε το 2011».
Στην παραπέρα μείωση του προσωπικού συντέλεσε και η μετατροπή του ξενοδοχείου σε all inclusive, καθώς πολλές από τις υπηρεσίες που πρόσφερε καταργήθηκαν και έγιναν self service για τους τουρίστες.
Η αλλαγή ιδιοκτησίας το 2010 αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς άλλαξε και το σύστημα των πληρωμών, με το μισθό να μην καταβάλλεται στον τρέχοντα μήνα, αλλά στα τέλη του κάθε επόμενου. Οταν μάλιστα ο ιδιοκτήτης ενημέρωσε το προσωπικό πως σκοπεύει να αποχωρήσει νωρίτερα από ό,τι προέβλεπε η σύμβαση ενοικίασης, οι εργαζόμενοι θορυβήθηκαν ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουν δεδουλευμένα και προέκυψε η επείγουσα ανάγκη να αμυνθούν με τη συγκρότηση σωματείου.
Η ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, με πρωτοβουλία στελεχών του ταξικού κινήματος και τη συμμετοχή πρωτοπόρων εργαζομένων στο χώρο, αποτέλεσε κόκκινο πανί για την εργοδοσία, που απάντησε με απειλές στα μέλη της προσωρινής διοίκησης, εκβιασμούς, προσπάθεια διάσπασης και τρομοκράτησης των εργαζομένων, τιμωρητική συμπεριφορά απέναντι σ' αυτούς που βγήκαν μπροστά.
«Το σωματείο στάθηκε χάρη στην επιμονή και την παλικαρίσια στάση των καμαριέρων, που είναι η κυριότερη δύναμη και ο μεγαλύτερος όγκος των εργαζομένων. Στάθηκαν όρθιες κάτω από πιέσεις και απειλές και μαζί κράτησαν όρθιο το σωματείο», το οποίο συσπειρώνει σήμερα τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, λέει ο Μ. Τσουρούτης.
Ενδεικτικό της στάσης της εργοδοσίας είναι το γεγονός ότι στους λίγους νέους εργαζόμενους που προσλήφθηκαν φέτος, σε συγκεκριμένα πόστα, εξαιτίας των αυξημένων αναγκών, δεν επιτρέπει να γραφτούν στο σωματείο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η επίθεση με την οποία η εργοδοσία προσπαθεί να διασπάσει την ενότητα και την αλληλεγγύη των εργαζομένων και να προχωρήσει ευκολότερα στα σχέδιά της για αντικατάσταση του παλιού προσωπικού με νέους, με ελαστικές σχέσεις εργασίας, χωρίς ακόμα κι αυτά τα κουτσουρεμένα δικαιώματα που έχουν απομείνει.
Ρωτάμε τους δύο συνδικαλιστές τι ξεχωρίζουν απ' αυτά που πέτυχε το σωματείο τα πέντε χρόνια που δρα για τα συμφέροντα των εργαζομένων και ο Μιχάλης Τσουρούτης απαντά: «Αυτό που έχουμε κατορθώσει είναι να υπάρχει μια πλειοψηφία εργαζομένων που δείχνουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Εχουμε επίσης κατορθώσει οι συνθήκες εργασίας να είναι συγκριτικά καλύτερες, βάζοντας εμπόδια στα σχέδια της εργοδοσίας για ανατροπές.
Για παράδειγμα, ελάχιστες θέσεις καλύπτονται από μαθητεία, ενώ όλες οι ειδικότητες που περιλαμβάνονται στην κλαδική σύμβαση αμείβονται με βάση τους όρους της. Επίσης, με την αποφασιστική στάση του σωματείου ματαιώθηκε η εργοδοτική προσπάθεια να βγει το μισάωρο διάλειμμα από το οκτάωρο της ημερήσιας εργασίας».
Η συνεπής αγωνιστική δράση του σωματείου αναγνωρίζεται από εργαζόμενους και έξω από το ξενοδοχείο. «Υπάρχουν εργαζόμενοι και σε άλλα ξενοδοχεία που θέλουν να προσπαθήσουν να φτιάξουν σωματείο, αλλά χρειάζεται κάποιος να μπει μπροστά κι αυτό δεν είναι εύκολο μέσα στο καθεστώς των εκβιασμών και της τρομοκρατίας που υπάρχει στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων», λέει ο Μ. Τσουρούτης.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι η ίδια η φύση του επαγγέλματος προκαλεί επιπλέον δυσκολίες στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στο χώρο της δουλειάς, καθώς στην πλειοψηφία τους είναι εποχικοί, το προσωπικό ανακυκλώνεται στα διάφορα ξενοδοχεία, ενώ μεγάλο μέρος είναι και εργαζόμενοι με μαθητεία.
«Το μοναδικό προσωπικό που μπορεί να στηρίξει πραγματικά ένα επιχειρησιακό σωματείο είναι οι καμαριέρες, που έχουν μια σχετική σταθερότητα, αφού όλοι οι υπόλοιποι και κυρίως οι σερβιτόροι εναλλάσσονται από σεζόν σε σεζόν», παρατηρεί.
Απ' όταν συγκροτήθηκε το σωματείο, δεν υπήρξε εποχή που να μην κάνει συσκέψεις και συνελεύσεις, χειμώνα - καλοκαίρι, για ζητήματα που κυριαρχούν στην επικαιρότητα και απασχολούν τους εργαζόμενους. «Ειδικά το χειμώνα, που το ξενοδοχείο ήταν κλειστό, κάναμε συνελεύσεις σχεδόν κάθε μήνα, στις οποίες συμμετείχε μεγάλο μέρος του προσωπικού. Παρακολουθούμε και συζητάμε τα προβλήματα των εργαζομένων ακόμα και όταν δεν βρίσκονται στην εργασία, συμμετέχουμε σε αγωνιστικές δράσεις στην περιοχή μας που αποφασίζονται από το ταξικό κίνημα», μας λέει ο πρόεδρος του σωματείου.
Η συζήτηση φτάνει στο κλαδικό σωματείο, στη διοίκηση του οποίου είναι εκλεγμένοι οι δύο συνδικαλιστές. Οπως λένε, η συνδικαλιστική πλειοψηφία του κλαδικού, με τη γραμμή της στο κίνημα, βάζει εμπόδια στην παραπέρα οργάνωση των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς και στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να οξυνθεί η αντιπαράθεση μέσα σε κάθε ξενοδοχείο με την εργοδοσία και την πολιτική της.
«Κατά καιρούς προσπαθήσαμε να στήσουμε Επιτροπές Αγώνα σε διάφορα ξενοδοχεία, αλλά, πέρα από τους ξενοδόχους, υπήρξαν εμπόδια και από την πλειοψηφία στο κλαδικό σωματείο, που καλλιεργούσε λογικές διάσπασης», λέει ο Μιχάλης Τσουρούτης.
«Αν υπήρχε μια ταξική πλειοψηφία στο κλαδικό, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, τόσο για το δικό μας σωματείο, όσο και για τους εργαζόμενους στα άλλα ξενοδοχεία και στις επιχειρήσεις του Επισιτισμού», προσθέτει, και συνεχίζει: «Θα υπήρχαν καλύτερες προϋποθέσεις να οργανωθεί η πάλη και στο επίπεδο της επιχείρησης, όπου γίνεται η πραγματική αντιπαράθεση με την εργοδοσία».
Καταγγέλλει, επίσης, ότι ενώ τα νέα αντεργατικά μέτρα βρίσκονται προ των πυλών και «έχει βουίξει ο τόπος», η πλειοψηφία στο κλαδικό δεν έχει οργανώσει ούτε μία συζήτηση ενημέρωσης των εργαζομένων, πόσο μάλλον να αναλάβει πρωτοβουλίες για οργάνωση του αγώνα.
Αλλά και προηγουμένως, όταν οι εκλεγμένοι με τις ταξικές δυνάμεις έθεταν κάποιο ζήτημα στο κλαδικό, όπως για παράδειγμα για το εφάπαξ, ή τις συμβάσεις, η απάντηση της πλειοψηφίας ήταν «θα δούμε», «έχουμε πάρει διαβεβαιώσεις από τον υπουργό» και πάει λέγοντας. Το ίδιο απορρίπτονται και οι προτάσεις για Γενική Συνέλευση των ξενοδοχοϋπαλλήλων και «γι' αυτό έχουν μεγάλη ευθύνη».
Κλείνοντας τη συζήτηση, οι δύο συνδικαλιστές συμφωνούν στο εξής: Το μεγαλύτερο «παράσημο» για το επιχειρησιακό σωματείο είναι ότι οι μεγαλοξενοδόχοι της περιοχής το παρουσιάζουν ως «παράδειγμα προς αποφυγή» στους εργαζόμενους, επιβεβαιώνοντας ότι η δράση του ενοχλεί την εργοδοσία και προβληματίζει κι άλλους συναδέλφους για την αναγκαιότητα της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο επίπεδο της επιχείρησης.
«Γι' αυτό κι εμείς δεν αρκούμαστε στη δράση μέσα στο χώρο της δουλειάς μας, αλλά προσπαθούμε να βοηθήσουμε την οργάνωση και σε άλλα ξενοδοχεία. Θα είναι μεγάλο κέρδος και για εμάς, και για τους συναδέλφους μας στις άλλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις», καταλήγει ο Μ. Τσουρούτης.
Εξορμήσεις σε χώρους δουλειάς από συνδικαλιστές του ταξικού κινήματος
Σε μια εξόρμηση της Γραμματείας Επισιτισμού - Τουρισμού - Ξενοδοχείων Ρόδου του ΠΑΜΕ σε ξενοδοχειακή μονάδα του νησιού, μια εργαζόμενη βγαίνει κουτσαίνοντας, σέρνοντας μια μεγάλη σακούλα με σκουπίδια. Κατευθύνεται προς τους κάδους και κοντοστέκεται μπροστά στους συνδικαλιστές για να πάρει την ανακοίνωση. Δείχνει το δεξί της πόδι που είναι μπαταρισμένο στον αστράγαλο και εξηγεί ότι πριν από λίγο καιρό είχε ένα ατύχημα στο σπίτι με αποτέλεσμα να τον κάνει θρύψαλα.
Συνάδελφοί της συνδικαλιστές από το επιχειρησιακό του «Miramare», που είναι εκλεγμένοι με τη στήριξη του ΠΑΜΕ στη διοίκηση του κλαδικού, τη βοήθησαν να βγάλει άκρη με τις αναρρωτικές που δικαιούνταν και έχει να το λέει. Ομως, αναγκάστηκε να γυρίσει γρήγορα στη δουλειά, χωρίς να έχει αναρρώσει πλήρως. Τα σημάδια από τις επεμβάσεις είναι ακόμα εμφανή κάτω από τους επιδέσμους, αλλά η δουλειά δουλειά. «Τι να κάνω; Αν δεν έρθω στο μεροκάματο, θα με διώξει...», μονολογεί.
Στην πλειοψηφία τους οι εργαζόμενοι όταν σχολάει η βάρδιά τους, βγαίνουν γρήγορα, σχεδόν αλαφιασμένοι από τους ρυθμούς της δουλειάς. Ανταλλάσσουν δυο κουβέντες με τους συναδέλφους τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, τους οποίους οι περισσότεροι γνωρίζουν, αφού η παρουσία του ταξικού κινήματος είναι συχνή σε αυτό και σε άλλα ξενοδοχεία. Αλλοι κάθονται στη σκιά για να πάρουν μια ανάσα, να κάνουν ένα τσιγάρο. Η διάθεσή τους δεν είναι για πολλές κουβέντες και η εξάντληση είναι εμφανής.
Σ' αυτήν την εξάντληση αναφέρεται πρώτα απ' όλα η ανακοίνωση του ΠΑΜΕ που κρατάνε στα χέρια τους. Γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Μια πολύ δύσκολη τουριστική σεζόν προχωρά σιγά σιγά προς το τέλος της. Μας βρίσκει αποκαμωμένους από την ατέλειωτη δουλειά, συχνά απλήρωτους, με την αγωνία για το πώς θα πληρωθούν η εφορία, τα σχολικά των παιδιών σε λίγες μέρες, πώς θα βγει ο χειμώνας.
Βέβαια, δε μοιραζόμαστε όλοι τις ίδιες αγωνίες... Παρά τη μόνιμη γκρίνια τους, οι μεγαλοξενοδόχοι, και της περιοχής μας, και ολόκληρης της χώρας, έχουν και αύξηση στις αφίξεις και στα κέρδη. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία που δημοσιεύονται. Αύξηση στις αφίξεις, περισσότερη δουλειά, μικρότεροι όμως μισθοί για τους εργαζόμενους, αφού σε όλο και περισσότερους χώρους φέτος δεν εφαρμόζεται η Συλλογική Σύμβαση και πληρώνονται με την ΕΓΣΣΕ, απλήρωτη δουλειά, λιγότερο ακόμα προσωπικό, γενίκευση της μαθητείας.
Από την άλλη, ακόμα πιο εντατικά τη φετινή περίοδο, τα μεγάλα ξενοδοχεία και κυρίως τα all inclusive μαζεύουν και το τελευταίο ευρώ των επισκεπτών, που έτσι κι αλλιώς έχουν περιορισμένη δυνατότητα να ξοδέψουν, οδηγώντας σε μεγάλη μείωση του τζίρου στον επισιτισμό, στα μικρομάγαζα και φυσικά σε επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων στους κλάδους που σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα: Τουριστικά λεωφορεία, ξεναγοί, σερβιτόροι - μάγειροι του επισιτισμού.
Τουρισμός και ανάπτυξη λοιπόν για λίγους, κέρδη για τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις που έχουν στα χέρια τους ξενοδοχεία, πρακτορεία, αεροπλάνα, κρουαζιερόπλοια. Μίζερη και αβέβαιη ζωή για τους εργαζόμενους του κλάδου (...) Τα απανωτά χτυπήματα μας έχουν στήσει στον τοίχο, μας έχουν μουδιάσει. Ελπίδα όμως υπάρχει στον αγώνα και ας έχουν βαλθεί όλοι να μας πείσουν ότι τίποτα δε βγαίνει. Την οργή και την αγανάκτηση για την αδικία να την κάνουμε οργανωμένη δράση και αντεπίθεση.
Μην αφήσεις και φέτος να ξετυλιχτεί το ίδιο γαϊτανάκι, με την απληρωσιά και την κοροϊδία, με τις ουρές και τις καθυστερήσεις για το κουτσουρεμένο επίδομα ανεργίας, με τις απολύσεις ενώ τα ξενοδοχεία είναι ακόμα γεμάτα. Οργανώσου, πάλεψε! Μην αφήσεις να σου αφαιρέσουν κι άλλα δικαιώματα.
Θέλουμε στον 21ο αιώνα να καλύπτουμε τις σύγχρονες ανάγκες, όχι μόνο φαΐ και επιβίωση. Θέλουμε όσα χάσαμε την περίοδο της κρίσης. Συλλογικές Συμβάσεις που να εφαρμόζονται παντού και να καλύπτουν τις απώλειες. Κανένας εργαζόμενους να μη δουλεύει με λιγότερα γιατί είναι νέος, μαθητευόμενος, γιατί δεν υπάρχει στη σύμβαση η ειδικότητά του.
Να μην υπάρχει, λοιπόν, κανένας χώρος δουλειάς χωρίς οργανωμένους στο σωματείο τους εργαζόμενους. Θέλουμε σωματεία ταξικά, με διοικήσεις μπροστάρηδες αγωνιστές, όχι τσιράκια των ξενοδόχων και των κυβερνήσεων. Στο χέρι σου είναι αν το αποφασίσεις. Αποκούμπι πάντα θα βρεις δίπλα σου το ταξικό κίνημα, το ΠΑΜΕ».
Ο «Ριζοσπάστης» βρέθηκε σε μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα της Ρόδου και συζήτησε με τους εργαζόμενους
Μέσα στην κρίση, κυρίως μετά το 2010 και το 2012, άνοιξαν και νέα μεγάλα ξενοδοχεία στη Ρόδο, με πάνω από 15.000 κλίνες στο σύνολο |
Η κινητοποίηση έληξε μετά από δυο περίπου ώρες με επιτυχία, καθώς η εργοδοσία, αφού δεν κατάφερε «με το καλό και με το ανάποδο» να βάλει τους εργαζόμενους για δουλειά, αναγκάστηκε τελικά να καταβάλει μέρος της μισθοδοσίας σε όλο το προσωπικό.
Ο απόηχος αυτής της κινητοποίησης, συζητιόταν ακόμα στο ξενοδοχειακό συγκρότημα όταν ο «Ριζοσπάστης» βρέθηκε εκεί για να μιλήσει με εργαζόμενους.
«Αν δεν βγαίναμε έξω, ακόμα θα μας χρωστούσαν τα λεφτά», λέει ένας από το προσωπικό. Ωστόσο, αν και μπήκαν τα λεφτά, το πρόβλημα δεν λύθηκε, ούτε βέβαια είναι συγκυριακό.
Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι γενικευμένο φαινόμενο στα μεγάλα ξενοδοχεία, παρά την υπερπληρότητα και τον τζίρο που κάνουν, με αποκορύφωμα το τέλος της σεζόν, όταν οι ξενοδοχοϋπάλληλοι απολύονται συνήθως χωρίς να έχουν πληρωθεί τον τελευταίο μήνα (για τους περισσότερους είναι ο Οκτώβρης), το επίδομα της άδειας και τη νόμιμη αποζημίωση.
Αθροιστικά, σταματούν τη δουλειά και περνάνε στο Ταμείο Ανεργίας (όσοι έχουν τις προϋποθέσεις) με μείον δυο μισθούς, όταν σε όλη τη σεζόν η συντριπτική πλειοψηφία παίρνει από έξι έως εφτά μηνιάτικα.
Εννοείται, βέβαια, ότι αυτά τα χρήματα δεν περισσεύουν από κανέναν, ιδιαίτερα μπροστά στην «αναβροχιά» του χειμώνα. Ούτε βέβαια σώζεται η κατάσταση με τα «έναντι» της εργοδοσίας, καθώς σε πολλές περιπτώσεις ξεκινάει η επόμενη σεζόν και υπάρχουν ακόμα ανεξόφλητα δεδουλευμένα από την προηγούμενη χρονιά!
Η απληρωσιά αξιοποιείται πολύμορφα από την εργοδοσία, η οποία μάλιστα προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τα «ψιλά γράμματα» των συμβάσεων που επιβάλλει στο προσωπικό. Πρώτα απ' όλα, συνηθίζει τους εργαζόμενους στην ιδέα ότι ακόμα και αυτός ο κουτσουρεμένος μισθός που δικαιούνται δεν είναι αυτονόητος.
Επίσης, δημιουργεί μεγαλύτερες εξαρτήσεις από την εργοδότρια εταιρεία, που «κάνει παιχνίδι» με τους εργαζόμενους πατώντας στην ανάγκη τους. Για να πάρει κανείς έστω και «έναντι» από τα δεδουλευμένα, θα πρέπει να καταθέσει έγγραφη αίτηση, όπου θα δικαιολογεί το γιατί ζητάει τα λεφτά που έχει δουλέψει και δεν τα έχει πληρωθεί! Από εκεί και πέρα, η εργοδοσία είναι αυτή που αποφασίζει αν οι λόγοι που επικαλείται είναι επαρκείς για να πάρει ένα μέρος των χρημάτων που του οφείλονται.
Πρόκειται για μεθόδους αυτοεξευτελισμού, εκβιασμού και τελικά χειραγώγησης των εργαζομένων, που πέρα από όλα τ' άλλα, διασφαλίζουν στην εργοδοσία ότι θα έχει μόνιμα γεμάτα με ρευστό τα ταμεία και τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, όταν η τσέπη των εργαζομένων παραμένει άδεια και τα χρέη τους «τρέχουν».
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι η απληρωσιά ενισχύει τη λογική που λέει ότι «καλός εργοδότης είναι αυτός που πληρώνει στην ώρα του». Αυτή η λογική μεταφράζεται σε παραπέρα μείωση της απαιτητικότητας των εργαζομένων και συμβιβασμό με το ιδεολόγημα του «καλού» και του «κακού» επιχειρηματία - αφεντικού, όταν όλοι στηρίζουν την κερδοφορία τους στην ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης που τσακίζει κόκαλα και η απληρωσιά είναι μόνο μια πλευρά της.
Για παράδειγμα, στο ξενοδοχειακό συγκρότημα για το οποίο μιλάμε, περίπου 100 εργαζόμενοι (το 1/4) είναι νέοι διαφόρων εθνικοτήτων που απασχολούνται μέσω προγραμμάτων μαθητείας. Δουλεύουν οι περισσότεροι σαν σερβιτόροι έξι μέρες τη βδομάδα για 300 και 400 ευρώ και μόνο στο κεντρικό εστιατόριο εξυπηρετούν 800 άτομα τη μέρα.
Οι ειδικότητες εκτός κλαδικής σύμβασης αμείβονται με ατομικά συμφωνητικά. Εργαζόμενοι που έχουν φάει με το κουτάλι τις σεζόν, βλέπουν το μισθό τους στάσιμο κάθε χρόνο ή και μειωμένο, μιας και η αμοιβή για την πλειοψηφία είναι ο κατώτερος και η εργοδοσία δεν αναγνωρίζει καμιά προϋπηρεσία. Αν κάτι ανεβάζει κάπως το μισθό, είναι η δουλειά τις Κυριακές, που όμως οδηγεί σε εξάντληση. Επίσης, ένα μέρος των εργασιών έχει περάσει σε εργολαβικά συνεργεία.
Η εντατικοποίηση της δουλειάς αυξάνει χρόνο με το χρόνο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι καμαριέρες, οι οποίες το 2008 ήταν 70, για 850 δωμάτια και σήμερα, για την ίδια δουλειά, έχουν απομείνει να δουλεύουν 49! Αυτό μεταφράζεται σε 25 μεγάλα δωμάτια καθημερινά για καθεμιά από αυτές, δουλειά με ελάχιστα ή και καθόλου ρεπό όλη τη σεζόν, απλήρωτες υπερωρίες και μεγάλη φθορά της υγείας, τσακισμένες μέσες, πόδια, χέρια από την κούραση.
Με δεδομένο, μάλιστα, ότι σχεδόν καθημερινά πλέον υπάρχουν αφίξεις και αναχωρήσεις τουριστών (τα προγράμματα «all inclusive» στο ξενοδοχείο είναι συνήθως των τεσσάρων ημερών ή της μιας βδομάδας), ο φόρτος για τις καμαριέρες είναι ακόμα μεγαλύτερος.
Η πίεση συνολικά στο προσωπικό για να βγει η δουλειά με το μικρότερο δυνατό κόστος εργασίας, έχει συμβάλλει ακόμα και σε δυο εμφράγματα τη σεζόν που διανύουμε. Πολύς κόσμος δεν αντέχει και παραιτείται ακόμα και στη μέση της τουριστικής περιόδου.
«Πολλή πίεση, λίγα χρήματα», είναι η φράση που ακούς με όποιον κι αν μιλήσεις στο ξενοδοχείο. «Λεφτά δεν παίρνουμε κι αν πάρουμε θα είναι μισά. Πώς γίνεται αυτό, ενώ το ξενοδοχείο είναι φουλ; Στη διάρκεια του οκτάωρου κάνουμε τα πάντα, κυρίως οι νέοι σε εργασία, με το φόβο ότι θα χάσουμε τη δουλειά μας και έξω μπορεί να μην ξαναβρούμε μεροκάματο.
Κάθε μέρα φτύνουμε αίμα, ιδρώνουμε, δείχνουμε, κάνουμε, και τα λεφτά μας τίποτα. Εχουμε κι ανάγκες. Εκμετάλλευση πολύ. Μπορεί να βγαίνουν προς τα έξω και να λένε "καθαρά όλα, όλα στην εντέλεια", αλλά πίσω απ' όλα αυτά είναι η πίεση πάνω σε εμάς. Δηλαδή, πάω σπίτι μου μετά τη δουλειά και δεν έχω κουράγιο να κάνω τίποτα.
Κι αν τους λες ότι έχεις ανάγκη από λεφτά, η μόνιμη απάντηση είναι "σε λίγες μέρες, την άλλη βδομάδα" και τέτοια. Φτάνεις στο σημείο να δουλεύεις τρεις μήνες σερί και τότε να παίρνεις τα μισά του πρώτου μήνα! Είμαι δηλαδή με το "καλημέρα" δυόμιση μήνες μέσα. Και να σκεφτείς ότι το ξενοδοχείο είναι σταθερά "over" (υπερπλήρες). Πού πάνε τα λεφτά», αναρωτιέται ένας εργαζόμενος.
«Ηρθα στον τουρισμό όχι από επιλογή, αλλά επειδή έπρεπε να δουλέψω. Εξω δεν έβρισκα τίποτα στον τομέα μου και κατέληξα εδώ επειδή δεν ζητούσαν καμιά προϋπηρεσία. Αυτά που άκουγα από φίλους που δουλεύουν σε ξενοδοχεία, τα είδα με τα μάτια μου» μας είπε ένας άλλος. «Τα 'χουνε κάνει έτσι, ώστε και 200 και 300 ευρώ να παίρνεις, φτάνεις να λες ότι καλός εργοδότης είναι αυτός που τουλάχιστον πληρώνει στην ώρα του», επανέρχεται ο προηγούμενος.
Η εργοδοσία θορυβήθηκε από την πρόσφατη κινητοποίηση στο ξενοδοχείο και το δείχνει με κάθε τρόπο: Διευθυντές και προϊστάμενοι διαρρέουν διάφορα για τις τιμωρητικές της διαθέσεις, για «λίστα» που φτιάχνεται με όσους διαμαρτύρονται. Αλλοι πάλι προσπαθούν να καλοπιάσουν όσους πρωτοστάτησαν, να τους «νουθετήσουν». Αντί άλλου επιλόγου, κρατάμε τα λόγια ενός από τους εργαζόμενους που μίλησαν στον «Ριζοσπάστη»: «Η τελευταία κινητοποίηση έδειξε ότι πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι. Κάτι πρέπει να γίνει, αλλιώς θα μας πηγαίνουν έτσι όπως μας πάνε»...