Ο καρδιοκατακτητής Αλέξ (Ρομέν Ντουρίς) διευθύνει μια οικογενειακή επιχείρηση που αριθμεί τρία στελέχη. Τον ίδιο, την αδελφή του και τον άνδρα της. Η επιχείρηση εγγυάται στους εντολοδότες πελάτες - που είναι συγγενείς ή φίλοι γυναικών που είναι δυστυχισμένες με την ερωτική τους σχέση - παροχή υπηρεσιών οι οποίες κάνουν τον άνδρα της σχέσης να γίνεται - για την «πρώην» δυστυχισμένη γυναίκα - παρελθόν. Το team είναι σε θέση να κατορθώσει τα ακατόρθωτα. Ολα βαίνουν όπως πρέπει, έως τη στιγμή που ο Αλέξ αναλαμβάνει να χωρίσει την πλούσια και γοητευτική Ζιλιέτ (Βανέσα Παραντί) από τον φλεγματικό, Αγγλο μέλλοντα σύζυγό της.
Ενώ η εκκίνηση διέπεται από μια έξυπνη ιδέα που εκπλήσσει και ρίχνει το θεατή απότομα στα βαθιά νερά της ατμόσφαιρας της ταινίας, η εξέλιξη είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί πρωτότυπη, το ίδιο και η πλοκή που ακολουθεί συμβατικές ατραπούς που επιτρέπουν στο θεατή να «διαβάζει» τη συνέχεια και να εικάζει την κοινότοπη και ευτυχή κατάληξη της υπόθεσης. Το στοίχημα της έκπληξης δεν παίζεται στο «πώς και πού» θα καταλήξει κάθε μεμονωμένη κατάσταση, αλλά στον τρόπο διά του οποίου η κατάσταση θα φθάσει να καταλήξει εκεί που θα καταλήξει. Αναφορικά με αυτό το σημείο, καταγράφεται ολόκληρη σειρά μικρών μικρών εκπλήξεων, το άθροισμα των οποίων κάνει μια μεγάλη και ισχυρή που άπτεται της διάστασης της δραματουργικής επεξεργασίας. Τα ισχυρά χαρτιά, στο πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ του Πασκάλ Σομέιγ, είναι οι ηθοποιοί. Το φιλμ του Σομέιγ είναι ένα παιχνίδι ηθοποιών από την αρχή μέχρι το τέλος, τόσο των πρώτων, όσο των δεύτερων και τρίτων ρόλων. Αναφερόμαστε κύρια στον Ρομέν Ντουρίς που «σπάει» την παράδοση που τον ήθελε να εμφανίζεται αποκλειστικά σε ταινίες «δημιουργών» και που αποδεικνύεται ικανότατος στο να προσαρμόζει έξυπνα, να κόβει δηλαδή και να ράβει στα μέτρα του ρόλου την ερμηνεία του, ανταποκρινόμενος τέλεια σε ό,τι η κατάσταση απαιτεί. Το ίδιο ισχύει και για την Βανέσα Παραντί που εμφανίζεται ωριμότερη από ποτέ, με την εύθραυστη και στέρεα παρουσία της που αποπνέει εκτόπισμα ειδικού βάρους και class. Η ταινία, χωρίς ίχνος χυδαιότητας, αγγίζει, γραπώνει και ψυχαγωγεί. Κάνει να βγαίνεις από την αίθουσα με καλή διάθεση. Σας την συστήνουμε ανεπιφύλακτα.
Παίζουν: Ρομέν Ντουρίς, Βανέσα Παραντί, Ζιλί Φεριέ, Φρανσουά Νταμιέν, Ζακ Φραντζ κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Μονακό (2010).
Εχτές Τετάρτη, έκανε πρεμιέρα η βρετανική, 3D, μουσικοχορευτική παραγωγή του 2010, με τίτλο «Streetdance», των Μαξ Γκίβα και Ντάνια Πασκουίνι. Ενα «βίντεο κλιπ» με διάρκεια όσο ένα μεγάλου μήκους φιλμ, μια μείξη μπρέικ ντανς και χιπ χοπ, με σύνθετες και συγκεκριμένες χορογραφημένες, κινήσεις. Η ταινία καταγράφει τη ζωή μιας συντροφιάς νεαρών, πριν το βρετανικό πρωτάθλημα «χορού του δρόμου» και την ακρόαση της Βασιλικής Ακαδημίας. Στην ταινία συμμετέχει πλήθος μουσικών και χορευτικών ταλέντων από τηλεοπτικά σόου, αλλά και η γοητευτική Σαρλότ Ράμπλινγκ. Επίσης, προβάλλεται από σήμερα, το ντοκιμαντέρ του Αλέξη Τσάφα, παραγωγής 2009, με τίτλο «ΜΙΝΤΕΛΟ - Πίσω από τον Ορίζοντα». Ταινία που αναφέρεται στη μικρή πόλη - λιμάνι του νησιού Σάο Βισέντε και την καθημερινότητα των κρεολών κατοίκων της. Ενός νησιού, από τα δέκα ηφαιστιογενή του Ατλαντικού, που συνθέτουν τη χώρα του Πράσινου Ακρωτηρίου. Ακόμη, σε επανέκδοση, προβάλλονται δύο - στον καιρό τους πολυσυζητημένες, σήμερα ίσως ξεπερασμένες - ταινίες του 80χρονου Ελβετού Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Η «Αρσενικό Θηλυκό» του 1966 και η «Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν» του 1967. Επί τη ευκαιρία, αναφέρουμε ότι ο Γκοντάρ πριν το 1968 εκτιμάται ως μη πολιτικός κινηματογραφιστής, ιδιότητα που αναιρείται μετά το 1968. Ο Γκοντάρ αποκρούοντας δημαγωγικά κάθε προϋπάρχον αφηγηματικό σύστημα, επιβάλλει την αφηγηματική χειραγώγηση, κάτι που οι κριτικοί της εποχής παρουσιάζουν και δικαιολογούν ως έργο μιας ξεχωριστής - ως προς τι αλήθεια; - προσωπικότητας, καθορίζοντας επίσης σαν μοναδικό στοιχείο συνοχής μιας ταινίας του Γκοντάρ, την προσωπικότητα του δημιουργού της. Ο Γκοντάρ υποστηρίζει μανιωδώς, ένα σινεμά δημιουργού στο οποίο ο αφηγητής μετατρέπεται σε υπερ-δημιουργό, και επιβάλλει τη δύναμή του πάνω στο σύνολο της διαδικασίας παραγωγής. Σε αυτό το εγωκεντρικό σινεμά, ο αφηγητής προβάλλει σαν υπεύθυνος χειραγώγησης του κινηματογραφημένου υλικού και ουσιαστική διάσταση των αφηγηματικών διαδικασιών μια διάχυτη αυτεπίγνωση που απευθύνεται στο κοινό. Η αφήγηση μπορεί να είναι και καθ' όλα μη επικοινωνιακή, αφήνοντας πολλά και μόνιμα χάσματα. Διατηρεί στοιχεία ντοκιμενταρίστικου αυθορμητισμού, ενώ κατ' ουσίαν ελέγχει την παράσταση...
Ελα όμως που και να θες να αγιάσεις, οι θεσμικοί οργανισμοί μυστικών πρακτόρων και οι ανώνυμες εταιρείες πληρωμένων δολοφόνων, δεν σ' αφήνουν! Αυτό έπαθε και ο καημένος ο Σπένσερ. Εκεί που ζούσε με την Μπάρμπι του, ειδυλλιακή οικογενειακή ζωή, με όλα τα προδιαγεγραμμένα must για ένα ζεύγος winner, ήτοι: βιλίτσα, σε περιοχή με βιλίτσες και για βιλίτσες, τζιπάκι (όσο πιο winner αισθάνεσαι τόσο πιο τανκοειδές το όχημα) όπως επίσης και ανάλογες αξίες ζωής που ενσαρκώνονται σε τακτά μπάρμπεκιου, συναντήσεις κηπουρικής, πάρτι γενεθλίων και απογευματινά κοκτέιλ στον κήπο των πεθερικών... εκεί που ο Σπένσερ είχε αποφασίσει να μην κάνει πίσω, ήρθε το μήνυμα από τα αφεντικά. «Εάν δεν επιστρέψεις στην υπηρεσία, θα πεθάνεις. Είσαι επικηρυγμένος». Και σε αυτό το σημείο έρχεται η αποκάλυψη. Πράκτορες και πρακτορίσκοι, πληρωμένοι δολοφόνοι και στυγεροί φονιάδες που προσβλέπουν στην ύψιστη καπιταλιστική αξία, τα λεφτά της επικήρυξης, ξεπροβάλλουν αναπάντεχα και από παντού και είναι φίλοι κολλητοί, φίλοι καρδιακοί, γείτονες και γνωστοί. Τουλάχιστον η μισή γειτονιά αποκαλύπτει έτσι, ότι τον οικονομικό της καθωσπρεπισμό τον οφείλει σε πρακτοριλίκια, βρωμιές και ρουφιανιές. Αλήθεια βλέπετε εσείς να απέχει πολύ η διάσταση που δίνει το φιλμ, από την σημερινή πραγματικότητα; Προϊόν χαζό, ευτελές, τηλεοπτικό, αμερικανιά με τα ούλα της, κάπου όμως στο βάθος του ορίζοντα, διακρίνεται ευκρινώς το σκιαγράφημα μιας «φαντασιακής» πραγματικής πραγματικότητας.
Παίζουν: Τομ Σέλεκ, Κάθριν Χέιγκλ, Αστον Κούτσερ, Κάθριν Ο' Χάρα κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Ο μεγαλοφυής μετρ του μυστηρίου, στην ιστορική συνέντευξη/ συνομιλία του με τον Φρανσουά Τρυφό, αφού εξαρχής δήλωσε ότι για τη συγκεκριμένη ταινία δεν έχει κανείς να πει πολλά, συμπλήρωσε ότι η ταινία οφείλει την πραγμάτωσή της στην τύχη και μόνο. Την εποχή εκείνη, ο Χίτσκοκ δούλευε πάνω σε ένα σενάριο που δεν έβγαζε πουθενά το «The Bramble Bush», όπου ένας άνδρας κλέβει ένα διαβατήριο χωρίς να γνωρίζει ότι ο ιδιοκτήτης του καταζητείται για φόνο. Με το που έπεσε στα χέρια του το θεατρικό έργο «Dial M for Murder» τα δικαιώματα του οποίου μόλις είχε αποκτήσει η Warner, ο Χίτσκοκ αισθάνθηκε ότι βρήκε αυτό που ζητούσε εκείνη τη στιγμή. Η κινηματογραφική μεταφορά του έργου ξετυλίγεται χωρίς ούτε στιγμή να προδώσει τη θεατρική καταγωγή του. Η δυσκολία για το θεατρικό συγγραφέα συνίσταται στο να συγκεντρώσει όλη τη δράση σε έναν και μοναδικό χώρο. Οπως ακριβώς στη θεατρική βερσιόν και η κινηματογραφική λαμβάνει χώρα σε έναν και μοναδικό χώρο, στο καθιστικό, με μόνο δυο - τρεις σύντομες εξαιρέσεις. Ο Χίτσκοκ επιτυγχάνει ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, χάρη σε ένα εκπληκτικό ντεκουπάζ και την απόλυτη κυριαρχία στο ρυθμό, στο μοντάζ και τα υπόλοιπα εκφραστικά μέσα. Μέχρι και ο βηματισμός στο χώρο παραπέμπει ακουστικά σε θεατρική σκηνή, δεδομένου ότι για την ηχητική πιστότητα ο σκηνοθέτης παράγγειλε ένα ξύλινο «αυθεντικό» πάτωμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο της χρωματικής κλίμακας των ενδυμάτων της Γκρέις Κέλι - η οποία με αυτό το φιλμ εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η Κέλι στην αρχή είναι ντυμένη με ζωντανά, έντονα, χαρούμενα χρώματα κι όσο εξελίσσεται η ιστορία τα ρούχα της περνούν σε ολοένα σκουρότερες αποχρώσεις που συμβαδίζουν με την ίντριγκα που εξελίσσεται σε ολοένα και πιο σκοτεινή.
Τον Χίτσκοκ διαπερνά μια καθαρά οπτική σύλληψη του κινηματογράφου, η γραφή του είναι πρωτίστως οπτική και δευτερευόντως λεκτική. Μέχρι την τελευταία του ταινία δούλευε λες και ο κινηματογράφος ήταν ακόμα βουβός. Η κλίση τού να εκφράζεται ουσιαστικά μέσα από την εικόνα τον οδήγησε στα πλέον περίπλοκα τεχνικά επιτεύγματα και σε διάσημα πλάνα σεκάνς, ενώ πίσω από την ανάλαφρα ψυχαγωγική ίντριγκα των χιτσκοκικών ταινιών κρύβεται ένα δομικό πλέγμα σχέσεων, διεργασιών και σημάνσεων που συγκροτούν ένα απολαυστικό, πλούσιο σε χάρη και ερμηνείες κείμενο.
Παίζουν: Γκρέις Κέλι, Ρέι Μίλαντ, Ρόμπερτ Κάμινγκς, Τζον Γουίλιαμς, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1954).