Κυριακή 18 Μάρτη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΔΡΩΝ
Φαινόμενο που εντείνεται μαζί με την εκμετάλλευση

Το αίτημα για ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών είναι στενά συνδεδεμένο με τη Μέρα της Γυναίκας, μιας και αποτέλεσε μια από τις διεκδικήσεις των απεργών εργατριών της 8ης Μάρτη 1857, ανάμεσα σε άλλα αιτήματα για τις συνθήκες, τους όρους και το ωράριο εργασίας τους. Σήμερα, παρά την τυπική εξίσωση στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, η αμοιβή μεταξύ ανδρών και γυναικών εξακολουθεί να παραμένει άνιση.

Η «ψαλίδα» ανάμεσα στους μισθούς και τα μεροκάματα ανδρών και γυναικών, που εμφανίζεται στη συγκριτική μελέτη των αμοιβών ανάλογα με το φύλο σε όλο το εργατικό δυναμικό, οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες: Οι εργαζόμενες γυναίκες δουλεύουν σε μεγαλύτερα ποσοστά, συγκριτικά με τους άνδρες, σε θέσεις μερικής απασχόλησης, με ελαστικές μορφές ή και ανασφάλιστη εργασία, σε κλάδους και επαγγέλματα όπου οι μισθοί και τα μεροκάματα είναι χαμηλότερα. Επιπλέον, η εργασιακή τους ζωή διακόπτεται συχνότερα και για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από περιόδους ανεργίας, πράγμα που επιδρά ανάλογα και στη μισθολογική τους εξέλιξη. Σημαντική επίδραση ασκεί και το γεγονός ότι η εργοδοσία αποφεύγει να τοποθετεί τις εργαζόμενες σε καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας ώστε να αποφεύγει το «κόστος» της μητρότητας, τις άδειες και την απουσία από την εργασία που αυτή συνεπάγεται.

Η ίδια η ΕΕ δεν αρνείται το πρόβλημα, το διαπιστώνει και το περιγράφει με μια σειρά από δείκτες. Μάλιστα, με αφορμή την 8η Μάρτη το έθεσε εκ νέου επί τάπητος, με Σχέδιο Εκθεσης που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, με την οποία προτείνει την επανεξέταση της ισχύουσας οδηγίας και ορίζει την 5η Μάρτη ως «ημέρα ίσης αμοιβής». Οι κατευθύνσεις, όμως, που υποδεικνύει για την εργασία των γυναικών, συντελούν ώστε να διαγράφεται ένας φαύλος κύκλος, που όχι μόνο διαιωνίζει το πρόβλημα των άνισων αμοιβών αλλά δημιουργεί και όρους για την παραπέρα επιδείνωσή του. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι η όλη συζήτηση γίνεται σε μια περίοδο όπου η επίθεση στους μισθούς, στα μεροκάματα και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε πολλά κράτη της ΕΕ διαμορφώνει νέο έδαφος για να οξυνθεί το φαινόμενο της ανισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών, για να βαθύνει η ταξική εκμετάλλευση και μαζί της η ανισοτιμία των εργαζόμενων γυναικών.

Πρόβλημα που παραμένει

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΕ, οι γυναίκες κερδίζουν κατά μέσο όρο 17,5% λιγότερο από τους άνδρες. Ανάμεσα στα κράτη - μέλη υπάρχει ανομοιογένεια και οι διαφορές στις αμοιβές των δύο φύλων ξεκινούν από 3,2% σε κάποιες χώρες και φτάνουν ακόμα και το 30,9% σε ορισμένες άλλες. Οι διαφορές αυτές μοιάζουν αρκετά σταθερές, καθώς κατά τα τελευταία χρόνια το μισθολογικό χάσμα έχει κυμανθεί από 17,7% το 2006, σε 18% το 2008 και 17,1% το 2009. Οι μισθολογικές αυτές διαφορές, όπως αναφέρει το Σχέδιο Εκθεσης, σημαίνουν ότι οι γυναίκες θα έπρεπε, κατά μέσο όρο, να εργαστούν έως τις 2 Μάρτη 2012 για να κερδίσουν όσα οι άνδρες κέρδισαν, κατά μέσο όρο, μέσα στο χρόνο, έως τις 31 Δεκέμβρη 2011. Οι διαφορές στις αμοιβές των δύο φύλων αρχίζουν να γίνονται εμφανείς, σύμφωνα με την ΕΕ, με την επιστροφή των γυναικών στην αγορά εργασίας μετά την πρώτη άδεια μητρότητας. Το γεγονός ότι η σταδιοδρομία των γυναικών εξελίσσεται με πιο αργούς ρυθμούς, διαρκεί λιγότερο ή και διακόπτεται, συνεπάγεται διαφορές και ως προς τις συντάξεις, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών σε μεγάλη ηλικία.

Μια εικόνα σχετικά με τις διαστάσεις του προβλήματος στην Ελλάδα μπορούν να δώσουν τα μηνιαία στοιχεία απασχόλησης που δημοσιεύει το ΙΚΑ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα από αυτά, που αφορούν στο Μάρτη του 2011, στις κοινές επιχειρήσεις (χωρίς να συνυπολογιστούν δηλαδή τα οικοδομοτεχνικά έργα) το μέσο ημερομίσθιο με πλήρη απασχόληση έφτανε τα 59,91 ευρώ και ο μέσος μισθός τα 1.441,04 ευρώ ενώ σε συνθήκες μερικής απασχόλησης ανερχόταν σε 31,04 ευρώ και σε 601,03 ευρώ αντίστοιχα. Οσον αφορά τις γυναίκες, το μέσο ημερομίσθιο όσων εργάζονταν με πλήρη απασχόληση αντιπροσώπευε το 83,23% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ στη μερική απασχόληση το 86,25%. Συνεπώς, και στην Ελλάδα η «ψαλίδα» στις αμοιβές προσεγγίζει το μέσο όρο του 17% της ΕΕ στην πλήρη απασχόληση και είναι λίγο μικρότερη στη μερική απασχόληση. Το γεγονός ότι οι γυναίκες κρατούν τα πρωτεία στη μερική απασχόληση, αντιπροσωπεύοντας το 64,44% των εργαζομένων με τέτοιες εργασιακές σχέσεις, αποτελεί βασικό παράγοντα για την ένταση των ανισοτήτων στις αμοιβές αλλά και για την αύξηση του κινδύνου της φτώχειας για τις γυναίκες των λαϊκών οικογενειών.

Εξελίξεις που προδιαγράφουν επιδείνωση

Είναι δεδομένο ότι οι νέες αντεργατικές ρυθμίσεις, που τσακίζουν τους μισθούς και τα μεροκάματα, θα αλλάξουν προς το χειρότερο αυτό το τοπίο. Τα νέα κατώτερα όρια που προκύπτουν από τη μείωση των μισθών κατά 22% και κατά 32% για τους νέους έως 25 ετών, θα διαμορφώσουν αντίστοιχα χαμηλότερους μέσους μισθούς και ημερομίσθια και σε συνδυασμό με την επίθεση στις Συλλογικές Συμβάσεις, την κατάργηση και την αντικατάστασή τους με ατομικές, θα πλήξουν ιδιαίτερα τις γυναίκες. Οι εργαζόμενες θα βρεθούν μπροστά σε μεγάλες πιέσεις να υποχωρήσουν και να δεχθούν τη μείωση του μισθού τους στο επίπεδο των 586 ευρώ του νέου κατώτερου μεικτού μισθού ή αντίστοιχα των 511 ευρώ για τις εργαζόμενες έως 25 ετών. Τα υψηλά ποσοστά της γυναικείας ανεργίας διευκολύνουν τους εκβιασμούς εκ μέρους της εργοδοσίας, ώστε μεγάλο κομμάτι εργαζόμενων γυναικών να καθηλωθεί σε αποδοχές που δε θα ξεπερνούν το ύψος του κατώτερου μισθού.

Το ενδιαφέρον της ΕΕ για τη διεύρυνση των ανισοτήτων στην οποία οδηγεί η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι τελείως υποκριτικό, αφού το πρόβλημα, σύμφωνα με το σκεπτικό της, έγκειται στην «έλλειψη πληροφόρησης και διαφάνειας» σχετικά με το εξατομικευμένο σύστημα αμοιβών που διαμορφώνεται. Από τη μια, κυβέρνηση και ΕΕ πετσοκόβουν τα μεροκάματα και τους μισθούς των γυναικών και όλων των εργαζομένων και, από την άλλη, κόπτονται να ενημερώσουν με λεπτομέρεια και διαφάνεια τις εργαζόμενες πόσο υπολείπονται οι αποδοχές τους από αυτές των ανδρών συναδέλφων τους.

Η σκοπιά από την οποία βλέπει η ΕΕ την εργασία των γυναικών είναι εξάλλου δεδομένη: Η ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελεί, όπως τονίζεται, «οικονομική ανάγκη». Σχετίζεται δηλαδή με το στόχο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών ηλικίας από 20 έως 64 ετών στο 75%. Η επίτευξη του στόχου αυτού είναι καθοριστική, όπως αναφέρεται, για τη «μελλοντική οικονομική ανταγωνιστικότητα και ευημερία της Ευρώπης», για τον ανταγωνισμό δηλαδή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με άλλα τμήματα του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό που ενδιαφέρει, συνεπώς, την ΕΕ είναι η αύξηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού για να αυξάνεται η υπεραξία που αποσπούν από αυτή οι κεφαλαιοκράτες.

Στο πλαίσιο αυτό, το Σχέδιο Εκθεσης συστήνει στην Κομισιόν «να επανεξετάσει την οδηγία για τη μερική απασχόληση με στόχο την εξάλειψη των διαφορών στις αμοιβές των δύο φύλων» και «ενθαρρύνει τους κοινωνικούς εταίρους να αναλάβουν τις ευθύνες τους για μια πιο ισότιμη μισθολογική δομή». Στο απυρόβλητο, βέβαια, αφήνει τη διάδοση της μερικής και της ευέλικτης απασχόλησης και τη γενική μείωση των μισθών, που συρρικνώνουν τις αμοιβές και για τα δύο φύλα.

Το πρόβλημα των άνισων αμοιβών υπογραμμίζει ακόμα πιο έντονα την ανάγκη να παλέψουν οι εργαζόμενες γυναίκες για να ανατραπεί η επίθεση του κεφαλαίου στους μισθούς και τα εργατικά δικαιώματα, την ανάγκη να διεκδικήσουν σήμερα την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των ίδιων και των οικογενειών τους.


Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ