Τρίτη 30 Δεκέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ζητήματα των Θέσεων για το σοσιαλισμό

Δε θα αναπαραγάγω διατυπωμένα συμπεράσματα των Θέσεων, μιας και η συγκροτημένη δομή τους καθιστά άσκοπο κάτι τέτοιο. Θα σταθώ σε συγκεκριμένα σημεία που κατά τη γνώμη μου διαταράσσουν αυτή τη συγκρότηση.

Ενα ζήτημα είναι η βαρύτητα που αναγνωρίζεται σε συγκεκριμένους όρους και όχι στην έννοια που αποδιδόταν στον καθένα. Συγκεκριμένα, η «ειρηνική συνύπαρξη» του 19ου Συνεδρίου δε νομίζω ότι είναι ίδια με εκείνη που ακολούθησε. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρωτύτερα από τον Λένιν, για να περιγράψει μια ειδική μορφή αναμέτρησης των δύο συστημάτων πέρα από την πολεμική σύρραξη. Μάλιστα, ξεκαθαριζόταν ότι ακόμα και αυτή η κατάσταση για να διατηρηθεί χρειάζεται ένταση της πάλης από την πλευρά του σοσιαλισμού σε όλα τα μέτωπα (εσωτερικά και εξωτερικά). Δεν προσέβλεπε σε ειρηνόφιλα και προοδευτικά κομμάτια της αστικής τάξης, αλλά στη δυναμική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρόμοιες επιφυλάξεις διατηρώ για τη θέση που διατυπώνεται σχετικά με την ποικιλία των μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, μία άποψη που αποδίδεται στο 20ό Συνέδριο, ενώ είναι γνωστό ότι αποτελεί λενινιστική θέση (άπαντα τόμος 11:«Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν μπορεί φυσικά να μη δώσει μία τεράστια αφθονία και ποικιλία πολιτικών μορφών, η ουσία όμως θα είναι αναπόφευκτα μία: η δικτατορία του προλεταριάτου»), η οποία όμως διαστρεβλώθηκε. Ανοιξε ο δρόμος για την αμφισβήτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Αυτή τη διαστρέβλωση πρέπει να αναδείξουμε, όχι να ενοχοποιήσουμε μαρξιστικά τεκμηριωμένα συμπεράσματα.

Πέρα από τα παραπάνω, ο νόμος της αξίας είναι ένα θέμα στο οποίο δε δίνονται απαντήσεις με την απαραίτητη σαφήνεια. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 8 στο σημείο 6 διαβάζουμε: «Ο καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή, δε γίνεται μέσω της αγοράς, τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα». Ωστόσο, στις σελίδες 17 και 18 συναντάμε το απόσπασμα: «Το συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής, υπό την ηγεσία του Στάλιν...Τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και καταναλώνονται ως εμπορεύματα» (οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ). Και παρακάτω εντοπίζεται εμπορευματικός χαρακτήρας, αφού οι μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν τον «ενίσχυσαν σε βάρος του άμεσα κοινωνικού», όπως επίσης και στον εμπλουτισμό της προγραμματικής μας αντίληψης γίνεται λόγος για «εμπορευματική παραγωγή ορισμένων καταναλωτικών προϊόντων». Εδώ δε χρειάζεται απλά μια διευκρίνιση, αλλά μια σφαιρικά πιο τεκμηριωμένη απάντηση. Το επιχείρημα που αναιρεί τον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής προϊόντων ατομικής κατανάλωσης («δε γίνεται για την ανταλλαγή») φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο το έβδομο τμήμα του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου», αλλά και τη σαφή διάκριση που γίνεται στο δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου, όπου ξεκαθαρίζεται ότι ο τελικός σκοπός της εμπορευματικής κυκλοφορίας είναι «η κατανάλωση, η ικανοποίηση αναγκών, με δύο λόγια η αξία χρήσης», ενώ με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων «η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται». Βλέπουμε ότι ο Μαρξ χαρακτηρίζει την οργάνωση της παραγωγής με βάση την αξία(και με σκοπό την ανταλλαγή) ως ιδιαίτερο γνώρισμα της καπιταλιστικής παραγωγής. Και όχι της εμπορευματικής γενικά και αόριστα. Οι αναφορές των Θέσεων στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα δεν περιλαμβάνουν το σημείο όπου ο Μαρξ μιλάει για τη διανομή μέσων κατανάλωσης στην πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού και την κυριαρχία σε αυτή «της ίδιας αρχής που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών». Ο νόμος της αξίας συνίσταται στην ανταλλαγή του προϊόντος με βάση την εργασία που ενσωματώνει, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής που αποκτώνται με καταβολή αντιτίμου. Διαβάζουμε στη σελίδα 5: «Ανώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή». Επομένως, επιδρούν και κάποιες άλλες σχέσεις στον ανώριμο κομμουνισμό. Ασχετα με το αν σε αυτόν υπάρχουν μη κοινωνικοποιημένες μορφές ιδιοκτησίας. Και προφανώς αφού δεν είναι οι κομμουνιστικές, είναι κληροδότημα του παρελθόντος. Σε αντίθετη περίπτωση, η μη ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων δε θα ενίσχυε τον κίνδυνο της επιστροφής στο παρελθόν, αλλά απλά θα προκαλούσε μία στασιμότητα. Προφανώς, μιλάμε για τους περιορισμούς του νόμου της αξίας. Για να περάσει ένας νόμος (μία αναγκαιότητα που επιδρά ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας) στην ανυπαρξία πρέπει να εξαλειφθούν οι συνθήκες που τον δημιουργούν. Με τον εντοπισμό του πεδίου δράσης του μόνο στη συνεταιριστική παραγωγή (σελ. 17), οδηγούμαστε στο παράδοξο συμπέρασμα της σελίδας 20 ότι τη δεκαετία του '50 μπορούσαμε να μιλάμε για πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων, ενώ «το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού προϋποθέτει την παγκόσμια επικράτηση του σοσιαλισμού, ή τουλάχιστον, στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα καπιταλιστικές χώρες» (σελ. 37). Η μη επαρκής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτρέπει την κατανομή με βάση τις ανάγκες και συνεπάγεται το νόμο της αξίας, ο οποίος πρέπει να υπολογίζεται από το κράτος των εργατών για το ανέβασμα της παραγωγικότητας και του επιπέδου της ευημερίας (η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη βαθμίδα εντοπίζεται στη διανομή, αλλά δεν μπορεί παρά να ξεκινάει από την παραγωγή). Και όσο αυτό επιτυγχάνεται, η κατανομή με βάση την εργασία (η ουσία της «χρηματικής μορφής») εξαλείφεται και πλησιάζουμε την ανώτερη βαθμίδα. Εδώ συχνά γίνεται η παρεξήγηση, καθώς ταυτίζουμε τη χρήση ενός νόμου με τη διεύρυνση της σφαίρας δράσης του. Ειδικά στην περίπτωσή μας, μόνο με κεντρικό σχεδιασμό θα μπορούσε να γίνει αυτό, ενώ οι μεταρρυθμίσεις έκαναν το ακριβώς αντίθετο, δεν το χρησιμοποιούσαν, διεύρυναν τη δράση του, τον καθιστούσαν ανεξέλεγκτο και επιβαλλόμενο μέσα από συνεχείς και αυξανόμενες διακυμάνσεις, αφού αποδυνάμωναν τον κεντρικό σχεδιασμό και έδιναν ώθηση στην εμπορευματικότητα, ακόμα και των μέσων παραγωγής. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής που διανέμεται με κριτήριο την εργασία πρέπει διαρκώς να αποδυναμώνεται, η τελική του εξάλειψη θα σηματοδοτήσει το πέρασμα στον ώριμο κομμουνισμό. Ετσι, ο νόμος της αξίας παίζει σημαντικό αλλά μειούμενο (αν το εργατικό κράτος ανταποκρίνεται στα καθήκοντα) ρόλο σε αυτόν τον τομέα. Επιδρά όμως και στην παραγωγή προϊόντων που διανέμονται με βάση τις ανάγκες, χωρίς να γίνεται ρυθμιστής, όπως υποστήριζαν οι αγοραίοι. Αυτό πρακτικά γίνεται αντιληπτό από την ανάγκη υπολογισμού της αξίας των προϊόντων ακόμα και αν δεν πωλούνται, και από την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι οι τομείς αυτοί εξακολουθούν να υπόκεινται στους περιορισμούς των παραγωγικών δυνάμεων.

Η ίδια αντίφαση εστιαζόμενη στη διανομή διατυπώνεται με το εξής ερώτημα: Τη στιγμή που «η παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιτρέπει ακόμα αποφασιστικά μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου, εξάλειψη των βαριών εργασιών και της εργασιακής μονομέρειας, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη του κοινωνικού καταναγκασμού προς εργασία» πώς είναι δυνατός ο μη διαχωρισμός της εργασίας «σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι»; Αυτή η πολιτική αμοιβών χαρακτηρίζεται αριστερίζουσα ισοπέδωση από το γγ του ΚΚΣΕ, ο οποίος εισηγείται την εξάλειψή της, με παραπομπές στους κλασικούς (Ζητήματα Λενινισμού σελ. 453).

Η επενέργεια του νόμου της αξίας συνιστά την αιτία της διατήρησης του ίσου δικαίου, που «υπόκειται πάντα σε έναν αστικό περιορισμό. Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της δουλειάς τους». «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα σελ. 23).


Δημήτρης Τσιμπινός
ΚΟΒ ΑΣΟΕΕ

Για το Σοσιαλισμό...

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η συζήτηση που άνοιξε το Κόμμα για το σοσιαλισμό πρέπει να ιδωθεί σαν εργαλείο για το μέλλον και τη διέξοδο που προτείνουμε. Αν δεν αποκτήσουμε πληρέστερη εικόνα για το σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα, πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να εμπλουτίσουμε τις δικές μας θέσεις για την επανάσταση και το σοσιαλισμό.

Είναι επίσης γεγονός ότι το θέμα αυτό του Συνεδρίου αφορά τον πυρήνα της θεωρίας μας. Ταυτόχρονα, σε μεγάλο μέρος των μελών και των φίλων του Κόμματος είναι έντονη η συναισθηματική φόρτιση. Αυτά τα δύο στοιχεία επιβάλλουν από όλους νηφάλια και ανιδιοτελή συζήτηση με επιχειρήματα βασισμένα στη θεωρία μας και στις θέσεις που είναι προς συζήτηση και όχι σε ό,τι εμπειρικά έχει ο καθένας μας «αποταμιεύσει» στο μυαλό του από τη θεωρία μας.

Για οικονομία στο κείμενο θα αναφερθώ σε δύο άξονες που νομίζω ότι πρέπει να απασχολήσουν όλο το Κόμμα, τα μέλη και στελέχη του, αλλά και συνολικότερα εκείνους τους αριστερούς που ζητάνε και παλεύουν για το σοσιαλισμό, άσχετα αν συμφωνούν με το Κόμμα στο σύνολο των Θέσεών του.

Ο πρώτος έχει σχέση με το Κόμμα. Ενώ λοιπόν σε αρκετά σημεία του κειμένου των Θέσεων αναφέρονται στοιχεία που έχουν σχέση με το Κόμμα, το κείμενο δε φτάνει στην πηγή. Στη ρίζα του προβλήματος. Τι έφταιξε δηλαδή και το Κόμμα σε μια πορεία έχασε τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά; Επαιξε ή όχι ρόλο η διαδικασία ανάδειξης στελεχών, το πόσο μακριά από την εργατική τάξη και την κοινωνία ήταν τα μέλη και τα στελέχη του, το γεγονός ότι η ανάπτυξη της θεωρίας μας αφέθηκε στα χέρια των «ειδικών» κομματικών στελεχών; Αν δεν έπαιξαν ρόλο, πώς φτάσαμε να αναδειχτούν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ άτομα τα οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων είχαν ανεπαρκέστατη θεωρητική κατάρτιση; Αν αντίθετα υπήρχε τέτοιου είδους λειτουργία του κόμματος, τότε μοιάζει φυσιολογική η εκτίμηση «...οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής...» (σελ. 26, Θέση 22).

Αλλά μέσα από ποια κομματική διαδικασία θα μπορούσαν άραγε, ακόμα και αν εντόπιζαν το πρόβλημα, να το αποκαλύψουν χωρίς να θεωρηθούν «εχθροί του λαού»;

Δεν είναι μαρξιστική η άποψη ότι το ΚΚΣΕ έχασε εκατομμύρια στελεχών του στον πόλεμο και δεν μπόρεσε να τα αντικαταστήσει. Δε στέκει να το λέμε εμείς αυτό, την ώρα που το Κόμμα μας, με τόσες διώξεις, εσωκομματικά προβλήματα κλπ., μπόρεσε σε όλη την ιστορία του, στηριγμένο στους δεσμούς αίματος με την εργατική τάξη της χώρας μας, να διαπαιδαγωγεί και να αναδεικνύει στελέχη, συχνά μάλιστα ξεκινώντας από το «μηδέν».

Στοιχεία για τα παραπάνω υπάρχουν ακόμα και σε δημοσιεύματα του «Ριζοσπάστη» στη δεκαετία του '80, υπάρχει η καταγεγραμμένη, φαντάζομαι, εμπειρία των μελών και στελεχών του Κόμματός μας από τις επίσημες επισκέψεις τα χρόνια εκείνα. Δεν έχουν φύγει όλοι από τη ζωή. Επίσης και να μην το υποτιμήσουμε αυτό, στοιχεία τέτοιου είδους υπήρχαν σε λογοτεχνικά κείμενα υπεράνω οπορτουνιστικής υποψίας.

Το να επιμένουμε λοιπόν ακόμα και σήμερα να μην εξετάζουμε το πώς λειτουργούσε και δρούσε το Κόμμα Νέου Τύπου στο σοσιαλισμό, τι μπορεί να σημαίνει; Ελλειψη επαρκών στοιχείων ή συνειδητή υποβάθμιση του θέματος; Το αποτέλεσμα, πάντως, σε κάθε περίπτωση είναι ότι δε βοηθιέται το Κόμμα μας να ξεπεράσει τα δικά του σημερινά προβλήματα λειτουργίας και δράσης, δε βοηθιούνται τα νέα κομματικά μέλη ιδιαίτερα από την ΚΝΕ να διαπαιδαγωγηθούν και να οπλιστούν με τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία και κομμουνιστική ηθική.

Ηθικό συμπέρασμα, σύντροφοι: Οσο απομακρυνόταν το ΚΚΣΕ από τις αρχές του Λένιν για τη λειτουργία του Κόμματος Νέου Τύπου, τέτοια φαινόμενα ήταν αναμενόμενα.

Ο δεύτερος άξονας έχει σχέση με τη Θέση 9 του κειμένου.

Για να βοηθηθούμε όλοι, ας κάνουμε αρχικά μερικές αναγκαίες παραδοχές. Οποιος μιλάει για καθυστέρηση της προεπαναστατικής Ρωσίας, δε «βάζει» κατ' ανάγκη ζήτημα για το αν έπρεπε να γίνει ή όχι η επανάσταση. Δεν είναι σώνει και καλά αναθεωρητής. Αλλωστε, το είχε πει και ο Λένιν. Δεύτερο και σημαντικότερο. Οι κλασικοί της θεωρίας μας αναφέρθηκαν εκτενέστατα σε όλο το έργο τους στις προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Συμπυκνωμένα ο Μαρξ λέει στον πρόλογο της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας»: «Ενα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν παίρνουνε τη θέση του καινούριες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί όροι γι' αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουνε μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας».

Πηγαίνοντας, ως όφειλε, ο Λένιν ένα βήμα παραπέρα τη σκέψη του Μαρξ, επεξεργάστηκε θεωρητικά και πρακτικά τη θεωρία του «αδύναμου κρίκου». Δηλαδή «Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού η σχετική καπιταλιστική καθυστέρηση μπορεί να τροφοδοτήσει απότομη όξυνση των αντιθέσεων, επομένως την επαναστατική κρίση, αλλά και τη δυνατότητα νίκης», όπως σημειώνουν οι Θέσεις, επαναλαμβάνοντας σωστά τη λενινιστική θέση.

Τα παραπάνω δε συνιστούν «παρέκκλιση». Απλά θριάμβευσε η διαλεκτική επεξεργασία της θεωρίας μας. Κατά συνέπεια βεβαίως και ο Μαρξ και ο Λένιν είχαν δίκιο. Ετσι και καθυστέρηση υπήρχε στην προεπαναστατική Ρωσία, που θεωρητικά απέτρεπε την επανάσταση, αλλά πολύ σωστά έκαναν οι μπολσεβίκοι και την κρίσιμη ώρα πραγματοποίησαν την Οχτωβριανή Επανάσταση. Κανένα μαρξιστικό πρόβλημα δεν προκύπτει.

Το πρόβλημα παρουσιάζεται σήμερα, με το γεγονός ότι οι Θέσεις δεν εξετάζουν καθόλου ποιες ήταν οι συνέπειες του πραγματικού γεγονότος ότι δεν είχαν αναπτυχθεί «όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να χωρέσουν» στην προεπαναστατική Ρωσία.

Δηλαδή, τι «βαρίδια» κληρονόμησε η πανθομολογούμενη καθυστέρηση στο νέο καθεστώς, τα οποία με κάποιο τρόπο έπρεπε να τα βγάλει αυτό από πάνω του;

Αυτά έπρεπε οπωσδήποτε να μπουν σε κάποιο δρόμο επίλυσης την περίοδο 1917-1956 ή όχι;

Αλληθώριζε προς τα δεξιά μήπως ο Λένιν εφαρμόζοντας τη ΝΕΠ;

Οπωσδήποτε η ΝΕΠ δεν είναι νομοτέλεια του σοσιαλισμού, αλλά μήπως ήταν νομοτέλεια για το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ;

Μήπως όμως ο Λένιν δεν ήξερε πού θα πήγαινε η κατάσταση;

Τα ίδια του τα κείμενα αποδεικνύουν ότι ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να γίνει. Στην εισήγησή του στο δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ (Οκτώβριος 1921) τονίζει ότι «η νέα οικονομική πολιτική σημαίνει αντικατάσταση της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων με φόρο, σημαίνει πέρασμα στην επαναφορά του καπιταλισμού σε σημαντικό βαθμό. Σε ποιον ακριβώς (σ.σ. βαθμό) δεν ξέρουμε». («Απαντα», τόμος 44, σελ. 159-161, «Σύγχρονη Εποχή»). Το να βγαίνουμε σήμερα και να λέμε ότι «...η σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (ΝΕΠ)...» σημαίνει τουλάχιστον ότι δεν καταλάβαμε τίποτα από τις αναφορές αυτές.

Συνεπώς είναι φανερό ότι αν δε σκύψουμε στην αφετηρία του προβλήματος, μάταια θα αναζητάμε εξηγήσεις και θα κρίνουμε, εκ των υστέρων, αποφάσεις που παίρνονταν σε όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως οπορτουνιστικές. Τέτοιες ήταν, αλλά τέτοια θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος και τη ΝΕΠ άρα και τον Λένιν. Η λογική αυτή δυστυχώς κυριαρχεί σε πολλά σημεία των θέσεων. Ασχολείται μονόπλευρα με «οικονομικά» ζητήματα που προέκυψαν στη διάρκεια της οικοδόμησης, ενώ δεν ασχολείται καθόλου με το τι μέτρα έπρεπε να παρθούν από το 1917 μέχρι και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Κλείνοντας τις σκέψεις μου πάνω στο κείμενο των Θέσεων, ειλικρινά εύχομαι - διαλεκτικά ελπίζω - ότι το Συνέδριο του Κόμματος θα σκύψει με μεγαλύτερη προσοχή, νηφαλιότητα και κριτική διαλεκτική σκέψη στα παραπάνω ζητήματα από ό,τι το κείμενο των Θέσεων. Αλλωστε το συγκεκριμένο θέμα, πριν από όλα απαιτεί ξαναψάξιμο των κλασικών, απαιτεί να ξεφύγουμε από τις ευκολίες και τους εύκολους χαρακτηρισμούς. Δε χαρίζουμε σε κανέναν τίποτα από την ιστορία μας.


Χρήστος Δουρίδας
Μέλος ΚΟΒ Αλίμου του ΚΚΕ

Θέσεις για το σοσιαλισμό

Οι Θέσεις για το σοσιαλισμό δείχνουν, ότι τα τελευταία χρόνια το Κόμμα έχει μελετήσει περισσότερο την ιστορία των σοσιαλιστικών χωρών και παρ' όλο που μένουν ακόμα πολλά να μελετηθούν - όπως τονίζεται σε διάφορα σημεία - περισσότερες απόψεις έχουν αποκρυσταλλωθεί απ' ό,τι σε προηγούμενα Συνέδρια. Και μόνο το γεγονός, ότι υπάρχει ξεχωριστό κείμενο για το σοσιαλισμό - πριν ήταν πάντα ενσωματωμένος στις Θέσεις της ΚΕ για τα άλλα ζητήματα - αποτελεί ένδειξη για το ότι «έχουμε τώρα περισσότερα να πούμε», αν και το γεγονός αυτό μοιάζει - μέχρι τώρα τουλάχιστον - να έχει οδηγήσει τους κατά πολύ περισσότερους στο να παρέμβουν σχετικά με αυτό το θέμα, ώστε να είναι σοβαρά εξασθενισμένη η παρέμβαση για το 1ο Θέμα.

Πρέπει να δούμε τη Θέση 4 (σελ. 7, 1η παράγραφος) για τη λεγόμενη μεταβατική περίοδο, τη διάρκειά της και το μη αυτόνομο χαρακτήρα της σε σχέση με τη Θέση 32.

Διότι στη φάση αυτή «η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των κομμουνιστικών σχέσεων που μόλις ξεκινά η οικοδόμησή τους ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί. Η χρονική διάρκεια αυτής της περιόδου εξαρτάται από την καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό».

Και στη Θέση 32 (σελ. 37) «Ο βαθμός όμως της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης δυσκολεύει ανάλογα τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη του νέου με το παλαιό. Η ταχύτητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επηρεάζεται απ' αυτό που κληρονομεί».

Στην υποσημείωση 54 στην ίδια σελίδα αναφέρεται η θέση του Λένιν, ότι στις χώρες με «μεσοαδύνατο» επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι «πιο εύκολο να αρχίσεις, πιο δύσκολο να συνεχίσεις» τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βαθιά κουβέντα. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, αν επομένως σε αναπτυγμένες χώρες είναι πιο δύσκολο να αρχίσεις και πιο εύκολο να συνεχίσεις. Για το πρώτο σκέλος έχουμε αποδείξεις. Δεν έχει γίνει μέχρι τώρα σοσιαλιστική επανάσταση σε αναπτυγμένη χώρα και αυτό σίγουρα στερεί από τους ερευνητές μια σημαντική διάσταση. Η ιστορία του σοσιαλισμού είναι η ιστορία των χωρών, στις οποίες εφαρμόστηκε και ο ερευνητής θα στραφεί στην πραγματοποιημένη δυνατότητα και όχι στην απραγματοποίητη. Μπορούμε λογικά να φανταστούμε ότι - αν γινόταν - θα ήταν πιο εύκολο να τη συνεχίσεις, μια και, όπως τόνιζε ο Λένιν επίσης (και αναφέρεται στη Θέση 4) ότι «στις χώρες όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις». Και επιπλέον θα είχαν ξεκαθαριστεί ένα σωρό ζητήματα του εποικοδομήματος (θρησκεία, οικογένεια, σχέσεις των δύο φύλων κλπ.), που οπωσδήποτε διευκολύνει μια ευρύτερη κατανόηση για το τι πάει να πει νέα κοινωνία και νέος άνθρωπος.

Με τη σημερινή εμπειρία του πισωγυρίσματος μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε, ότι οι χώρες που τη στιγμή της σοσιαλιστικοποίησής τους ήταν πιο αναπτυγμένες, κατρακύλησαν λιγότερο από τις χώρες που ήταν λιγότερο - πόσο μάλλον αν δεν ήταν καθόλου - αναπτυγμένες τη στιγμή του περάσματος.

Στη Θέση 4 θίγεται ουσιαστικά το ζήτημα της ταξικής πάλης, που οξύνεται αρχικά την πρώτη περίοδο, όταν οι καινούριες σχέσεις παλεύουν για να αντικαταστήσουν τις παλαιές. Το θέμα της όξυνσης της ταξικής πάλης έχει κατά καιρούς παρερμηνευθεί και απολυτοποιηθεί ακόμα και από μέλη του Κόμματος με το επιχείρημα, ότι «τόπε ο ίδιος ο Στάλιν» στα μέσα της δεκαετίας του '30 (το Σύνταγμα του '36 ήταν μια έκφραση αυτής της νέας κατάστασης): «ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλιστικού συστήματος σ' όλες τις σφαίρες της λαϊκής οικονομίας» και «σβήνουν τα σύνορα ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, όπως και ανάμεσα σ' αυτές τις τάξεις και στη διανόηση και εξαλείφεται η παλαιά ταξική αποκλειστικότητα» και παρακάτω: «χάνονται οι οικονομικές, αλλά και οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα σ' αυτές τις κοινωνικές ομάδες» (Στάλιν, Ζητήματα Λενινισμού, Εκδόσεις «Καμπίτση», σελ. 675 και 679).

Ενώ σε μια αντιπαράθεση με τον Μπουχάριν, προς το τέλος της δεκαετίας του '20 για την όξυνση της ταξικής πάλης στην πρώτη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο Στάλιν τονίζει, ότι αυτή οξύνεται τότε, γιατί ο σοσιαλισμός επιτίθεται με επιτυχία στα καπιταλιστικά στοιχεία, τα οποία - λογικά - δυναμώνουν την αντίστασή τους, βεβαίως υποστηριζόμενα από τον παγκόσμιο καπιταλισμό (στο ίδιο, σελ. 303/304).

Αλλο η δεκαετία του '20, άλλο του '30! Τα πράγματα εξετάζονται διαλεκτικά στην εξέλιξή τους ανάλογα με τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση στην ΕΣΣΔ όσο προχωρούσαν οι σοσιαλιστικοί σχεδιασμοί. Η απόλυτη γενίκευση της όξυνσης, όσο και της μη όξυνσης είναι εξίσου απλοϊκή. Το να εξετάζουμε τις πηγές επιλέγοντας το τσιτάτο που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας ή απλώς εξοστρακίζοντας ηγέτες, δεν προσφέρει τίποτα σε μια αντικειμενική συζήτηση για την περίοδο οικοδόμησης της πρώτης σοσιαλιστικής προσπάθειας στην παγκόσμια ιστορία.

Στις Θέσεις 21 και 22 διαπιστώνεται, ότι τελικά η ιδεολογική αδυναμία της καθοδήγησης είναι η αιτία που ευκολότερα εισχωρούν οπορτουνιστικές απόψεις στο κομμουνιστικό κίνημα (στη μέση): «..., η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του ΚΚ είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη».

Και συμπεραίνει στο τέλος της Θέσης αυτής την αναγκαιότητα της ψηλής θεωρητικής στάθμης του ίδιου του Κόμματος. Στενά συνδεδεμένα με αυτά είναι η εκτίμηση της στάσης του ΚΚΕ στη Θέση 30, όπου γίνεται λόγος για τη θεωρητική επάρκεια για να αποφεύγεται στο μέλλον η άκριτη υιοθέτηση θέσεων μιας άλλης δύναμης, χωρίς να ξεχωρίζεις (σαν Κόμμα - εννοείται - γιατί αρκετά μέλη είχαν εντοπίσει από τότε τους οπορτουνιστικούς κινδύνους) την ιδεολογική κατεύθυνση που παίρνει.

Στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα Θέση 22 επισημαίνεται όχι μόνο ποια είναι η υλική βάση του οπορτουνισμού, αλλά ότι υπήρξε τη δεκαετία του '50 μια «σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Κόμματος». Και λίγο παρακάτω: «Η νέα φάση μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Κόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο....» κλπ.

Η προσέγγιση στο θέμα αυτό τονίζει κάπως μονόπλευρα το στοιχείο της ιδεολογικής ανεπάρκειας και των λαθών - είναι ένα κλίμα που διέπει το όλο κείμενο - ενώ τα ιστορικά γεγονότα μας παραπέμπουν έντονα στη σκοπιμότητα (και όχι στα λάθη!) της οπορτουνιστικής πορείας του κομμουνιστικού κόμματος-καθοδηγητή, πού έβρισκε συμμάχους, αλλά και αφελείς. Και το τελευταίο βέβαια, οφείλεται και στη θεωρητική ανεπάρκεια.

Για το έδαφος που ισχυροποιεί τον οπορτουνισμό παραπέμπω στην παρέμβασή μου στην ΚΟΜΕΠ για το 1ο Θέμα, όπου σχολιάζω πιο αναλυτικά το ζήτημα του εδάφους ισχυροποίησης του οπορτουνισμού με αφορμή την εκεί Θέση 54, η οποία τουλάχιστον δεν είναι πλήρης και έρχεται κατά τη γνώμη μου σε αντίθεση με τη Θέση 21 για το 2ο Θέμα. Ενώ όλη η λογική των Θέσεων για το σοσιαλισμό παραπέμπει στο αποδυνάμωμα του επαναστατικού φορέα ως έδαφος ισχυροποίησης των οπορτουνιστικών τάσεων, η Θέση 54 του 1ου Θέματος παραπέμπει κυρίως στη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Καλό είναι να τονίζεται για άλλη μια φορά το πρόβλημα της ελλιπούς θεωρητικής στάθμης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος, που είναι καθοριστικός παράγοντας για το πού θα γείρει η ζυγαριά σε συνθήκες αποδυναμώματος του Κόμματος. Για να αντιμετωπίσεις τον οπορτουνισμό, πρέπει πρώτα να είσαι σε θέση να τον εντοπίσεις! Αφού νομοτελειακό φαινόμενο δεν είναι (Θέση 22, σελ. 27).

Για τις δυνατότητες του σοσιαλισμού σε μία χώρα οι κλασικοί του μαρξισμού είναι σαφείς. Σ' αυτούς, αλλά και στην έως τώρα πείρα, στηρίζεται το Κόμμα, όπως προκύπτει και από τη σύντομη, αλλά πλήρη διατύπωση στη Θέση 31 (σελ. 36 κάτω και σελ. 37).

Και μια τελευταία παρατήρηση: κατά τη γνώμη μου ο αριθμός των λέξεων θα έπρεπε να ήταν το αντίστροφο. Δηλαδή, οι περισσότερες για το 1ο Θέμα, αφού πρόκειται για Θέσεις για όλα τα θέματα, που αφορούν το «διά ταύτα» της τακτικής και στρατηγικής του Κόμματος.


Αννεκε Ιωαννάτου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ