Κυριακή 29 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Βιβλία για παιδιά και νέους ΡΙΖΟχαρτο
Η ευτυχία και το χιούμορ δύσκολα βρίσκονται στη ζωή

Στο πυκνοκατοικημένο, αλλά αρκετά άνυδρο από έμπνευση και πρωτοτυπία τοπίο της σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας, σπάνια καταφέρνει κανείς να ξεχωρίσει κάποια βιβλία που μπορούν να γίνουν τα αγαπημένα της παιδικής αγκαλιάς ή τα χάρτινα γεφύρια για ευχάριστη συντροφιά των παιδιών με τους μεγάλους (όταν αυτοί οι μεγάλοι αποφασίζουν να διαθέτουν χρόνο για τα παιδιά). Ετσι πολυάριθμα που συνωστίζονται στις βιτρίνες και στις προθήκες, ελκυστικά ως προς την εμφάνιση, δελεαστικά ως προς το περιεχόμενο, τα σύγχρονα βιβλία αποτελούν έναν ωκεανό πειρασμών, όπου ο αναγνώστης αισθάνεται, χωρίς πυξίδα, ήδη ναυαγισμένος. Πώς, και τι, να επιλέξει, έτσι γρήγορα που εμφανίζονται και αστραπιαία εξαφανίζονται για να αντικατασταθούν με άλλα το ίδιο εντυπωσιακά και εξίσου δελεαστικά;

Παγιδευμένος ο αναγνώστης - κυρίως ο γονιός όταν πρόκειται για παιδικό βιβλίο - στην αντίληψη ότι η τέχνη πρέπει να είναι και χρήσιμη, αναζητάει βιβλία με γνώσεις, πληροφορίες, τρόπους «διαχείρισης» ψυχικών και συναισθηματικών προβλημάτων ή προκλήσεων... Και σπεύδει να επιλέξει αντί για αληθινή λογοτεχνία αδόκιμα και ανέμπνευστα υβρίδια, που αναγγέλλουν τη θεραπεία κάθε είδους προβλήματος μέσω μιας λογοδιάρροιας με καλολογικά στοιχεία: Πώς να αντιμετωπίσει το παιδί σας τους φόβους του, τη δειλία του, την επιθετικότητά του, τους ξένους... Αφού φτιάξαμε έναν κόσμο όπου τα παιδιά μας δεν παίζουν, δε διαβάζουν, δεν ονειροπολούν, καταφεύγουμε για θεραπεία σε κομπογιαννίτες.

Στις εξερευνήσεις μας στο χάρτινο πέλαγος, συναντήσαμε δυο νησιά και σ' αυτά σταθήκαμε. Δύο βιβλία, ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους, που έχουν κάτι να πουν. Και μάλιστα έναν όμορφο τρόπο για να το πουν.

Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία, της Ερης Ρίτσου (εκδ. Κέδρος), δεν είναι ένα βιβλίο για την υιοθεσία, αλλά μια ιστορία που δείχνει με παραμυθένιο τρόπο πώς μια ξένη αγκαλιά μπορεί να γίνει τόσο ζεστή, όπως - ή και περισσότερο από ό,τι - η φυσική, όταν αυτή η τελευταία είναι ανήμπορη. Κι ακόμη πώς η πείνα και η δυστυχία μπορούν να διαλύσουν την οικογένεια, να βυθίσουν στη δυστυχία και να διαλύσουν το σπιτικό, να χωρίσουν τα πλάσματα που αγαπιούνται.


Η ιστορία μοιάζει με παραμύθι. Μια μεγάλη καφετιά αρκούδα έχει όλου του κόσμου τα καλά, εκτός από αυτό που πιο πολύ ποθεί η καρδιά της: ένα παιδάκι. Πολύ μακριά από τα μέρη της μια άλλη αρκούδα, μια μεγάλη γκρίζα αρκούδα, είναι κι αυτή δυστυχισμένη για τον εντελώς αντίθετο λόγο. Εχει χάσει κάθε δυνατότητα να θρέψει και να μεγαλώσει όλα της τα παιδιά, και κυρίως το πιο μικρό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Η εξέλιξη είναι προβλέψιμη και παρηγορητική. Το μικρό γκρίζο αρκουδάκι θα βρει την ευτυχία. (Ο τίτλος έχει δυο εκδοχές...)

Οι εικόνες του Δημήτρη Κάσδαγλη είναι μάλλον υπερβολικά μεγάλες για να συγκινήσουν τα μικρά παιδιά στα οποία απευθύνεται η ιστορία. Συχνά τα σχήματα που συνιστούν την εικόνα μοιάζουν αυτόνομα και δυσκολεύουν το παιδί στο να αντιληφθεί το σύνολο, δεδομένου ότι οι μικροί αναγνώστες βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από το εικονογραφικό τοπίο της σελίδας. Ισως αν το σχήμα γενικά του βιβλίο ήταν μικρότερο, η τρυφερή αυτή ιστορία θα ήταν πιο φιλική.

Τα 24 παράξενα ζώα του αλφάβητου, κείμενο και εικονογράφηση της Παυλίνας Παμπούδη (εκδ. Κέδρος), είναι ένα σουρεαλιστικό και προκλητικό αλφαβητάρι παραδοξολογίας. Τα ζώα είναι ανύπαρκτα, οι καταστάσεις απίθανες, τα ποιήματα ανατρεπτικά. Σίγουρα δεν απευθύνεται σε μικρά παιδιά που μόλις μαθαίνουν τα γράμματα, αλλά σε μεγάλα παιδιά και σε μεγάλους που διασκεδάζουν με το να περιηγούνται έναν κόσμο πλαστό και ανυπόστατο, γόνιμο σε ευρήματα φαντασίας και πυροτεχνήματα γλωσσοπλασίας.

Και αυτό το έργο της Π. Παμπούδη χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα των προηγούμενων. Απρόσκλητοι συνειρμοί, παρηχήσεις και απροσδόκητα συνταιριάσματα, ειρωνεία και χιούμορ. Η εικονογράφηση ακολουθεί το επιφανειακά αφελές και διαβρωτικά αθώο ύφος των ποιημάτων, σε μια παγχρωματική ατμόσφαιρα όπου διαγράφονται παραστατικά ο Αυγουλάρχης ο αρπαχτικός, ο Βραχνοβρομοδάχτυλος ο βιβλιοφάγος, η Γαργαλιστρόνα η γοργονοειδής, το Δαντελοδρακάκι το δακρύβρεχτο, η Νταρντανονεράιδα η νυχοφάγος, ο Παπαγάτος ο παρλαπίπας και άλλοι παρόμοιας τυπολογίας.


Ζωή Βαλάση

«Σημάδια της ξεφάντωσης... »*

Στιγμές από την ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας

Οι απαρχές της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, σύμφωνα με όλους σχεδόν τους μελετητές της, τόσο τους αστούς (Κ. Θ. Δημαράς) όσο και τους μαρξιστές (Mario Vitti, Δημήτρης Χατζής αλλά και Νίκος Μπελογιάννης), τοποθετούνται βαθιά στον ιστορικό χρόνο, τον 11ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του όψιμου βυζαντινού μεσαίωνα. Δηλαδή, δεν ταυτίζονται με την ιστορική εμφάνιση του ελληνικού έθνους, αλλά ανάγονται σε μία περίοδο κατά την οποία δεν έχει ξεκινήσει καν ο σχηματισμός των εθνών. Το κριτήριο στη βάση του οποίου οι απαρχές μιας εθνικής λογοτεχνίας τοποθετούνται σε περίοδο παλαιότερη από το ίδιο το έθνος είναι γλωσσικό, αλλά και ιστορικοκοινωνικό: Μιλάμε για νέα ελληνική λογοτεχνίαμ από τη στιγμή κατά την οποία εμφανίζονται ποιητικά κείμενα γραμμένα σε λαϊκή γλώσσα, αρκετά κατανοητή από τον σημερινό Ελληνα, απομακρυσμένη από την αττικίζουσα διάλεκτο που χρησιμοποιεί στα γραφτά της η άρχουσα τάξη του Βυζαντίου και σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, το στίχο - σύμβολο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Σε μία κοινωνία στην οποία ολοκληρώνεται η συγκρότηση φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής (ταυτόχρονα, ωστόσο, εμφανίζονται ορισμένα σπέρματα αστικής ανάπτυξης στις πόλεις) φαίνεται ότι παράλληλα με την επίσημη γλώσσα και παιδεία των φεουδαρχών αναπτύσσεται ένας πολιτισμός με λαϊκά χαρακτηριστικά και με φορείς του τους εξαρτημένους χωρικούς στην ύπαιθρο, αλλά και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που φυτοζωούν στις πόλεις της αυτοκρατορίας.

Δείγμα της ψυχοσύνθεσης και του πολιτισμού των αγροτικών στρωμάτων της αυτοκρατορίας είναι τα λεγόμενα «ακριτικά» τραγούδια, λαϊκά στιχουργήματα που έλκουν την καταγωγή από τον 8ο ακόμη αιώνα και τα οποία υμνούν τα κατορθώματα των επιλεγόμενων «ακριτών», των φρουρών των συνόρων της αυτοκρατορίας. Ανάμεσα στις πραγματικές και μυθικές μορφές των ακριτών, ξεχωρίζει η θρυλική μορφή του Βασίλειου Διγενή, που ο θρύλος θέλει να έχει γεννηθεί από πατέρα Σαρακηνό και μάνα Βυζαντινή αρχόντισσα. Τα περισσότερα από τα «ακριτικά» τραγούδια σε αυτόν αναφέρονται: Στις μέρες μας όμως, δεν έχει διασωθεί η πρώτη μορφή αυτών των τραγουδιών, παρά μόνο οι απηχήσεις τους σε νεότερα δημώδη ποιήματα που ανάγονται στην εποχή της Οθωμανικής και Βενετικής κυριαρχίας επί του ελλαδικού χώρου. Φαίνεται όμως ότι, τον 11ο αιώνα, «κάποιος στιχουργός που δεν ήταν άμοιρος παιδείας», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μάριο Βίττι, συνέθεσε πολλά από τα λαϊκά αυτά στιχουργήματα και δημιούργησε ένα ενιαίο έργο με χαρακτηριστικά έπους: Το «Επος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα», το οποίο επίσης δεν έχει σωθεί ακέραιο και αυτούσιο μέχρι τις μέρες μας. Το πολύστιχο αυτό ποίημα, με πολλές γλωσσικές επιδράσεις από την αττικίζουσα επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας και με αρκετές στιχουργικές ατέλειες, διαμορφώνει έναν αρχετυπικό μύθο, που θα αποτελέσει αργότερα ένα από τα υλικά με τα οποία θα χτιστεί η ελληνική εθνική συνείδηση: Τον ήρωα που υπερασπίζεται τις συλλογικότητες στις οποίες ανήκει από τον «ξένο», τον εισβολέα και που ο αγώνας του αποκτά μυθικά, υπερκόσμια χαρακτηριστικά: «Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάσσει», έτσι ξεκινά ένας από τους πιο γλαφυρούς «επιγόνους» του ακριτικού κύκλου, η κρητική δημώδης παραλλαγή του «Επους του Διγενή».

Αν ο αγροτικός κόσμος της αυτοκρατορίας τέρπεται με τα κατορθώματα των υπερασπιστών του από τους κατά καιρούς επιδρομείς, μια άλλου τύπου λαϊκότητα γεννιέται στα αστικά κέντρα, όπου, μέσα από τη σάτιρα και τη διακωμώδηση της φτώχειας, γνωρίζουμε πολλές και σημαντικές πλευρές της καθημερινότητας του βυζαντινού ανθρώπου της εποχής. Στο βυζαντινό λαϊκό πολιτισμό των πόλεων, όμως, και στα «Πτωχοπροδρομικά» ποιήματα, θα αναφερθούμε στο επόμενο σημείωμα.

* Από τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου.


Δώρα Μόσχου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ