Κυριακή 9 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

«Τα Φώτα»

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ανήμερα των Φώτων και μόνο φωτεινή δεν ήταν τούτη η σημαντική μέρα για τους χριστιανούς που γιορτάζουν την παρουσία του Χριστού στους ανθρώπους, διά της βαπτίσεως αυτού, σύμφωνα με το εορτολόγιο.

Σύννεφα και καταχνιά σκέπαζαν τον άλλοτε γελαστό αττικό ουρανό και τα χείλη των σκελετωμένων ανθρώπων ήταν σφιχτά κουμπωμένα. Τ' άνοιγαν για να πουν Αχ! Αχ! για τη φριχτή περίοδο της Κατοχής που έκανε τη ζωή τους πραγματική κόλαση. Αχ και βαχ, από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί: για το άρρωστο παιδί, για το τι θα φάμε σήμερα, για την έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, για την κατάντια των συνεργατών των κατακτητών να καταδίδουν και να συλλαμβάνονται τα παλικάρια του ΕΑΜ που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της χώρας. Ολα τυλιγμένα στο σκοτάδι τούτη τη μέρα τη σημαδιακή. Και δε συζητάμε για τις βραδινές ώρες που δεν υπήρχε ηλεκτροφωτισμός και τα σπίτια φωτίζονταν με κεριά και μικροί - μεγάλοι άθελα... παίζανε την τυφλόμυγα! Ούτε την πολυτέλεια της λάμπας με το γυαλί είχανε, μήτε καντήλι. Πού να βρεθεί λάδι και πετρέλαιο για τη φτωχολογιά του Κλεινού Αστεως; Υπήρχε βέβαια και η μαύρη αγορά, στην κυριολεξία μαύρα και απλησίαστα για τους μεροκαματιάρηδες μεγαλοφαμελίτες και τους άνεργους που ξεροστάλιαζαν στις ουρές που σχηματίζονταν στα σχολεία για μια κουταλιά φαγητό. Πράγμα που συμβαίνει και σήμερα σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και... «δεύτερης» κατηγορίας πληθυσμών, ακόμα και στη Γηραιά Ηπειρο, γιατί όχι και στην υπερατλαντική υπερδύναμη που με την πολιτική της δημιουργεί τα χειρότερα για όλον τον πλανήτη.

«Σήμερον τα φώτα κι οι φωτισμοί». Και η γειτονιά είναι ανάστατη, πιάσανε το Γιάννη το γιο του Παπανικόλα. Η είδηση βούιξε παντού από στόμα σε στόμα στο συνοικισμό, όπου ήταν αγαπητός από όσους τον γνώριζαν, ή είχαν ακούσει γι' αυτόν. Ηταν εγγράμματος, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο της Νέας Κοκκινιάς όταν εγώ πήγαινα στην πρώτη τάξη και μου έδειχνε ό,τι δεν καταλάβαινα, ιδιαίτερα στα μαθηματικά που η επίδοσή μου υπήρξε απογοητευτική. Εκτός από εμένα που είχαμε και συγγένεια, είχε να κάνει και με κάτι γειτόνισσες που είχαν ξενιτεμένα παιδιά και τους έγραφε γράμματα, προπολεμικά βέβαια, διότι η γερμανική Κατοχή απομόνωσε την πατρίδα από τον έξω κόσμο. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του πληροφορηθήκαμε από συντρόφους του ότι μετά το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου τον μεταφέρανε στις κλούβες. Κάτι παρόμοιο είδα στην τηλεόραση σ' ένα «παιχνίδι» πριν λίγες μέρες και ανατρίχιασα. Εκείνες όμως δεν ήταν «παιχνίδι», αλλά καθημερινός τρόπος ζωής. Τους κλείδωσαν σ' ένα σιδερόφραχτο κλουβί και τους τοποθετούσαν μπροστά από τα βαγόνια του τρένου, κάποιους από τους κρατούμενους, ώστε σε περίπτωση που ο ΕΛΑΣ ναρκοθετούσε τις ράγες του τρένου να έχει υπόψη ότι θα σκοτώνονταν οι σύντροφοί του.

Πήραμε την απόφαση με άλλους νεαρούς να κατεβούμε στο σταθμό του Ρέντη, στα περιβόλια, μήπως και τον πετύχουμε και όντως τον είδαμε ήρεμο στην κλούβα που ήταν στην κεφαλή του σιδηροδρομικού συρμού. Τελικά γλίτωσε από αυτό το μαρτύριο και από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και στάθηκε τυχερός που είδε ξανά τη γαλανόλευκη να κυματίζει στην Ακρόπολη.

Μετά τα Δεκεμβριανά αυτό το αξιόλογο παλικάρι ήταν υποχρεωμένο πάλι να κρύβεται και να ζει στην παρανομία σαν να 'ταν σεσημασμένος κακοποιός μόνο και μόνο για την αντιστασιακή του δράση και την κομματική του τοποθέτηση στο ΚΚΕ. Ετσι, πριν πέσει πάνω σε παρακρατικούς και τον ξαπλώσουν καταγής στη μέση του δρόμου, πήρε καράβι κι έφυγε σ' άλλη γη σε άλλα μέρη, στη μακρινή Βραζιλία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, παππούς πια.

Σήμερα των Φώτων και θυμάμαι, που όπως έκανε κάθε Κυριακή όταν ήμουν πιτσιρίκος, με ξυπνούσε πρωί - πρωί για να πάμε δρόμο μακριά στην εκκλησία που ιερουργούσε ο πατέρας του ο Παπανικολής και κρατούσαμε το «ίσο» στο ψαλτήρι!

Τη μέρα αυτή που ρίχνανε το σταυρό στο μεγάλο λιμάνι πηγαίναμε μαζί κι απολάμβανα τους κολυμβητές στην προσπάθειά τους να πιάσουν το σταυρό στα βαθιά λιμανίσια νερά που τότε διατηρούσαν το γαλάζιο χρώμα τους.

Ανήμερα των Φώτων στην περίοδο της χιτλερικής κατοχής που φως δεν υπήρχε πουθενά να δείχνει ότι θα βγούμε από το θεοσκότεινο λαγούμι της σκλαβιάς. Μόνο με τον αγώνα θα μπορούσε ν' ανοίξει διέξοδος και αυτό έκαναν όσοι το έλεγε η καρδιά τους. Δεν μπορούσε να τραβήξει έτσι άλλο αυτή η κατάσταση, με άδειο στομάχι, ντουλάπι και κατσαρόλα και να 'ναι βαρυχειμωνιά με το μαγκάλι συχνά σβηστό και με τα κρύσταλλα να γυαλίζουν στην επιφάνεια του στάσιμου νερού στις λακκούβες του χωματόδρομου.

- Τι φαϊ έχουμε σήμερα κυρά χρονιάρα μέρα; ρώτησε, σα να μην ήξερε ο πατέρας.

- Μια από τα ίδια, νεροζούμι, έκανε εκείνη μ' ένα πικρό χαμόγελο που έδειχνε ότι ήθελε να γελάσει και δεν μπορούσε, θαρρείς και το γέλιο ήταν απαγορευμένο. Ποιος να γελάσει που το γέλιο είναι η έκφραση του κεφιού; Νηστικό το αρκούδι χορεύει;

Εκτός από κάτι αλευρόσουπες το πιο συνηθισμένο μενού ήταν όσπρια συνοδευόμενα από λογής λογής ζωύφια, ιδιαίτερα τα κουκιά που μέσα τους φώλιαζαν σε λαγούμια που άνοιγαν και δεν έβγαιναν, αν δεν έμπαινε το τσουκάλι στη φωτιά. Οι γονείς δίνανε και το δικό τους μερίδιο του λασπόψωμου που δικαιούνταν με δελτίο στα παιδιά και βλέποντάς τα να πεινούν δάκρυζαν συνεχώς. Εμείς υποφέραμε τα πάνδεινα γιατί ο πατέρας που προπολεμικά εργαζόταν σε αντιπροσωπεία παιδικών τροφών και φαρμάκων έβαλε λουκέτο, και πού να βρει δουλιά; Εκείνοι που εργάζονταν σε εργοστάσια αντί για χρήματα παίρνανε τρόφιμα και οι οικογένειές τους δεν υποφέρανε όπως η δική μας.

Σκότωμα θέλουν αυτοί που κάνουν τους πολέμους έλεγε η μάνα μου που είχε ζήσει και τη Μικρασιατική Καταστροφή κι έχασε μάνα και πατέρα στο διωγμό. Με την ψυχή στο στόμα έφτασε στον Πειραιά και δε φανταζόταν ποτέ ότι θα τη βρει ξανά τέτοιο κακό να μην έχει να φάει και να τρέμει το φυλλοκάρδι της συνεχώς μην πάθουν τα παιδιά από πείνα και φόβο.

Πανάθεμα τους υπαίτιους έλεγε σ' αυτούς που κάνουν τους πολέμους και ρίχνουν στο βάραθρο τους Λαούς.

- Τέταρτος χρόνος με τα Φώτα δίχως φως. Φως ελπίδας είναι η αντίσταση του Λαού με σημαιοφόρο τον ΕΛΑΣ που δημιουργεί στους κατακτητές σοβαρά προβλήματα. Δεν τους χωράει πια ο τόπος, άντε, κουράγιο, θα ξεκουμπιστούν σύντομα όπως δείχνουν τα πράγματα και θα έρθει και για μας η άσπρη μέρα, απόσωσε ο άρρωστος πατέρας.

- Ορίστε, κοπιάστε να φάμε το κουρκούτι μας είναι έτοιμο, θα το τρώμε και θα φανταζόμαστε ότι είναι σούπα γαλοπούλας με αυγολέμονο, είπε η μάνα και με προσποιητό χαμόγελο προσπαθούσε να μας δώσει κουράγιο και να κρύψει τα σημάδια πίκρας στο πρόσωπό της.

Πράγματι η άσπρη μέρα ήρθε προς το τέλος της χρονιάς, η πολυπόθητη Απελευθέρωση, αλλά οι χαρές και τα πανηγύρια δεν κράτησαν πολύ. Το ποτάμι του αίματος άρχισε πάλι να βάφει κόκκινο το χώμα της πολύπαθης πατρίδας. Αυτό επέβαλε το δόγμα του διαίρει και βασίλευε της κραταιάς Αλκυόνας. Το ιμπεριαλιστικό πνεύμα, απλά.

Πάνω στην ώρα του φαγητού χτύπησε η εξώπορτα και όλοι μαζί τρομάξαμε προς στιγμή, μήπως είναι Γερμανοτσολιάδες; Αυτή ήταν η πρώτη μας σκέψη. Πού να φανταστούμε ότι ήταν ο θείος Δημητρός που ήρθε και μας πρόλαβε πριν βάλουμε το κουτάλι στο στόμα για να μας φέρει μια καστανιά γεμάτη κρέας και να «στολίσει» με αυτή και μ' ένα παγούρι κρασί το γιορτινό τραπέζι! Ηταν καλός συγγενής και άξιος τεχνίτης, δούλευε σ' εργοστάσιο και είχε τη δυνατότητα κάτι τέτοιες μέρες να μπορεί να τρώει καλύτερα, ψωνίζοντας κάτι από τη μαύρη αγορά και μας θυμόταν πάντα.

Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή την προσφιλή οικογενειακή συντροφιά των Φώτων εκείνης της μαύρης εποχής, που έχασε παντοτινά το φως της ζωής τα χρόνια που ακολούθησαν...


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ