Κυριακή 4 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΙΜΒΡΟΥ

Ο Αγγελος Ιμβρος γεννήθηκε το 1944 στην Κηφισιά. Είναι γιος του Θανάση Ιβρου, ηγετικού στελέχους του ΕΑΜ (Επαρχου στην Ευρυτανία) και ανιψιός του Αγγελου Παπαϊωάννου, επίσης ηγετικού στελέχους του ΕΑΜ (Επαρχου στην Καρδίτσα).

Μαθητής στο Γυμνάσιο, έκανε διάλεξη για τον ποιητή Αγγελο Σικελιανό και πέτυχε με υποτροφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Νομικά και δεν πήρε το πτυχίο Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, γιατί η Απριλιανή Δικτατορία εξανάγκασε τους καθηγητές να τον απορρίπτουνε για τα προοδευτικά κοινωνικοπολιτικά φρονήματά του.

Στη διάρκεια της Δικτατορίας βασανίστηκε στα διάφορα στρατόπεδα από τον ανθυπολοχαγό Σακαρετσάνο, καταδότη, βασανιστή και κίναιδο από το Α2 και κλείστηκε σε νοσοκομεία υγιής από τον Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Κώστα Γιαννόπουλο στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, το 1969.

Ο Αντ/ρχης Κώστας Γιαννόπουλος δεχότανε πόρνες από το Α2, που του προμήθευε ο σωματέμπορος στρατιώτης Φωτίου από το Α2 και σε αντάλλαγμα έκλεινε τους δημοκράτες στρατιώτες, υγιείς, στα στρατιωτικά ψυχιατρεία.

Ασκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, όπου και συνταξιοδοτήθηκε σα δικηγόρος «Παρ' Αρείω Πάγω».

Ο Αγγελος Ιμβρος έγραψε διάφορα διηγήματα, στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες, και έκανε μεταφράσεις έργων διαφόρων Ρώσων συγγραφέων από τα σλαβικά.

Εχει γνώσεις αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής και ρωσικής γλώσσας και το διάστημα αυτό, ιδιωτεύει στην Αθήνα.

«Αυτή»

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η βαριά πόρτα του Δημόσιου Ψυχιατρείου άνοιξε αργά και τρίζοντας για να βγει η άρρωστη γριούλα, που κράταγε ένα μπογαλάκι με τα προσωπικά της πράγματα, ένα σαπούνι, την οδοντόβουρτσα, την οδοντόκρεμα και ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα.

Ο γραφέας της κλινικής σημείωσε στο αρχείο: «Δέσποινα Αλαφούζου, έλαβε τέιον, εβδομήκοντα γραμμάρια μελανός άρτου και απαλθέ του Δημοσίου Ψυχιατρείου προ της πέμπτης πρωινής».

-- Να παίρνεις τα ψυχοφάρμακα που σου γράψαμε, γιαγιά, είπε ένας γιατρός, που έβγαινε από το ίδρυμα, για να καπνίσει ένα τσιγάρο, στο πεζοδρόμιο. Να παίρνεις τα φάρμακα, έτσι θα γίνεις καλά...

Ηταν χειμώνας, Δεκέμβριος μήνας, έξω δεν είχε χαράξει ακόμη και έπεφτε μια παγωμένη, διαπεραστική βροχή.

Η Δέσποινα δεν είχε ομπρέλα, βάδιζε αργά και κουτσαίνοντας και παραπατούσε λιγάκι.

-- Πώς να πάω τώρα εκεί χάμου στο Περιστέρι, σκεφτότανε η Δέσποινα. Χρήματα για ταξί δεν έχω και τι κουράγιο να βρω να περπατήσω μέχρι την Ομόνοια και εκεί στην οδό Μενάνδρου, μέσα στο βαθούλωμα και στην ακαθαρσία, για να πάρω το λεωφορείο.

Στο πεζοδρόμιο περνάγανε οι εργατικοί, βιαστικά, σκυθρωποί, βήχοντας, μουρμουρίζοντας με σκυμμένο το κεφάλι και αδιάφοροι.

Λίγο πιο κει, στέκανε τρεις - τέσσερις γυναικούλες, που κρατάγανε ομπρέλες και η μία έλεγε.

-- Ο άντρας μου δεν μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά. Μένουμε σε μια γκαρσονιέρα, στο Αιγάλεω, με μια κουζίνα, που βλέπει στο φωταγωγό. Εχει σκοτάδι και ανάβω το φως και τη μέρα. Χτες, τηγάνιζα τις μαρίδες, μια πιθαμή μεγάλες και από το καμένο ελαιόλαδο και τον καπνό μου φαινότανε ότι τώρα θα σβήσω.

-- Ο ψυχίατρος Λιάπος, παραμιλούσε η Δέσποινα καθώς βάδιζε κάτω από τη βροχή, μου έπαιρνε αίμα και έκανε τη βελόνη να σπάσει μέσα στη φλέβα, γιατί ο πατέρας μου και εγώ είχαμε σοσιαλιστικές ιδέες.

Εφτασε στην Ομόνοια, πλέρια μουσκίδι και κατευθύνθηκε την οδό Μενάνδρου για να πάρει το λεωφορείο, για το Περιστέρι.

Ενα μηχάνημα, έκανε δαιμονισμένο θόρυβο, εκεί στην Ομόνοια, δίχως να χρειάζεται τίποτε, για να λειτουργεί, έτσι για να σπάσει τα νεύρα, από τους διαβάτες - σκουπιδάκια, που περνάνε, εκεί στην πλατεία και να δημιουργεί εξουθενωμένους πολίτες, ανίκανους για αντίσταση.

Τελικά, η Δέσποινα χώθηκε μέσα στο λεωφορείο, στάζοντας νερό. Θέση δε βρήκε και έμεινε όρθια, στο διάδρομο.

-- Κάνε λίγο πιο κει, κυρά μου, είπε ένας επιβάτης, μ' έκανες μουσκίδι!.. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, μουρμούριζε η Δέσποινα:

-- Ν' αγοράσω και λίγα ρεβίθια, να τα βράσω πάνω στη φουφού και δεν έχω και κάρβουνα, για ν' ανάψω.

Η Δέσποινα έμενε σε μια χαμοκέλα, υπόγειο και πλήρωνε και ενοίκιο. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, γλίστρησε και έπεσε, προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε και έμεινε ξαπλωμένη στο πλευρό, πάνω στο παγωμένο τσιμέντο.

-- Δέσποινα, τι συμβαίνει; Ρώτησε η γειτόνισσά της, η Μυρτώ, που πέρναγε από κει. Ελα, Δέσποινά μου, να σε ανασηκώσω, συνέχισε η Μυρτώ. Σου έφερα και λίγο μπακαλιάρο και θα τον ψήσω εγώ.

-- Μυρτώ μου, είπε η Δέσποινα, νιώθω την ανάγκη για κάτι αλμυρό δώσε μου να δαγκάσω λίγο. Η Μυρτώ ξεδίπλωσε τον μπακαλιάρο και η Δέσποινα, πάντοτε πεσμένη, δάγκωσε την ουρά του ωμού μπακαλιάρου και έγλειψε τον θύσανο.

-- Ελα, θα ανοίξω εγώ την πόρτα από την κατοικία, συνέχισε η γειτόνισσά της, βγάζοντας το κλειδί από την τσέπη της Δέσποινας και βοηθώντας τη να ανασηκωθεί.

Περάσαμε και οι δύο μέσα στο μοναδικό δωμάτιο.

Ενα μπαλωμένο στρώμα από άχυρα, πάνω στο δάπεδο, τρεις καρέκλες και μία φουφού ήτανε τα μοναδικά έπιπλα, μέσα στην τρώγλη. Ο ρουχισμός ήταν σκορπισμένος πάνω στο πάτωμα.

-- Οι Αμερικάνοι, Μυρτώ μου, είπε η Δέσποινα, ξαπλώνοντας ντυμένη πάνω στο αχυρένιο στρώμα, οι Αμερικάνοι με κλείσανε στο Δημόσιο ψυχιατρείο, γιατί ο πατέρας μου και εγώ δεν τους συμπαθούσαμε. Εκεί, μου τραβάγανε το αίμα με τη σύριγγα, δήθεν, ότι θέλανε να μου κάνουνε ανάλυση και ο γιατρός Λιαπός έκανε τη βελόνη να σπάσει μέσα στη φλέβα.

-- Πάψε, μη μιλάς, έλεγε η Μυρτώ. Ξεχάσαμε να κλείσουμε την πόρτα και είδα να στέκει ο Μάνθος, που δουλεύει στο κρεοπωλείο και άκουγε. Αυτός είναι πληροφοριοδότης στην αμερικάνικη πρεσβεία. Ω!. Να, ήρθε και η Μάρω.

Πέρασε μέσα στην τρώγλη και η άλλη γειτόνισσα.

-- Δέσποινα, έφερα και λίγα ρεβίθια και κάρβουνα, είπε η Μάρω. Θα ανάψω τη φουφού και θα τη βγάλω έξω να χωνέψουμε τα κάρβουνα και μετά θα βράσω τα ρεβίθια.

Μετά από λίγη ώρα, όταν τα όσπρια βράζανε, καθόντουσαν και οι τρεις σιωπηλές.

Η Μυρτώ έσπασε τη σιωπή μ' ένα τραγούδι:

-- Τι είναι αυτό που φάγαμε απόψε πάλι;

-- Το τυρί, το κασκαβάλι.

-- Τι είναι αυτό, που φάγαμε και χτες;

-- Το τυρί, ο Τελεμές.

-- Θεέ μου! τι καλά που είμαστε, είπε η Μάρω και από τα ματιά της κυλήσανε δάκρυα.

Τα ρεβίθια, βράζανε, ανεβοκατεβαίνοντας στη χύτρα και ένα γαλάζιο κρεμμύδι τα συνόδευσε.

Βίαια και δυνατά χτυπήματα αντηχήσανε στην πόρτα της τρώγλης. Η Μυρτώ άνοιξε για να εισβάλουνε μέσα αστυφύλακες και νοσοκόμοι.

-- Ηρθαν για να σε πάρουμε πάλι στο Δημόσιο ψυχιατρείο, φωνάζανε με οργή.

-- Ο Μάνθος με κατέδωσε στην Αμερικάνικη πρεσβεία, κραύγασε η Δέσποινα με απόγνωση.

Αρχίσαμε να τη σπρώχνουνε βάναυσα και να τη χτυπάνε.

Το ξυλοπάπουτσο έφυγε από το πόδι της και η Δέσποινα άρχισε να σέρνετε κουτσαίνοντας.

-- Οι Αμερικάνοι γεμίσανε την Ελλάδα με χαφιέδες, πόρνες, αφροδίσια νοσήματα και τρελοκομεία για τους δημοκράτες και κομμουνιστές, οίμωξε η Δέσποινα καθώς τη σπρώχνανε μέσα στο νοσοκομειακό αυτοκίνητο...



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ