Κυριακή 28 Γενάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Χωρίς αναισθητικό 2

Στη φωτογραφία στο μέσον, με τη μια πατερίτσα, ο σύντροφος Κώστας Ζαχαράκης στη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης
Στη φωτογραφία στο μέσον, με τη μια πατερίτσα, ο σύντροφος Κώστας Ζαχαράκης στη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης
Γύρωθέ του, όλα θλιβερά. Ο πάγκος με τη σκουριά του, οι τοίχοι όλο μπαλώματα κι ο αέρας σκέτη σήψη. Οι μικρές πάνινες μάσκες και τα σκουφάκια απ' τον κλίβανο τι να πρωτοκρύψουν... Στα ξαναμμένα πρόσωπα ξεχειλίζει ένα ασυνήθιστο χαρμάνι κούρασης, ευθύνης και αγανάχτησης. Τα μάτια, τσακισμένα, κι από μόνα τους μαρτυράνε.

Αγριεύεται. Πεταμένος στον πάγκο ανάσκελα, ταβάνι δε βλέπει, κάτι δυνατά φώτα μόνο. Δεξιά κι αριστερά σιδερωμένες κι ωστόσο τσαλακωμένες, άσπρες στολές. Κάνει να δει ανάμεσα στα πόδια του - πόδια, που λέει ο λόγος - κι εκεί, απέναντι, καμαρωτοί στον τοίχο, ο Βασιλεύς Παύλος και η βασίλισσα. Φτου!!!

«Τα λουριά», φωνάζει ένας. Τον κρατάνε γερά μα δε χρειάζεται. Εχει παραδοθεί από καιρό. Μόνο να βρίσει του 'ρχεται πια. Τόνε δένουν σφιχτά.

Λίγες μέρες πριν, είχε ρίξει το βρίσιμο της ζωής του στο βασιλικό επίτροπο.

Του 'χωσε ένα χαρτί στη μούρη, ο άθλιος, και του χαμογέλασε. «Υπόγραψε», του είπε. Κρατήθηκε ωστόσο. «Δεν ήρθα γι' αυτό. Δεκαεφτά μέρες με κομμένο πόδι, στο "Μεταγωγών", χωρίς αλλαγή, εξήντα σ' ένα δωμάτιο και βρωμάω σα λέσι. Σκουλήκιασε το πόδι μου. Ο,τι θέλετε κάντε με ή ξεκάντε με, μα, πάρτε με από κει». «Υπόγραψε», ξανάπε ο επίτροπος. Πάλι κρατήθηκε. «Αυτό δε θα γίνει. Ξέχνα το. Γι' αυτά που έλεγα, αν θέλεις...». Λύσσαξε. «Τι δουλιά θα κάνεις άμα απολυθείς, ρε; Τας θέσεις των φονιάδων, δόξα τω Θεώ, τας καταργήσαμε πια. Υπόγραψε, να τελειώνουμε. Αν θελήσεις, μέχρι περίπτερο στην Ομόνοια. Οχι, που μου 'ρχεσαι και κλαίγεσαι για το πόδι, τάχα...». Εκεί απάνω τρελάθηκε. «Οι θέσεις για τους φονιάδες ήταν και θα 'ναι πιασμένες όσο ζείτε εσείς και το σινάφι σας, μ' ακούς, χαμένε! Και το περίπτερό σας το 'χω χεσμένο», τσίριξε. «Μέσα σε τούτη την πατρίδα, κι έτσι που τη ρημάξατε, θα βρω λαγούμι και θα ζήσω σαν άνθρωπος». Πού να θυμάται τι του έψαλε. Εφαγ' η λάσπη «Κορόνες», στέμματα κι «Αστρα». Ποτέ του δεν είχε ξεστομίσει τέτοια λόγια. «Κι αν δε με πιστεύεις, ρε, κοίτα, αν έχεις κότσια!». Στο ένα πόδι στημένος, λύνει τη ζώνη κι αμολάει απ' τα λιπόσαρκα σκέλια τα βρακιά του. Εφριξαν όλοι! Σκουλήκια, στ' αλήθεια. Ξεράθηκαν! Κι εκείνος, άφραχτος πια να αποδίδει «Τα του Θεού... και τα του Καίσαρος», στημένος στο 'να, σαν τον πελεκάνο. Και μετά, «Ξέρεις από πού έρχομαι, ρε...»!

Λίγες βδομάδες πριν δείπνησε στην κόλαση.

Ποιος είπε ότι η κόλαση είναι μαύρη! Πράσινη είναι, καταπράσινη και λουλουδάτη. Τ' Αϊ-Λια την άλλη μέρα και τι μέρα! Μπορεί ν' αργεί ο ήλιος στα δυτικά γέρματα του Κέρκη, μα το ιουλιάτικο χάραμα βιάζεται. Αποβραδίς, τα τελευταία παλικάρια λιανίσανε ένα αγριοκάτσικο που καταφέρανε. Η μόνη αντίχαρη απ' τη ζήση στα στερνά. Πριν όμως ξεπαχνιάσουνε τα χόρτα, τους ήρθε η κάπνα απ' το γιαλό. Η ρεματιά ζωντάνεψε. «Σύντροφοι, μας ξέρουνε», ακούστηκε ένας και την ίδια στιγμή «σφύριξε» η πρώτη.

Σκορπίσανε στα βαθουλώματα μα τι να το κάνεις... Σφαίρες και κομμάτια όλμων σε μια αλόγιστη σπατάλη θανάτου. «Αφησαν» έναν εκεί.

Απ' τα δυο υψώματα στ' αριστερά τους κι απ' το κεφαλάρι της ρεματιάς, βρόχος. Κάτω η φωτιά και ποιος ξέρει τι άλλο. Στα δεξιά τους, μόνο, ένα καμένο λοφάκι ήταν ήσυχο. Κίνησαν για κει μα κει τους θέλανε. Στο ξανοιχτό άρχισε ο μέγας θέρος. «Κρατάμε μια για ελόγου μας», πρόφτασε ο μπροστινός του και «δίπλωσε». Στον τόπο. Πίσω του, πριν βοηθήσει, «δίπλωσε» κι ο ίδιος. Το πόδι του σμπαράλιασε. Λάγιασε δίπλα στο σκοτωμένο σύντροφο. Ολη μέρα του μίλαγε. Τόσος πόνος, τόσο κάημα, κι εκείνη η μέρα του Ιούλη να μη σώνεται, η ρημάδα. Τι άλλο καρτερούσε!

Τον βρήκανε μισοτελειωμένο. «Ψηλά τα χέρια, ρε!», ούρλιαξε κάποιος και του ρίχτηκε.

Η κόλαση έχει και ωραίες παραλίες. Τον κατεβάσανε πάνω σε μια σκάλα στ' όμορφο Βάλσαμο, κοντά στον Αϊ-Ισίδωρο. Οι Καπετάνιοι και τα παλικάρια δε ρίχνουν ίσκιο στο γιαλό, δε σέρνουνε χορό ούτε τραβάνε τράτα. Απνοα, στην άμμο, μετριούνται σαν τα σφαχτάρια. Εκείνος στη σειρά, ζωντανός ακόμα, βογκάει κι ανακρίνεται. Αυτοί τον πονάνε κι εκείνος τους γελάει. Ο,τι μπορεί ο καθένας.

Ενα αποβατικό βρωμίζει την άμμο. Ηρθε για να πάρει τ' αμύρωτα κουφάρια στον παραπέρα εξευτελισμό κι από κει στην αποθέωσή τους. Δεν έχει άλλο δρόμο για κει ως φαίνεται. Στον κάβο άλλο πολεμικό, θα σας γελάσω τι, περιμένει τους λαβωμένους γι' αλλού. Ξεκόβει με τρόπο ένας αξιωματικός, νέο παιδί και του ψιθυρίζει, «Θα σε χώσω σε τούτο δω. Αν πας με τ' άλλο, χάθηκες. Θα σε φουντάρουν».

Ετσι έγινε. Πήγε με τους πεθαμένους μήπως και ζήσει.

Στην κοντινή πόλη, τους πέταξαν, χέρια - πόδια, σε στρατιωτικό φορτηγό. Από πάνω, πέτρες και βρισιές απ' τους «αδικημένους», τρομάρα τους. Στον γκρεμνό που πέταξαν τους άλλους, κάποιος πρόφτασε. «Οχι, αυτόν. Πάμε πίσω».

Πέντε μέρες με το πόδι σερνάμενο, ανακρίσεις πρωί - βράδυ και «τσάρκες» στην πόλη, για ρουφιανιά. Ωσπου, ξανά στο αποβατικό, για την πρωτεύουσα του νησιού πια.

Στη φυλακή, για πρώτη φορά του έσκισαν τα ρούχα να τον καθαρίσουν κι ο νοσοκόμος, γνωστός από παλιά, έφριξε. Καλό να 'χει, έκανε τρόπο και τον πήρανε στο νοσοκομείο.

Το πόδι το 'χασε. Από ψηλά. Τον κοιμίσανε καλά με χλωροφόρμιο και πάει.

Τι να 'φταιξε, όμως, κάτι δεν έστρωσε και να, πάλι χλωροφόρμιο, πάλι μαχαίρι. Πάλι καλά. Καθάρισε για τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Καλά ήτανε μα κει απάνω...

... φασαρία, κακό, «τι έγινε, παιδιά;», «ήρθε η Φρειδερίκη»! Καθαριότητα, αλλαγές κι ασπρίσματα, τζουμ ταρατατζούμ, ο θάλαμος με τους τραυματίες του βουνού, όμως, κλειδωμένος. Από τα μέσα! Ετσι είσαι; Σιδεροδεμένος κι άραφτος, στο «Ερση» θαρρώ, για τον Πειραιά. Από κει, για το "Μεταγωγών", στην Αθήνα, εξήντα μαζί, που λέγαμε και τα ρέστα και κάποια στιγμή στον επίτροπο, ξεβράκωτος.

«Ξέρεις από πού έρχομαι...!

Ξέρει πού θα πας κι αυτό είναι που μετράει! Υπογράφει αμίλητος κάτι χαρτιά και τους διώχνει με το χέρι. Δεν τόλμησε να κοιτάξει.

Πού θα πάει! Φυλακές στα Βούρλα, στη Δραπετσώνα. Τέτοιοι άνθρωποι! Ευτυχώς, είχε κι «αναρρωτήριο». Μα τα σκουλήκια ξεχείλισαν. Κι αν εκείνος τα συνήθισε, η οργάνωση, μέσα, δούλεψε γερά για μια λύση, μαζί και οι ποινικοί. Τι να κάνουν, με τέτοια βρώμα! Οπότε...

...στο Τζάνειο. Και να δεις ταίριασμα, στο χειρουργείο της Τετάρτης που τόνε γράψανε, πρώτο «μαχαίρι» ένας ...Ζαχαριάδης Νίκος!

Στο θάλαμο ένιωσε οικεία. Αλλος έβλεπε με το 'να, άλλος έπιανε με τ' άλλο...! Είχε και χειρότερα. Μακρονησιώτες με τ' αχαμνά απ' τους γάτους..., τέλος πάντων. Το μόνο κοινό τους, ένα χέρι ζαβό, που δεν ήθελε να «υπογράφει». Εκεί έμαθε και τη λέξη: «Πειραματόζωο»! Ολοι τους, κι ένας γιατρός ακόμα, του 'λεγαν να μη δεχτεί. «Θα σε κάνω καλά», του 'πε ο Ζαχαριάδης κι ορκίστηκε στην τιμή του! «Υπάρχει τιμή και στα χαμηλά», αναρωτήθηκε, ωστόσο δέχτηκε.

Σκύβει απάνω του ο Ζαχαριάδης. «Θα πονέσεις αυτή τη φορά. Θα πονέσεις πολύ». Χαμογέλασε στο πλάι. «Μη γελάς. Τρίτη φορά χλωροφόρμιο, δε γίνεται. Με κάτι τοπικές θα τη βγάλεις και θα τραβήξει πολύ. Σφίξε τα δόντια». Του χώσανε στο στόμα ένα πανί. Αρχισαν τη δουλιά τους απ' τη μέση και κάτω σα να μην ήταν από κει κι απάνω τίποτα.

Ούτε που βόγκηξε. Κοίταζε κατά πίσω κι αναμετρούσε άλλες, μεγαλύτερες προσφορές, να περνάει η ώρα. Μόνο δάκρυα. Πολλά δάκρυα. Οσα δε χρειάστηκε τόσα χρόνια.

Μα τι γίνεται; Τώρα πονάει στ' αλήθεια. Το μαχαίρι στο κόκαλο, που λένε. Αφηνίασε! Εγινε ένας πανικός. «Κρατάτε τον»! Τι «κρατάτε τον»! Σπάει ένα λουρί και τρώει την πρώτη γροθιά ένας γιατρός. Μια χοντρή νοσοκόμα κάθεται, στην κυριολεξία, πάνω του. Τον ξαναδένουν, τα ξανασπάει, χαλασμός και κει απάνω...

...ο Ζαχαριάδης τον κοιτάει στα ίσα κι είναι τα μάτια του νυστέρια. «Ρε τομάρι, ξέρεις πού έπρεπε να ήμουν τώρα, αντί να νταντεύω προδότες σαν και του λόγου σου;». Κόκαλο ο δικός μας. Πού πήγε τόση καλοσύνη! Βουβάθηκε. Δεν το περίμενε. Του ήρθανε μόνο κάτι παράξενοι λυγμοί, απανωτοί, σαν των παιδιών κι ο άλλος, εκεί. «Αντί να κοιτώ την επιστήμη μου και το μέλλον μου, χάνω τον καιρό μου με τους βρωμιάρηδες του συμμορίτη, του φονιά, του Μαλαγάρη»!

Είπε τη λέξη! Είπε τη λάθος λέξη! Πού ήξερε ονόματα, το καθίκι! Ω και να 'σουν από μια μεριά και να θαυμάξεις! Θεοί και ήρωες, καντήλια και τα ρέστα, όλα στο χορό και στερνά κι οι βασιλιάδες, απέναντι, κορόνα - γράμματα. Μισή ώρα, ο μισός ξάπλα κι ο ακέριος, ο «Επιστήμων», ορθός, να βρίζονται όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο άγρια. «Λύσε με, βρε πούστη. Λύσε με, να σηκωθώ να σου εξηγήσω ποιον άνθρωπο έβαλες στο βρωμόστομά σου. Λύσε με να σου πω και τι άλλο χάλασε η τελευταία σφαίρα εκτός απ' το μυαλό του. Τη στερνή σας ελπίδα να γίνετε άνθρωποι, βρε, αυτό χάλασε. Μα μη χαίρεσαι. Εκεί γύρω σπάρθηκαν όλα. Το βουνό θα ξαναμιλήσει. Αυτό να το θυμάσαι...»! Τέτοια και χειρότερα, μισή ώρα, μια ώρα!

«Τελειώσαμε, γιατρέ», βόγκηξε κάποιος κι ο Ζαχαριάδης, έτσι, ξαφνικά, μαλακώνει μεμιάς! Παίρνει αποστειρωμένο πανί και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Υστερα με το ίδιο σκουπίζει τον ασθενή του. Σκύβει πάνω του. «Θα γίνεις καλά. Ησύχασε τώρα κι ό,τι είπαμε ας μείνει μεταξύ μας, εντάξει; Σε πόνεσα αλλού για να κάνω τη δουλιά μου. Κι εσύ, τράβα τη ζωή σου όπως νομίζεις μα να θυμάσαι: Καμιά πατρίδα δε νοιάζεται για τους γιους της».

Μάλιστα, κωμωδία, που λέει ο λόγος, όλα. Κόλπο ήτανε. Μέσα στο ποτάμι της οργής που τον έριξε δεν κατάλαβε τίποτα. Τι χλωροφόρμιο και ποιος πόνος; Εκείνοι πετσοκόβανε τόση ώρα στα ζωντανά κι αυτός έδινε άλλη μια άνιση μάχη, κερδισμένη αυτή.

Αλάφρωσε, ο έρμος. Γερμένο στο πλάι το κεφάλι του, έκλαιγε και γέλαγε μαζί και κοντανάσαινε.

Μα πες μου, γίνανε τέτοια πράματα, σύντροφε; Γίνανε;

Να με συμπαθάτε που τόλμησα, ο ασεβής, να συμμαζέψω τόσον πόνο στο χαρτί, μα, πώς να σωπάσω! Το γραφτό μου δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο σαμιώτικο λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Απόπλους». Μια βδομάδα πριν ο καλός σύντροφος με το 'να πόδι, ο Κώστας Ζαχαράκης, έφτασε γελαστός στον τελευταίο του «Απόπλου», αφήνοντάς μας χρόνους και τη λεβεντιά του ανεγκλαβή.


Του
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ

Του Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ

Αντί βιογραφικού: ο Σταύρος Κουτράκης ζει και εργάζεται στη Σάμο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ