Κυριακή 26 Οχτώβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Της Σούλας ΒΑΖΟΥΡΑ

Γεννήθηκε σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Στους πρόποδες της Πίνδου, στη Γεωργίτσα. Τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια. Οι γονείς της ήταν αγρότες και το 1960 μετανάστευσαν στην Αθήνα. Αργότερα, στα εφηβικά της χρόνια ξεκίνησε μουσικές σπουδές, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κλωστοϋφαντουργίας σ' ένα πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας. Επειτα γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο, κάνοντας φωνητική, κιθάρα και σολφέζ και ξεκίνησε από νεαρή ηλικία να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Τότε γνώρισε τον Αριστείδη Μόσχο. Μαθήτευσε κοντά του και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο δάσκαλός μου

Γρηγοριάδης Κώστας

Ενα χειμωνιάτικο απόγευμα βρέθηκα στο Λαϊκό Σχολείο που διδάσκεται παραδοσιακή μουσική. Η αίθουσα άδεια από μαθητές. Στην κόκκινη καρέκλα πίσω από το γραφείο κάθεται ο Αριστείδης Μόσχος. Λίγο πιο πέρα διακριτικά κάθεται η κυρία Αγγέλικα. Σύντροφος της ζωής του. Στον τοίχο φωτογραφίες παλιές έδειχναν και των δυο τα πρόσωπα σε νεανική ηλικία. Εγώ με το κασετόφωνο στο χέρι τον καλησπερίζω με σεβασμό. Το ίδιο έκανα και στην κυρία Αγγέλικα. Εκείνος με κοιτά με το διαπεραστικό του βλέμμα ενώ μου λέει: «Ελα, κυρά μου, πέρασε». Στην όψη του διέκρινα μια θλίψη. Ισως να έφταιγε η κατακόκκινη κουρτίνα που αυτή την ώρα έριχνε ένα παράξενο χρώμα στο χώρο. Είχα τρακ. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Σαν αυτοδίδακτη δημοσιογράφος άρχισα τις ερωτήσεις. Μια παράξενη δύναμη με έσπρωχνε πίσω στο παρελθόν. Τον ρώτησα για τη ζωή του. Για τα παιδικά του χρόνια. Για τη μουσική. Χωρίς να με κοιτάει, βυθίστηκε στο χρόνο. «Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, μέσα σε μουσική οικογένεια. Είμαι η πέμπτη γενιά. Γιατί έγινα μουσικός, θα σου απαντήσω. Οταν "έπεσα" από τη μάνα μου άκουσα μουσική. Αυτή την αίσθηση έχω. Οπως λένε και οι επιστήμονες τα πρώτα ακούσματα ενός μωρού περνάνε μέσα στην ψυχή του και στο υποσυνείδητο. Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο, όπως κι οι προηγούμενες γενιές. Ο προπάτορές μου φτάνουν πίσω στην έξοδο του Μεσολογγίου. Από τη μια κρατούσε το λαούτο κι από την άλλη το καριοφίλι ο Γιώργος Μόσχος, όπως γράφει και ο Παλαμάς στο Δωδεκάλογο. Ο πατέρας μου πέρα από μουσικός είχε επιχειρήσεις στο Αγρίνιο. Ηταν λίγο μεγαλοαστός, έχοντας καλλιέργειες με καπνά, αλλά και δυο μεγάλα κέντρα διασκέδασης. Το "Καφέ Αμάν" και το "Καφέ Σαντάν". Μέσα εκεί άκουσα όλα τα είδη μουσικής. Το Αγρίνιο είναι η πατρίδα του Παπαστράτου. Κατ' εξοχήν η Αιτωλοακαρνανία ζούσε από την παραγωγή καπνού. Ο τόπος εκείνη την εποχή ήκμαζε. Είχε πολλές αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνού. Αυτά συνέβαιναν πριν από το 1940. Στο "Καφέ Σαντάν" η ορχήστρα ήταν ξένη. Αποτελούνταν από πιάνο, τσέλο, ντραμς, βιολί, σαξόφωνο.

Ο πατέρας μου έφερνε μεγάλες αρτίστες από τα Βαλκάνια. Ετσι παίζονταν παγκόσμιες επιτυχίες. "Κομπαρσίτα". "Το φιλί της φωτιάς". Τανγκό αργεντινά. Οι θαμώνες ήταν ιντερνάσιοναλ. Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί. Δεν υπήρχαν μικρόφωνα. Σούλα μου, έτσι ήταν τότε τα πράγματα. Οποιος είχε φωνή τραγουδούσε. Στο "Καφέ Αμάν" παίζονταν τραγούδια ελληνικά. Οι καπνεργάτες δούλευαν κι είχαν λεφτά. Ετσι έρχονταν στο μαγαζί του πατέρα μου και γλεντούσαν. Επίσης, το Αγρίνιο είχε πολλούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Σμύρνη. Μαζί τους ήρθαν και μουσικοί με τα ούτια τους. Κανονάκια, ντέφια, λαούτα, βιολιά. Στο Αγρίνιο ακόμα υπάρχει ο συνοικισμός. Ν. Ερυθραία, Αγιος Κωνσταντίνος. Εκεί κατοικούσαν οι πρόσφυγες, διωγμένοι και κατατρεγμένοι από τα μέρη τους. Οι πρόσφυγες δε χόρευαν τσάμικα, καλαματιανά. Χόρευαν τον καρσιλαμά. Τ' Αϊβαλιώτικο. Είχαν και το δικό τους τρόπο παιξίματος. Οι οργανοπαίκτες του "Καφέ Αμάν" ήταν μεικτοί για να εξυπηρετούν τον τρόπο διασκέδασης όλων των θαμώνων, ντόπιων και προσφύγων. Απ' εκεί πέρασαν μεγάλες φωνές: Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Ρόζα Εσκενάζυ, Γεωργία Μητάκη και τόσοι άλλοι. Ο μεγάλος αδερφός μου έπαιζε βιολί. Πολύ καλός μουσικός. Διάβαζε τις παρτιτούρες σαν εφημερίδα. Ξεχώριζε την Ρίτα Αμπατζή. Ηταν ξετρελαμένος με τη φωνή της και τη χαρακτήριζε την πιο μεγάλη τραγουδίστρια. Αντε και να ακούς τον Νίκο Γούναρη να τραγουδά δημοτικά τραγούδια!! Απίστευτες φωνές. Εκεί μέσα ζυμώθηκα με τη μουσική. Από επτά χρονών έπαιζα. Τα ακούσματά μου ποικίλα. Ευρωπαϊκά, Δημοτικά, Σμυρναίικα. Ολα αυτά ένα κράμα μέσα στο μυαλό μου. Το σαντούρι τ' άκουσα πολύ μικρός από ρουμάνικο συγκρότημα. Μαγεύτηκα μ' αυτό το όργανο. Κάτι έγινε μέσα στην ψυχή μου. Με πολλά παρακάλια στον πατέρα μου άρχισα τα μαθήματα με το Ρουμάνο μουσικό. Πολλές φορές κρυβόμουνα στο μαγαζί κι όταν έφευγαν όλοι, εγώ έπαιζα το σαντούρι του δασκάλου μου.

Σούλα μου, στην εποχή του 1950-1960 άρχισε η καταστροφή. Η μεγάλη εισβολή από τις πολυεθνικές και τα υποπροϊόντα, όταν έγινε η νέα τάξη των πραγμάτων. Προβάλλοντας τα ξενόφερτα τραγούδια, το παραδοσιακό τραγούδι πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Σούλα μου, άκου και τούτο: Η Πολιτεία δε στήριξε ποτέ τον παραδοσιακό μουσικό γιατί δεν είχε πτυχίο μουσικής. Δε σεβάστηκαν τα ταλέντα και τα φαινόμενα της εποχής. Εχουμε παραδείγματα κι απ' άλλους χώρους της τέχνης. Ο Θεόφιλος, ζωγράφος αυτοδίδακτος, κατέπληξε τους πάντες. Σούλα μου, να το ξέρεις. Από αρχαιοτάτων χρόνων το παραδοσιακό τραγούδι κλείνει όλη την ιστορία του πολιτισμού μας και του έθνους. Οσο κι αν θέλουν να το κατακρεουργήσουν, δε θα το καταφέρουν. Ο Ελληνας θα ακούει πάντα κλαρίνο!...».

Αυτά κι άλλα πολλά μου είπε ο δάσκαλός μου εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα. Εκλεισα το κασετόφωνο. Τον χαιρέτησα μ' ένα φιλί και βγήκα στο δρόμο.

Η νύχτα είχε κατεβάσει τα μαύρα πέπλα της, μα τα φώτα της πόλης τα έκαναν διάφανα. Είχε κρύο. Τυλίχτηκα στο μάλλινο παλτό μου και σταμάτησα ένα ταξί. Ηταν Νοέμβρης 1999.

Ο Αριστείδης Μόσχος έφυγε για πάντα από ετούτη τη ζωή στις 21-11-2001, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Τώρα αναπαύεται στο Α΄ Νεκροταφείο. Αραγε, ο αέρας της πατρίδας του του φέρνει τα νέα; Με το χαμό του μια τεράστια απώλεια στο χώρο της ΤΕΧΝΗΣ. Ομως άφησε πίσω του όλους εμάς που μας είχε κοντά του τόσα χρόνια.

Τώρα κι εμείς με τη σειρά μας μπορούμε να μεταδώσουμε όλες τις εμπειρίες και τις γνώσεις σ' αυτό που λέγεται παραδοσιακή μουσική. Ετσι περνάει η παράδοσή μας μέσα στους αιώνες από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά και φτάνει στις μέρες μας από τον απλό κόσμο γιατί η Πολιτεία ποτέ δε στάθηκε πραγματικά σ' αυτό το κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του μουσικού μας πλούτου.

Μια ατέλειωτη αλυσίδα λοιπόν κι εμείς οι άνθρωποι της μουσικής, ένας συνδετικός κρίκος που μας ενώνει με το χτες, το σήμερα, το αύριο. Είμαι σίγουρη πως δε θα χαθούν ποτέ οι ρίζες μας, τα ήθη και τα έθιμα. Οι αξίες. Αυτά που μας χαρακτηρίζουν σαν λαό με τη μουσική μας κουλτούρα.

Πώς περνάει ο καιρός. Καλοκαίρι 2008. Προχθές πέρασα από το Μουσείο. Τα βήματά μου χωρίς να το καταλάβω με οδήγησαν εκεί στην πρώην σχολή. Πόσο έρημος μου φάνηκε ο δρόμος χωρίς ΕΚΕΙΝΟΝ. Χωρίς τους μαθητές που μπαινόβγαιναν, χωρίς εμάς τους καλλιτέχνες. Στάθηκα και κοίταξα το κτίριο που κάποτε ήταν αρχοντικό της παλιάς Αθήνας. Τώρα, ολομόναχο και εγκαταλειμμένο, με κλειστές πόρτες και παράθυρα, στέκεται λυπημένο και αγνάντευα την Ακρόπολη. Αντέχει τους βοριάδες του χειμώνα κι ας του χαλάνε την πρόσοψη.

Πλησίασα, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα πως την άκουγαν οι περαστικοί. Η ταμπέλα στεκόταν ακόμα εκεί. Κατακίτρινο το χρώμα της όπως τότε, μα η σκουριά προσπαθούσε να τα σβήσει όλα. «ΛΑΪΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΟΣΧΟΣ» διάβασα εγώ κι αναρωτήθηκα τι περιμένει ακόμα εκεί. Σαν μαγεμένη άπλωσα το χέρι μου και χτύπησα το μπρούντζινο πόμολο. Ενας ξερός κρότος ήρθε σε μένα με το τακ-τακ. Η πόρτα εξακολουθούσε να μένει ακίνητη χωρίς να μου ανοίξει κανείς. Μία απέραντη σιωπή και μια θλίψη από το εσωτερικό της σχολής με πλημμύρισε. Σαν αγριεμένο ποτάμι που πέφτει με δύναμη στον καταρράκτη με παρέσυρε.

Μεμιάς ζωντάνεψαν όλα μέσα στο μυαλό μου. Τώρα, η πόρτα δεν μπορούσε να εμποδίσει το νου μου να περάσει μέσα. Σαν αερικό ανέβηκα τα κάτασπρα σκαλιά. Εδώ μέσα ο χώρος κρατούσε σ' όλη τη μαγεία της παλιάς εποχής. Το χαλί στρωμένο χειμώνα - καλοκαίρι με ωραίες παραστάσεις ταξίδευε τον επισκέπτη στην Ανατολή. Στον καναπέ με την μπροκάρ ταπετσαρία καθόταν η κυρία Αγγέλικα. Ο καφές της ακουμπισμένος πάνω στο μικρό τραπεζάκι από μαύρο μαόνι και το κρυστάλλινο μπολ με το φοντάν συμπλήρωνε με την παρουσία του μια ολοκληρωμένη εικόνα. Εγώ τη χαιρέτησα. «Καλώς τηνε» μου είπε. «Αργησες, η πρόβα άρχισε». Η κυρία Αγγέλικα πάντα φορούσε ρούχα μακριά με μια κουλτούρα νησιώτικη που της έδιναν την όψη της αρχόντισσας. Πίσω της ακριβώς δέσποζε η ευρύχωρη σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια. Εμοιαζε να συνδέεται με τον ουρανό αυτή η σκάλα με το φίνο μάρμαρο Πεντέλης, καθώς τα θαυμάσια βιτρό των ψηλών παραθυριών έστελναν μέσα χρώματα στις αποχρώσεις του σιέλ, πετρόλ και κοραλλί. Αφησα το χώρο υποδοχής και κατευθύνθηκα στη μεγάλη αίθουσα, ενώ με απασχολούσε η θλιμμένη ματιά της Αγγέλικας. Δεν ξέρω γιατί, πάντα ήθελα να αγκαλιάσω και να προστατέψω αυτή τη γυναίκα από κάτι αόρατο. «Γεια σας» είπα σ' όλους και κάθισα στην άδεια καρέκλα δίπλα του. Ο δάσκαλός μου, όπως πάντα καθισμένος στο σαντούρι του, σκυφτός κούρδιζε αυτό το περίεργο όργανο με το ένα χέρι, ενώ με τ' άλλο χτυπούσε μια μια τις νότες με την ξύλινη μπαγκέτα για να συντονίσει τον ήχο.

Γύρω του όλοι οι μουσικοί καθισμένοι με κυκλικό τρόπο. Κλαρίνα. Βιολιά. Λαούτα. Κιθάρες. Μπουζούκια. Κρουστά. Ακορντεόν. Ολα τα όργανα φυσικά για παραδοσιακό είδος. Σι μινόρε. «ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ» φώναξε. Με τα μαγικά του χέρια άρχισε να παίζει ένα σόλο στην κλίμακα του μινόρε. Οι μπαγκέτες που κρατούσε, με το άσπρο κεφαλάκι από κλωστή τυλιγμένες με τέχνη από τον ίδιο, πηγαινοέρχονταν με τέτοια ταχύτητα, έδιναν την εντύπωση πως δυο ξωτικούλια χόρευαν πάνω στις συρμάτινες χορδές έναν παράξενο χορό. Η αίθουσα γέμισε από μουσική και χρώμα καθώς όλοι οι οργανοπαίκτες τον ακολουθούσαν στη μελωδία. Πόσα συναισθήματα δεν κυρίευαν την ψυχή μου. Χρόνια μακρινά από το χτες, το αύριο. Παραμύθια μου έλεγαν ιστορίες. Μάγισσες - νεράιδες με προκαλούσαν. Ποτάμια, κάμποι, θάλασσες, λιβάδια με κατακόκκινες παπαρούνες, οροσειρές με αγριοτριαντάφυλλα, παιδιά ξυπόλυτα του κόσμου περνούσαν από μπροστά μου. Τραγουδούσα στην ώρα της πρόβας κι ένιωθα πως μαζί μου τραγουδούν χιλιάδες γενεές πίσω μου. Εγώ απλά μάθαινα τα λόγια. «Τρία καράβια πάνε Σμύρνη και Κορδελιό. Δεν είδαν τα ματάκια μου βρε τζάνεμ' σαν τ' Αϊβαλί χωριό».

Το ταξίδι μου αυτό στο χτες διακόπηκε ξαφνικά όταν μια μηχανή πέρασε δίπλα μου κάνοντας πολλή φασαρία.

Ισιωσα το κορμί μου και κατευθύνθηκα προς το κέντρο, αφήνοντας πίσω μου το παρελθόν. Χάθηκα μέσα στο βουητό τούτης της πόλης, ενώ ένιωθα το δάσκαλό μου να με παρακολουθεί μέσα από τις γρίλιες του ακατοίκητου κτιρίου. Μπήκα στο τρένο και τράβηξα βόρεια.

Κάθισα στο παράθυρο. Καλοκαιρινός ο αέρας χάιδευε το πρόσωπό μου. Το βλέμμα μου στο κενό. Ο μακρόσυρτος θόρυβος του βαγονιού, που κυλούσε πάνω στις ράγες, έμοιαζε με λυπημένο τραγούδι στην κλίμακα ματζόρε. Αρχισα να σιγοψιθυρίζω και να φτιάχνω ένα δικό μου τραγούδι. Παράξενα που είναι όλα. Παράξενη η ζωή. Κι όμως όλα είναι μουσική. Ο αέρας, τα πουλιά, οι ανθρώπινες φωνές, τα βήματα, η θάλασσα, η βροχή. Τα πάντα. Ολη η γη ένας συνεχιζόμενος ρυθμός και μια μελωδία που δε σταματά ποτέ.

Ο Δάσκαλός μου έρχεται συχνά στο μυαλό μου. Πόσες εικόνες. Τα ήθελε όλα τέλεια. Δε συγχωρούσε το λάθος. «Ποιος έπαιξε φα» φώναζε με νεύρα. «Μην τρέχετε!! Δεν προλαβαίνει ο τραγουδιστής τα λόγια». Αλήθεια! Κάθε μουσική παράσταση έβγαινε κάτω στο κοινό σαν δισκογραφική δουλειά. Τέλεια!! Θυμάμαι όταν ξεκινούσε η συναυλία, την ώρα που έσμιγε η μέρα με τη νύχτα, έπαιζε το σαντούρι με το μοναδικό τρόπο που εκείνος ήξερε. Μια πανδαισία ήχων και χρωμάτων απλωνόταν στον καταπράσινο υπαίθριο χώρο. Ετσι το βαθύ μπλε τ' ουρανού σε αντίθεση με το κίτρινο φεγγάρι εναρμονίζονταν πλήρως με τις συρμάτινες χορδές που τα χέρια του δασκάλου μου ζωγράφιζαν το σύμπαν και με ταξίδευε εκεί στη χώρα της μουσικής!! Ηταν ευτύχημα να συνεργάζομαι μ' έναν τόσο σπουδαίο Μουσικό.

Τα λόγια του ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου. «Σούλα, πρέπει να συνεχίσεις την παράδοση». Τι να πρωτοπώ γι' αυτό το μουσικό σαντουριέρη, που έχει συμβάλει κατά πολύ στην πολιτιστική εικόνα της χώρας; Πάντα θα λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι στο κολιέ της τέχνης με το ταλέντο του. Θα μπορούσα να του γράψω ένα βιβλίο. Εγώ πάντα θα τον σέβομαι και θα τον αγαπώ. Σα να τον βλέπω εκεί στην άκρη του ορίζοντα να μου γνέφει!!

Ενα δάκρυ πικρό στα δικά μου μάτια. Κι άλλο ένα από το σύννεφο της πατρίδας μου από τα ψηλά βουνά. Πέρα από τη Μακεδονία. Αντίο Δάσκαλε ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΟΣΧΟ.


Σούλα ΒΑΖΟΥΡΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ