Σάββατο 25 Δεκέμβρη 2004 - Κυριακή 26 Δεκέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ

Ο Νίκος Καραντηνός είναι δημοσιογράφος της Εθνικής Αντίστασης και τέως αντιπρόεδρος της Ενωσης Συντακτών (ΕΣΗΕΑ). Το λαογραφικό αφήγημα που δημοσιεύουμε είναι από την ανέκδοτη συλλογή «Πικρή γη, οι ξωμάχοι της Κεφαλονιάς»

Το μονοπάτι της Αφράλας

Μέρος δεύτερο

Γρηγοριάδης Κώστας

Της Αφράλας ο καιρός άνοιγε με της άνοιξης τις πρώτες καλοσύνες και όσο ζέσταινε τόσο προχωρούσε στα βράχια της Αφράλας το γίνωμα. Ετσι έπρεπε να 'χει από κοντά το νου της και πήγαινε παρακολουθώντας να δει πού βρίσκεται το αλάτι. Ολα αυτά τα δούλευε μ' όση μπορούσε προσοχή, αποφεύγοντας να πέσει στου «καπετάνιου» τα χέρια, όσο κι αν ήξερε πως την είχε κιόλας γραμμένη στο τεφτέρι του.

Η Αννέτα σιγά - σιγά κουβαλούσε την Αφράλα στο σπίτι της και την έκρυβε στο υπόγειο, που είχε κατασκευάσει ο πατέρας της για να μην τυχόν τα βρίσκουν στο σπίτι με την πρώτη έφοδο.

Η πιο δύσκολη, όμως, δουλιά για την Αννέτα ήταν να μοιράσει την Αφράλα στην πελατεία, που κι αυτήν την κληρονόμησε από τον πατέρα της. Τον είχε αρκετά χρόνια παρακολουθήσει στη διανομή στην πελατεία, που είχε αποτυπώσει ακολουθώντας τον πατέρα της, βλέποντας και γράφοντας με τα μάτια όλους που την περίμεναν για το αλάτι της χρονιάς, που πάλλευκο τους εξυπηρετούσε για το σπίτι, για τα ζυμώματα κι αργότερα για τις τσακιστές ελιές. Μεγάλη η πελατεία και το Κρατικό Μονοπώλιο με κανένα τρόπο δεν ήθελε να τη χάσουν. Γι' αυτό και κυνηγούσαν όλους όσοι τους περίμεναν για να κάνουν παράνομα τη χρονιάτική τους τροφοδοσία.

Κι εμείς στο χωριό, στη λίστα αναμονής για να μας φτάσει κάποια στιγμή ξαφνικά η Αννέτα. Ποτέ δε μας ειδοποιούσε. Κι ούτε τη βλέπαμε, καθώς είμαστε από ψηλά, να παίρνει τη δημοσιά. Εφτανε καταμεσήμερο, ξετρύπωνε από το μονοπάτι στο Μπαμπαλάτο, χωμένη μέσα στην ποταμιά. Κι ήταν πολύ δύσκολο να την πιάσει μάτι. Σαΐτευε, κι έπιανε το χωριό μπροστά στο μεγάλο πορτόνι μας, που αγνάντευε το φανάρι του Γερογόμπου και λίγο πιο μπροστά οι Βαρδιάνοι και το φανάρι τους.

Ηταν πια γνώριμή μας η Αννέτα από τα περασμένα χρόνια. Εκανε πολλές χαρές, που ανταμώναμε. Εβαζε το σακούλι της στο κατώγι, ήξερε, έπινε τον καφέ της, έλεγε στα τρεχάτα όλες τις νιοβιτές (τα νέα) για τον τόπο, έκανε το λογαριασμό της αφράλας και πάλι πιότερο μιλούσε για τα δικά της: τη φαμιλιά της, σαΐτευε στο δρόμο κι έπιανε το μονοπάτι για να γυρίσει στο σπίτι της. Δεν ήθελε να χάσει χρόνο με τις πολλές κουβέντες. Επρεπε στον ένα κοντά μήνα που είχε διαθέσιμο, το μικροκαλοκαιράκι, να είχε ξεμπερδέψει με τη «διανομή». Είχε ακόμα κι άλλο κίνδυνο, να ξεκινήσουν οι βροχάδες... Και τότε δύσκολα τα περάσματα από τα μονοπάτια που περνούσε.

Επειτα, ήθελε να 'ναι έτοιμη για το λιομάζωμα και μάλιστα εκείνη τη χρονιά, που είχε το μπλοκάρισμα με τους χωροφυλάκους στου Αϊ-Αντώνη τα ψηλώματα. Ολα προμήναγαν μια γερή βεντέμα. Κι ήθελε να μην τη χάσει. Ετσι βιαστικά άρπαξε να κάνει και το δεύτερο δρομολόγιο αυτό, που δεν το 'χε το πρωί λογαριάσει. Πήρε το μονοπάτι μέσα από τα βουνά, τους ασκυλάκους (λοφίσκοι αργιλώδεις), λογάριαζε πως θα βρισκόταν στα σπίτια που περίμεναν το αλάτι τους, όπως κάθε χρόνο.

Ετούτη τη φορά, η Αννέτα ήταν σημαδεμένη πριν ακόμη ξεκινήσει από το χωριό. Ο «καπετάνιος» είχε πάρει το μήνυμά του πως η χήρα του Παντελή του Καρούσου, η Αννέτα, θα πήγαινε φορτωμένη αφράλα στη Χώρα. Την είδαν να μπαίνει στο μονοπάτι της Χώρας, αλλά ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στο απόσπασμα που είχε στήσει καραούλι. Την πρόλαβαν, δεν μπόρεσε να τους ξεφύγει. Ο τόπος άκουσε τις φωνές της. Από τα κοντινά σπίτια τρέξανε να δούνε και να βοηθήσουνε, αλλά ο «καπετάνιος» την είχε χεροδεμένη, γιατί κι η Αννέτα προσπαθούσε να τους ξεφύγει, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Το απόσπασμα κουβαλούσε τώρα στην αστυνομία την αφράλα μαζί με την Αννέτα, που φαινόταν ξαναμμένη από το μπλοκάρισμα που έπεσε.

Στο φόρο (αγορά) το νέο με τη χήρα του πολεμιστή κουβεντιαζόταν ολούθε στα καφενεία και τις ταβέρνες. Κι απ' όλους ακουγόταν ο λόγος πως δεν έπρεπε να πάει για δίκη στο αυτόφωρο. Αυτό γινόταν κάθε φορά, που λάχαινε να πέσει στα χέρια του χωροφύλακα, που είχε στήσει καρτέρι, ο ξωμάχος που γύρευε να περάσει κρυφά για πούλημα την αφράλα, το παράνομο αλάτι από τις λίμπες, που ο καθένας τους είχε στο μερτικό του σ' εκείνα τ' άγρια βράχια, που βίγκλιζαν το Ιόνιο.

Γράφτηκε τέλος στο τεφτέρι της αστυνομίας της παρανομίας με τα τρία παιδιά, το τρίτο στην κοιλιά της, έτοιμο βιαστικό να 'θει στο φως. Είναι αυτό που την ξέμπλεξε από τα δικαστήρια και τα πρόστιμα. Ηταν τα τρία στόματα, που καρτερούσαν το καθημερινό καρβέλι, που με την ψυχή στο στόμα κυνηγούσε η μάνα τους, η Αννέτα.

Ο κάμπος, το χωριό, η πολιτεία, κουβέντιαζε για κάμποσο καιρό της Αννέτας το μπλόκο στα μονοπάτια του Αι - Αντώνη από το απόσπασμα, που καρτερούσε να πιάσει και τους χωριάτες, που είχαν και λαθραίο καπνό και τσιγαρόχαρτο.

Σε δύο μήνες παρουσιάστηκε και το τρίτο παιδί σερνικό, όπως το πεθυμούσε ο άντρας της, που δεν πρόλαβε να το δει στα μάτια του, μια και τον τράβηξαν στο στρατό και βρήκε εκεί θάνατο στο μέτωπο. Η χρονιά που ακολούθησε στάθηκε δύσκολη. Αφησε για λίγο το λογάριασμα. Και επίσης σταμάτησε για μια χρονιά να τρέχει στις λίμπες του Γερογόμπου, όπως έκανε τα περασμένα χρόνια.

Η Αννέτα, αλλά κι η συντροφιά της που είχε χρόνια στο κυνηγητό της Αφράλας, από την άλλη χρονιά δίχως τα καθημερινά μπλόκα στα βράχια και στις σπηλιές του Γερογόμπου (το ονομαστό φανάρι στα ΝΔ της Κεφαλονιάς) ελεύθερα θα τρυγούσαν πια τ' αλώνια τους, τις λίμπες, αφού κι ο νόμος για το μονοπώλιο ύστερα από λίγο καταργήθηκε και μπορούσαν έτσι όλοι να κυνηγήσουν και την αφράλα, αν το βαστούσαν τα κότσια τους στα βράχια, που μπούχιζαν του Ιόνιου τα κύματα. Η Μυρτώ, η συντοπίτισσά μου, που ξαφνιασμένη άκουσε να λένε για την αφράλα στα μικρά εκείνα δώρα, που το νησί θυμάται και στέλνει στους ξενιτεμένους του, μάθαινε τώρα με της Αννέτας την ιστορία και τα βάσανα, πως μιλούσαμε για το αλάτι το αληθινό, που πλάθει η θάλασσα κι ο ήλιος, άσπρο, κάτασπρο σαν το χιόνι....

Και για να δώσω στη συντροφιά μας και τη συναγωνίστριά μας μ' ακρίβεια λεξικογραφική τον προσδιορισμό της, διάβασα αργά και τονισμένα τα γραφόμενα στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, που ορίζει την αφράλα έτσι: «Το λευκότατον και λίαν εύθυπτον άλας προερχόμενον εξ εξατμίσεως θαλασσίου ύδατος εις κοιλώματα πετρωδών αιγιαλών...».

Του χρόνου, είπε η Μυρτώ, θα γυρέψω κι εγώ να μου στείλουν αφράλα από το Φανάρι του Γερογόμπου. Αλλο πράμα να 'χεις τέτοιο αλάτι, που είναι κατάλευκο σαν το χιόνι... Να δώσεις την παραγγελία σου, της πρόσθεσα στης κουβέντας τον τελειωμό, αλλά και να πας να περπατήσεις, να δεις τις λίμπες, τα κοιλώματα των πετρωδών αιγιαλών, εκεί που η εξάτμιση της θάλασσας δίνει χωρίς φόρους «το λευκότατον και εύθυπτον άλας...».

Αυτός είναι ο δρόμος της αφράλας... Τον έμαθα, καθώς έβλεπα τον κάμπο, εκεί στα δυτικά, στα βράχια με τις λίμπες, που τις τροφοδοτούσε ασταμάτητα η θάλασσα με τον κυματισμό της, στο τίναγμα που έφτανε τετράψηλα στα βράχια.

Κάθε χρόνο καρτερούσαμε το χρειαζούμενο αλάτι και το θέλαμε μπόλικο. Να 'ναι καλά η Αννέτα, που βάσταξε για χρόνια τον εφοδιασμό μας. Μ' όλα τα κυνηγητά, που είχε για να μας το φέρει στα «κλεφτά» ως το πορτόνι μας. Αλάτι για το ψωμί μας, τις ελιές μας, για τα ζωντανά μας. Αλλά και για τη φέτα, τη ρηγανάδα μας. Πασπαλισμένη κι αυτή μ' άφθονη σαν το χιόνι αφράλα.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ