Ο Λένιν στο Προεδρείο του Α΄ Συνεδρίου της Γ΄ Διεθνούς |
Β. Ι. Λένιν1
Ο Λένιν στο βήμα του 3ου Συνεδρίου της Γ΄ Διεθνούς |
Στις 8 του Ιούνη 1943 το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνεδρίασε για τελευταία φορά και αποφάσισε: «Αρχίζοντας από τις 10 του Ιούνη 1943 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Προεδρείο και η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθώς και η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου θεωρούνται διαλυμένες». Στην ίδια απόφαση αναφερόταν ότι την πρόταση για διάλυση της Διεθνούς είχαν εγκρίνει ομόφωνα όλα τα τμήματα (κόμματα και οργανώσεις) που μπορούσαν να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους. Συγκεκριμένα αναφέρονταν τα εξής 32 τμήματα: Τα Κομμουνιστικά Κόμματα Αυστραλίας, Αυστρίας, Αργεντινής, Βελγίου, Βουλγαρίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ουγγαρίας, Γερμανίας, Ιρλανδίας, Ισπανίας, Ιταλίας, Καναδά, Κίνας, Κολομβίας, Κούβας, Μεξικού, Ρουμανίας Συρίας, Σοβιετικής Ενωσης, Ουρουγουάης, Φινλανδίας, Γαλλίας, Τσεχοσλοβακίας, Χιλής, Ελβετίας, Σουηδίας, Γιουγκοσλαβίας, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας, το Εργατικό Κόμμα Πολωνίας και η Κομμουνιστική Διεθνής Νέων5. Πόσες όμως ήταν οι οργανώσεις-μέλη της Κομιντέρν;
Το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά το 7ο Συνέδριο |
Γύρω από τους λόγους που οδήγησαν στην αυτοδιάλυση της Τρίτης Διεθνούς έχουν γραφτεί πολλά, πολύ περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Κορυφαίες προσωπικότητες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής έκαναν διάφορες υποθέσεις. Ο Γουίλιαμ Φόστερ, για παράδειγμα, Πρόεδρος του ΚΚ ΗΠΑ έως το θάνατό του και μέλος του Προεδρείου της ΕΕ της ΚΔ από το 1935 έως το Νοέμβρη του 1940, γράφει σχετικά8: «Είναι χαρακτηριστικό, ότι η ιστορική αυτή απόφαση πάρθηκε ακριβώς στην αποφασιστική στιγμή του αγώνα για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Αυτό το μέτωπο ήταν εξαιρετικά αναγκαίο για την επίτευξη μιας γρήγορης και αποφασιστικής νίκης, αλλά οι αντιδραστικές δυνάμεις της Δύσης (που πίστευαν κι αυτές τα ψέματα του Γκαίμπελς σχετικά με την Κομμουνιστική Διεθνή) αντιτάσσονταν στο άνοιγμά του. Χωρίς αμφιβολία η ευνοϊκή εντύπωση που προκάλεσε σ' όλο τον αστικό κόσμο η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνέβαλε σε αποφασιστικό βαθμό στο να εξαλειφθεί αυτή η αντίθεση. Μόλις λίγους μήνες αργότερα (το Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1943) συνήλθε η περίφημη διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου καθορίστηκε, επιτέλους, η οριστική ημερομηνία για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου».
Οσα επικαλείται ο Φόστερ έχουν βάση. Δεν είναι όμως αρκετά για να δώσουν μια ολοκληρωμένη απάντηση για τις αιτίες που οδήγησαν την Τρίτη Διεθνή στο τέρμα της ζωής της.
Μια εντελώς διαφορετική εξήγηση της αυτοδιάλυσης, απ' αυτή του Φόστερ, δίνει στην αυτοβιογραφία του ο Παλμίρο Τολιάτι, ένας από τους ηγέτες της Κομιντέρν. «Από τότε - λέει ο Τολιάτι9 - που το κομμουνιστικό κίνημα είχε φουντώσει στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, η Διεθνής είχε αλλάξει βαθιά τη διάρθρωσή της. Τα εθνικά τμήματα είχαν αναπτύξει τη δράση τους με πλέρια αυτονομία, ακολουθώντας ωστόσο μια κοινή γραμμή. Το προτσές δημιουργίας ενός καινούριου στρώματος καθοδηγητών του εργατικού ευρωπαϊκού κινήματος είχε φτάσει σε καταπληκτικά αποτελέσματα και κάθε κόμμα μπορούσε να τραβήξει μπροστά μόνο του. Η απόφαση να διαλυθεί η Κομμουνιστική Διεθνής σαν συγκεντρωτική οργάνωση δεν ήταν επομένως τίποτε άλλο παρά η τυπική αναγνώριση ενός τετελεσμένου γεγονότος, μιας αλλαγής και μιας ανάπτυξης που είχαν πια πραγματοποιηθεί».
Μπορεί όντως όλα αυτά να είχαν πραγματοποιηθεί αλλά και πάλι δεν εξηγείται η διάλυση της Κομιντέρν, με την έννοια ότι από την ίδρυσή της κι από τη δράση της ουδέποτε περιορίστηκε σε σκοπούς σαν αυτούς που αναφέρει ο Τολιάτι. Στόχος της Διεθνούς ήταν να οργανώσει και να καθοδηγήσει το παγκόσμιο προλεταριάτο στην ιστορική του αποστολή κι όχι απλά να δυναμώσει το άλφα ή το βήτα ΚΚ. Ο Στάλιν, για παράδειγμα, το 1924, μπροστά στο νεκρό Λένιν έθετε ως εξής το ζήτημα της Διεθνούς10: «Αφήνοντάς μας ο σύντροφος Λένιν μάς παράγγειλε να 'μαστε πιστοί στις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σου ορκιζόμαστε, σύντροφε Λένιν, ότι δε θα λυπηθούμε τη ζωή μας για να στερεώνουμε και να πλαταίνουμε την ένωση των εργαζομένων όλου του κόσμου, την Κομμουνιστική Διεθνή!».
Ας δούμε όμως την επίσημη εξήγηση αυτοδιάλυσης της Κομιντέρν.
Στην απόφασή με την οποία το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ πρότεινε στα κομμουνιστικά κόμματα τη διάλυση της οργάνωσης διατυπώνονται δύο βασικά επιχειρήματα11:
Πρώτον, ότι «η συνολική εξέλιξη των γεγονότων το τελευταίο τέταρτο του αιώνα και η συσσωρευμένη εμπειρία της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδειξαν πειστικά ότι η οργανωτική μορφή ενοποίησης των εργατών, που επιλέχθηκε στο πρώτο της συνέδριο, ανταποκρινόταν στις συνθήκες του πρώτου σταδίου της αναβίωσης του κινήματος της εργατικής τάξης, αλλά ξεπεράστηκε απ' την ανάπτυξη του κινήματος τούτου κι απ' τις επιπλοκές των προβλημάτων του στις επιμέρους χώρες, κι έγινε επιπλέον εμπόδιο στην παραπέρα ενίσχυση των εθνικών κομμάτων της εργατικής τάξης».
Δεύτερον, ότι «ο απελευθερωτικός πόλεμος, ταυτόχρονα, των φιλελεύθερων λαών ενάντια στη χιτλερική τυραννία, που κινητοποίησε τις λαϊκές μάζες, ενώνοντάς τες στις γραμμές ενός πανίσχυρου αντιχιτλερικού συνασπισμού, πέρα από κομματικές και θρησκευτικές διαφορές, έδειξε με περισσότερη ακόμα καθαρότητα, ότι η γενική εθνική εξέγερση και κινητοποίηση του λαού για την ταχύτερη νίκη ενάντια στον εχθρό μπορεί να πραγματοποιηθεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα από την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος σε κάθε χώρα, όταν αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια της δικιάς του χώρας».
Επιχειρηματολογώντας για το ίδιο θέμα - την αναγκαιότητα αυτοδιάλυσης της Διεθνούς - στη συνέντευξή του, που προαναφέραμε, στο πρακτορείο «Ρόιτερ», ο Στάλιν είπε ανάμεσα σε άλλα ότι η αυτοδιάλυση:
«α) Ξεσκεπάζει το ψέμα των χιτλερικών, πως η "Μόσχα" έχει τάχα τη διάθεση να ανακατεύεται στη ζωή των άλλων κρατών και να τα "μπολσεβικοποιεί". Από δω και μπρος μπαίνει τέλος και σ' αυτή την ψευτιά.
β) Ξεσκεπάζει τη συκοφαντία των αντιπάλων του κομμουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, ότι τα κομμουνιστικά κόμματα των διαφόρων χωρών δεν ενεργούν τάχα για το συμφέρον του λαού τους, αλλά σύμφωνα με διαταγές απ' έξω. Από δω και μπρος μπαίνει τέλος και σ' αυτή τη συκοφαντία.
γ) Διευκολύνει τη δουλιά των πατριωτών στις χώρες που αγαπούν την ελευθερία, για τη συνένωση των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας τους, ανεξάρτητα από κομματικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, σ' ένα ενιαίο εθνικοαπελευθερωτικό στρατόπεδο, για την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στο φασισμό.
δ) Διευκολύνει τη δουλιά των πατριωτών σ' όλες τις χώρες για τη συνένωση όλων των λαών που αγαπούν την ελευθερία σ' ένα ενιαίο διεθνές στρατόπεδο για τον αγώνα ενάντια στην απειλή της παγκόσμιας κυριαρχίας του χιτλερισμού, ξεκαθαρίζοντας έτσι το δρόμο για την οργάνωση της φιλίας των λαών στο μέλλον πάνω στη βάση της ισοτιμίας...»12.
Χωρίς αμφιβολία το ζήτημα της αυτοδιάλυσης της Διεθνούς θέλει περισσότερη έρευνα, ιδιαίτερα στις πρωτογενείς ιστορικές πηγές. Οπως φαίνεται από το ημερολόγιο του Δημητρώφ, το θέμα απασχολούσε τις ηγεσίες της οργάνωσης και του Μπολσεβίκικου Κόμματος τουλάχιστον από το Μάη του 194113. Ετσι, έχει απόλυτο δίκιο ο Φόστερ όταν διαπιστώνει πως «η όλο και πιο ισχυρή πεποίθηση των ηγετικών κύκλων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι η οργάνωση έπρεπε να διαλυθεί, εξηγεί τη σχετικά περιορισμένη δράση της στην περίοδο των πρώτων ετών του πολέμου»14. Από ένα σημείο και μετά για τους ηγέτες της Διεθνούς ήταν εδραιωμένη η πεποίθηση πως η οργάνωση αυτή είχε φτάσει στο τέρμα του βίου της. Σε μια συζήτηση με τον Δημητρώφ - όπως την καταγράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του - ο Στάλιν φέρεται να λέει15: «Η πείρα έδειξε ότι δεν πρέπει να υπάρχει διεθνές διοικητικό κέντρο για όλες τις χώρες. Αυτό εκδηλώθηκε στον Μαρξ, στο Λένιν και τώρα. Ισως πρέπει να περάσουμε σε περιφερικές ενώσεις, για παράδειγμα στη Νότια Αμερική, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες κτλ., αλλά γι' αυτό δεν πρέπει να βιάζετε κανείς».
Η Τρίτη Διεθνής τελείωσε και τυπικά το βίο της εκείνο το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1943. Η αναγκαιότητα της ενιαίας δράσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι συστατικό στοιχείο της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού.
1 Β. Ι. Λένιν: «Η Τρίτη Διεθνής και η θέση της στην ιστορία», Απαντα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 38, σελ. 303
2 Φερνάντο Κλαουντίν: «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ, τόμος Α΄, σελ. 47, Χ. Σιουμάχερ: «Η Κομμουνιστική Διεθνής 1919- 1943», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», σελ. 197 κ.α.
3 Ι. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήναι 1946, σελ. 76
4 στο ίδιο
5 Ουίλ. Φόστερ: «Η ιστορία των Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 568 και Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ: «Κομμουνιστική Διεθνής - Σύντομη ιστορική μελέτη», εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα» 1973, σελ. 552-558
6 Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ: «Κομμουνιστική Διεθνής - Σύντομη ιστορική μελέτη», εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα» 1973, σελ. 398
7 Ουίλ. Φόστερ: «Η ιστορία των Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 506
8 Ουίλ. Φόστερ, στο ίδιο, σελ. 570-571
9 Μαρτσέλα και Μαουρίτσιο Φεράρα: «Μιλώντας με τον Παλμίρο Τολιάτι - Βιογραφικές σημειώσεις», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1956, σελ. 306
10 Ι. Στάλιν: «Απαντα», εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 6ος, σελ. 59
11 Φερνάντο Κλαουντίν: «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ, τόμος Α΄, σελ. 46
12 Ι. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήναι 1946, σελ. 76
13 Γκεόργκι Δημητρώφ: «Σελίδες από το απόρρητο ημερολόγιο», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, σελ. 91-93
14 Ουίλ. Φόστερ, στο ίδιο, σελ. 571
15 Γκ. Δημητρώφ, στο ίδιο, σελ. 121
16 «Το ΚΚΕ - επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος ΣΤ΄, σελ. 113
Τελευταίο μέρος
Τοιχογραφία του Μπενότο Γκότσολι σε φλωρεντινό παρεκκλήσι, που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η` Παλαιολόγο, κατά την επίσκεψή του στη Φλωρεντία για τη Σύνοδο της Ενωσης των Εκκλησιών |
Επίσημοι εκφραστές της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Καθολικισμό και την Ορθοδοξία είναι ο πάπας και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης - επί της ουσίας, επίσημη πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τη «βυζαντινογενή» Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1261) μέχρι και τη δεύτερη άλωση από τους Οθωμανούς (1453), στην αυτοκρατορία διαμορφώνονται δύο πολιτικές παρατάξεις, με άξονα την πολιτική τους απέναντι στη Δυτική Εκκλησία και τον πάπα: Οι «Ενωτικοί» και οι «Ανθενωτικοί». Οι πρώτοι από αυτούς εξέφραζαν την επιθυμία της επανένωσης των δύο Εκκλησιών, ενώ οι δεύτεροι ήσαν ανυποχώρητοι, σε σχέση με την καθαρότητα και την αυτονομία της Ανατολικής Εκκλησίας. Το ζήτημα πίσω από τη θρησκευτική σύγκρουση ήταν ο κίνδυνος των Οθωμανών: Οι Ενωτικοί πίστευαν ότι η ενότητα των Εκκλησιών θα ενίσχυε την προοπτική παροχής βοήθειας από την πλευρά της χριστιανικής Δύσης προς το απειλούμενο Βυζάντιο. Οι Ανθενωτικοί, από την άλλη, φρονούσαν ότι είναι καλύτερο το «καλπάκι του Τούρκου από την τιάρα (κάλυμμα του κεφαλιού του πάπα) του Φράγκου».
Η λύση στα θεολογικά, κατ' επιφάνεια, και πολιτικά, στην ουσία τους, αυτά ζητήματα δόθηκε από τους πιστούς του Αλλάχ. Με την οθωμανική κατάκτηση του 1453, ο Μεχμέτ Β` εγκαθιστά στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που πήρε το εκκλησιαστικό όνομα Γεννάδιος. Μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας, το Πατριαρχείο άρχισε να απολαμβάνει μία κοσμική εξουσία, που ποτέ δεν είχε στο Βυζάντιο, καθώς ο πατριάρχης θεωρήθηκε από τους Οθωμανούς «αρχηγός έθνους» (η λέξη δεν έχει τη σημερινή σημασία του όρου και δηλώνει μία ευρεία θρησκευτική κοινότητα) και αποτέλεσε τον πνευματικό ηγέτη των ορθοδόξων, αλλά και τον πολιτικό εκφραστή τους απέναντι στην Υψηλή Πύλη.
Από την άλλη πλευρά, ο πάπας αντιμετώπισε, το 16ο αιώνα, ένα σοβαρό σχίσμα: Η «διαμαρτυρία» του Γερμανού ιερέα και θεολόγου Μαρτίνου Λούθηρου, το 1519, απέναντι στις υπερεξουσίες, στις αυθαιρεσίες και τη διαφθορά της Αγίας Εδρας και του παπικού κλήρου εξελίχθηκε σε ένα νέο χριστιανικό δόγμα, το δόγμα των διαμαρτυρομένων, που υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες ιδεολογικές αποτυπώσεις της ανόδου της αστικής τάξης και της διαμόρφωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο Προτεσταντισμός είναι, χωρίς άλλο, το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο πανίσχυρος Καθολικισμός, ο οποίος είχε διαμορφώσει ισχυρούς μηχανισμούς εξουσίας και ιδεολογικής χειραγώγησης δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ώστε να γίνει, με τη σειρά του, περισσότερο συμβατός με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες και, όχι μόνο να επιβιώσει μέσα σε αυτές, αλλά και να τις εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο.
Σ' αυτόν τον κόσμο, πολύ πιο περίπλοκο από εκείνον του Μεσαίωνα, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, εγκλωβισμένο μέσα στο αλλόθρησκο περιβάλλον, αλλά απολαμβάνοντας μια κοσμική εξουσία πρωτόγνωρη για την ιστορία του, δεν είναι σε θέση να προκαλέσει συγκρούσεις με τον Καθολικισμό: Ο αντικαθολικισμός του συντηρείται, μεταξύ άλλων, και από τη δύναμη της αδράνειας. Το 16ο αιώνα, μια προσπάθεια συνεννόησης του πατριάρχη Ιερεμία Β` (του επονομαζόμενου Τρανού) με την υπό διαμόρφωση Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων, στέφθηκε από πλήρη αποτυχία: Εκτός από τον αντικαθολικισμό τους, οι δύο Εκκλησίες δεν είχαν τίποτε κοινό ούτε σε δογματικό επίπεδο ούτε και - το κυριότερο - στο επίπεδο της αποτύπωσης συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής και κοινωνικών αιτημάτων.
Η οθωμανική κατάκτηση πάντως, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, λειτουργεί και ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, αμβλύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις Εκκλησίες. Οι δύο κόσμοι, της «ανατολής» και της «δύσης», για να χρησιμοποιήσουμε τους συμβατικούς όρους, γίνονται πια «δυο κόσμοι χωριστά»: Ο ένας, δυτικά της Αδριατικής θάλασσας κινείται ραγδαία προς τον καπιταλισμό. Ο δεύτερος, έτσι όπως καθυστέρησε να ολοκληρώσει το πέρασμά του στη φεουδαρχία, καθυστερεί και στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι δε συντελείται και εδώ η ίδια διαδικασία: Αδιάψευστο στοιχείο, η διαμόρφωση αστικής τάξης των Ελλήνων μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελληνική Επανάσταση, που υπήρξε το αποτέλεσμά της). Μετά από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολλές από τις παραδοσιακές (τις μη σλαβικές) ορθόδοξες Εκκλησίες κηρύσσονται αυτόνομες (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ελλαδική), ενώ ιδρύονται και νέα Πατριαρχεία, στο Βορρά. Η Καθολική Εκκλησία, αντίθετα, διατηρεί πεισμόνως την ενότητά της και αλώβητους τους διοικητικούς και οικονομικούς της μηχανισμούς.
Δεν υπαινισσόμαστε, σε καμία περίπτωση, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι άγιες. Αποτελούν, το ίδιο όπως και η Καθολική Εκκλησία ή τα ποικιλώνυμα και πολύχρωμα εκκλησιαστικά και δογματικά μορφώματα των προτεσταντών, ισχυρά ιδεολογικά όπλα για τη χειραγώγηση της συνείδησης των εργαζομένων. Απλώς, λόγω της διαφορετικής ιστορικής πορείας του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα, αναγκάζεται να χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα και τρόπους για να επιτύχει το σκοπό της: Οι καθολικοί χρησιμοποιούν τραγουδάκια εφάμιλλα αυτών που διαπρέπουν στο φεστιβάλ Σαν Ρέμο για να «προσεγγίσουν» τους πιστούς: Δηλαδή, να τους πειθαναγκάσουν να τους ακολουθήσουν. Οι ορθόδοξοι «ανακαλύπτουν» και επικαλούνται στοιχεία ανεκτικότητας, συλλογικότητας και κοινοκτημοσύνης, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, προσιδιάζουν στο δόγμα, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κείμενο και καμία θεωρητική τεκμηρίωση. Για να το πούμε αλλιώς: Οι ορθόδοξοι μπορεί να μην έκαψαν μάγισσες (ή, τουλάχιστον, να μην έκαψαν όσες θα ήθελαν), γιατί το κάψιμο των μαγισσών δεν ήταν πάντα πρώτη επιλογή των κοσμικών εξουσιών στις οποίες υπάγονταν.