Παρασκευή 19 Αυγούστου 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΖΟΡΤΖ ΡΟΜΕΡΟ
Η γη των ζωντανών νεκρών

Αν συγκρίνεις τη «Γη Των Ζωντανών Νεκρών» με την ταινία του Αλέν Κορνό «Ολα Τα Πρωινά Του Κόσμου», είναι σα να συγκρίνεις την ασχήμια με την ομορφιά! Από τη μια μεριά η βία και από την άλλη η ευαισθησία. Και, ωστόσο, και τα δυο είναι κινηματογραφικές ταινίες! Ελα «θεέ» μου! Ποιος «θεός», θα μου πείτε, το ταμείο προστάζει!

Το μενού του «ταμείου», λοιπόν, σήμερα έχει κρέας φιλέτο! Αντερα, στομάχια, καρδιές, νεφρά και μάτια ανθρώπινα, πεταγμένα ανάκατα στην οθόνη και γαρνιρισμένα με διάφορους παλικαρισμούς και ημιτελείς ροζ ιστορίες. (Δυστυχώς, μετά το δείπνο δεν προσφέρονται γιαούρτια, για τη γνωστή χρήση).

Τα ζόμπι έχουν καταλάβει τον πλανήτη και οι μόνοι διασωθέντες έχουν καταφύγει σε μια πόλη που προστατεύεται από ένα μεγάλο τείχος. Οι πλούσιοι (ψιλοταξική η ταινία!) προστατεύονται μέσα στους ασφαλείς ουρανοξύστες τους. Η πλέμπα, ο λαός, σέρνεται στους δρόμους. Και γίνεται εύκολη τροφή για τα αιμοβόρα ζόμπι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ειδικό κανόνι, που εξολοθρεύει ζόμπι, πέφτει σε λάθος χέρια. Καταλαβαίνετε...

Λέω να μη σας κουράσω περισσότερο.

Παίζουν (δυστυχώς): Ντένις Χόπερ, Ασια Αρτζέντο, Σάιμον Μπέικερ, Τζον Λεγκουιτζάμο.

ΔΥΟ ΜΟΝΟΝ...
«Οι μυρουδιές του Δεκαπενταύγουστου»!

Ενώ τα «θαύματα» στις τηλεοράσεις, και στις εκκλησίες, δίνουν και παίρνουν, και ο κόσμος σταυροκοπιέται από έκπληξη και αγανάκτηση, στις κινηματογραφικές αίθουσες (θερινές-χειμερινές) τα πράγματα είναι πιο «φυσιολογικά». Εδώ δε γίνονται θαύματα. Λίγος κόσμος, λίγες και οι καλές ταινίες!

Από τις έξι νέες ταινίες της βδομάδας μόνο δύο (η μία επανάληψη) αξίζουν να μνημονευτούν: «Ο Υποψήφιος Γαμπρός» και «Ολα Του Κόσμου Τα Πρωινά». Οι άλλες, «Η γη των ζωντανών νεκρών», «The Wedding Date», «Ο άντρας που μισούσαν οι γυναίκες» και η ελληνική «Η πόλη των θαυμάτων», δεν έδειξαν καμία διάθεση να ξεχωρίσουν. Η κάθε μια με τον τρόπο της ακολούθησε την πεπατημένη!

ΣΠΑΪΚ ΛΙ
Ο άντρας που μισούσαν οι γυναίκες

Τζον Τορτούρο, Μόνικα Μπελούτσι
Τζον Τορτούρο, Μόνικα Μπελούτσι
Θα αναρωτιέται κανείς, γιατί ο «Ρίζος» να σπαταλήσει έστω και μια στάλα μελάνι για ταινίες, όπως, «Ο άντρας που μισούσαν οι γυναίκες»; Η απάντηση είναι πως οι ταινίες αυτές είναι «ευρείας καταναλώσεως»! Που σημαίνει ότι βρίσκονται σε όλα τα μαγαζιά της γειτονιάς μας. Και ο απληροφόρητος θεατής, εντυπωσιασμένος, ίσως, από το περιτύλιγμα, χώσει το χέρι στην τσέπη και αγοράσει εισιτήριο!

Στην ουσία, λοιπόν, τα γραπτά μας δεν είναι κριτική, αλλά υγειονομικός έλεγχος! Προειδοποιούμε τον θεατή για την ποσότητα των βλαβερών ουσιών, για τα ακόρεστα λιπαρά, που περιέχουν αυτά τα «καλλιτεχνικά» έργα! Ο θεατής, βεβαίως, και θα αποφασίσει.

Ο Τζακ Αρμστρονγκ, απόφοιτος του Χάρβαρντ, κάτοχος ΜΒΑ και ειδικός σε θέματα βιοτεχνολογίας, απολύεται από τη δουλιά του, γιατί, ο ανόητος, πληροφόρησε την Επιτροπή Ασφαλείας και Οικονομικού Ελέγχου, για τις ύποπτες επιχειρηματικές συναλλαγές των αφεντικών του. Μετά την απόλυση, άνεργος και δυστυχής, δέχεται την πρόταση της πρώην φίλης του (και νυν λεσβίας), να πουλάει το σπέρμα του στις ομοφυλόφιλες γυναίκες, οι οποίες θέλουν να κάνουν παιδιά χωρίς, όμως, να είναι αναγκασμένες να παντρευτούν με άντρες (με γυναίκες δεν έχουν αντίρρηση).

Από το σημείο αυτό και μετά η ταινία μετατρέπεται σε ένα κακόγουστο ψιλοπορνό. Μέχρι που φτάνει στο τέλος, όπου ο φέρελπις αυτός νέος παντρεύεται την πρώην φίλη του και μαζί και τη φίλη της! (Προηγουμένως, με το σπέρμα του, η κάθε μια είχε γεννήσει και από ένα παιδί).

Να σας πω πως οι διανομείς (άμυαλοι; αφερέγγυοι;) προπαγανδίζουν την ταινία σαν «μια απολαυστική κοινωνική σάτιρα και, ταυτόχρονα, γερό πολιτικό σχόλιο για την Αμερική του σήμερα; Καμία έκπληξη! Ούτε και η αδικαιολόγητη παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι, επίσης!

Παίζουν: Αντονι Μακί, Κέρι Ουάσινγκτον, Ελεν Μπάρκιν, Μόνικα Μπελούτσι, Τζον Τορτούρο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΙΤΗΣ
Η πόλη των θαυμάτων

Το ζήτημα της ελληνικής παραγωγής είναι, κυρίως, ιδεολογικό ζήτημα! Πολλοί δημιουργοί κόντρα στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας κάνουν (απερίσκεπτα) του κεφαλιού τους. Και είναι το πρόβλημα διπλό, γιατί οι άνθρωποι αυτοί, δεν είναι ατάλαντοι, ούτε αδιαφορούν για τον κινηματογράφο. Τότε;

Οι δημιουργοί μας, μεγάλο μέρος των δημιουργών μας καλύτερα, κυρίως νέων ή παλαιών που παλιμπαιδίζουν, εκφράζοντας τα πιο ηττημένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, παράγουν καλλιτεχνικό έργο χωρίς πολιτικό προσανατολισμό και χωρίς ιδεολογική άποψη (άποψη, βέβαια, είναι και η μη άποψη).

Η ταινία του Δημήτρη Αθανίτη πάσχει (και αυτή) από πολιτική θέση. Ο Ελληνας σκηνοθέτης κινηματογραφεί την Αθήνα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων και την κινηματογραφεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Απομονώνει μερικές μικρές εγκεφαλικές (με την έννοια φτιαχτές) ιστορίες, που συνέβησαν (υποτίθεται) στο περιθώριο των Ολυμπιακών αγώνων και θεωρεί ότι ξόφλησε με αυτή τη μεγάλη υπόθεση! Θεωρεί ότι είπε το λόγο του, γι' αυτό το μεγάλο, έτσι και αλλιώς, γεγονός!

Αποστασιοποιούμενος, όμως, από την ουσία των Ολυμπιακών αγώνων, από τον τρόπο διεξαγωγής τους και από τους λόγους και τις αιτίες που τους έφεραν στην «Πόλη των θαυμάτων», μένουν μετέωρες και οι ιστορίες του. Θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σε οποιαδήποτε πόλη και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.

Λίγα στιγμιότυπα από την έναρξη και τη λήξη των αγώνων δε λύνουν το πρόβλημα. Ούτε «φτιάχνουν» ατμόσφαιρα, που πάνω της θα «καθίσει» το προσωπικό. Θα εκφραστεί το πανανθρώπινο. Σε καμία περίπτωση η φτωχή Ρωσίδα, που εκδίδεται στη διάρκεια των αγώνων, δεν αποκαλύπτει - και δε συσχετίζει - τη γενικότερη πορνεία (και εμπορευματοποίηση) των Ολυμπιακών αγώνων σήμερα. Επομένως;

Θεωρώ, πως μετά τις συνταγές για τα φαγητά και τους διάφορους οργασμούς των αγελάδων, μια καινούρια μόδα ενσκήπτει! Είναι η μόδα του χαβαλέ και του τίποτα! Εικόνες να κινούνται! Του κινηματογράφου, που ενθαρρημένος από τις υπουργικές παροτρύνσεις, στοχεύει (με κακό τρόπο) στο εισιτήριο. Με αποτέλεσμα, ικανοί κινηματογραφιστές, και ανάμεσά τους και ο Αθανίτης, να ξοδεύονται και να σπαταλιούνται!

Να θυμίσουμε το χρήμα, που έρευσε άφθονο και ανεξέλεγκτο; Να θυμίσουμε τις κάμερες και τα Ζέπελιν, που μας παρακολουθούσαν; Να πούμε για το ντόπινγκ και για τις πολιτικές σκοπιμότητες; Να μιλήσουμε για τα «έργα» και για τις «γόνδολες» του Καλατράβα; Να πούμε πως οι αγώνες, τελικά, δε φίλιωσαν ούτε μια στιγμή με την ελληνική κοινωνία;

Τα παραπάνω, και χιλιάδες άλλα γεγονότα και ερωτήματα, έμειναν έξω από την ταινία. Στη θέση τους είδαμε κάποιον που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει, αλλά τελικά του βγήκε σε καλό. Αφού γνωρίζοντας ένα μικρό κοριτσάκι, αγάπησε τα παιδιά και αποφάσισε να παντρευτεί την αγαπημένη του, που του ζητούσε επίμονα γάμο! Ακόμα και η Ρωσίδα έκανε την τύχη της, αφού την ερωτεύτηκε ένας Γάλλος(;). Αφού... Στ' αλήθεια, ρωτάω, αντιμετωπίζεται έτσι η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου; Ζητείται απάντηση!

Παίζουν: Δημήτρης Αλεξανδρής, Κατερίνα Διδασκάλου, Λήδα Ματσάγγου, Μπάμπης Χατζηδάκης, Εκάβη Ντούμα, Ολιβιέ Μπρέιγ.

ΚΛΕΡ ΚΙΛΝΕΡ
The wedding date

Εάν γλιτώσεις από τα ζόμπι, θα πέσεις πάνω στην ανοησία (δεν ξέρω πού κινδυνεύεις λιγότερο)! Η Κατ (καμιά σχέση με τη γάτα) επιστρέφει στο πατρικό της, για το γάμο της αδερφής της. Κουμπάρος στο «μυστήριο» θα είναι ο πρώην ερωτικός σύντροφος της Κατ. Η οποία Κατ (κοτζάμ..., να μην πω, τι!), για μην ντροπιαστεί, αφού τη συγκεκριμένη «ιστορική» στιγμή είναι μόνη, «νοικιάζει» ένα συνοδό. Ο οποίος συνοδός τής βγαίνει «μανούλι», το οποίο ερωτεύεται - και παντρεύεται - η πονηρή Κατ! (Και μετά παραπονιόμαστε που ο Μπους είναι αστροναύτης)!

Η ταινία δεν έχει ανάγκη από κριτική. Εχει ανάγκη από ψυχολόγο, ο οποίος θα εξετάσει τόσο τους δημιουργούς όσο και τους θεατές. Πέρα, όμως, από τα αστεία, οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος σίγουρα θα τα «παίξουν» όταν θα χρειαστεί να εξηγήσουν το γεγονός πώς μια κοινωνία που πέρασε στη μικροχειρουργική και κατέκτησε το διάστημα, εξακολουθεί να μπουσουλάει!

Παίζουν: Ντέμπρα Μέσινγκ, Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ, Εϊμι Αντμας, Πίοτερ Εγκαν.

ΤΕΡΕΖΑ ΝΤΕ ΠΕΛΕΓΚΡΙ - ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΧΑΡΑΡΙ
Ο υποψήφιος γαμπρός

Νόρμα Αλεάντρο, Γκιγιέρμο Τολέδο και Μαριάν Αγκιλέρα
Νόρμα Αλεάντρο, Γκιγιέρμο Τολέδο και Μαριάν Αγκιλέρα
Η ταινία «Υποψήφιος γαμπρός»δε διεκδικεί τον τίτλο της «μεγάλης ταινίας». Δεν απλώνεται σε δύσκολες περιοχές. Προσπαθεί να πλησιάσει τις ανθρώπινες σχέσεις και μέσα από αυτές να εξηγήσει και κάποια γενικότερα ζητήματα. Δεν κάνει προσπάθεια να λύσει το Μεσανατολικό. Την ικανοποιεί το μίνιμουμ. Αυτό, όμως, το μίνιμουμ, πρέπει να το τονίσουμε, είναι εξαιρετικά προσεκτικό και εξαιρετικά φροντισμένο. Τόσο στην κατασκευή όσο και στο περιεχόμενο.

Η μικρότερη κόρη μιας μικροαστικής ισπανικής οικογένειας φέρνει τον φίλο της, και μελλοντικό άντρα της, στο σπίτι των γονιών της, για να γνωριστούν. Η συγκεκριμένη οικογένεια είναι η οικογένεια της «διπλανής πόρτας», μιας οποιασδήποτε νοτιοευρωπαϊκής χώρας (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία). Μια οικογένεια, που είναι ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο! Τα μέλη της, μπλεγμένα στο καθημερινό μαγκανοπήγαδο, στην προσωπική επιβίωση, θύματα των προσωπικών εγωισμών και του κοινωνικού ανταγωνισμού, δεν έχουν καθαρό μυαλό, για να χειριστούν τη ζωή τους. Η επικοινωνία, σε όλα τα σκέλη της, είναι πέρα από προβληματική.

Η ταινία, όμως, δε σταματάει εδώ. Προσθέτει ένα, ακόμα, «δραματικό» στοιχείο. Ενα, ακόμα, «δυσεπίλυτο» πρόβλημα. Η συγκεκριμένη, έτσι και αλλιώς προβληματική, μικροαστική οικογένεια, είναι εβραϊκής καταγωγής και ο υποψήφιος γαμπρός Παλαιστίνιος! Το μικροαστικό «χάος» της μικροαστικής οικογένειας, με την άφιξη του γαμπρού-εχθρού, όπως αντιλαμβάνεστε, παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Στα «δύσκολα» και «άλυτα» καθημερινά μικροπροβλήματα, που ταλανίζουν την οικογένεια, προστίθεται το «χάος» της πολιτικής αντιπαράθεσης, το χάος δυο διαφορετικών πολιτισμών. Αβάσταχτος όγκος!

Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει το υλικό για μια άκρως δραματική ταινία. Οπως, επίσης, και το υλικό για μια άκρως πολιτική ταινία. Το ζευγάρι των σκηνοθετών (και συν-σεναριογράφων) Τερέζα ντε Πελέγκρι και Ντόμινικ Χαράρι (ζευγάρι και στη ζωή), χωρίς να παραβλέψουν τις παραπάνω παρατηρήσεις, ηθελημένα αποφόρτισαν το θέμα τους. Ελαχιστοποίησαν και «αλάφρωσαν» τα ζητήματα. Διάλεξαν σκόπιμα την κωμωδία σαν μέσο για να εκφραστούν. Και με αυτό το καταλυτικό μέσον, που σου επιτρέπει να πεις σοβαρά πράγματα χωρίς αναγκαστικά να προκαλείς αρνητικές αντιδράσεις, πλησίασαν το καυτό «πρόβλημα» και παρέσυραν τον θεατή στη λογική τους. Η οποία λέει: Κάντε διάλογο και όχι πόλεμο!

Η κωμωδία, λειτουργώντας σαν ηρεμιστικό, αποδυνάμωσε τα «πάθη» και επέτρεψε στους ήρωες, αλλά και στους θεατές, να δουν το πρόβλημα με καθαρότερο μάτι. Ακόμα και οι θεατές, που θα διαφωνήσουν με την «ειρηνόφιλη» άποψη των δημιουργών, θα συμφωνήσουν πως, πράγματι, το «χάος» παραμένει χάος ή και διευρύνεται ακόμα περισσότερο, γιατί οι άνθρωποι (μιλάμε για τους απλούς ανθρώπους, πάντα, και όχι για τα πάσης φύσεως συμφέροντα) δεν «κουβεντιάζουν». Δε χρησιμοποιούν τον διάλογο, για την κατανόηση και την επίλυση των διαφορών τους.

Φυσικά, ο διάλογος δεν είναι πανάκεια, που γιατρεύει όλες τις αρρώστιες. Είναι, όμως, ένα μέσον, που μπορεί να διευκολύνει τον άνθρωπο. Και με αυτή την παραδοχή κρίνουμε, τελικά, θετική την ταινία. Η οποία διαθέτει θαυμάσιους ηθοποιούς. Πολύ έξυπνο ντεκουπάζ (κινηματογραφική αφήγηση) και λειτουργικό μοντάζ (σωστή, στρωτή και γρήγορη συρραφή των πλάνων).

Παίζουν: Νόρμα Αλεάντρο, Γκιγιέρμο Τολέδο, Μαρία Μπότο, Μαριάν Αγκιλέρα, κ.ά.

ΑΛΕΝ ΚΟΡΝΟ
Ολα τα πρωινά του κόσμου

Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, Αν Μπροσέ
Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, Αν Μπροσέ
Η ταινία, «Ολα τα πρωινά του κόσμου», που είναι φορτωμένη με πάρα πολλά βραβεία και διακρίσεις, δεν είναι τόσο παλιά, για να τυγχάνει τέτοιας κακής μεταχείρισης (γυρίστηκε το 1991). Το καλοκαίρι δεν είναι καλός χρόνος, για ταινίες, που απαιτούν «ησυχία». Χώρους, δηλαδή, που το έργο τέχνης και ο θεατής, θα είναι ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς να γίνεται χαλασμός γύρω τους (κόρνες, τηλεοράσεις, μηχανάκια, απορριμματοφόρα). Τέλος, πάντων!

Η ταινία του Αλέν Κορνό, «Ολα τα πρωινά του κόσμου», πέρα από τις όποιες φιλοσοφικές διαφωνίες, κυρίως για τις «πηγές» της τέχνης και για το εάν η μίμηση της φύσης είναι τέχνη ή, ακόμα, αν μπορεί ο καλλιτέχνης να δημιουργεί απομονωμένος, είναι μια θαυμάσια ταινία. Μια ταινία αποδραματοποιημένη και ταυτόχρονα βαθιά συγκινησιακή. Αναφέρεται στη ζωή και το έργο δυο μουσικοσυνθετών του 17ου και 18ου αιώνα, του Μαρέν Μαρέ και του δασκάλου του, Κριστόφ ντε Σαίντ-Κολόμπ.

Ο Κριστόφ ντε Σαίντ-Κολόμπ ένα βράδυ βρίσκει τη γυναίκα του, που υπεραγαπούσε, νεκρή. Απελπισμένος φτιάχνει στον κήπο του σπιτιού του ένα εργαστήρι στο οποίο κλείνεται μέσα αυτός και η μουσική του. Η μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο είναι οι δυο κόρες του, τις οποίες διδάσκει μουσική και οι οποίες γίνονται θαυμάσιες βιολοντσελίστριες. (Η πρώτη από αυτές θα ερωτευτεί τον Μαρέν Μαρέ).

Η φήμη του, ωστόσο, έχει απλωθεί σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ο Λουδοβίκος ο 14ος τον καλεί να παίξει στην αυλή του. Ο Κολόμπ, όμως, πιστεύοντας ότι η τέχνη δεν είναι, δεν πρέπει να είναι διασκεδαστική, αλλά «πόνος ψυχής», αρνείται να υπακούσει. Πράξη ηρωική, βέβαια, για εκείνα τα χρόνια.

Ακριβώς σε εκείνη την περίοδο φτάνει κοντά του ο νεαρός συνθέτης Μαρέν Μαρέ. Ζητάει από τον Σαίντ-Κολόμπ να τον διδάξει μουσική. Εκείνος, εκτιμάει τη θέλησή του και το ταλέντο του στη σύνθεση, δε δέχεται, όμως, να ασχοληθεί μαζί του, γιατί τον θεωρεί «ακροβάτη» και «κλόουν» (διασκεδαστή) της αυλής, αφού παίζει για να ψυχαγωγήσει τον βασιλιά και τους αυλικούς. (Ο Μαρέ πέθανε σαν συνθέτης και μουσικός της βασιλικής αυλής). Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στους δυο άντρες, θα αναπτυχθεί μια σχέση, η οποία στο τέλος της ταινίας, και της ζωής του δασκάλου, θα καταλήξει σε εκτίμηση!

Λαβαίνοντας υπόψη το χρόνο, 17ος και 18ος αιώνας, και λαβαίνοντας, επίσης, υπόψη ότι και οι δυο συνθέτες έγραφαν μουσική για βιόλα, οι μουσικές που ακούγονται στην ταινία είναι απέραντα μελαγχολικές. Ομως, ταυτόχρονα εξαιρετικά αισιόδοξες, αφού είναι απόλυτα ειλικρινείς. Εχουν γραφεί όχι για να διασκεδάσουν, αλλά για να εκφράσουν συναισθήματα και αγωνίες. Στη μελαγχολία, ή μάλλον στην τρυφερότητα, της ταινίας, συνέτειναν η θαυμάσια φωτογραφία, τα κοστούμια και τα ντεκόρ. Επίσης, η λιτότητα στην παραγωγή. Πουθενά δε διακρίνεις διάθεση να εντυπωσιάσει. Προβάλλει μόνον τα απαραίτητα.

Η ταινία «Ολα τα πρωινά του κόσμου», είναι μια πράξη πολιτισμού. Ασχολείται με την ανώτερη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τη σκέψη, τη φιλοσοφία, την τέχνη. Ζητήματα με τα οποία θα ασχολούνται οι κοινωνίες του μέλλοντος. Οι κοινωνίες που θα έχουν λύσει τα πρωτόγονα ζητήματα που μας κλέβουν τον πολύτιμο χρόνο μας σήμερα.

Παίζουν: Ζαν Πιερ Μαρίλ, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Αν Μπροσέ, Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ