Πέμπτη 13 Ιούλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΣΑΣΤΙΝ ΛΙΝ
Μαχητές των δρόμων: Tokyo drift

Drift σημαίνει «σούζες» με το αυτοκίνητο. Για την ακρίβεια, οδήγηση με το πλάι. Και, για μεγαλύτερη ακρίβεια, σημαίνει, ότι όλα αυτά τα παιδιά που «διαγωνίζονται» με τις μοτοσικλέτες και τα αυτοκίνητα στις παραλιακές λεωφόρους και σκοτώνονται ή καταλήγουν σακατεμένα στα νοσοκομεία, κάπου έχουν διδαχτεί αυτόν τον τρόπο ζωής. Δεν ξύπνησαν μόνα τους ένα πρωί και είπαν, πάω να κάνω drift. Κάποιος τους άνοιξε τα μάτια!

Οι «Μαχητές των Δρόμων», λοιπόν, είναι το καλύτερο φροντιστήριο. Προτείνω η ταινία να αγοραστεί από το κράτος και να παίζεται στα Πανεπιστήμια, στα Λύκεια, στα Γυμνάσια, τα Δημοτικά. Αλλά και στα Νηπιαγωγεία, για να ξεκινήσουμε από την «πηγή», άμα θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα...

Τώρα, μην ψάχνετε για ιστορία, για αισθήματα, για εικόνες. Θα πήξει το μάτι σας από σίδερα και τα αυτιά σας από μαρσαρίσματα.

Παίζουν: Λούκας Μπλακ, Νάταλι Κέλι, Μπράιαν Τι, Σόνι Τσίμπα.

ΠΟΛ ΜΑΚ ΓΚΟΥΙΓΚΑΝ
Το στοίχημα του Σλέβιν

Η ταινία προσφέρεται, για μια έξοδο της «πλάκας». Σαν αυτές που βγαίνεις μια «βόλτα για να περάσει η ώρα». Εδώ θα περάσεις «δυο ευχάριστες ώρες» παρακολουθώντας ένα αστυνομικό θρίλερ, «γεμάτο ανατροπές».

Το ακόμα ευχάριστο στην ταινία είναι πως, ενώ παρακολουθείς μια αστυνομική ιστορία με πιστόλια, σφαίρες και κυνηγητά, δε σου πιάνεται η ψυχή. Ολα γίνονται λίγο πάνω από το ρεαλισμό. Και αυτή η μικρή υπερβολή λειτουργεί ανακουφιστικά. Δέχεσαι τα πράγματα περισσότερο για αστείο, παρά για πραγματικό. Σε αυτό βοηθούν και οι πολύ καλοί -στο είδος- ηθοποιοί!

Ενας «άτυχος» νέος εκλαμβάνεται από δυο γκαγκστερικές ομάδες ότι είναι κάποιος άλλος. Του την «πέφτουν», λοιπόν, και οι δυο. Ετούτος, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα, αντεπιτίθεται. Με τη βοήθεια του από «μηχανής θεού», ενός βετεράνου πληρωμένου δολοφόνου, θα βάλει μια τάξη στα πράγματα.

Θα μου πείτε, «γιατί όλα αυτά»; Γιατί, αλήθεια; θα σας απαντήσω! Εγώ σας είπα τι θα δείτε, δική σας είναι η απόφαση.

Παίζουν: Τζος Χάρτνετ, Σεμπέν Κίνγκλεϊ, Μόργκαν Φρίμαν, Μπρους Γουίλις, Λούσι Λίου, Στάνλεϊ Τούτσι.

ΤΖΕΪΜΣ ΓΚΑΡΤΝΕΡ
Ο δρόμος προς τη δόξα

Ταινία καλών προθέσεων. Με ένα πολύ καλό θέμα. Το οποίο, όμως, βούλιαξε μέσα στις σκοπιμότητες, τους δισταγμούς και τους ιδεολογικούς συμβιβασμούς. Ο Ντον Χάσκινς (αληθινό πρόσωπο και αληθινή ιστορία), το 1960 παίρνει στα χέρια του την ανύπαρκτη ομάδα μπάσκετ του κολεγίου «Texas Western Miners» και τη φέρνει στην κορυφή. Το σημαντικό, βέβαια, δεν είναι αυτή η πρωτιά! Αλλού βρίσκεται η ουσία. Η ομάδα του Χάσκινς ήταν η πρώτη μεικτή ομάδα μπάσκετ στην Αμερική (μαύροι και λευκοί μαζί)!

Αυτό σήμερα, ίσως, να ακούγεται -και να είναι- συνηθισμένο. Τότε, όμως, ήταν μια επανάσταση. Ιδιαίτερα στο Νότο! Οπου δέσποζαν οι φυλετικές διακρίσεις. Οπου ο μαύρος δεν ήταν άνθρωπος, αλλά πράγμα! (Ο μαύρος, βέβαια, και σήμερα στην Αμερική είναι «πράγμα» αλλά, σήμερα, επιτρέπεται να παίζει μπάσκετ μαζί με τους λευκούς)!

Δυστυχώς, ο Τζέιμς Γκάρτνερ, αλλά και οι σεναριογράφοι του, στάθηκαν στην επιφάνεια. Αποπροσανατόλισαν και αποπροσανατολίστηκαν από το θέμα! Εκαναν, βέβαια, κάποιες νύξεις, κάποιες αποκαλύψεις, όμως στάθηκαν μακριά από την πολιτική και την αλήθεια. Προσωποποίησαν και αποπολιτικοποίησαν την ιστορία. Εφτιαξαν, απλώς, μια ακόμα «περιπέτεια». Η οποία, για να πούμε και την αλήθεια, δεν έχει και τίποτα κινηματογραφικά σημαντικό ή κινηματογραφικά δυνατό να επιδείξει.

Παίζουν: Τζος Λούκας, Τζέιμς Ααρον, Τατιάνα Αλί.

Μεγάλες επαναλήψεις

Το «Ρασομόν», του Ακίρα Κουρασάβα και «Η Εκλειψη», του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ταινίες ατμόσφαιρας, έστω και αν παίζονται σε θερινά, όπου χάνεται μέρος της μαγείας τους, σας περιμένουν. Πρόκειται για δυο εξαιρετικές ταινίες. Θα περάσετε δυο βραδιές καλλιτεχνικής μυσταγωγίας και θα φορτώσετε τις πνευματικές μπαταρίες σας. Ιδιαίτερα με την πρώτη.

Δίπλα σας, βέβαια, παίζονται και οι άλλες ταινίες της εβδομάδας, «Ο δρόμος προς τη δόξα», του Τζέιμς Γκάρτνερ, «Το στοίχημα του Σλέβιν», του Πολ Μακ Γκούιγκαν, τα «Ταξιδιάρικα σύννεφα», του Τσάι Μινγκ-Λιανγκ και οι «Μαχητές των δρόμων: Tokyo Drift», του Τζάστιν Λι. Μην τις λάβετε σοβαρά υπόψη. Το ίδιο κάνουν και αυτές για εσάς, άλλωστε!

ΤΣΑΪ ΜΙΝΓΚ - ΛΙΑΝΓΚ
Ταξιδιάρικα σύννεφα

Για να υπάρξει «πρωτοποριακός» και «ανήσυχος» δημιουργός, πρέπει να υπάρχει και «πρωτοποριακό» και «ανήσυχο» περιβάλλον να τον εκθρέψει και να τον συντηρήσει!

Το περιβάλλον υπάρχει. Είναι κάποια, ακόμα και γνωστά, φεστιβάλ (Βερολίνο), κάποιοι κριτικοί (FIPRESCI), βρέθηκε και ο εξωτικός Ταϊβανέζος δημιουργός (Τσάι Μινγκ-Λιανγκ) και η σούπα έδεσε! Ενα κρυπτοπορνό, διανθισμένο με στιγμές ασιατικού-ευρωπαϊκού χαζομιούζικαλ, ονομάστηκε «ανήσυχη» δημιουργία και βραβεύτηκε, για την «καινοτομία στην τέχνη του κινηματογράφου»!

Από εδώ και πέρα, βέβαια, οι λέξεις και οι έννοιες χάνουν το νόημά τους. Και τα βραβεία, επίσης! Γιατί το μόνο πρωτοποριακό και καινοτόμο, που υπάρχει στην ταινία, είναι η χρήση του καρπουζιού. Χρησιμοποιήθηκε, προς χαρά των όπου Γης ανωμάλων, αντί της πολυμεταχειρισμένης γνωστής πλαστικής κούκλας! Και αποδείχτηκε πως αυτό πλεονεκτεί εκείνης, γιατί διαθέτει χυμούς, που δε διαθέτει η πλαστική κούκλα!

Σοβαρολογώντας τώρα, οφείλω μια απάντηση σε κάποιον που με πλησίασε στην προβολή και μου εξέφρασε το θαυμασμό του για την ταινία! Η Ταϊβάν έχει μετατραπεί σε εξωτικό πορνείο. Η Ταϊβάν έχει από τα φθηνότερα εργατικά χέρια. Η τέχνη της Ταϊβάν, η τέχνη του κ. Τσάι Μινγκ-Λιανγκ, με ποιους είναι; Φυσικά, με τη «διαφήμιση», που τραβάει το ενδιαφέρον των πάσης λογής Αμερικανών και Ευρωπαίων «τουριστών», που φτάνουν σε αυτή την πληγωμένη άκρη του κόσμου, για να «διασκεδάσουν», με πολύ χαμηλό κόστος, τα όποια βίτσια τους (εμπορικά, ερωτικά).

«Δεν έχει σημασία τι θέλει να πει η ταινία, αλλά τι αισθάνεσαι γι' αυτήν. Σκεφτείτε σχετικά με το τι αισθάνεστε», λέει ο «καινοτόμος» σκηνοθέτης. Καληνύχτα και καλή τύχη, συνάδελφε! Τίποτα δεν αισθάνομαι, γιατί δεν έχει τίποτα να μου πει. Και, επιπλέον, με έκανε να αηδιάσω και το καρπούζι!

Παίζουν: Λι Κανγκ-Σενγκ, Τσεν Σιανγκ-Γκίι, Λου Γι-Τσινγκ, Γιανγκ Κουέι-Μέι, Σουμόμο Γιοζακούρα.

ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ
Η έκλειψη

Αλέν Ντελόν - Μόνικα Βίτι, οι δύο πρωταγωνιστές του αριστουργήματος του Αντονιόνι
Αλέν Ντελόν - Μόνικα Βίτι, οι δύο πρωταγωνιστές του αριστουργήματος του Αντονιόνι
Δεύτερη ταινία επανάληψη της εβδομάδας, διαφορετική, αλλά το ίδιο, θα έλεγα, σημαντική. «Η Εκλειψη» γυρίστηκε το 1962, στην Ευρώπη, στην Ιταλία. Διαφορετικοί οι ήρωες, διαφορετικό το κοινωνικό περιβάλλον, διαφορετικά τα ερεθίσματα, διαφορετικοί οι προβληματισμοί! Η ταινία είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας του Αντονιόνι (Περιπέτεια, Νύχτα, Εκλειψη), που ασχολείται με τις ανθρώπινες σχέσεις, το χώρο και το χρόνο, το κοινωνικό περιβάλλον, την αποξένωση.

Στην «Εκλειψη» πρώτα πρέπει να φιλιώσεις με τους ρυθμούς. Που είναι σκόπιμα αργοί, σχεδόν εξοντωτικοί! Να φιλιώσεις, επίσης, με τα εξεζητημένα κάδρα, την καλλιγραφική αφήγηση. Αισθητική που έχει να κάνει με τη φορμαλιστική αντίληψη του σκηνοθέτη, αλλά και με το θέμα της ταινίας. Οσες αντιρρήσεις και να εκφράσεις για την αφηγηματική επιλογή του Αντονιόνι, δύσκολα θα βρεις άλλη φόρμα να προτείνεις. Το θέμα της ταινίας απαιτεί νοσηρές κινήσεις, άδειους γυάλινους και τσιμεντένιους χώρους, κενές «ψυχές». Αλλά και «ψεύτικες» γωνίες λήψεις, «φτιαχτές» ανθρώπινες στάσεις. Σα να «στήνεσαι» για φωτογραφία...

Μια αστή νεαρή γυναίκα, η Βικτόρια, είναι, ίσως, το μόνο πρόσωπο που αναπνέει ακόμα, έστω και αργά, μηχανιστικά, μέσα στο αποπνικτικό αστικό περιβάλλον της σύγχρονης Ρώμης. Και προσπαθεί... Απέναντί της, όμως, ορθώνεται το θορυβώδες χρηματιστήριο (το αστικό κράτος), το οποίο αγοράζει και πουλάει τα πάντα. Ο άνθρωπος, για το «χρηματιστήριο», αξίζει μόλις ένα λεπτό σιγής (όταν πεθάνει). Μετά το μονόλεπτο μνημόσυνο-φόρο τιμής, η αστική κοινωνία προχωράει ακάθεκτη στις αγοραπωλησίες της. Στην πορεία της προς τα ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, σπέρνει, γύρω της και πίσω της, πραγματικά πτώματα ή πεθαμένους-ζωντανούς ανθρώπους.

Ενα από αυτά τα ζωντανά-πτώματα είναι και η Βικτόρια. Η οποία προσπαθεί να βγει από το αδιέξοδο της μοναξιάς της, αλλάζοντας απλώς συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις, μένοντας, όμως, πάντα μέσα στο ίδιο περιβάλλον! Αποτέλεσμα: Η μια άθλια μέρα διαδέχεται την άλλη...

Στη Βικτόρια δεν πέρασε καν η ιδέα να δραπετεύσει. Ο Αντονιόνι είναι φορμαλιστής, αλλά είναι και νεορεαλιστής, όπου και όταν αυτό χρειάζεται! Δε θέλει να «σώσει» την ηρωίδα. Αυτό είναι εύκολο. Ενας άνθρωπος μπορεί να σωθεί! Αυτός θέλει να δείξει το αδιέξοδο του αστικού κράτους, του συστήματος. Το οποίο είναι καταδικασμένο να κρεμαστεί από το σκοινί που κατασκευάζει (και πουλάει).

Αδεια σπίτια, άδειοι δρόμοι, άδειες ανθρώπινες σχέσεις. Ο,τι και να δοκιμάσει η Βικτόρια τίποτα δεν της βγαίνει. Το περιβάλλον είναι συγκεκριμένο και, βέβαια, γεννάει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Φυσικό είναι η αναζήτησή της να πέφτει στο κενό. Και αυτή σε πνευματικό κώμα. ΄Η σε μια κρίση υστερίας... Το πιο πιθανό! (Θυμίζω την επόμενη ηρωίδα του Αντονιόνι, Τζούλια, σε επόμενη ταινία του, «Κόκκινη Ερημος»).

Οι μεγάλοι δημιουργοί δε φτιάχνουν ευκαιριακά έργα. Ο Αντονιόνι είχε ένα συγκεκριμένο προβληματισμό τον οποίο προσπάθησε να ξεδιπλώσει - με μεγάλη συνέπεια - σε όλο του το έργο. Του οφείλουμε, λοιπόν, σεβασμό!

Παίζουν: Μόνικα Βίτι, Αλέν Ντελόν, Φραντσέσκο Ραμπάλ.

ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΑΣΑΒΑ
Ρασομόν

Η ταινία γυρίστηκε το 1950! Το γεγονός ότι παίζεται ακόμα και ακόμα προκαλεί συζητήσεις, σημαίνει πως η αξία της είναι διαχρονική. Μιλάμε για ένα αληθινό έργο τέχνης. Δε συμφωνώ με πολλές απόψεις που ακούστηκαν, πως η ταινία, τάχα, δε δέχεται την αντικειμενικότητα της αλήθειας και γέρνει πως την εκδοχή της σχετικότητάς της. Οποιος διαβάζει έτσι την «Πύλη της Κολάσεως» (Ρασομόν) αδικεί τον μεγάλο Γιαπωνέζο δημιουργό και την ίδια την ταινία.

Αφορμή αυτής της «παρεξήγησης» στέκεται το θέμα της ταινίας. Τέσσερα άτομα έζησαν την ίδια ιστορία την οποία, όμως, ο καθένας τη διηγείται διαφορετικά! Η αλλοίωση της αλήθειας από τους ήρωες - αφηγητές δε γίνεται γιατί η αλήθεια έχει πολλές εκδοχές! Γίνεται, γιατί ο κάθε ήρωας - αφηγητής για προσωπικό του συμφέρον θέλει και παρουσιάζει τη δική του αλήθεια. Αυτή που τον εξυπηρετεί. Αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τη σχετικότητα της αλήθειας! Είναι μια πράξη συνειδητή και, βέβαια, συμφεροντολογική.

Πράξη συνειδητή και συμφεροντολογική θεωρώ, επίσης, και την κακοποίηση της ταινίας από αυτούς που έβαλαν σε συζήτηση αυτό το θέμα. Η ταινία δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Ούτε καν λέει αυτό που, ως ένα σημείο, θα ήταν «λογικό» να πει. Οτι η αντικειμενική αλήθεια, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και διαφορετικές προϋποθέσεις, μπορεί να «κατανοηθεί» διαφορετικά. Αυτό, βέβαια, δε θα έκανε λιγότερο αντικειμενική την αντικειμενική αλήθεια. Αλλο, λοιπόν, η κατανόηση της αλήθειας και άλλο η ύπαρξή της. Αυτοί που ελπίζουν ακόμα στον καπιταλισμό, για παράδειγμα, και δεν είναι αυτοί που έχουν συμφέρον να ελπίζουν, καταλαβαίνουν λάθος την «αξία» του και λάθος την εκτιμούν. Αυτό δε σημαίνει πως ο καπιταλισμός είναι διαφορετικός από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, γιατί κάποιοι, με λειψές γνώσεις και λειψές πληροφορίες, τον εξέλαβαν σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι.

Μια τέτοια συζήτηση, ίσως, θα είχε κάποιο νόημα. Γιατί, ενώ η αντικειμενική αλήθεια είναι καθαρή και τετράγωνη, πολύς κόσμος την αντιλαμβάνεται λαθεμένα; Ομως, ούτε αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Ο Κουρασάβα θέλει να δείξει πως ένα αντικειμενικό γεγονός, μια δολοφονία και ένας βιασμός, παρουσιάζεται με τέσσερες διαφορετικούς τρόπους, γιατί οι εμπλεκόμενοι δε λένε την αλήθεια.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, δε διαφεύγει από τον Κουρασάβα, ότι ο άνθρωπος ενεργεί έτσι ή αλλιώς, είναι μικρός ή μεγάλος, όχι γιατί είναι στη «φύση» του, αλλά γιατί διαμορφώθηκε να ενεργεί έτσι ή αλλιώς. Πράττει σύμφωνα με το χρόνο και το χώρο. Ενεργεί ανάλογα με τον πολιτισμό του και την ταξική του θέση. Οι ήρωές του Κουρασάβα δεν έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα, ούτε τους ίδιους σκοπούς επιδιώκουν. Αλλιώς αντιδρά ο ευγενής, αλλιώς ο ληστής, αλλιώς η γυναίκα! Και αυτό είναι φυσικό, γιατί το περιβάλλον έχει επιδράσει διαφορετικά στον καθένα.

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας - μελέτης δεν είναι κολακευτικά για τον άνθρωπο της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, του συγκεκριμένου γεγονότος. Ωστόσο ο Κουρασάβα, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, λέει πως «παρ' όλα αυτά, εγώ εμπιστεύομαι τον άνθρωπο! Είναι ικανός για το καλό. Και εκεί ποντάρω»! Η σκηνή στο τέλος του φιλμ, όταν ο ένας από τους εμπλεκόμενους, το ίδιο αναξιόπιστος με τους άλλους, πιάνει το μωρό στην αγκαλιά και το παίρνει μαζί του, βαδίζοντας αυτός και το μωρό προς ένα καλύτερο μέλλον, είναι το αισιόδοξο μήνυμα της ταινίας. Τα πράγματα θα αλλάξουν. Τα ψέματα θα τελειώσουν. Η αλήθεια, τελικά θα ειπωθεί ολόκληρη και όπως ακριβώς είναι. Ο άνθρωπος, και μέσα από τις αδυναμίες του, θα ανταποκριθεί, τελικά!

Η «Πύλη της Κολάσεως» ή η «Πύλη των Δαιμόνων» είναι η πύλη που μας οδηγεί στο «εσωτερικό» μας. Εκεί που κρύβουμε τη δύναμή μας και την αδυναμία μας. Στην ταινία η κεντρική πύλη, μεταφορικά, είναι η πύλη της παλιάς πρωτεύουσας της Ιαπωνίας, Κιότο. Εκεί, λοιπόν, στην πύλη αυτή, στην πύλη Ρασομόν, διαδραματίζεται ολόκληρη η ταινία. Η οποία με «φλας μπακ» μας παρουσιάζει τις τέσσερες διαφορετικές εκδοχές του ενός και του αυτού γεγονότος. Με το τέλος των αφηγήσεων η τραγωδία ολοκληρώνεται. Ολοι οι εμπλεκόμενοι έχουν υποστεί τις συνέπειες. Η κάθαρση έρχεται με την παραδοχή...

Πέρα από το υψηλό περιεχόμενο, φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η ταινία διαθέτει και το ίδιο υψηλή φόρμα. Ακόμα και σήμερα, αλλά οπωσδήποτε για την εποχή που γυρίστηκε, παραδίδει μαθήματα αφήγησης. Αλλού με γρήγορο πλανάρισμα, χωρίς να φαίνεται σπασμωδική, και αλλού με επιμονή στο ίδιο πλάνο, χωρίς να νιώσεις ότι αργεί, κρατάει το θεατή σε μια διαρκή αναστάτωση. Και αυτό καταδείχνει τη δύναμη του δημιουργού, γιατί στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια «μικρή ιστορία», ένα φόνο και ένα βιασμό. Η επανάληψη είναι εκεί και καραδοκεί!

Καραδοκεί για κάποιον που δεν ξέρει να κάνει το κάθε πλάνο, την κάθε εικόνα σημαντική. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει για τον Κουρασάβα. Η μηχανή του τοποθετείται σχεδόν πάντα στη σωστή θέση (κάδρο), κινείται σχεδόν πάντα με το σωστό τρόπο (τράβελινγκ, πανοραμίκ, «τιλ» πάνω - κάτω κλπ). Και τα κάνει όλα αυτά προσχεδιασμένα. Τίποτα τυχαία. Η ταινία είναι πλούσια στις επιλογές της. Ούτε σε μια στιγμή δε νιώθεις να επαναλαμβάνεται. Παρότι χρησιμοποιεί την επανάληψη (τέσσερες διαφορετικές αφηγήσεις πάνω στο ίδιο θέμα) σαν δραματουργικό στοιχείο. Κάθε φορά, κάθε αφήγηση, έχει τη δική της εκφραστική. Το δικό της αφηγηματικό τρόπο.

Πέρα από την αφηγηματική ποικιλία, που έτσι και αλλιώς αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, ο θεατής θα θαυμάσει και την εσωτερική δύναμη των πλάνων. Τη δύναμη που έχει να κάνει με το περιεχόμενό τους, αλλά και με τη χρήση της σκιάς και του φωτός, σε κάθε ένα από αυτά. Η ταινία είναι μια πλήρης ταινία, φορτωμένη και φορτισμένη από τη θεατρική ιαπωνική παράδοση (θέατρο Νο, Καμπούκι). Δεν είναι τυχαία η αντοχή της στο χρόνο. Ούτε οι διακρίσεις και τα βραβεία που κέρδισε. Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, Χρυσός Λέων Φεστιβάλ Βενετίας, Μια από τις Δέκα Καλύτερες Ταινίες Ολων των Εποχών!

Το θέμα της ταινίας στηρίζεται σε διηγήματα του μεγάλου Γιαπωνέζου διηγηματογράφου Ριονοσούκε Ακουάγκαβα, ο οποίος το 1927, όταν ο Κουρασάβα ήταν 17 ετών, αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 35 ετών. Ερμηνεύεται, δε, από θαυμάσιους ηθοποιούς.

Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Μασαγιούκι Μόρι, Ματσίκο Κίο, Τακάσι Σιμούρα, Μινόρου Τσιάκι, Κιτσιχίρο Ουέντα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ