Το πόσο υποκριτική είναι φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ περιορίζει το μαθητικό πληθυσμό στην κρίσιμη ηλικία των 16-18 χρόνων, ενώ περιορίζει τις εκπαιδευτικές δυνατότητες (123 σχολικές μονάδες κατά μέσο όρο το χρόνο καταργούνται στη χώρα μας), ενώ σκόπιμα ανεβάζουν τον πήχη των εξεταστικών απαιτήσεων και υποβαθμίζουν την ποιότητα της εκπαιδευτικής εργασίας, μας εμπαίζουν με την καθιέρωση της ενισχυτικής διδασκαλίας.
Αυτή η καθιέρωση της, τάχα, ενισχυτικής διδασκαλίας δείχνει και το δημοκοπικό χαρακτήρα του μέτρου. Την ώρα που περιορίζεις το μαθητικό πληθυσμό, ποιον ενισχύεις με την ενισχυτική σου πρακτική; Αυτοί που κατορθώνουν να περάσουν το μαραθώνιο των αλλεπάλληλων εξετάσεων, έχουν την ανάγκη της ενισχυτικής διδασκαλίας; Κι αυτή η ενισχυτική επιχείρηση θα έχει ασφαλώς την τύχη του λυκειακού κέντρου της εποχής του Αποστόλη του Κακλαμάνη. Είναι κοινό μυστικό πώς τα παιδιά κατορθώνουν να υπερπηδούν τις εξετάσεις: «Ολα τα σχολεία είναι καλά, αν διαλέξεις ένα καλό φροντιστήριο», έλεγε στη Θεσσαλονίκη μια παλιά διαφήμιση της πρώτης φάσης του εκσυγχρονισμού. Τα φροντιστήρια της Γ` Λυκείου με τα άλλα συναφή έξοδα στοιχίζουν 150 περίπου χιλιάδες το μήνα στον οικονομικό προϋπολογισμό της ελληνικής οικογένειας. Και φυσικά τα πληρώνουν όσοι έχουν. Τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων αποκλείονται εκ προοιμίου. Θα πρέπει να τους πιστέψουμε πως με την ενισχυτική διδασκαλία θα αντισταθμίσουν αυτή την κραυγαλέα ανισότητα;
Οι κοινωνικές ανισότητες υπάρχουν και λειτουργούν στην εκπαίδευση, αλλά δεν παράγονται μέσα στο σχολείο. Είναι εισαγόμενες από την ανισότητα της κοινωνικής ζωής μέσα στην οποία εκκολάπτονται. Και δεν είναι οι «μαθησιακές δυσκολίες» που εμποδίζουν την πρόοδο των παιδιών. Είναι η ανεπάρκεια του σχολείου, που δεν κατορθώνει να καλλιεργήσει και σωστά μάλιστα το σύνολο των παιδιών του ελληνικού λαού. Προσπαθούν πάντως να περάσουν τη συνείδηση των γονέων ότι τα παιδιά των λαϊκών (γιατί περί αυτού πρόκειται) στρωμάτων «δεν τα παίρνουν τα γράμματα» και συνεπώς καλώς επιχειρούν να τα απωθήσουν από τις παραπέρα σπουδές και να τα εγκλωβίσουν στα δήθεν ΤΕΕ, τα οποία δεν είναι ούτε τεχνικές ούτε επαγγελματικές σχολές, αλλά χώροι 3ετούς απασχόλησης, που οδηγούν κατευθείαν στην κατηγορία των απασχολήσιμων (μια συγκεκαλυμμένη ονομασία της ανεργίας).
Επειτα αυτό το «ενισχυτική διδασκαλία» δε λέει τίποτε απολύτως. Το ελληνικό σχολείο δεν παράγει ήθος κοινωνικό, αφού στηρίζεται στον ανταγωνισμό και συνεπώς δεν ενώνει, αλλά χωρίζει τους νέους, δεν παράγει πολιτισμό (είναι γνωστό και πανθομολογημένο ότι η πνευματική καθίζηση και τα φαινόμενα της υποκουλτούρας, προϊόντα του συστήματος, δημιουργούν τέλμα). Εμ, να μην παρέχει και γνώση; Γιατί σε τι άλλο σκοπεύει η ενισχυτική διδασκαλία πέρα από την ενίσχυση των γνώσεων, το πρόσχημα δηλαδή του εκπαιδευτικού αποκλεισμού, που και αυτές δε δίνει το σχολείο στην κανονική του φάση; Προφανώς εδώ έχουμε μια καθαρή ομολογία της χρεοκοπίας της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Τώρα αν η επιστημονική ηγεσία της εκπαίδευσης δεν το αντιλαμβάνεται και νομίζει ότι έτσι λύνει το πρόβλημα, τόσο το χειρότερο. Είναι μια θλιβερή περίπτωση. Οσο βέβαια για την πολιτική ηγεσία, τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Πολιτικοί διαχειριστές κάποιων χρήσεων και ξεκαθαρισμένων εντολών του συστήματος. Το κακό είναι ότι αντί να συναισθάνονται τις συνέπειες και τις ευθύνες των πράξεών τους, κομπάζουν και από πάνω για το κατόρθωμά τους να περιορίσουν την παιδεία. Ο μόνος βέβαια που μπορεί να τους τιμωρήσει είναι ο ελληνικός λαός, αν κάποτε απεγκλωβιστεί από τις ψευδαισθήσεις των κενών λόγων.
ΚΕΙΜΕΝΑ - ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Ανθή ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το πρόγραμμα της «πρόσθετης διδακτικής στήριξης», «άνοιξε» και την «όρεξη» των φροντιστηριαρχών, οι οποίοι κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά έκαναν πρόταση, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αναλάβουν οι ίδιοι την ενισχυτική διδασκαλία. Στόχος και σε αυτή την περίπτωση τα μεγάλα κονδύλια που διατίθενται από το ΕΠΕΑΕΚ, για να λειτουργήσουν τα προγράμματα αυτά. Συγκεκριμένα, οι φροντιστές ζητούσαν το εξής: «να δίνονται τα χρήματα που θα διατεθούν από το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, στην οικογένεια του μαθητή και αυτός να επιλέξει το φροντιστήριο στο οποίο θα ήθελε να παρακολουθήσει την πρόσθετη ενισχυτική διδασκαλία, όπως γίνεται με τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ και τα φαρμακεία» (διατύπωση από την ιστοσελίδα στο Ιντερνετ της ΟΕΦΕ).
Ετσι, η πρόσθετη διδακτική στήριξη, ενταγμένη εξολοκλήρου στα ευρωπαϊκά προγράμματα και κονδύλια, λειτουργεί στην ουσία σαν ένας μηχανισμός καλύτερης απορρόφησης των κονδυλίων αυτών. Μάλιστα, σύμφωνα με καταγγελίες, υπήρξαν περιπτώσεις τμημάτων που διατηρήθηκαν με δυναμικό έναν ή δύο μαθητών, ή ακόμα και κανένα μαθητή, μόνο και μόνο για να λειτουργήσει ο θεσμός και να «απορροφηθούν» τα κονδύλια.
Οι λαϊκές οργανώσεις και οι εκπαιδευτικοί βρέθηκαν στον δρόμο για την ουσιαστική αναβάθμιση στην εκπαίδευση και όχι για μπαλώματα |
Επειδή όμως δεν προβλέπεται η οικονομική ενίσχυση των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση στέλνει σαφές μήνυμα ότι αν θέλουν περισσότερα χρήματα πρέπει να δουλέψουν και περισσότερο. Ομως και όσοι από αυτούς εργάζονται στα τμήματα της πρόσθετης διδακτικής στήριξης, σίγουρα δεν έχουν λύσει το οικονομικό τους πρόβλημα, αφού ακόμα και σήμερα τους οφείλουν μέρος των μισθών τους του τελευταίου τριμήνου. Το μεροκάματο μάλιστα των εκπαιδευτικών στα τμήματα αυτά είναι την ημέρα 6.000 μεικτά (περίπου 5.000 δραχμές «καθαρά»).
Μάλιστα, στα προγράμματα αυτά ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει σε ένα μεγάλο ποσοστό, εκπαιδευτικοί ωρομίσθιοι. Η εργασία όμως που προσφέρουν δεν υπολογίζεται πουθενά. Συγκεκριμένα, όπως μας επισήμαναν εκπαιδευτικοί που στελεχώνουν αυτά τα τμήματα, η εργασία που προσφέρουν οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί δεν αναγνωρίζεται στο μέλλον, ούτε στη σύνταξη αλλά ούτε και ως χρόνος προϋπηρεσίας. Είναι δηλαδή, σαν να μην έχουν εργαστεί αυτό το διάστημα. «Ενας χρόνος χαμένος», όπως χαρακτηριστικά μας είπαν.
Επίσης, επειδή ακριβώς δεν είναι μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό, πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί που στελεχώνουν τα τμήματα αυτά δεν έχουν και την ανάλογη εμπειρία και πείρα ώστε να διδάσκουν στους μαθητές. Επιπλέον, δεν μπορούν και να ελεγχθούν και αν είναι κατάλληλοι γι' αυτή τη θέση, που υποτίθεται ότι ενισχύουν διδακτικά τους μαθητές που έχουν «ανάγκη». Το γεγονός αυτό, όπως μας επισήμαναν, διαψεύδει το υπουργείο Παιδείας, το οποίο διατυμπάνιζε ότι με την κατάργηση της επετηρίδας, επιλέγει τους καλύτερους εκπαιδευτικούς μέσα από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Και αυτό γιατί οδηγεί στην παύση κάθε ελέγχου στην πρόσληψη των εκπαιδευτικών, καθώς προωθείται η επιλογή τους ανά σχολική μονάδα (μέσα από τις Επιτροπές Παρακολούθησης Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης) και χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια.
Μάλιστα, ένα ακόμα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται στο πρόγραμμα αυτό, είναι η γραφειοκρατία αλλά και οι πολλές ώρες που αναλώνει ο καθηγητής που είναι υπεύθυνος για το πρόγραμμα σε κάθε σχολείο. Ασχολείται πολλές ώρες με το πρόγραμμα αλλά η αποζημίωση που λαμβάνει δεν ανταποκρίνεται στις ώρες που έχει αφιερώσει.
Με επικοινωνιακή καμπάνια στην έναρξη της σχολικής χρονιάς επιχειρεί το υπουργείο Παιδείας να συγκαλύψει την αντιεκπαιδευτική πολιτική του
Είπαν ΟΧΙ στην εμπορευματοποίηση της Παιδείας |
Ετσι, το πρόγραμμα της «πρόσθετης διδακτικής στήριξης» στα σχολεία έχει δομηθεί σύμφωνα με τα πρότυπα λειτουργίας των φροντιστηρίων. Και αυτό γιατί η «βοήθεια» προς τους μαθητές δεν παρέχεται μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας του σχολείου, αλλά ακριβώς μετά τη λήξη του διδακτικού ωραρίου, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα του φροντιστηρίου. Ολα αυτά όμως γίνονται χωρίς να υπάρχουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να στηριχτεί και να δομηθεί αυτό το πρόγραμμα, αλλά και να αναβαθμιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Μέτρα που συνεπάγονται τη μείωση των μαθητών ανά τμήμα, την ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την οικονομική ενίσχυση των σχολικών μονάδων, αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών, την εξασφάλιση της απαραίτητης υποδομής.
Οι μαθητές με τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση ανέδειξαν τον αντιπαιδαγωγικό της πυρήνα |
Ετσι, το σχολείο αντί να εξυπηρετεί την ανάγκη των νέων ανθρώπων για ολόπλευρη μόρφωση, αλλά και για καλλιέργεια σταθερής και ολοκληρωμένης προσωπικότητας, θα τους ετοιμάζει ώστε να γίνουν καλύτεροι «μαραθωνοδρόμοι» που θα προπονούνται στο στίβο των... εξετάσεων. Δεν είναι μόνο οι μαθησιακές δυσκολίες, η αμέλεια ή τα γνωστικά κενά που στέκονται εμπόδιο στην πρόοδο των μαθητών. Αιτία είναι η ίδια η ανεπάρκεια του σχολείου, που δεν κατορθώνει να δίνει ολόπλευρη μόρφωση. Αυτό από ένα άλλο σχολείο θα προκύψει και αυτό είναι το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό Υποχρεωτικό Σχολείο.
Γίνεται δηλαδή ξεκάθαρο και ολοφάνερο, ακόμα και για τον πιο δύσπιστο, ότι η «πρόσθετη διδακτική στήριξη» δεν επιδιώκει να δώσει λύση σε υπαρκτά προβλήματα, αλλά βασίζεται στα προβλήματα αυτά και προσπαθεί να αποκρύψει, μέσα από τις «φαμφάρες» και τα ωραία λόγια, τις αιτίες που τα προκαλούν.
Το πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας δεν είναι κάτι καινούριο στην εκπαιδευτική διαδικασία και δεν αποτέλεσε «καινοτομία» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Θεσμοθετήθηκε με τον Ν. 1566/85, όπου υπήρχε σχετική διάταξη για «ενισχυτική διδασκαλία», η οποία όμως ποτέ δεν αναπτύχθηκε.
Ετσι όπως λειτουργούν τα τμήματα της πρόσθετης διδακτικής στήριξης δεν αποβλέπουν σε μακροπρόθεσμους στόχους και, όπως τονίζουν εκπαιδευτικοί, το πιθανόν είναι να μην πετύχει ο θεσμός, αφού δεν έχει μια σταθερότητα. Επισημαίνουν, μάλιστα, ότι όλη η φιλοσοφία του προγράμματος ξεκινά και τελειώνει με τη λογική ότι αφού υπάρχουν τα κονδύλια από την ΕΕ, πρέπει να γίνει κιόλας.
Μάλιστα, πέρσι, τα τμήματα αυτά ξεκίνησαν να λειτουργούν προς τα τέλη του Οκτώβρη, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές ήδη να έχουν επιλέξει ένα ιδιωτικό φροντιστήριο, ενώ τα μαθήματα στα τμήματα τελείωσαν πριν ξεκινήσουν οι εξετάσεις. «Στην εξεταστική περίοδο που χρειάστηκαν οι μαθητές τα μαθήματα αυτά, τότε σταμάτησαν να λειτουργούν», μας είπαν χαρακτηριστικά.
Επίσης, για τους μαθητές που παρακολουθούσαν τα τμήματα αυτά προβλεπόταν η καταβολή ενός ποσού για την ημιδιατροφή τους, ύψους 500 δραχμών την ημέρα. Ομως η πριμοδότηση αυτή ξαφνικά σταμάτησε.