Κυριακή 6 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2002 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Στην πεπατημένη της υποχρηματοδότησης
  • Με γνώμονα την πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου
  • Ενίσχυση της κατάρτισης σε βάρος της εκπαίδευσης

Η πορεία που θα ακολουθηθεί στην εκπαίδευση για τη χρονιά που μόλις άρχισε φαίνεται εκτός των άλλων, από τα κονδύλια που προϋπολογίζονται από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2002 με αμφίβολο, όπως δείχνει η πρακτική των τελευταίων χρόνων, το αν θα εκτελεστούν. Ετσι τα στοιχεία δείχνουν ότι θα συνεχιστεί η υποχρηματοδότηση ενώ η λαϊκή οικογένεια, για άλλη μια χρονιά αναγκάζεται να διπλοπληρώνει την αναχρονιστική και αντιδημοκρατική εκπαίδευση για τα παιδιά της, ενισχύοντας παράλληλα το σύστημα της παραπαιδείας για φροντιστήρια, ξένες γλώσσες και υποτιθέμενη κατάρτιση.

Ο νέος Γενικός Κρατικός Προϋπολογισμός (ΓΚΠ) για το 2002, όσον αφορά στις δαπάνες για την παιδεία, χαρακτηρίζεται από τη σοβαρή μείωσή τους, σε σχέση με το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν, επί των συνολικών δαπανών που προβλέπονται στον ΓΚΠ.

Δαπάνες

Το 2001 οι δαπάνες που προβλέπονταν για την παιδεία αντιπροσώπευαν το 8,27% των δαπανών του ΓΚΠ. Τελικά, με την πραγματοποίηση του ΓΚΠ για το έτος 2001 οι δαπάνες αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο το 7,3% ή 3.807,73 εκατομμύρια ευρώ. Ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει λοιπόν τη σοβαρότατη μείωση που θα υποστούν αυτές οι δαπάνες, όταν στον ΓΚΠ για το 2002 προβλέπεται να δοθεί μόνο το 7,4% ή 4.243,43 εκατ. ευρώ.


Στο σημείο αυτό επίσης πρέπει να σημειώσουμε:

  • Η επιχορήγηση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ) για εκπαιδευτικές δαπάνες είναι κατά 1,2% μειωμένη σε σχέση με το 2001. Η επιχορήγηση αυτή δίνεται μόνο για τη μεταφορά των μαθητών (εντεινόμενο πρόβλημα στην επαρχία, ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα χωριά), και είναι μειωμένη σε σχέση με πέρυσι, που δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα, λόγω της έλλειψης κονδυλίων για την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς των μαθητών. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει φορτωθεί και με όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη συντήρηση, επισκευή σχολικών κτιρίων κλπ, για τα οποία δεν προβλέπεται ούτε ένα ευρώ στον ΓΚΠ, γίνεται καθαρό ότι στη λογική της ανταποδοτικότητας και της εμπορευματοποίησης οι δαπάνες για την εκπαίδευση θα καλύπτονται μέσω της αύξησης των δημοτικών τελών και της συμμετοχής των γονέων στα έξοδα
  • Μηδενίζεται κάθε είδους επιχορήγηση του ΥΠΕΠΘ προς τις Σχολικές Επιτροπές (από 2,05 εκατ. ευρώ το 2001, σε 0 το 2002).
  • Η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, μέσω του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων είναι μειωμένη κατά 8,2% σε σχέση με το 2001, όταν οι ανάγκες αυξάνονται δραματικά, σε αντίθεση με την κατάρτιση, οι δαπάνες για την οποία προβλέπεται ν' αυξηθούν κατά 32,9%. Προκρίνεται λοιπόν η στήριξη της πολιτικής που στοχεύει στον περιορισμό της εκπαίδευσης της μεγάλης πλειοψηφίας των νέων και την υποκατάσταση της μαζικής, συστηματικής εκπαίδευσης με σύντομες, ευέλικτες και τυποποιημένες "καταρτίσεις", που θα πρέπει να συλλέγονται εφ' όρου ζωής, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου. Για την έρευνα επίσης, προβλέπεται σοβαρή μείωση των δαπανών, που φτάνει το 39,6% (βλέπε ΠΙΝΑΚΑ 1).
  • Αλλά και οι δαπάνες που προβλέπονται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για το ΥΠΕΠΘ το έτος 2002, είναι μειωμένες κατά 8,6%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
  • Η κυβέρνηση προχωρά στη μείωση της επιχορήγησης προς τον ΟΕΔΒ για το έτος 2002.
  • Οι δαπάνες για βιβλιοθήκες και ιστορικά αρχεία είναι μειωμένες κατά 6%, σε αντίθεση με το ποσό που προβλέπεται να δαπανηθεί για το σύστημα επιλογής, τις εισιτήριες εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο αυξάνεται κατά 413,45% (βλέπε ΠΙΝΑΚΑ 2).
  • Και στο ζήτημα της επιμόρφωσης φαίνεται ότι τα κονδύλια συνάδουν με την κυβερνητική κατεύθυνση σχετικά με το ρόλο της. Γίνεται φανερή η αντικατάσταση της ανάγκης για ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών με την υποβαθμισμένη σεμιναριακή «κατάρτιση», για προσαρμογή στην ανάγκη διαμόρφωσης εκπαιδευτικών «χειραγωγημένων», που θα διεκπεραιώνουν την κυβερνητική πολιτική, γι' αυτό οι δαπάνες για τη συγκρότηση των Σχολών Εκπαίδευσης Διδακτικού Προσωπικού (πληρωμές επιμορφωτών κλπ), αυξάνονται κατά 213% (υπενθυμίζουμε ότι η αύξηση που είχε δοθεί από τον περσινό προϋπολογισμό ήταν της τάξης του 1.726%!).
  • Αποτελεί τεράστια πρόκληση η αύξηση της εισφοράς της χώρας μας κατά 216%, μέσω του προϋπολογισμού του ΥΠΕΠΘ, στον ΟΟΣΑ, ο οποίος αποτελεί τον κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό οργανισμό που χαράσσει τις αντιεκπαιδευτικές και αντιλαϊκές κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας μας.
Δραματικές οι συνέπειες της «μεταρρύθμισης»

Τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ για τις δραματικές συνέπειές της, στη μόρφωση και τη ζωή της νεολαίας, ιδιαίτερα των παιδιών των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων:

  • Οι ταξικοί φραγμοί ενισχύθηκαν. Ο αριθμός των μαθητών που διεκδίκησαν φέτος απολυτήριο Λυκείου έφτασε μόλις τις 63.768, ενώ το 1997, πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης», απολυτήριο αποκτούσαν διπλάσιοι μαθητές (περισσότεροι από 120.000). Το χειρότερο είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπει ή δε συνεχίζει στο Λύκειο, δε φοιτά ούτε στα ΤΕΕ ή σταματά στον πρώτο κύκλο τους.
  • Ετσι το 25%των αποφοίτων του Γυμνασίου, σταματά εντελώς πριν τα 18 του χρόνια το σχολείο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης» ήταν 2%. Συγκεκριμένα από τους 120.430 αποφοίτους του Γυμνασίου της σχολικής χρονιάς 1997-1998, κάπου 30.000 εγκατέλειψαν κάθε μορφής εκπαίδευση.
  • Οι απόφοιτοι των ΤΕΕ, αν και τυπικά έχουν το δικαίωμα συμμετοχής σε ειδικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα ΤΕΙ, ουσιαστικά δεν μπορούν να το ασκήσουν, αφού η υποβαθμισμένη εκπαίδευσή τους είναι απαγορευτική για τη συνέχιση των σπουδών. Ενδεικτικά, μόνον οι μισοί από τους μαθητές που φοιτούσαν στο Β' κύκλο των ΤΕΕ (14.710 από τους 26.675 μαθητές), τόλμησαν να συμμετάσχουν στις φετινές εξετάσεις και μόλις το 10% των μαθητών (2.721 μαθητές) κατόρθωσε να εισαχθεί, ενώ οι διατιθέμενες θέσεις ήταν 3.500.
  • Η ανώτατη εκπαίδευση μαζικοποιείται, αλλά ταυτόχρονα διασπάται σε δύο κύκλους (προπτυχιακό και μεταπτυχιακό ειδίκευσης). Ετσι υποβαθμίζεται και μετατοπίζεται στα μεταπτυχιακά, για πολύ λιγότερους και ταξικά επιλεγμένους, με εξετάσεις και δίδακτρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ΤΕΙ, που πρόσφατα εντάχθηκαν χωρίς καμία προϋπόθεση αναβάθμισής τους στην ανώτατη εκπαίδευση, ένα πολύ μικρό ποσοστό των σπουδαστών ολοκληρώνει τις σπουδές του. Η συντριπτική πλειοψηφία τις εγκαταλείπει, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου και του υψηλού και χωρίς αντίκρισμα κόστους τους. Π.χ., στο ΤΕΙ Πειραιά που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ΤΕΙ, μόλις το 25% των σπουδαστών αποκτά πτυχίο.
H ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση εντάθηκε

Για τα παιδιά των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων το κόστος της εκπαίδευσης γίνεται ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση των σπουδών τους, ιδιαίτερα στο Λύκειο και στα ΑΕΙ - ΤΕΙ. Μέχρι 200.000 δρχ το μήνα πληρώνουν, κατά μέσο όρο, οι γονείς για το φροντιστήριο ενός μαθητή, που χωρίς αυτό δεν τελειώνεις το Λύκειο. Μέχρι 50.000 δρχ το μήνα για ξένη γλώσσα, που χωρίς αυτήν δε στέκεσαι. Πάνω από 1.500.000 δρχ το χρόνο κοστίζουν οι σπουδές «εκτός έδρας». Στα παραπάνω προστίθεται ο εντεινόμενος εξαναγκασμός των γονιών να συμβάλουν στα έξοδα ακόμη και του δημόσιου σχολείου.

Το σχολείο της αποστήθισης, της στείρας αποθήκευσης πληθώρας ασύνδετων γεγονότων, τύπων και αριθμών, το σχολείο-φροντιστήριο των αποχυμωμένων, νεκρών γνώσεων, καλλιεργεί την αποστροφή και την απόγνωση στους μαθητές του. Τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία του σημερινού σχολείου, περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, εξαιτίας της συνεχούς υπερφόρτωσής τους με ολοένα και πρόσθετες περιττές, ποσοτικές γνώσεις οδηγούν σε αποδιοργάνωση τη σκέψη του μαθητή.

Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία, βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τις διακηρύξεις του υπουργού Παιδείας για επαναστατικές τομές και απλόχερη χρηματοδότηση της παιδείας, αλλά κυρίως βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες για ολόπλευρη μόρφωση όλων των παιδιών, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις. Πολύ περισσότερο που η χρόνια υποχρηματοδότηση της παιδείας στη χώρα μας, η οποία καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ευρώπη, έχει συσσωρεύσει σωρεία άλυτων προβλημάτων που διαρκώς μεγαλώνουν.

Τη βαθιά αντιδραστική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης μέσω των Ν. 2525/97 και 2640/98 συνοδεύουν και μια σειρά αντιεκπαιδευτικών μέτρων που υπαγορεύονται από τα ασφυκτικά πλαίσια του προϋπολογισμού για την παιδεία. Πρόκειται για την πολιτική κατάργησης ή συγχώνευσης σχολείων που συνεχίζεται και μέχρι σήμερα οδήγησε σε κλείσιμο εκατοντάδων νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και λυκείων, τη ρητή κατεύθυνση του υπουργείου Παιδείας για μαζικές συμπτύξεις τμημάτων, ώστε να επιστρέψουμε σε τμήματα των 30 και 35 μαθητών.

Ετσι για τους μαθητές των απομακρυσμένων από τις πόλεις αγροτικών περιοχών, όπου η συρρίκνωση των σχολείων είναι μεγαλύτερη εξαιτίας του ξεκληρίσματος της φτωχής αγροτιάς, η πρόσβαση στο σχολείο γίνεται απαγορευτική. Για τους υπόλοιπους η φοίτηση στα σχολεία που απομένουν γίνεται κάτω από τις απαράδεκτες παιδαγωγικά συνθήκες των συστεγάσεων, της διπλοβάρδιας και των πληθωρικών τάξεων.


Δ. Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ