Τετάρτη 5 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Παλιό και νέο ελληνικό έργο
«Μελτεμάκι» στο «Λαμπέτη»

«Λιωμένο βούτυρο», στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
«Λιωμένο βούτυρο», στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Ο Παντελής Χορν υπήρξε μεγάλος μάστορας της ελληνικής δραματουργίας. Τα έργα του, ανθεκτικά στο χρόνο, διδάσκουν με την ελληνική ταυτότητά τους, την αντλημένη από την κοινωνική πραγματικότατη θεματολογία τους, την «οικονομία», την ισόρροπη σύνθεση του δραματικού με το κωμικό στοιχείο, τη στέρεη μυθοπλασία, τους καλοχτισμένους χαρακτήρες, με την απλότητα, αμεσότητα, αλήθεια και τη χυμώδη γλώσσα της. Ολες αυτές τις αρετές ακτινοβολεί το «Μελτεμάκι» του. Μια τύπου «μπουλβάρ» ανάλαφρη κομεντί, με κωμικές καταστάσεις, «αέρινες» ερωτοτροπίες, στιγμιαίες δραματικές πινελιές, αλλά ουσιαστικά μια δίπτυχη ηθογραφία. Της ελληνικής κοινωνίας - που στο έργο τοποθετείται σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί - και των «εθών» των ναυτικών, τα οποία ο συγγραφέας γνώρισε καλά, υπηρετώντας στο Πολεμικό Ναυτικό και στο Λιμενικό Σώμα. «Μοχλός» της μυθοπλασίας είναι μια έφηβη, ορφανή μαθήτρια, η οποία το καλοκαίρι φιλοξενείται στο εξοχικό τής παντρεμένης με τον συνταξιούχο πια καπετάνιο Τάκη άτεκνης θείας της. Η δροσερή νιότη της σαν μελτεμάκι θα εμφυσήσει, ματαίως όμως, τον ερωτικό πόθο στο θείο. Στα μισά του δρόμου θα μείνουν και οι ερωτοτροπίες της ντόπιας χήρας και βοηθού του σπιτιού, με τον επίσης συνταξιούχο ναυτικό Βαγγέλη, ο οποίος «πεινά» ερωτικά λόγω της θρησκόληπτης γυναίκας του υπηρέτριας του σπιτιού. Οι ανεκπλήρωτοι ερωτικοί πόθοι, όπως ήρθαν θα φύγουν και η ζωή των δύο ζευγαριών θα συνεχίσει τη ρότα της. Η ανθεκτική δραματουργική εμβέλεια του έργου αναδείχνεται με την ηθογραφικά γλαφυρή, ανάλαφρη, πολύ ευφρόσυνη, με δραστικό, πολύ γελαστικό χιούμορ, εμπλουτισμένη με τραγούδια της δεκαετίας του '50, σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου. Με το ρεαλιστικής ακρίβειας, εξαιρετικής καλαισθησίας, «νησιωτικού» περιβάλλοντος, σκηνικό και τα κοστούμια του Γιώργου Ασημακόπουλου, φωτισμένα άπλετα από τον Νίκο Σωτηρόπουλο. Η σκηνοθεσία απέδωσε ένα συνολικά καλό ερμηνευτικό σύνολο, στηριζόμενη όμως σε τρεις πολύ καλές ερμηνείες. Στην απόλυτα ανεπιτήδευτη ερμηνευτική απλότητα, αλήθεια και το λεπτό χιούμορ του Στέφανου Κυριακίδη. Στην παιγνιώδη κωμικότητα του Πάνου Σκουρολιάκου, στην πληθωρική κωμικότητα και τη λαϊκή αμεσότητα της Μαρίνας Καντιφέ. Αξιοσημείωτες ερμηνευτικά είναι και οι Ευδοκία Ρουμελιώτη, Χρύσα Παππά και Χριστίνα Θεοδωροπούλου.

«Σωτηρία με λένε», στο «Στοά»

«Σωτηρία με λένε», στο «Στοά»
«Σωτηρία με λένε», στο «Στοά»
«Σωτηρία Μπέλλου» τιτλοφορήθηκε το εξαιρετικό εγχείρημα της δημοσιογράφου του «Ριζοσπάστη» Σοφίας Αδαμίδου να βιογραφήσει την περιπετειώδη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία της Μπέλλου, μοναδικής ερμηνεύτριας του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού μας. Η Μπέλλου, «φύση» γνήσια λαϊκή, ίσως, επειδή στην εφηβεία της υπήρξε θύμα του σκληρού συζύγου της, εξελίχθηκε σε πλάσμα γεμάτο αντιφάσεις. Ριψοκίνδυνο, ασυμβίβαστο, ιδιότυπα περήφανο. Πλάσμα «καταραμένο» και εντέλει αυτοκαταστροφικό, με τραγικό τέλος. «Απόσταγμα» της βιογραφίας, κυρίως από τις τελευταίες μέρες της - χτυπημένης από καρκίνο στο λάρυγγα - Μπέλλου στο «Σωτηρία», είναι το θεατρικό έργο της Σ. Αδαμίδου «Σωτηρία με λένε», που παρουσιάζει η «Στοά». Παρότι «πρωτόλειο», το έργο διαθέτει «οικονομία», γλωσσική αμεσότητα, αίσθηση του δραματικού και χιουμοριστικού στοιχείου. Προπάντων, σεβασμό και τρυφερότητα για τον άνθρωπο Μπέλλου. Το κείμενο - κράμα πρωτοπρόσωπου, αυτοβιογραφικού και εξομολογητικού αφηγηματικού λόγου (ζωντανού και βιντεοσκοπημένου) και διαλογικών μερών μεταξύ της Μπέλλου και μιας Νοσοκόμας (τα διαλογικά μέρη, κυρίως, προσδίδουν θεατρικότητα στο κείμενο) - συμπυκνώνει τα κύρια στοιχεία της ζωής, της καριέρας, του χαρακτήρα, των συναισθημάτων, συμπεριφορικών και γλωσσικών συνηθειών, ιδεών, παθών, λαθών και της τραγικής απώλειας της φωνής της. Το έργο σκηνοθετημένο ρεαλιστικά, με απλότητα, καλομετρημένη δραματικότητα και αισθαντικότητα από τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, στο λιτό σκηνικό και με αρμόζοντα κοστούμια της Κούλας Γαλιώνη, «ευλογείται» από το μεγάλο και σοφότατο πλέον υποκριτικό τάλαντο της Λήδας Πρωτοψάλτη, η οποία - ανά δευτερόλεπτο - χωρίς καμιά υποκριτική πόζα, «ενδύεται» την ύπαρξη της Μπέλλου. Γίνεται η σάρκα, το αίμα, η ανάσα, η φωνή, ο λόγος της Μπέλλου. Εξαιρετική, με την απόλυτη απλότητα, φυσικότητα, αλήθεια και βαθιά τρυφερότητα για τον πάσχοντα άνθρωπο, είναι και η ερμηνεία της ώριμης υποκριτικά Εύας Καμινάρη (νοσοκόμα).

«Λιωμένο βούτυρο», στο Εθνικό Θέατρο

«Μελτεμάκι» στο «Λαμπέτη»
«Μελτεμάκι» στο «Λαμπέτη»
Πολύτροπα πολυγραφότατος ο Σάκης Σερέφας, στα πλαίσια μιας μακρόχρονης κοινωνιολογικής έρευνάς του, αντλώντας από δημοσιεύματα του αστυνομικού ρεπορτάζ, στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '60, για μια δολοφονία. Τη δολοφονία, μετά από την ερωτική πράξη, (σε ένα ξενοδοχείο της οδού Εγνατίας) μιας νεαρής, φτωχής επαρχιώτισσας, η οποία δούλευε στη Θεσσαλονίκη σαν τραγουδίστρια σε λαϊκά ξενυχτάδικα της εποχής. Φονιάς της ήταν ο συγχωριανός αρραβωνιαστικός της, τον οποίο είχε εγκαταλείψει λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς του, και ο οποίος την επομένη του φόνου παραδόθηκε και ομολόγησε την πράξη του. Την ιστορία αυτή ο Σ. Σερέφας την έκανε σενάριο ταινίας, διήγημα («Θα γίνω ντιζέζ») και τέλος θεατρικό έργο. Εργο, που με τίτλο «Λιωμένο βούτυρο», ανέβασε η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε μια άκρως ενδιαφέρουσα - αισθητικά και ερμηνευτικά - ελκυστικότατα και απολαυστικότατα «αιρετική», σαρκαστική, αποστασιοποιημένη, σχολιαστική «ανάγνωση» του δραματικού γεγονότος που ενέπνευσε το έργο. «Ανάγνωση», που ενώ έκανε παρεμβάσεις (κειμενικές και αισθητικές) στο έργο, δεν ακυρώνει τη μυθοπλασία του, απλώς τη «φωτίζει» διαφορετικά. Ο Σερέφας μετέγραψε αυτό το πραγματικό δραματικό γεγονός ευρηματικά, με πικρά σατιρίζουσα, σπινθηροβόλα - παρότι μαύρη - κοινωνική «ματιά». Προβληματιζόμενος, μάλιστα, για το πώς και πόσο επιτυχώς μπορεί ένας συγγραφέας να αναπαραστήσει μια αληθινή ιστορία, πλάθει ως κύριο πρόσωπο τον συγγραφέα, «παραδεχόμενος» ότι ο συγγραφέας ενός έργου είναι «μοχλός», βασικός υπεύθυνος για την επιτυχημένη ή αποτυχημένη συγγραφική μεταφορά, για τη σωστή ή λαθεμένη κοινωνιολογική, ανθρωπολογική, ψυχολογική ανάλυση των αιτιών του δράματος, για την κατανόηση ή μη, την πρόσληψη ή μη του δημιουργήματός του από το κοινό. Ουσιαστικά ο Σερέφας προχωρά ακόμη παραπέρα. Προβληματίζεται και εκθέτει, με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα, την πολλαπλή αγωνία κάθε συγγραφέα για το πώς αρχίζει, πώς κλιμακώνει και πώς τελειώνει μια ιστορία. Για το πώς την καθιστά παραστατική, για το αν οι λέξεις του μπορούν να εκφράσουν ένα πραγματικό γεγονός, να το «ζωντανέψουν». Για το πώς θα «διαβάσουν», θα αντιμετωπίσουν και θα «ερμηνεύσουν» το έργο του οι συντελεστές της δημοσιοποίησής του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της σκηνικής αναπαράστασής του. Με εφαλτήριο αυτή την αγωνία του συγγραφέα, η ευφάνταστη, ευρηματική, με τολμηρή αισθητική άποψη, με αίσθηση του χιούμορ, λεπτομερειακά δουλεμένη σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα, «παίζει» αμφίσημα - και με χρήση προσωπείων (κυριολεκτικά έξοχες οι εξπρεσιονιστικά έντονες, υπερμεγέθεις αλλά και λειτουργικές οι μάσκες της Μάρθας Φωκά) - με τα πρόσωπα του δράματος και τα πρόσωπα του στενού και κοινωνικού περιβάλλοντός τους. Σαρκάζει τα ήθη, τις αντιλήψεις, τα σχόλια που θεωρούσαν «πόρνες» τις τραγουδίστριες, την «κουλτούρα» της εποχής τους. Σχολιάζει τις αντιλήψεις των κριτών του δράματος - θεσμικών, δικαστικών και κοινής γνώμης - βάζοντας στη θέση της κοινής γνώμης, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, και τους θεατές, και τον «συγγραφέα» ως σκηνοθέτη να απευθύνεται άμεσα στους θεατές. Με συντελεστές το σκηνικό -μια αποθήκη κατάφορτη με ποικίλα αντικείμενα - και με απλά και μεταμορφώσιμα με διάφορα αξεσουάρ κοστούμια του Κέννυ Μακ Λέλλαν, με μουσική του Νίκου Βελιώτη και γνωστά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, με φωτισμούς του Περικλή Μαθιέλη, η σκηνοθεσία υπηρετείται τα μέγιστα από τις ερμηνευτικές μεταμορφώσεις σε πολλούς ρόλους τριών ταλαντούχων ηθοποιών. Από τον απλό, άμεσο, έμφυτα ευγενικό, θερμό λόγο και το λεπτό χιούμορ του Μανώλη Μαυροματάκη. Από την εντυπωσιακά μεταμορφωτική (φωνητικά, κινησιολογικά, χαρακτηρολογικά) υποκριτική ικανότητα και την κωμικότητα που διαθέτει η Ελενα Μαυρίδου. Αλλά και από τη δυναμική εκφραστικότητα του Θοδωρή Οικονομίδη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ