«Αντίθετη ψυχολογία» στο Εθνικό Θέατρο |
«Οιδίπους Τύραννος», από το Εθνικό Θέατρο |
Ο Β. Παπαβασιλείου, αναμφίβολα, είναι ένας σημαντικός καλλιτέχνης, με σύγχρονο στοχασμό, ανήσυχο προβληματισμό, αισθητικές ανησυχίες, πειραματική τόλμη, ο οποίος εάν υπήρχε ένα τέτοιο κέντρο για να παιδευτεί και πειραματιστεί και ο ίδιος και η σύγχρονη ερμηνεία του αρχαίου δράματος θα αποκόμιζαν κέρδος. Δυστυχώς, και για εκείνον, δεν υπάρχει. Ετσι, ενώ του έχουν δοθεί (και καλώς) ευκαιρίες να δοκιμαστεί στο αρχαίο δράμα, οι δοκιμασίες του έχουν αφήσει μόνον εκείνον εκτεθειμένο. Εχει, όμως, και ο ίδιος ευθύνη καθώς χάνει την αίσθηση του μέτρου, και μάλιστα στον πρώτιστο συντελεστή, τη μετάφραση.
Ο Β. Παπαβασιλείου, αναλαμβάνοντας και τη μετάφραση του «Οιδίποδα», επανέλαβε το λάθος που έκανε με τον «Αίαντα», αφού ούτε φιλόλογος ούτε ποιητής είναι, ώστε να ριψοκινδυνεύει δηλώνοντας και μεταφραστής των αρχαίων ποιητών. Αποτέλεσμα, η μετάφρασή του, υπαγορευμένη από την πρόθεσή του για μια σύγχρονη σκηνοθετική «ανάγνωση» του σοφόκλειου δράματος, παραπατούσε. Αλλού ρητορεύοντας με μισοκαθαρευουσιάνικη γλώσσα, αλλού πεζολογώντας κι αλλού πεζοδρομιολογώντας με λεξιλόγιο σαν το ρήμα «ξεπέταξε». Επόμενο ήταν η μπλεγμένη στα «δίχτυα» της μετάφρασής του σκηνοθεσία του να παραπαίει ανάμεσα στις όποιες καλές προθέσεις της, στους ασαφείς συμβολισμούς της και στις ταλαντευόμενες, αμήχανες, αδικαίωτες - εξαιτίας της βεβαίως - ερμηνείες των περισσοτέρων άξιων ηθοποιών της διανομής.
«Ηρακλής μαινόμενος», από το θίασο «Αττις» |
Ευθύνη του σκηνοθέτη είναι και οι ερμηνευτικές αδυναμίες, ταλαντούχων μάλιστα ηθοποιών. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, ηθοποιός με σκηνική ευφυία, εκφραστικότητα, ευαισθησία, σύνεση και μέτρο, άπειρος βέβαια, αλλά και σκηνοθετικά αβοήθητος και μπερδεμένος, έδωσε την πρώτη του μάχη με το αρχαίο δράμα. Πειθαρχικά αντιπροσωπευτικές της σκηνοθετικής «ανάγνωσης» ήταν οι ερμηνείες των Θέμι Πάνου, Μάνου Σταλάκη, Κώστα Γαλανάκη, Τζένης Γαϊτανοπούλου, Γιάννη Ροζάκη (μια έξοχη ερμηνεία αλλά από άλλο έργο) και των μελών του Χορού. Οι ερμηνείες, που ενώ δεν «πρόδωσαν» τη σκηνοθεσία, απέφυγαν τα ολισθήματά της και της υπέδειχναν το τραγικό μέτρο και ήθος ήταν του Στέφανου Κυριακίδη (ηθοποιός μακρόχρονα ασκημένος στο αρχαίο δράμα, αξιότατος πλέον για μεγάλους τραγικούς ρόλους) και του αισθαντικού, ιδανικού για το ρόλο του Θεράποντα, σοφότατου υποκριτικά Ιάκωβου Ψαρά.
Αφορμή της προλογικής επισήμανσης υπήρξε και η παράσταση, στα φετινά Επιδαύρια, του θεάτρου «Αττις», με τον ευριπίδειο «Ηρακλή μαινόμενο», σε μετάφραση του Τάσου Ρούσου. Μετάφραση όμορφης και καθάριας ρεαλιστικής γλώσσας και υποδειγματικά σεμνού μεταφραστικού ήθους, η οποία ρίχνει άπλετο «φως» για την κατανόηση αυτού του ευριπίδειου έργου. Εργο ιδιόμορφης, αμφίβολης, αμφίσημης τραγικότητας, το οποίο από ορισμένους μελετητές κατατάσσεται στο σατυρικό, και το οποίο από τη δεκαετία του '60 έμενε «ξεχασμένο», ίσως λόγω της δύσβατης ερμηνευτικής προσέγγισής του.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος, έχοντας πειραματιστεί σκηνοθετικά με κείμενα του Χάινερ Μίλερ, εμπνευσμένα από το μύθο του Ηρακλή, αλλά και με μια παραστασιακή σύνθεση του ευριπίδειου «Ηρακλή μαινόμενου» και των σοφόκλειων «Τραχινίων», αποτόλμησε φέτος μια ολοκληρωμένη σκηνοθετική προσέγγιση του «Ηρακλή μαινόμενου», συνεχίζοντας, όπως λέει, τον προβληματισμό του «πάνω στο θέμα της "μανίας του ηρωισμού"». Αναμφίβολα, η προσέγγιση του Θ. Τερζόπουλου περιείχε σοβαρό προβληματισμό για τις καταγωγικές «ρίζες» του αρχαίου δράματος, την όρχηση του χορού, το μυθολογικό πλησίασμά του, τη μορφοποίηση του τραγικού τέλους, του αβάσταχτου άλγους ψυχής και φρενών μιας ηρωικής φύσης - ακόμα και «ημιθεϊκής» όπως του Ηρακλή, ως ενιαίου και αδιαίρετου συνόλου - έκφρασης λόγου και σώματος της πάσχουσας ύπαρξης. Περιείχε υψηλόφρονα αισθητικό στόχο και μεγάλο σκηνοθετικό και υποκριτικό μόχθο. Ο Θ. Τερζόπουλος, χρησιμοποιώντας «δάνεια» παλαιότερων σημαντικών και αισθητικά ανήσυχων στον καιρό τους, αλλά ξεπερασμένων ίσως σήμερα «μεθόδων» ξένων καλλιτεχνών (λ.χ. Γκροτόφσκι, «Λίβινγκ Θήατερ» κ.ά.) υποβάλλει τους ηθοποιούς του θιάσου του σε δυσκολότατες, σκληρές, βίαιες, σχεδόν αδύνατες και αφύσικες για τις ανθρώπινες χορδές, φωνητικές ασκήσεις, ώστε να ανταποκρίνονται σε μια ιδιότυπη σωματική υποκριτική, άρρηκτα δεμένη με μια εξίσου σωματική, μεγάλων και συνεχών δραματικών εντάσεων, «μουσικά» βέβαια ρυθμισμένη, συνεκφορά του λόγου. Αυτή η υποκριτική «μέθοδος», αυτή η «σχολή» αποτελεί το καθοριστικό «στίγμα» όλων των σκηνοθεσιών του, σε όλα τα έργα, εδώ και αρκετά χρόνια. Με τη «μέθοδο» αυτή «διάβασε» και το έργο του Ευριπίδη. Με αυτή δούλεψε το Χορό, συνθέτοντας μια - λεπτομερειακά, «γεωμετρικά» δουλεμένη στην κίνηση - ενδιαφέρουσα άποψη για την «τελετουργική» όρχηση του Χορού. Με αυτήν έπλασε και όλους τους ρόλους, «διαβάζοντας» όχι μόνον το έργο ως καθαρόαιμη, έως ακραία τραγωδία, αλλά και όλα τα πρόσωπα. Ως να πρόκειται για πρόσωπα πάσχοντα στον ίδιο βαθμό με τον παραλογισμένο Ηρακλή, γι' αυτό και ερμηνευόμενα με τον ίδιο τρόπο, τις ίδιες εντάσεις, τους ίδιους ρυθμούς, την ίδια φωνή. Μια τέτοια ερμηνευτική ομογενοποίηση, κατέστησε τη γενικά ενδιαφέρουσα παράσταση, μια «μονόδρομη» ανάγνωση του έργου, βλάπτοντας και τον ποιητικό λόγο που έφθανε στο θεατή πάσχων κι αυτός, καθώς εκφερόταν το ίδιο μονότονα, το ίδιο μονόχορδα, το ίδιο βραχνά και από τους άντρες και από τις γυναίκες ηθοποιούς, οι οποίοι αξίζουν κάθε έπαινο, καθώς όλοι, πειθαρχικά, υπέταξαν τα δικά τους υποκριτικά γνωρίσματα και μέσα στη σκηνοθετική άποψη και μέθοδο.