«Οιδίποδας επί Κολωνώ» |
Ακρως ενδιαφέρουσα, αλλά και ακραία στη φόρμα και στην όψη της ήταν η φετινή σκηνοθεσία του στις ευριπιδικές «Φοίνισσες», που παρουσίασε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) στην Επίδαυρο. Στις «Φοίνισσες» ο Ευριπίδης αφηγείται συμπυκνωτικά, με μια άλλη εκδοχή, πιο ρεαλιστική, πιο πιθανή, την τραγική πορεία του οίκου των Λαβδακιδών. Τη «μοίρα» που τους όρισαν οι «χρησμολόγοι» των «θεών», δηλαδή τα αλλεπάλληλα, ακούσια και εκούσια, λάθη και πάθη τους. Λάθη και πάθη, ουσιαστικά ορμώμενα από τον ακατανίκητο, ανομολόγητο ή ομολογημένο πόθο τους για την εξουσία. Στο δράμα αυτό όλα σχεδόν είναι τετελεσμένα. Απομένει να τελεστεί, μπροστά στα μάτια της μάνας τους Ιοκάστης και αδελφής τους Αντιγόνης, η προτελευταία πράξη, η έσχατη σύγκρουση των γιων του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη, για το ποιος θα εξουσιάζει τη Θήβα, σύγκρουση που - κατά το μύθο - ολοκληρώνεται με την αλληλοσφαγή τους και τη θανατική καταδίκη της Αντιγόνης για την ταφή του Πολυνείκη. Η γριά Ιοκάστη, «ζωντανό» μνημείο των αλλεπάλληλων παθών του οίκου της, καθώς είναι ανήμπορη, όπως και ο τυφλός Οιδίποδας, να αντιπαλέψει την εξουσιαστική μανία των γιων τους, προβλέπει κάλλιο από μάντεις την επερχόμενη τελευταία πράξη του δράματος. Πάσχει για το αναπόφευκτο τέλος μιας εκτροχιασμένης, παραλογισμένης, βαριά νοσούσας, ακινητοποιημένης και σήπουσας Θήβας.
«Φοίνισσες» |
Το «Θέατρο Τέχνης», γιορτάζοντας τα εξηντάχρονά του, επέλεξε να ανεβάσει στην Επίδαυρο το τελευταίο δημιούργημα του Σοφοκλή, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», στην έξοχη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Μετάφραση, που καταυγάζει τη συσσωρευμένη σοφία, την τετελειωμένη ποίηση, τη μακρόχρονη εμπειρία ζωής, την ψυχογραφική του δεινότητα, αλλά και τη μελαγχολία και την πίκρα που σημάδευε τα δικά του γηρατειά. Μετάφραση, που με τη στοχαστικότητα, το ρεαλισμό, τα καθάρια, εύληπτα νοήματά της, την «αιχμηρή», απλή, άμεση αλλά κάθε άλλο παρά άμουση γλώσσα της ανέδειξε τον ανθρωπολογικό και πολιτειολογικό κυρίως (ύμνος στην Αθηναϊκή Δημοκρατία) και ελάχιστα μυθολογικό χαρακτήρα της τραγωδίας αυτής, της «πνευματικής και ποιητικής διαθήκης» του ποιητή, όπως τη χαρακτηρίζει ο μεταφραστής.
Στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» ο Σοφοκλής, όπως και ο Ευριπίδης στις «Φοίνισσες», συνοψίζει την αλληλουχία παθών των Λαβδακιδών, επικεντρώνοντας τη δραματουργική πλοκή στα προτελευταία επεισόδια του Θηβαϊκού Κύκλου: Στην άφιξη του τυφλού (και εξόριστου ή αυτοεξόριστου από τη Θήβα) Οιδίποδα, με οδηγό την Αντιγόνη, στην Αθήνα. Στην έκκλησή του να του δώσει ο Θησέας άσυλο και τάφο στην Αθήνα. Στις «θεοσεβούμενες» απειλές του νέου εξουσιαστή της Θήβας, Κρέοντα, για επίθεση κατά της Αθήνας αν δοθεί άσυλο στον Οιδίποδα και στην εκβιαστική απαγωγή των θυγατέρων του Οιδίποδα, Αντιγόνης και Ισμήνης. Στην απόφαση του Πολυνείκη να επιτεθεί στην πατρίδα του διεκδικώντας την εξουσία, έστω κι αν σκοτώσει ή σκοτωθεί από τον Ετεοκλή. Και, τέλος, στην παραχώρηση ασύλου στον Οιδίποδα, στο θάνατο και στην ταφή του στον Κολωνό. Αν αυτά δεν είναι ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δράματα, και μάλιστα συνήθη και αέναα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τότε ποια είναι;
Η μετάφραση πρόσφερε το «έδαφος» για να μιληθεί αυτό το οικουμενικό, διαχρονικό ανθρώπινο και πολιτικό δράμα απλά, ανθρώπινα, αληθινά. Αυτή την ερμηνευτική «ανάγνωση» ακολούθησε η απέριττη, από κάθε άποψη (σκηνογραφική, ενδυματολογική, μουσική, χορογραφική, υποκριτική) σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή. Ο σκηνοθέτης ευφυώς εμπιστεύτηκε και αφέθηκε σε μεγάλο βαθμό να «οδηγηθεί» από το έμπειρο υποκριτικό «ένστικτο» άξιων ηθοποιών. Ο Γιάννης Βόγλης (αντικατέστησε τον Γιώργο Λαζάνη, ο οποίος, δυστυχώς, για λόγους υγείας, μας στέρησε την αναμενόμενη υπεραισθαντική και στοχαστική ερμηνεία του στο ρόλο του γέροντα Οιδίποδα), έπλασε, λιτά αλλά και δυναμικά, έναν πικραμένο, μελαγχολικό, περήφανο, αξιοπρεπή αλλά και γεροντικά πεισμωμένο Οιδίποδα. Ο Θόδωρος Γράμψας έναν πολιτικά νηφάλιο, συνετό, ανθρώπινο Θησέα. Η Κάτια Γέρου μια απλή, τρυφερή, θερμή Ισμήνη. Ο Γιάννης Φέρτης έναν πνευματικά σκεπτόμενο, «αγγελικά» πλασμένο Αγγελιοφόρο. Η Μαριάννα Κάλμπαρη (αντικαταστάτρια της Ρένης Πιττακή) άντεξε το βάρος της Αντιγόνης, όπως και ο Γιάννης Καρατζογιάννης στου Πολυνείκη. Η πιο ενδιαφέρουσα, πνευματώδης, σύνθετη και παρακινδυνευμένη καθότι και η πιο «αιρετική», ήταν η ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος έπλασε τον Κρέοντα σαν ένα γλοιώδες, θρασύδειλο, κυνικό, ραδιούργο ανθρωποειδές της εξουσίας.