Τετάρτη 15 Μάρτη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ρακίνας και σύγχρονο ρεπερτόριο
«Βερενίκη» στο «Αμόρε»

Η χειμερινή περίοδος του «Θεάτρου του Νότου» απέφερε υψηλής ρεπερτοριακής και σκηνοθετικής ποιότητας παραστάσεις στο θέατρο «Αμόρε». Πρόσφατα ανεβάστηκε η «Βερενίκη» του Ρακίνα, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, σε μια παράσταση από τις πλέον σημαντικές και ελκυστικές του χειμώνα. Παράσταση, υπέροχης σκηνοθετικής, σκηνογραφικής και ερμηνευτικής λιτότητας, που ρίχνει μια άκρως ενδιαφέρουσα, τολμηρή και πρωτίστως εύστοχα σχολιαστική, εκσυγχρονιστική, ερμηνευτική «ματιά» στο έργο, αλλά και στην αισθητική του Ρακίνα και του γαλλικού θεάτρου του 18ου αιώνα. Το επίτευγμα της σκηνοθεσίας είναι ότι κατέστησε ψυχολογικό θέατρο και διαχρονικά τα πρόσωπα της ξεχασμένης, ψευδοϊστορικής, κλασικιστικής, ρητορικής και ψευδοτραγικής «τραγωδίας», όπως χαρακτηρίζεται η «Βερενίκη», διατηρώντας μάλιστα τον έμμετρο στίχο της, μεταφρασμένο θαυμαστά, σε γάργαρη γλωσσικά και νοηματικά νεοελληνική γλώσσα, από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη. Αν για το θέατρο του 18ου αιώνα ήταν μακρινό παρελθόν οι έρωτες των Ρωμαίων καισάρων και καισαρίσκων, σήμερα φαντάζουν απίθανα, αν όχι κωμικά, τα μελοδραματικά εξωραϊσμένα στη «Βερενίκη» πρόσωπα, τα οποία άντλησε από τη ρωμαϊκή ιστορία ο αυλικός δραματουργός Ρακίνας. Η ασυγκράτητα ερωτομανής Βερενίκη της ιστορίας μεταβλήθηκε από τον Ρακίνα σε ηθική και πιστή στον καίσαρα Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, ηρωίδα, η οποία ακόμα και όταν τη χωρίζει προς χάριν της εξουσίας του αρνείται τον έρωτα του Αντιόχου. Ο Γ. Χουβαρδάς κατόρθωσε και να αποτάξει το μελοδραματικό ήθος του έργου και να το καταδείξει με έμμεσο, αποστασιοποιητικό, υποδόριας ειρωνείας σχολιασμό. Σχολιασμός που μεγεθύνεται με την ευφυή επιλογή και τη ζωντανή απόδοση γαλλικών ερωτικών τραγουδιών του 20ού αιώνα. Την ιδεολογοαισθητική αποστασιοποίηση από το έργο σηματοδοτούν τα εκσυγχρονιστικά κοστούμια και το αφαιρετικό σκηνικό της Λίλης Πεζανού - ένας πάγκος σύγχρονου μπαρ που ως «τείχος» χωρίζει την εποχή του ρακινικού μύθου από τη σημερινή. Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα καθισμένα στο μπαρ, πλάτη στο κοινό, αλλά από την πλευρά του, αποστασιοποιημένα δηλαδή από την εποχή του έργου, με χαμηλόφωνο, στοχαστικό, αισθαντικό αλλά αποδραματοποιημένο λόγο «ενδύονται» το δράμα του ερωτικού τριγώνου, τη φλόγα και τη συντριβή του έρωτα. Η σκηνοθετική άποψη ευτύχησε και υποκριτικά. Οι ηθοποιοί μίλησαν τον έμμετρο λόγο ως να είναι πεζός, καθημερινός. Ο πιο φυσικός, άμεσος, αλλά ρυθμικός λόγος, με συναισθηματική θέρμη και αλήθεια είναι του Νίκου Κουρή. Εξαίρετη υποκριτική δουλιά. Απλότητα και φυσικότητα διακρίνει το λόγο και την ερμηνεία του Ακύλλα Καραζήση. Γοητευτικές, αλλά επιτηδευμένης «απλότητας» είναι οι ερμηνείες της αναμφίβολα εξαίρετης ηθοποιού Αμαλίας Μουτούση και του ταλαντούχου Κώστα Βασαρδάνη (ο ίδιος παίζει και τραγουδά πολύ καλά τα τραγούδια της παράστασης). Πολύ καλοί στους μικρούς τους ρόλους είναι και οι Δημήτρης Κουτρουβιδέας και Ηλέκτρα Νικολάου.


ΘΥΜΕΛΗ

«Τόσο πολύ νερό, τόσο κοντά στο σπίτι» στο «Αμόρε»

Στον «εξώστη» του «Αμόρε», το «Θέατρο του Νότου» παρουσιάζει το βασισμένο σε διηγήματα του Αμερικανού ποιητή και πεζογράφου Ρέιμοντ Κέρβερ, διασκευασμένο και σκηνοθετημένο από τον Θωμά Μοσχόπουλο, έργο «Τόσο πολύ νερό, τόσο κοντά στο σπίτι». Ενα έργο σύγχρονο, ελλειπτικής, υπαινικτικής, πικρά ειρωνικής γραφής, με άμεση και υποδόρια ψυχογραφική γλώσσα, διαρθρωμένο σε σπονδυλωτές σκηνές, που όλες, μέσω τριών συζυγικών ζευγών, συγκλίνουν στη μελαγχολική διαπίστωση: Για τη ματαίωση των προσδοκιών και προσπαθειών του απλού, αδύνατου οικονομικά και κοινωνικά ανθρώπου να ζήσει ανθρωπινά, να αγαπηθεί και να ευτυχήσει. Για την ασφυκτιούσα, στερημένη, χωρίς προοπτικές ζωή και την αποξένωση του απλού, φτωχού ανθρώπου από την κοινωνία (αδιέξοδα που βασάνισαν και τον ίδιο τον Ρέιμοντ Κέρβερ). Αδιέξοδα, που προκαλούν άλλοτε τη σταδιακή κι άλλοτε την ξαφνική διάβρωση και των συζυγικών -οικογενειακών σχέσεων. Διάβρωση που σαν «πλημμύρα» κατακλύζει τη ζωή, τη σκέψη, την ψυχή και συμπεριφορά του, οδηγώντας τον είτε σε μια απελπισμένη αυτοκαταστροφή των οικογενειακών και επαγγελματικών δεδομένων της ζωής του, είτε στο βασανιστικό συμβιβασμό του με τα «ερείπια» της ζωής του. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος διασκεύασε και συνέδεσε εύστοχα, με χρήση και φλας μπακ, τα διηγήματα, τόσο που η διασκευή να μοιάζει με πρωτότυπο έργο. Εξίσου εύστοχη, απέριττη σκηνογραφικά, ρεαλιστικής θέρμης και χιουμοριστικής μελαγχολίας είναι η σκηνοθεσία του, η οποία απέσπασε συνολικά πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς της διανομής: Αννα Μάσχα, Αργύρη Ξάφη, Ελένη Κοκκίδου, Κώστα Μπερικόπουλο, Αννα Καλαϊτζίδου, Φάνη Μουρατίδη.

Εντουάρντο ντε Φίλιππο στο «Νέο Ελλνικό Θέατρο»

Οι Γιώργος Αρμένης και Χρ. Μπίρος σε μια σκηνή της παράστασης
Οι Γιώργος Αρμένης και Χρ. Μπίρος σε μια σκηνή της παράστασης
Ο Γιώργος Αρμένης δεν έχει μόνο μακρόχρονη εμπειρία - υποκριτική, σκηνοθετική, συγγραφική - αλλά και εγγενή συγγένεια με τις μακραίωνες παραδόσεις της κωμωδίας. Κουβαλά στο κύτταρό του όλα τα ελληνικά και μεσογειακά είδη της. Την αριστοφανική κωμωδία, την κομέντια ντελ άρτε, την γκροτέσκα, τη σατιρική, τη φαρσική, την κωμωδία χαρακτήρων και καταστάσεων, τη λαϊκή και νεότερη ηθογραφική κωμωδία. Αυτή η κυτταρική σχέση τον δένει με τα έργα του αθάνατου κωμωδιογράφου, ηθοποιού και σκηνοθέτη Εντουάρντο ντε Φίλιππο. Οποτε ο Αρμένης καταπιάνεται με έργο του Ναπολιτάνου «αρχιμαέστρου» της ιταλικής λαϊκής κωμωδίας του 20ού αιώνα, επαληθεύεται το «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» των απλών λαϊκών ανθρώπων των δύο χωρών και η ομοιότητα των κοινωνικών προβλημάτων, αντιλήψεων, ηθών, αξιών και σχέσεών τους, των οικογενειακών παραδόσεων, της ιδιοσυγκρασίας, των συνηθειών και συμπεριφορών τους. Το αυτό συμβαίνει με τη γελαστική, χάρη και στις φαρσικές καταστάσεις, αλλά κατά βάθος κοινωνικά σατιρική κωμωδία «Το ψέμα έχει μακριά ποδάρια» του ντε Φίλιππο, που ανέβασε το «Νέο Ελληνικό Θέατρο» του Γ. Αρμένη, σε χυμώδη μετάφραση - προσαρμογή του Νίκου Αναστασόπουλου, σε γοργόρυθμη, με αίσθηση του κωμικού, αλλά και τον αρμόζοντα στο ρεαλισμό του συγγραφέα, σκηνοθεσία του - γνώστη του σύγχρονου ιταλικού θεάτρου - Γιάννη Διαμαντόπουλου, με χιουμοριστικά παιγνιώδη μουσική του Διονύση Τσακνή και με λιτά ρεαλιστικό σκηνικό και αρμόζοντα στους λαϊκούς χαρακτήρες του έργου κοστούμια της Ντόρας Λελούδα. Ο δαιμόνιος Ιταλός δραματουργός μέσα από το μικρόκοσμο, την «τοιχογραφία» κατοίκων, των συγγενών τους και των επισκεπτών μιας λαϊκής πολυκατοικίας, καθρέφτισε πολλούς χαρακτηριστικούς τύπους των λαϊκών στρωμάτων στην καθημερινότητά τους. Με τα προβλήματα, τις προσδοκίες, τις κουταμάρες, πονηριές και φαγωμάρες, τους έρωτες, τους γάμους και τις μοιχείες, τα προτερήματα και τα κουσούρια τους, αλλά και με την ανάγκη όλων να συντροφευτούν με ένα ταίρι, όπως ποθεί ο φτωχός, τίμιος, μεσήλικας, ανύπαντρος όπως και η μοδίστρα αδελφή του, Λίμπερο, που είναι ερωτευμένος με την ωραία, μοναχική, θεωρούμενη «ελευθερίων ηθών», Γκρατσιέλα, στο σπίτι του οποίου στήνει ο συγγραφέας το οργιαστικής πλοκής, με πολλούς και κάθε καρυδιάς ανθρώπινους χαρακτήρες, απολαυστικά κωμικό και δραστικά σατιρικό κοινωνικό «γαϊτανάκι» του. Η παράσταση κοσμείται με τη γεμάτη αλήθεια, κωμικότητα αλλά και με υποδόρια μελαγχολία ερμηνεία του Γ. Αρμένη. Δίπλα του, με τη γνωστή κωμικότητά του και με γκροτέσκες πινελιές, ο Χρήστος Μπίρος πλάθει ένα χαριτωμένο λαϊκό διαβολοχαρακτήρα. Πολύ καλή, μετρημένη και με αίσθηση του χιούμορ, είναι η ερμηνεία του Παντελή Παπαδόπουλου. Αμεσότητα, φυσικότητα, χάρη και σκηνικό νεύρο διαθέτει η ερμηνεία της Ηρώς Μουκίου. Η Αννα Γιαγκιώζη, με την ερμηνεία της σε δύο ρόλους αποδείχνει και πάλι την ευλύγιστα και λαϊκού αισθητηρίου μεταμορφωτική της ικανότητα. Γόνιμες οι υποκριτικές προσπάθειες και των ηθοποιών στους μικρότερους ρόλους: Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Φαίη Βολόρου, Μαρία Καταλειφού, Ναυσικά Πύρρου, Θανάσης Πετρόπουλος, Νίκος Κωνσταντάκης.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ