Eurokinissi |
Κάθε τηλεοπτικό κανάλι ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτική. Για να την εφαρμόσουν, επιλέγονται άνθρωποι που έχουν σπουδάσει τους κανόνες της αγοράς και της επικοινωνίας και είναι ικανοί να χειριστούν και να προβάλουν προγράμματα για το σκοπό που υπηρετεί το μέσο αυτό ως καπιταλιστική ιδιοκτησία. Αυστηρώς ακατάλληλοι, όμως, να διαμορφώσουν σωστά το χαρακτήρα ενός παιδιού. Τα παιδιά γίνονται έρμαια του μέσου, λόγω των συνθηκών διαβίωσης, της έλλειψης ομαδικού παιχνιδιού. «Δε νοείται παιδί χωρίς ομαδικό παιχνίδι, εκεί αναπτύσσει τις δεξιότητές του», αναφέρει χαρακτηριστικά ο παιδοψυχολόγος του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Αθηνών, Σ. Μπαγκλέζος.
Υποστηρίζει δε ότι «δεν είναι λίγες και οι φορές που έρχονται παιδιά στο νοσοκομείο με αϋπνίες και αδικαιολόγητες φοβίες. Αυτά είναι φυσικό αποτέλεσμα των όσων παρακολουθούν την τηλεόραση ή παίζουν στον υπολογιστή, που στην πλειοψηφία τους είναι ιστορίες με βία, μάχες και επιθετικές συμπεριφορές».
Ενα παιδί μπροστά σε μία οθόνη δεν είναι στο φυσικό του χώρο. Αποτέλεσμα αυτού, από νευρολογικής και ψυχολογικής πλευράς, είναι να «γίνονται αντικοινωνικά, επιθετικά και αναπτύσσουν πολύ έντονο εγωισμό. Ακόμα και οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν πελατειακό χαρακτήρα, ξεφεύγουν από τον παιδικό αυθορμητισμό. Στηρίζονται στο συμφέρον και στο τι θα πάρουν περισσότερο».
Στην αντίπερα όχθη ο υπεύθυνος παιδικού προγράμματος του «STAR», κ. Κολιοδήμος, υποστηρίζει: «Τα παιδιά πρέπει να εξοικειώνονται με τη βία, για να μάθουν να την αντιμετωπίζουν στη ζωή τους. Το θέμα είναι να τους προβάλλεται με ανώδυνο τρόπο. Η βία, όπως τόνισε, υπάρχει ακόμα και στα παιδικά παραμύθια, που τυγχάνουν ευρείας αποδοχής, στη θρησκεία, στην παράδοση και κανείς δε διαμαρτύρεται».
Σ' αυτό ο παιδοψυχολόγος Σ. Μπαγκλέζος επισημαίνει ότι «φυσικά δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε το παιδί σε μια γυάλα, αποκλείοντάς το από την κοινωνική πραγματικότητα, εφόσον η κοινωνία μας βασίζεται στη βία και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν πρέπει όμως και να διογκώνουμε τα γεγονότα της βίας, προβάλλοντάς τα σαν αποκλειστική πραγματικότητα». Ο ίδιος στάθηκε στο θέμα των δελτίων ειδήσεων, που χαρακτήρισε αυστηρώς ακατάλληλα για παιδιά και τόνισε ότι είναι απαράδεκτο να τους επιτρέπεται να τα παρακολουθούν. Σ' αυτά προστίθενται και οι διαφημίσεις και τα αναγγελτικά ταινιών και σειρών, που σε καμία περίπτωση δεν είναι εικόνες οι οποίες επιτρέπεται να εκτίθενται στα παιδικά μάτια.
Εκανε σαφές μάλιστα ότι «στις ώρες υψηλής θεαματικότητας, που τα παιδιά δεν κοιμούνται, προβάλλονται προγράμματα ενηλίκων, και όχι μόνο παιδικά, που είναι ακατάλληλα. Η ευθύνη εδώ δεν είναι των γονέων, αλλά του κράτους, που πρέπει να προστατεύσει έναν τέτοιο ευαίσθητο πληθυσμό από αυτά τα θεάματα. Χρειάζονται αυστηρά πλαίσια. Δε μιλάμε για λογοκρισία, αλλά για μετάθεση της ώρας. Πρέπει να ενεργήσει και η οικογένεια, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν, αν δεν εξαλειφθούν οι εικόνες βίας που δημιουργούν ισχυρότατο ερέθισμα στο παιδί, το οποίο δεν είναι σε θέση να το επεξεργαστεί. Ακόμα και οι ενήλικες, μ' αυτή την κατάσταση επηρεάζονται και τους δημιουργείται άγχος». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι και στα παραμύθια υπάρχει βία και τα παιδιά μπορούν να φαντασιωθούν βία. Η διαφορά έγκειται στο ότι εκεί το παιδί ακούει πράξεις βίας μέσα από τη διήγηση, δεν τα βλέπει να γίνονται πράξη.
Με την άποψη αυτή συνάδει και εισαγγελέας Ανηλίκων, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία της, και υποστηρίζει χαρακτηριστικά: «Είναι πολλές οι περιπτώσεις μικρών παιδιών που στην προσπάθεια τους να μιμηθούν συμπεριφορές που έβλεπαν στην τηλεόραση έφτασαν στο Δικαστήριο Ανηλίκων».
«Οσοι λένε ότι τα παιδιά δεν επηρεάζονται από αυτά που βλέπουν, είναι αδαείς. Η τηλεόραση είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό δημιουργεί πρότυπα και προωθεί αξίες. Αυτή οδηγεί τα παιδιά σε πολλά πράγματα. Από εκεί μαθαίνουν τη λανθασμένη χρήση της γλώσσας, τον τυχοδιωκτισμό και το εύκολο κέρδος», τονίζει επίσης.
Σύμφωνα με τον παιδοψυχολόγο Σ. Μπαγκλέζο, για να προσδιορίσουμε τη σχέση του παιδιού με την τηλεόραση, πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση του με την οικογένεια. «Στην παιδική ηλικία, υποστηρίζει, οι γονείς πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη για το τι εκπομπές παρακολουθεί το παιδί τους και να ασχολούνται μαζί του, αφιερώνοντάς του χρόνο. Υπάρχει όμως εντονότατη η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής, που δεν επιτρέπει τη σωστή ανάπτυξη του δεσμού παιδιού και γονέα».
Με την άποψή του, βέβαια, δε συμφωνεί ο υπεύθυνος παιδικού προγράμματος του «Star channel», κ. Κολιοδήμος, που υποστηρίζει ότι «είναι θέμα πώς σε μεγαλώνουν οι γονείς και τι σε αφήνουν να βλέπεις. Το κράτος δεν είναι εκείνο που καθορίζει την πολιτική, είναι η οικογένεια. Μέσα σ' αυτήν ζει κατ' αρχήν το παιδί. Και μετά η κοινωνία οφείλει να προστατεύει κάποια πράγματα, αλλά όχι να επιβάλλει κάποια άλλα». Ο Σ. Μπαγκλέζος μας έκανε σαφές ότι «η ελληνική τηλεόραση έχει σίγουρα ευθύνη για την ποιότητα και τον έλεγχο των προγραμμάτων που προβάλλει. Στο είδος των προγραμμάτων, σημείωσε, έχει ευθύνη και η πολιτεία και οι δημοσιογράφοι, αλλά θεωρώ πως πρωταρχικά το θέμα είναι θεσμικό. Υπάρχει, πλέον, η ανάγκη δημιουργίας μιας κίνησης που να προστατεύει το παιδί, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστια οικονομικά συμφέροντα, που δεν πτοούνται από διαμαρτυρίες και εκφράσεις οργής. Πρέπει να επιβάλουμε την προστασία τους».
Υπάρχει, βεβαίως, ένα νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των ανηλίκων που μπορεί να μειώσει τις αρνητικές παρενέργειες, αλλά δεν τηρείται. Χαρακτηριστική η αναφορά της εισαγγελέα Ανηλίκων, που τονίζει ότι «η ελληνική τηλεόραση έχει ευθύνες απέναντι στο παιδί. Κανείς δεν εφαρμόζει τους νόμους στην Ελλάδα και όταν το ΕΣΡ κάνει κάποια παρέμβαση, μιλάμε για λογοκρισία. Νομίζω ότι θα πρέπει να σοβαρευτούμε λίγο. Αρκεί μια βόλτα στις φυλακές ανηλίκων και θα καταλάβετε».
Υπάρχει και η άποψη των ανθρώπων που επιλέγουν, όπως λένε, οι ίδιοι προγράμματα με μεγαλύτερη ευαισθησία και αυστηρότερα κριτήρια, όπως ο υπεύθυνος ξένου προγράμματος του «MEGA», κ. Κατακουζηνός, που όμως δεν παύουν να εντάσσονται στη γενικότερη πολιτική του καναλιού τους, στην οποία τα παιδικά προγράμματα καταλαμβάνουν ελάχιστο χρόνο. Μιλώντας για τον τρόπο επιλογής προγραμμάτων από το συγκεκριμένο κανάλι, μας είπε: «Πάγια τακτική του σταθμού είναι να μην έχει σκοτωμούς και βία».
Στην ελληνική τηλεόραση, με εξαίρεση τα κρατικά κανάλια, που συγκριτικά με τ' άλλα κανάλια έχουν καλύτερο παιδικό πρόγραμμα, όλοι οι υπόλοιποι αρκούνται στα κριτήρια: να πουλάει και να είναι φτηνό, ό,τι και αν σέρνει μαζί του αυτό. Ακούγονται ακόμα και απόψεις ότι λόγω της νομοθεσίας, που απαγορεύει την παιδική διαφήμιση πριν τις 10 μ.μ., είναι πολύ μεγάλη υποχώρηση των καναλιών που έχουν ακόμα παιδικό πρόγραμμα και αυτό θα έπρεπε να εκτιμηθεί δεόντως. Δηλαδή να τους χρωστάμε και «ευγνωμοσύνη»!
Ενα παιδί θα πρέπει να ενθαρρύνεται, να αναζητά ενημέρωση και ψυχαγωγία, εκτός από την τηλεόραση, στα βιβλία και τις εφημερίδες. Να μάθει να καλλιεργεί τον εαυτό του, να αναπτύσσει τη σκέψη και την κριτική του ικανότητα, ώστε να θωρακίζεται και να είναι σε θέση να διαμορφώσει δική του άποψη, πέρα από όσα θέλουν να του επιβάλλουν τα ΜΜΕ και τα συμφέροντα που τα διαχειρίζονται. Ακόμα και το ραδιόφωνο που κάποτε ήταν το κυρίαρχο μέσο στην κοινωνία μας, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, ενώ στα μικρά παιδιά είναι μάλλον αδιάφορο. Κυριαρχεί το μέσο που τα εντυπωσιάζει, τα καθηλώνει και τα κάνει να «χαζεύουν»...
Ο υπεύθυνος προγράμματος στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1, κ. Λέντζος υποστήριξε ότι η τηλεόραση κυριαρχεί στα παιδιά λόγω του εντυπωσιασμού που προκαλεί στο παιδί η χρήση εικόνας και ήχου, πλησιάζοντας σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι φοβάται κιόλας. Αδιαμφισβήτητη είναι και η άποψη που εξέφρασε ότι «το θέμα των ΜΜΕ αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, που έτσι κι αλλιώς είναι σκληρή για ένα παιδί».
Μπορεί παιδικές διαφημίσεις να απαγορεύεται να προβάλλονται, πριν από συγκεκριμένη ώρα, οι διαφημίσεις που απευθύνονται σε ενήλικες όμως είναι πολύ χειρότερες...
Ο Σ. Μπαγκλέζος εφιστά την προσοχή στο θέμα, σημειώνοντας πως «ένα παιδί στα 16, που παρακολουθεί διαφημίσεις τσιγάρων, ή αλκοόλ, φτάνει να τα θεωρεί ως τρόπο μετάβασης στην ενήλικη ζωή, αφού έχουν εκλείψει άλλοι τρόποι μύησης σ' αυτήν, κοινωνικά θεσμοθετημένοι. Γεγονός που το εγκαταλείπει έκθετο σε τέτοιου είδους ερεθίσματα. Χωρίς να λέμε ότι όλα τα παιδιά που παρακολουθούν τέτοιες εκπομπές θα προχωρήσουν σε καταχρήσεις, επισημαίνουμε ότι πρόκειται για ένα διαρκές και μόνιμο ερέθισμα». Με τη διαφήμιση ωραιοποιούνται καταστάσεις και προβάλλονται νέοι τρόποι προσέγγισης άλλων ατόμων, ακόμα και ερωτικών συντρόφων.
Ενα ακόμα θέμα που άρχισε να απασχολεί την ελληνική κοινωνία τα δύο τελευταία χρόνια, είναι η εισαγωγή στα τηλεοπτικά προγράμματα των εκπομπών «ριάλιτι», που σύμφωνα με τις μετρήσεις - αν τις δεχτούμε ως αληθινές - μονοπώλησαν για αρκετό καιρό το ενδιαφέρον των τηλεθεατών και ιδιαίτερα της νεολαίας. Εκπομπές που προβάλλουν το γρήγορο και αβίαστο κέρδος, με οποιοδήποτε τίμημα, ακόμα και με την έκθεση της προσωπικής ζωής στα μάτια του κάθε περίεργου, με το σύνδρομο της «κλειδαρότρυπας». Σε όλες τις εκπομπές αυτές αναπτύσσονται παθολογικές καταστάσεις, που δεν είναι σε θέση να χαλιναγωγηθούν ούτε από τους ίδιους τους υπεύθυνους των εκπομπών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τηλεθεατές, μικρής κυρίως ηλικίας, ταυτίζονται με τους «ήρωες της καθημερινότητάς μας» - όπως ονομάζουν τους πρωταγωνιστές των εκπομπών αυτών οι παρουσιαστές τους - και υιοθετούν τραγικά πρότυπα.
Η ευθύνη της κυβέρνησης και σ' αυτό το θέμα είναι ιδιαίτερα βεβαρημένη, αφού οικοδομεί μία κοινωνία με τόσο ασθενείς και σαθρές αξίες, μη προβλέποντας να καλλιεργήσει αντιστάσεις, ξεκινώντας από τα παιδιά στο σχολείο. Αντίθετα προβάλλει και αφήνει να εξελίσσονται τέτοιου είδους καταστάσεις, στα πλαίσια δημιουργίας ανθρώπων με μειωμένο κριτήριο, χωρίς πολιτική σκέψη και με κοινωνική αποχαύνωση.
Δεν είναι υπερβολή, αν υποστηρίξουμε ότι τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν συνειδήσεις και να διαπλάθουν, ως ένα βαθμό, χαρακτήρες. Ακόμα και η άποψη μιας μερίδας της νεολαίας να κρατάει απολίτικη στάση απέναντι στα πράγματα καλλιεργείται από τον τρόπο που τα ΜΜΕ ασκούν φιλτραρισμένη πληροφόρηση, προβάλλοντας μόνο την άποψη που τους εξυπηρετεί. Διαπαιδαγωγούν τη νεολαία να υποκινείται και να αποφασίζει όχι πολιτικά, όχι με βάση την πραγματική μίζερη ζωή που χρειάζεται να ανατραπεί για ν' αλλάξει, αλλά με γνώμονα το εφήμερο προσωπικό συμφέρον, που τελικά αποδεικνύεται και ουτοπία.
Μέσα από την τηλεόραση, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος ασκείται η σκληρότερη και ισχυρότερη πολιτική προπαγάνδα, διαπλάθονται συνειδήσεις και προσανατολίζεται - ή καλύτερα αποπροσανατολίζεται - η κοινή γνώμη. Βρισκόμαστε απέναντι σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που μπορεί να μεταστραφεί, αλλά απαιτείται κοινωνικοπολιτική πάλη. Η τηλεόραση μπορεί να λειτουργεί στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του κεφαλαίου, αλλά σε συνθήκες λαϊκής εξουσίας. Οφείλουμε να διεκδικήσουμε δικαιώματα απέναντι στο μέσο, αντιπαλεύοντας την άποψη ότι όποιος δε συμφωνεί με το πρόγραμμα της ιδιωτικής τηλεόρασης, μπορεί να καταφύγει στην κρατική. Ας μην ξεχνάμε ότι και αυτή μπορεί να κρατά τα προσχήματα απέναντι στον ψυχικό κόσμο του παιδιού και να το σέβεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους ιδιώτες, αλλά είναι ταγμένη στην υπηρεσία του κεφαλαίου, που έχει στα χέρια του την εξουσία και ορίζει κυβερνήσεις...
Κρίνουμε πως αυτή η αναδρομή είναι αναγκαία. Πολύ περισσότερο, που όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης σ' ένα πρόσφατο άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» (13/7/2003), «ουσιαστικά, η ποινική καταστολή, ως ασκούμενη κρατική πολιτική μάς αφορά όλους γιατί συνάπτεται άμεσα με την έκταση των ελευθεριών μας και την ποιότητα της ζωής μας». Δε χρειάζεται δηλαδή να είναι κατηγορούμενος κάποιος για να ενδιαφέρεται για το ποια είναι η κρατική πολιτική της ποινικής καταστολής. Από την άλλη, όταν ελέγχει αυτή την πολιτική, την κρίνει, την εγκρίνει ή την αντιμάχεται, οφείλει να μην το κάνει μόνο στη θεωρία αλλά κυρίως στην πράξη, βλέποντας την εφαρμογή της στο πρόσωπο κάποιου ή κάποιων κατηγορουμένων, όποιοι κι αν είναι αυτοί, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Η διευκρίνιση είναι αναγκαία, διότι ειδικά στην περίπτωση της «17Ν», επιχειρήθηκε, μέσω της δαιμονοποίησης των κατηγορουμένων, να δικαιολογηθεί η καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ταυτόχρονα μια ενοχοποίηση όλων όσων επιχείρησαν να ζητήσουν την εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών, μια ενοχοποίηση ακόμη και συνηγόρων υπεράσπισης!!! Ισως να αποτελεί και όλο αυτό το σκηνικό η τελευταία προσφορά τελικά στο σύστημα, της λεγόμενης «17Ν»... Με την πολυδιαφημιζόμενη «εξάρθρωσή» της ίσως να συμβάλει αποφασιστικά και στην... εξάρθρωση και αυτού ακόμα του αστικού δικαιϊκού συστήματος, (έτσι όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα τελευταία 30 χρόνια).
Οι υποστηριχτές αυτής της αθλιότητας ισχυρίζονται ότι ο Σ. Ξηρός χαροπάλευε και δεν ήταν «δεκτικός της συλλήψεως». Αυτό όμως δε δικαιολογούσε τη μη έκδοση εντάλματος. Επιπλέον, αφού δεν ήταν δεκτικός της συλλήψεως, γιατί ήταν δεκτικός της ανακρίσεως; Η ανάκριση του Σ. Ξηρού από την Αντιτρομοκρατική - όπως βεβαίωσαν θεράποντες ιατροί και προσωπικό του «Ευαγγελισμού» - άρχισε λίγες ημέρες μετά την έκρηξη στον Πειραιά (29/6/2002), συγκεκριμένα στις 5/7/2002. Η πρώτη δε, επίσημη ανάκριση έγινε στις 11/7/2002 και στη συνέχεια ακολούθησαν δύο ακόμη συμπληρωματικές ανακρίσεις, στις 20 και 27 Ιουλίου 2002, χωρίς να έχει βγει ακόμη ένταλμα σύλληψης. Ολη αυτή η προανακριτική διαδικασία έγινε χωρίς την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία είχε φροντίσει να μην μπερδεύεται δικηγόρος στα πόδια της, χρησιμοποιώντας πλήθος φαιδρών επιχειρημάτων: άλλοτε ότι δε χρειάζεται δικηγόρος στον Σ. Ξηρό γιατί δεν είναι κρατούμενος και δεν υπάρχει κανένα ένταλμα εναντίον του, άλλοτε ότι δε θέλει δικηγόρο γιατί συνεργάζεται με τις αρχές. Μάλιστα, οι υπέροχοι αυτοί «φύλακες» του νόμου δε δίστασαν να στείλουν fax, από τα γραφεία τους στη ΓΑΔΑ, σε τηλεοπτικό σταθμό και να καταργήσουν - σε ώρα τηλεοπτικής εκπομπή στον αέρα - δικηγόρο που εκπροσωπούσε την οικογένεια των Ξηρών επειδή όσα έλεγε δεν τους άρεσαν.
Φυσικά δε χρειάζεται καν να σταθούμε στο γεγονός - γιατί το αντιλαμβάνεται ο καθένας - ότι στην υπόθεση του Σ. Ξηρού, καταστρατηγήθηκε κάθε είδους ιατρική δεοντολογία και σεβασμός στα δικαιώματα του ασθενούς, το ιατρικό απόρρητο κι ό,τι προστατεύει την προσωπικότητα ενός ατόμου, που χαροπαλεύει, σε ιατρικό χώρο.
Την πραγματικότητα αυτή, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση της «17Ν», τη νομιμοποίησε με την απόφασή του να θεωρήσει έγκυρες και νόμιμα ληφθείσες τις προανακριτικές καταθέσεις του κατηγορουμένου. Δεν είχε δε, το τακτ να βρει και να αναγνωρίσει - έστω και για τους τύπους - ένα ψεγάδι στην όλη διαδικασία. Ετσι άνοιξε μια τεράστια πόρτα ώστε τέτοιες παρανομίες, τέτοιες απαλλοτριώσεις στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων να αποκτήσουν μαζική εφαρμογή.
Βασανιστήρια έχουν καταγγείλει κι άλλοι κατηγορούμενοι κατά τη διάρκεια της κράτησή τους στην Αντιτρομοκρατική, όπως άσκηση ψυχολογικής βίας με απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα, απειλές για την ακεραιότητα συγγενικών τους προσώπων εν είδει εκβιασμού κλπ. Για καθεστώς ψυχολογικής τρομοκρατίας στη διάρκεια του επισκεπτηρίου στην Αντιτρομοκρατική έχουν μιλήσει και συγγενείς των κατηγορουμένων, ενώ ο κατηγορούμενος Β. Τζωρτζάτος έχει καταγγείλει ότι βασανίστηκε αγρίως από άνδρες της περιβόητης υπηρεσίας έως ότου του αποσπάσουν ομολογίες. Το δικαστήριο ποιεί την νήσσαν για όλα αυτά, όπως ακριβώς έπραξαν πριν τη δίκη όλα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας, τα οποία υποτίθεται ότι υπάρχουν για να ελέγχουν την τήρηση της νομιμότητας.
Αλλά και όλα αυτά να μην ίσχυαν, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έχουν ειδικό καθεστώς φυλάκισης, σε ειδικά κελιά (οι ίδιοι τα ονομάζουν λευκά), συν ότι ορισμένοι από αυτούς κρατήθηκαν, παρανόμως, σε αυστηρή πολύμηνη απομόνωση, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Τα βασανιστήρια επέστρεψαν - αν υποθέσουν ότι κάποτε έπαψαν να υπάρχουν - και το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση της «17Ν» σφυρίζει αδιάφορα, ενώ κάνει πως δεν ακούει στα αιτήματα των συνηγόρων υπεράσπισης να επισκεφθούν οι παράγοντες της δίκης τους χώρους κράτησης των πελατών τους. Ετσι νομιμοποιεί εμμέσως την καταστρατήγηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανοίγοντας το δρόμο για επανάληψη του φαινομένου, σε μαζικότερες διαστάσεις, στο μέλλον.
Οσο δεν υπήρχαν ατράνταχτες αποδείξεις για το γεγονός, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Μ. Μαργαρίτης λοιδορούσε τους κατηγορούμενους για τον ισχυρισμό τους αυτό λέγοντας κάθε τρεις και λίγο με πομπώδες ύφος: «Αν είναι αλήθεια αυτά που λέτε και συνέβαιναν σε μένα θα γκρέμιζα το κράτος». Οταν ήρθαν αδιαμφισβήτητα στοιχεία που επιβεβαίωναν την παρουσία αστυνομικών στο ανακριτικό γραφείο, κατά τη διάρκεια των απολογιών, ο πρόεδρος κατάπιε τη γλώσσα του. Κι αντί να γκρεμίσει το κράτος, δίπλα στον τοίχο που υπήρχε, με τη βοήθεια των υπολοίπων δικαστών, έκτισε κι άλλον έναν για στήριγμα, εκδίδοντας μια απόφαση που έλεγε ξεδιάντροπα πως όλα είχαν γίνει νόμιμα. Νόμιμη έκρινε, επίσης, το δικαστήριο και την κράτηση του Χριστόδουλο Ξηρού στην αντιτρομοκρατική για 9 ακόμη ημέρες μετά την απολογία του στον ανακριτή, ενώ κανονικά θα έπρεπε να οδηγηθεί στις φυλακές.
«Ορίζω την Επανάσταση ως την επικράτηση του Νόμου, την ανάσταση του Δικαίου, την αντίδραση της Δικαιοσύνης», έγραφε ο J. Michelet, στην «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης». Ασφαλώς κανείς σύγχρονος επαναστάτης, κανείς μαρξιστής δε θα ορίσει έτσι την επανάσταση. Ούτε τη Γαλλική αστική επανάσταση, ούτε τη σύγχρονη Προλεταριακή. Φαίνεται όμως πως φτάσαμε στην εποχή που για την εφαρμογή στοιχειωδών κανόνων δικαίου, για την απολαβή στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρειάζεται κανείς να επαναστατήσει...