Τρομερές αποκαλύψεις, παράνομος τζόγος! Ααααα! Εργολάβοι οι ιδιοκτήτες των Μέσων Ενημέρωσης. Αααα! Δηλητηριασμένα κρέατα. Ααααα! Διορισμοί από το παράθυρο στο 2004. Ααααα! Εμπόριο λευκής σάρκας στα ινστιτούτα καλλονής. Ααααα! Δεσποτάδες αλληξεφωνίζονται. Ααααα! Βουλιάζουνε σκόπιμα τα σαπιοκάραβά τους. Ααααα! Ελεύθερος ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών Τσιμπιτσίμπης. Ααααα! Υπουργός χορεύει cheek to cheek με τον αρχινταβατζή Παρθενίδη. Ααααα! Το μοντέλο Μαριμάρω αποκαλύπτει πως έχασε την παρθενιά της από λάγνο ευρωβουλευτή. Ααααα!
Και ο Μαρξ, ο Ενγκελς, ο Λένιν, ο Χο Τσι Μιχ, ο Τσε Γκεβάρα ...θα κρεμάσουν τα στιλό και τα όπλα τους πριν κρεμαστούν και οι ίδιοι. Γιατί, οι άμυαλοι, δεν είχαν σκεφτεί πως η βρώμα καθαρίζει με σαπουνάδες. Πως ο καπιταλισμός γιατρεύεται με πλύσεις στομάχου. Οτι το υπερκέρδος, η υπεραξία, είναι ψιλά γράμματα. Οτι το κάθε καθίκι, που κόβει μονέδα όταν το καταγγείλεις τηλεοπτικά, θα του κάνεις τα μούτρα κρέας. Τέτοιο μπλέξιμο τα άδεια κεφάλια τους;
Στις 23 Φλεβάρη, γιορτάζουμε την επέτειο ίδρυσης της ΕΠΟΝ. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι η ΕΠΟΝ, ως Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση, δεν ήταν η πρώτη που ιδρύθηκε. Η πρώτη οργάνωση με ενιαίο πανελλαδικό χαρακτήρα ήταν η «Εθνική Αλληλεγγύη» (ΕΑ), η απελευθερωτική οργάνωση, που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγωνιζόμενο λαό (που δικαιολογημένα της έδωσε τον τιμητικό τίτλο της ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ). «Μάνα» στην κυριολεξία, αφού από τα τρία εκατομμύρια μέλη της, οι γυναίκες ήταν η μεγάλη πλειοψηφία. Τα 2/3 της Οργάνωσης ήταν γυναίκες
Για την οργάνωση αυτή, που σε συνθήκες εξοντωτικές για τον περισσότερο κόσμο έκανε θαύματα και πάνω της στηρίχτηκε η αντίσταση, συζητάμε με την Καλλιόπη Μεντράκου, μέλος της Επιτροπής Γυναικών της ΠΕΑΕΑ, που πρόσφατα ανέπτυξε αυτό το θέμα στο συνέδριο για τα εξήντα χρόνια του ΕΑΜ:
- Πώς ξεκίνησε η Εθνική Αλληλεγγύη, ποιες ήταν οι σχέσεις της με την ΕΠΟΝ και πού οφείλεται η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών στην οργάνωση;
- Η Εθνική Αλληλεγγύη, λέει, ιδρύθηκε αρχικά με σκοπό να σώσει τους κρατούμενους σε στρατόπεδα. Με πυρήνα τις μητέρες, τις αδελφές και τις γυναίκες των εξορίστων, συγκροτούνται τις πρώτες ημέρες της Κατοχής ομάδες βοήθειας και στις 28 Μάη του '41, με πρωτοβουλία των εξορίστων που είχαν αποδράσει από τα νησιά της εξορίας (Φολέγανδρο και Κίμωλο), ιδρύεται η Εθνική Αλληλεγγύη. Ιδρυτές ήταν ο Παντελής Σίμος, ο Σπύρος Αντύπας, ο Κλέων Παπαλοΐζος, ο Γεώργιος Βασιλόπουλος, ο Νίκος Δρέσιος και η Διονυσία Παπαδομιχελάκη. Από τους πρώτους συνεργάτες της ΕΑ που ανακηρύσσεται και σε πρόεδρο, ο Αθαν. Ρουσόπουλος, καθηγητής του Πολυτεχνείου, που συνέβαλε με το κύρος του για τη σωτηρία των φυλακισμένων. Στην ΕΑ άρχισαν να προσχωρούν προσωπικότητες. Παλιά και νέα κόμματα υιοθετούν το έργο της. Το Σεπτέμβρη του '41, συνέρχεται η Γ` Ολομέλεια με συμμετοχή δώδεκα κομμάτων. Ο μητροπολίτης Κοζάνης εκλέγεται επίτιμος πρόεδρος. Η «Εθνική Αλληλεγγύη» κατάφερε να πραγματοποιήσει την ενότητα στο λαό. Ετσι, ξεκινώντας από πέντε πρόσωπα το '41, έγινε η πιο πλατιά και πολυάνθρωπη οργάνωση που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Απευθύνθηκε σε κάθε Ελληνα, σε κάθε πατριώτη και από τα τρία εκατομμύρια μέλη της τα δύο τρίτα περίπου ήταν γυναίκες.
- Πού οφείλεται αυτό; Η Εθνική Αλληλεγγύη δεν ήταν βέβαια μια φιλανθρωπική οργάνωση, παρόλο που έκανε θαύματα στη μάχη για την επιβίωση του ελληνικού λαού...
Κοριτσάκι η ίδια η Κ. Μεντράκου, όταν ιδρύθηκε η ΕΑ, πήρε ωστόσο μέρος στον αγώνα και οι αναμνήσεις της παραμένουν πάντα ζωντανές:
- Και βέβαια, απαντά, δεν ήταν μια φιλανθρωπική ουδέτερη οργάνωση, ήταν μια αγωνιστική οργάνωση και, μάλιστα, παράνομη για τους κατακτητές. Συνεργάστηκε με προσωπικότητες απ' όλες τις παρατάξεις και με οργανισμούς, όπως ο Ερυθρός Σταυρός στα συσσίτια, λ.χ., αλλά ήταν μια οργάνωση που σύμφωνα και με το Καταστατικό της μαχόταν για την εθνική απελευθέρωση και ιδεολογία της ήταν η ιδεολογία του ΕΑΜ, που ιδρύθηκε στη συνέχεια. Το έργο της είναι έργο της οργανωμένης, συνειδητής δραστηριοποίησης του λαού μας. Το κίνημα της ΕΑ δεν ήταν μια «ομάδα θερμόαιμων», ούτε μια συμμορία τρομοκρατών, όπως έλεγαν οι Γερμανοί. Σ' αυτό το κίνημα πήρε μέρος όλος ο κόσμος, από τον κλήρο και τη διανόηση ως τον τελευταίο εργαζόμενο. Ούτε τα χρόνια στάθηκαν εμπόδιο, ούτε η σωματική αναπηρία, ούτε οι οικογενειακές υποχρεώσεις. Οι γυναίκες στο σύνολο έχουν παντού την πλειοψηφία, βρίσκουν εκείνο που προσαρμόζεται στις συνήθειές τους και ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή τους, ό,τι ανταποκρίνεται στους εθνικούς τους πόθους και δίνει διέξοδο στη ζωτικότητά τους. Νέες γυναίκες και κορίτσια από την «Εθνική Αλληλεγγύη» προσχωρούν στην ΕΠΟΝ και η συνεργασία ανάμεσα στις δυο οργανώσεις συνεχίζεται σ' όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ακόμα και κορίτσια δώδεκα χρόνων συμμετέχουν, μεταφέροντας φαγητό σε σπίτια και χρήματα, εκεί που πρέπει. Ολα μαζεύονταν σπυρί - σπυρί, από ένα λαό πεινασμένο, σε καθεστώς άγριας τρομοκρατίας. Το φαγητό έπρεπε, αφού μαγειρευτεί, να δοθεί πιάτο - πιάτο σ' εκείνους που το μετέφεραν στις φυλακές, στο δρόμο, σ' ένα αυστηρά καθορισμένο σημείο και λεπτό. Στις φυλακές Ακροναυπλίας, όπου 600 αγωνιστές κινδυνεύουν να πεθάνουν από πείνα, σώζονται χάρη στην ΕΑ. Αποστολές οργανώνονται σ' όλες τις επαρχίες.
Το χειμώνα του 1941-'42, χιλιάδες βρέφη και νήπια πεθαίνουν από πείνα και αρρώστιες. Κι όχι μόνον παιδιά: Τριακόσιες χιλιάδες ήταν οι νεκροί της πείνας στους πρώτους μήνες της φασιστικής εισβολής. Οι αρρώστιες, η φτώχεια, η έλλειψη κρατικής πρόνοιας είναι τώρα τρομακτική. Οι άνθρωποι πεθαίνουν στο δρόμο, τα παιδιά περιφέρονται σκελετωμένα, ψάχνοντας φαγητό στα σκουπίδια, οι νεκροί μένουν άταφοι, ύστερα τους μαζεύουν με τα κάρα των σκουπιδιών. Δίνοντας τη μάχη για την επιβίωση του ελληνικού λαού, η ΕΑ ξεσηκώνει ένα τεράστιο πανεθνικό κίνημα και το 1944 έχει απλωθεί πια ως την τελευταία γωνιά της Ελλάδας.
- Σε ποιους τομείς δραστηριοποιήθηκε στη συνέχεια η «Εθνική Αλληλεγγύη»;
- Στην Ελεύθερη Ελλάδα, εκτός από συσσίτια, δημιούργησε παιδικούς σταθμούς, φαρμακεία, λαϊκά ιατρεία, νοσοκομεία - όπου γίνονταν χειρουργικές επεμβάσεις, με ελάχιστα μέσα, αλλά με μεγάλη επιτυχία από εξέχοντες γιατρούς. Ενίσχυσε πυροπαθείς, έχτισε σπίτια στεγάζοντας 10.103 οικογένειες (να σκεφτεί κανείς ότι τα καμένα χωριά ήταν 1.700 και τα καμένα σπίτια 165.877). Μόνον η ΕΑ Αθήνας ενίσχυσε 2.500 οικογένειες εκτελεσμένων και 16.000 διωκόμενους. Στην περίοδο της Κατοχής μέχρι τον Αύγουστο του '43, έδωσε 1.161.000 μερίδες φαγητό. Σ' όλη την Ελλάδα φροντίζει τις οικογένειες των ανταρτών. Στα ορεινά χωριά του Σινιάτσικου και της Κοζάνης, συντηρεί 3.000 άτομα, πρόσφυγες από τα χαμηλά χωριά. Στην επαρχία Γρεβενών, 7.000. Φροντίζει παιδιά και άπορους. Αυτά είναι μερικά από τα χιλιάδες δείγματα αλληλεγγύης του λαού μας στα χρόνια της Κατοχής. Οποιος είδε τα καραβάνια με τα φορτωμένα ζώα να σκαρφαλώνουν στα χιόνια, όποιος είδε άντρες και γυναίκες να μεταφέρουν τα τρόφιμα, όποιος τους είδε να κάθονται να ξαποστάσουν και να τραγουδούν, μονάχα εκείνος ένιωσε το μεγαλείο τους...
- Και μετά τον πόλεμο;
- Στα Δεκεμβριανά, η ΕΑ αντιμετωπίζει με θαυμαστό τρόπο το πρόβλημα της περίθαλψης των τραυματιών, του επισιτισμού, των τραυματιοφορέων και του νοσοκομειακού προσωπικού. Νοσηλεύτηκαν 7.500 τραυματίες, το 75% άμαχος πληθυσμός. Μετά το Δεκέμβρη κλείνουν και ανατινάσσουν τα γραφεία της ΕΑ, συλλαμβάνουν και φυλακίζουν τα στελέχη της, καταστρέφουν και λεηλατούν τα ιδρύματα που δημιούργησε. Δε σταματάει, όμως, την προσπάθειά της: Στις 28-30 Μαΐου 1945, συνήλθε η Α` Πανελλαδική Συνέλευση, με γραμματέα τον Στέλιο Παπαδομιχελάκη, που ενέκρινε τη δράση της παλιάς ΚΕ και έβγαλε νέο ΔΣ με πρόεδρο την Μαρία Σβώλου. Το Καταστατικό της εγκρίνεται και λειτουργεί πια σαν σωματείο. Τώρα βοηθάει τα θύματα πολέμου και αναλαμβάνει την ηθική και νομική υποστήριξη των φυλακισμένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Η ΕΑ αγωνίστηκε να σώσει το πολυτιμότερο εθνικό κεφάλαιο, τον άνθρωπο!
Στα χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας, η ΕΑ συγκρότησε Επιτροπές Υγείας. Εστησε 1.255 φαρμακευτικούς σταθμούς, που έδιναν φάρμακα και εκτελούσαν συνταγές δωρεάν. Ιδρυσε λαϊκά ιατρεία και πολλά απ' αυτά έγιναν πρότυπα. Ξανάδωσε ζωή στα υπάρχοντα νοσοκομεία και έφτιαξε καινούρια, όπου δεν υπήρχαν. Λαϊκά ιατρεία 679, αναρρωτήρια 90, νοσοκομεία 73, φαρμακεία 1.253.
Ανοίγουν σήμερα οι κάλπες για 31.000 δικηγόρους σε όλη την Ελλάδα εκ των οποίων περίπου 17.500 ψηφίζουν στην Αθήνα
Ανοίγουν οι κάλπες σήμερα για 31.000 περίπου δικηγόρους σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας (ΔΣΑ), ο οποίος αριθμεί περίπου 17.500 δικηγόρους. Δεκατρείς δικηγόροι με αναφορά σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα διεκδικούν το αξίωμα του προέδρου του ΔΣΑ για την επόμενη τριετία, ενώ για τις 24 θέσεις του διοικητικού συμβουλίου θα δώσουν τη μάχη 15 συνδυασμοί (ψηφοδέλτια).
Για πρώτη φορά στις φετινές εκλογές έχουμε τόσο πολλούς υποψήφιους, σχεδόν διπλάσιοι πρόεδροι από τις προηγούμενες εκλογές. Από το χώρο του ΠΑΣΟΚ κατεβαίνουν δύο υποψήφιοι (Αρ. Οικονομίδης και Χ. Αναλυτής), ενώ η ΝΔ δεν έχει χρήσει επίσημο υποψήφιο, με αποτέλεσμα να κατεβαίνουν τρεις υποψήφιοι, οι Δ. Παξινός, Δ. Χατζημιχάλης και Ι. Βαχαβιόλος. Ο απερχόμενος πρόεδρος Α. Ρουπακιώτης που είναι και πάλι υποψήφιος (πρόσκειται πολιτικά στο Συνασπισμό), αλλά στο ψηφοδέλτιό του έχει και υποψήφιους που πρόσκεινται στα δύο μεγάλα κόμματα. Υποψήφιοι πρόεδροι είναι επίσης οι Ελ. Βόζενπεργκ, Π. Γαλετσέλης και Ε. Κουρής.
Στις σημερινές εκλογές για το ΔΣΑ συμμετέχει και η νεοϊδρυθείσα παράταξη Δημοκρατική Αγωνιστική Συσπείρωση - Μαχόμενοι Δικηγόροι. Είναι μια παράταξη που εκφράζει τους αριστερούς μαχόμενους δικηγόρους, τους δικηγόρους μικρών και μεσαίων εισοδημάτων και κυρίως τους νέους δικηγόρους. Συσπειρώνει αγωνιστές δικηγόρους από διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις και κινήσεις και στο ψηφοδέλτιό της υπάρχουν άτομα με συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες και μεγάλη προσφορά στην πάλη για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, των δημοκρατικών ελευθεριών και της συλλογικής δράσης.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις που βρίσκονται είτε στο Προεδρείο και στην πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου είτε στη «συμπολιτευόμενη» αντιπολίτευση, αδράνησαν και δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τα μεγάλα και οξυμένα προβλήματα του κλάδου (ασφαλιστικό, ταμείο συνεργασίας, φορολογικό, συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος, απονομή δικαιοσύνης, ανισοκατανομή της δικηγορικής ύλης, γιγάντωμα μεγαλογραφείων κλπ.).
Οπως έχουν επανειλημμένα αναφέρει όλοι αυτοί που πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση της παράταξης, στόχος τους δεν είναι μόνο η συμμετοχή στις σημερινές εκλογές. Η Δημοκρατική Αγωνιστική Συσπείρωση - Μαχόμενοι Δικηγόροι έγινε για να υπάρξει μετά τις εκλογές. Για να εκφράσει την ανάγκη δημιουργίας και ενίσχυσης ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού ρεύματος αντίστασης και ανατροπής του σημερινού, «εχθρικού» στους μαχόμενους δικηγόρους, συσχετισμού δυνάμεων στο ΔΣΑ. Για να εκφράσει τους αγώνες και την αγωνία της μεγάλης πλειοψηφίας των δικηγόρων.
Ηδη, έχει καταγραφεί ως η αριστερή παράταξη των μαχόμενων δικηγόρων και έχει βρει θερμή ανταπόκριση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από τους νέους δικηγόρους και τους δικηγόρους με μικρά και μεσαία εισοδήματα. Απευθύνεται σ' αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία των δικηγόρων, οι οποίοι αγωνιούν και αγωνίζονται για το μέλλον τους και τους καλεί να συσπειρωθούν, ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις και κομματικές εντάξεις, σήμερα με την ψήφο τους και αύριο με τη συμμετοχή τους στους κοινούς αγώνες, στη μάχη για να περάσει ο ΔΣΑ στα χέρια των άξιων συνδικαλιστών και να εκφραστεί επιτέλους η πλειοψηφία των μαχόμενων δικηγόρων της Αθήνας.
Υποψήφιος πρόεδρος της ΔΑΣ - Μαχόμενοι Δικηγόροι είναι ο Β. Δημόπουλος και υποψήφιοι σύμβουλοι οι Α. Αντανασιώτης, Κ.- Μ. Αργυριάδου, Φ. Αρχιμανδρίτης, Δ. Βογιατζής, Α. Βρεττός, Ε. Γούσιας, Β. Γκούβας, Ελ. Ζαφειρίου, Αλ. Ζορμπαλά, Αν. Καραμάνος, Ε. Κατσιάβας, Α. Καψόπουλος, Μ. Κοκκινάκης, Α. Κοντέας, Β. Κοντοέ - Παπαθωμά, Ι. Κουλουρούδης, Κ. Κούτρας, Μ. Λαγουβάρδου, Χ. Μαρούλη, Γ. Παριανός, Χ. Σκαλούμπακα, Δ. Σπανέλλης, Γ. Τσακαλίας και Δ. Τσακίρης.
Την Τρίτη, 26 Φλεβάρη, θα γίνουν μεγάλες συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα. Στην Αθήνα, θα γίνει στην πλατεία Κάνιγγος, ώρα 10 π.μ.
Η κυβέρνηση αποτίμησε τις αυξανόμενες καθημερινά ανάγκες της Τρίτης Ηλικίας με αυξήσεις 70-160 δραχμές την ημέρα. Αυτή είναι η αντιστοιχία των κλιμακωτών αυξήσεων μέχρι 3,5% που αποφάσισε η κυβέρνηση για τις συντάξεις.
«Είναι προκλητική κοροϊδία οι αυξήσεις εμπαιγμού που αποφάσισε η κυβέρνηση», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων του ΤΕΒΕ Χρ. Τριάντης και τονίζει: «Εδώ και εφτά χρόνια, συνεχίζεται η απώλεια του εισοδήματός μας που ξεπέρασε το 35%. Η αφαίμαξη του εισοδήματός μας επιτείνεται ακόμα περισσότερο με την έκρηξη της ακρίβειας σε προϊόντα, αγαθά, υπηρεσίες, τιμολόγια των ΔΕΚΟ, ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ. Η στρογγυλοποίηση του ΕΥΡΩ προς τα πάνω αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο την ισχνή αγοραστική μας δύναμη. Οι σημερινές ανάγκες είναι πολλαπλές, 220.000 δραχμές κατώτερη σύνταξη, δε λύνει τα προβλήματα, πρέπει, όμως, να είναι το μίνιμουμ».
Στο δρόμο, όμως, δε θα βγουν μόνον οι συνταξιούχοι της Αθήνας, αλλά όλης της χώρας. Θα γίνουν συγκεντρώσεις και πορείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όπως έχουν αποφασίσει τοπικά οι συνεργαζόμενες συνταξιουχικές οργανώσεις.
Τα δίκαια αιτήματα των συνταξιουχικών οργανώσεων ΙΚΑ - ΤΕΒΕ - ΤΣΑ - ΝΑΤ - ΕΛΤΑ - ΤΑΕ - Δημοσίου είναι:
Οι συνταξιούχοι με τις κινητοποιήσεις τους υπερασπίζονται συνολικά την Κοινωνική Ασφάλιση, που επιχειρεί να την κατεδαφίσει η κυβέρνηση. Μια κατεδάφιση - εντολή, όπως σημειώνουν στο κάλεσμα γι' αγώνα προς τους συναδέλφους τους, «της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Βιομηχάνων».
Πρόκειται για μια επιχείρηση κατά της Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχει εκδηλωθεί ποικιλότροπα μέχρι τώρα, όπως η μειωμένη κρατική επιχορήγηση, η μείωση της εργοδοτικής εισφοράς, η μη πληρωμή από το κράτος των οφειλών στα Ταμεία, η καταλήστευση των αποθεματικών.
Η εμπορευματοποίηση της Υγείας, με την καθιέρωση των ιδιωτικών ιατρείων στα δημόσια νοσοκομεία, με επισκέψεις μέχρι και 30.000 δραχμές, καθώς και τις φαρμακερές τιμές στα φάρμακα, εξανεμίζει τις πενιχρές συντάξεις.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι «απόμαχοι της δουλιάς κι όχι της ζωής» οργώνουν με νεανικό μεράκι τις γειτονιές, καλώντας τους συναδέλφους τους στις συγκεντρώσεις.
Από τη συζήτηση του Δ. Βάγια με συντάκτες του «Ρ» στα γραφεία του ΚΚΕ στην Καλαμάτα |
Και δεν πήγε. Εμεινε ο στρατοδίκης μόνος - αυτός, η κυβέρνηση Σημίτη και τ' αφεντικά της, τα ίδια που ήταν και τότε, το '49, αφεντικά - να δικάσει. Τι να δικάσει; Εναν αντάρτη! Που, ενώ τον όπλισαν για να πολεμήσει με τον αστικό στρατό, αυτός «αυτομόλησε στους συμμορίτες»! Το «έγκλημα», είπαν μετά, παραγράφηκε με βάση το νόμο τάδε. Στα κιλά της η δικαιοσύνη τους. Δεν είχε, δεν έχει, δε θα 'χει ποτέ την παλικαριά να δεχτεί πως παρά τη στρατιωτική ήττα οι νικημένοι νίκησαν! Πως ένας αγώνας σκληρός που δόθηκε για ό,τι πιο όμορφο οραματίστηκε ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «έγκλημα». Δουλιά της αυτής της δικαιοσύνης είναι να συμβάλει κι αυτή στο ξαναγράψιμο της ιστορίας έτσι όπως τη θέλουν οι νικητές. Μόνο που αυτή είναι η ιστορία των βιβλίων. Που διαβάζεται περιοδικά. Οσο παραμένουν νικητές οι σημερινοί νικητές. Η άλλη ιστορία, αυτή των πραγματικών γεγονότων κι αυτή των συνειδήσεων γράφεται μία φορά μόνο. Και δεν ξεγράφει.
Οταν φτάσαμε κείνο το πρωί στην Καλαμάτα ήμασταν μόνο τσαντισμένοι. Αλλά και με πολλές ερωτήσεις. Οταν φύγαμε ήμασταν ακόμα πιο πολύ τσαντισμένοι, μα και με απαντήσεις - όπλα. Ικανά εφόδια για να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε, όχι τον στρατοδίκη, ποιος νοιάζεται για τους υπάλληλους, αλλά ό,τι είναι μπροστά, ό,τι βλέπουμε ξανά και ξανά να έρχεται σαν αναπόφευκτη στιγμή σύγκρουσης. Αυτό που ψάχναμε δεν είναι η ιστορία του Μήτσου Βάγια. Αλλά το γιατί της. Τι είναι αυτό που κάνει μια πάστα ανθρώπων ικανή για τα πιο μεγάλα απ' τα μεγάλα; Τι είναι αυτό που 50 χρόνια μετά κάνει τους Αμερικάνους να ψάχνονται ακόμα για κάτι που τους ξεφεύγει. Τι είναι αυτό που 50 χρόνια μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ παραμένει όχι μόνο ζωντανό, αλλά εξίσου εξεγερτικό και δίνει δύναμη στον άνθρωπο να στέκει ορθός, να μη σκύβει, να προσπερνά τις παρλαπίπες διαφόρων που στα στερνά τους προσπαθούν να μετατρέψουν τη δική τους ήττα σε ήττα της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Τι είναι αυτό, τέλος, που κάνει αυτούς που αν και νίκησαν, μεν, στρατιωτικά, όχι μόνο να μη ξεχνούν αλλά και να επιμένουν να δικάσουν, όχι τον άνθρωπο αντίπαλο, αλλά τις ιδέες του; Γυρνώντας από την Καλαμάτα γνωρίζαμε λίγο περισσότερο πως όχι μόνο ο πόλεμος δεν τέλειωσε, αλλά και πως κάνουν μεγάλο λάθος όσοι πατώντας στη λήθη που αναγκαστικά ο χρόνος φέρνει, προσπαθούν να πείσουν πως αρκεί ένα φτιασίδωμα για να ανθρωπέψει αυτό το σύστημα. Ο αντίπαλος έδειξε πως συνεχίζει να πολεμά. Κι όταν ξεκίνησε για να κάνει τη δίκη του Βάγια ήξερε τι έκανε...
Αντάρτης πια, με το δίκοχο του ΔΣΕ, αλλά και «λάφυρο» το αμερικάνικο μπουφάν, που πήρε μαζί του από τον αστικό στρατό |
«Η αγωνία μου ήταν στο χώρισμα. Εκείνους, που ήταν να πάνε για το Μακρονήσι, τους δίνανε στολή αγγλική, παλιά. Εκείνους, που ήταν της εμπιστοσύνης, τους δίνανε αμερικάνικη, ωραία κασμίρια. Για τη Μακρόνησο είχα μάθει. Ηρθε ο αστυνόμος με τον κατάλογο. "Ποιοι είναι κομμουνιστές, πρόεδρε;". "Ε, τι κομμουνιστές, παιδιά ήτανε, δουλεύουνε τώρα, φτώχεια...". "Μα, πώς, του Βάγια ο γιος;". "Τι κομμουνιστής; παιδί ήτανε, δουλεύει. Φτώχεια". Εμαθα μετά ότι μπροστά στον πρόεδρο ο αστυνόμος έσβησε την κόκκινη μπογιά απ' τ' όνομα. Φτάνω, λοιπόν, στους δύο σωρούς. Αριστερά τα αγγλικά και δεξιά τα αμερικάνικα. "Πού να πάρω;". "Από κει, αμερικάνικα"».
Και να στον αστικό στρατό! Γύρω τα στρατοδικεία δικάζουν στο σωρό. Οι εκτελέσεις καθημερινές. Τα «Γιαννάκια» τα στέλνανε για εκπαίδευση δίπλα στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Θυμάμαι ακόμα ένα χέρι μαύρο που εξείχε πάνω απ' το χώμα, έτσι πρόχειρα που τους θάβανε». Είναι Απρίλης του '49. Τον πλησιάζει κάποιος. «Μη φοβάσαι ρε, κομμουνιστής είμαι. Εχω Μακρονησιώτη». Αποδείχτηκε εντάξει. Δρόμο για το μέτωπο. Εφτά του Μάη τελευταία έξοδος. Μετά Φιλιππιάδα, τρόμος, Μπιζάνι, Γιάννενα, πρώτες μάχες, Κόνιτσα κι από κει στο Γράμμο. Εκπαίδευση στ' αμερικάνικα όπλα. Ηθικό πεσμένο. Από τους 150 του λόχου, στον οποίο πήγαν οι «Γιαννάκηδες», είχαν μείνει μόνο 27. Πύργος Στράτσανης: «Κατάμαυρη η πέτρα απ' τα κοράκια», άθαφτοι οι νεκροί. Απόφαση. 31 Μάη το τελευταίο γράμμα στον πατέρα. «Είχα πάρει απόφαση πως θα φύγω, τον τρόπο, θα μπω στη νεκρή ζώνη...». Αναποδιές της τελευταίας στιγμής. «Με στέλνουν στο πολυβολείο στο αντέρεισμα πάνω απ' το Σαραντάπορο, για την πρώτη μου βολή. Τη νύχτα άστραψε ο τόπος». Τεχνάσματα για να μη ρίξει. «Ολη κι όλη μια τροχιοδεικτική». Την άλλη μέρα, η είδηση απλώνεται: Χτυπάει ο ΔΣΕ το καλύτερο οχυρό του Γράμμου, το Πάτωμα! Αρχισε η μεγάλη μάχη, μας μαζεύουν για πολυβολεία. Τονωτική ένεση: Το πήρανε το Πάτωμα οι αντάρτες. «Κάνω το βήμα. Εφτά το βράδυ σκοτεινιάζει. Ξέχασα και τις νάρκες, τα ξέχασα όλα. Τρέχω. Περνάω. Βγάζω το στέμμα απ' το δίκοχο. Εκεί πήρα τη δεύτερη ανάσα της ζωής μου. Ανεβαίνω προς τη μεριά των ανταρτών. Ψάχνω να βρω τόπο να κοιμηθώ. Κάτι όνειρα όλη τη νύχτα. Ολο πανηγύρια. Την άλλη μέρα, ρίζα τη ρίζα, πέτρα την πέτρα, φτάνω κοντά. "Ρε σύντροφοι", τίποτα». Δρόμο για τον Αγ. Χριστόφορο. Στο εκκλησάκι σκηνές απείρου κάλλους, καθώς τον περνούν αρχικά για τον σύνδεσμο του 10ου που περίμεναν και αμέσως μετά κατσάδα: «Γιατί δεν έφερες κι άλλους;». «Θα 'ρθουνε...».
Ηταν ήδη αλλού... Πρώτη του μάχη στις 2 Ιούλη του '49, «τη μέρα που πέθανε ο Δημητρόφ», λέει σήμερα. Στις 5 Ιούλη είναι αυτός ο ίδιος, που, από δω μεριά πια, στον Αϊ - Λια κάνει διαφώτιση, φωνάζοντας στους φαντάρους του αστικού στρατού. Σε ποιους; Στον ίδιο του το λόχο! «Γιατί πολεμάτε, για ποιον πολεμάτε, οι Αμερικάνοι κυριαρχούν, γυρίστε τα όπλα. Τρώμε τις σάρκες μας, παιδιά του λαού». «Λέγε, λέγε, σ' ακούμε!». «Μέχρι που βράχνιασα». Την άλλη μέρα, λιώσανε και οι πέτρες... 29 Αυγούστου πέρασε μέσα με τους τελευταίους. «Απ' το Πληκάτι...».
Σ' άλλο κόσμο, άλλη υποδοχή, άλλη συγκίνηση. Αλλη ζωή. Μέχρι το 1990. Απ' τους τελευταίους.
Οταν παρουσιάστηκε το '48 στον αστικό στρατό |
Η ιστορία του είναι απλή: «Το 1942, το Νοέμβρη, με στρατολόγησαν στην ΟΚΝΕ. Από τότε δε διακόπηκε η πορεία πλην τέσσερις μήνες που με κάλεσαν στρατιώτη. Στον ΕΛΑΣ δε μ' άφησαν να περάσω. Είναι ο πατέρας σου, μου είπαν, φτάνει». Εμεινε στο χωριό που στην κατοχή ήταν η ΕΑΜική πρωτεύουσα της Πυλίας. «Ερχονταν και φεύγανε συνέχεια οι σύνδεσμοι», θυμάται. «Αυτή η ζύμωση έπαιξε ένα ρόλο στη συνείδηση που τα κατάγραφε όλα για να αντέξω μετά τις δυσκολίες».
Οταν παράδωσαν τα όπλα στην Καλαμάτα άκουσε τη γιαγιά να λέει στον άοπλο πια πατέρα: «Μωρέ πού ήρθες έτσι; Θα σε σκοτώσουνε». Αρχισε η τρομοκρατία το '45. Ο Δημήτρης ήθελε να μάθει γράμματα, αλλά το σχολειό το 'χε αφήσει το '40, τον πρόλαβε ο πόλεμος.
«Αντί για μαθητής, έγινα τσοπάνης. Με προβατίνες από την τράπεζα. Τι είχαμε νομίζεις εδώ; Σταφίδες. Ηταν και παραμένει το χτικιό για τον αγρότη. Μια ζωή χρεωμένοι στην τράπεζα, θυμάμαι τον πατέρα να κρύβεται δυο - τρεις μέρες μέχρι να φύγουν οι χωροφυλάκοι και οι εισπράκτορες. Βραχνάς».
Πόλεμος - ξεπόλεμος επιμένει και το '47 ζητά και πάλι να πάει σχολείο. «Τι θες, του λέει ο γυμνασιάρχης, να σου δώσω χαρτί να φυλάς τις κατσίκες του πατέρα σου; Φύγε από δω».
Στο δρόμο ένας ταγματασφαλίτης του κάνει την πρόταση: «Θες γράμματα;». «Θέλω». «Κάνε ό,τι σου πω. Θα πας στο απόσπασμα της "Χ"»! Δεν πήγε. Ηταν ήδη αλλού. Σύνδεσμος. Το μήνυμα είχε δοθεί απ' το Λιτόχωρο. Να μαζέψουμε όπλα. «Κρύβω τους πρώτους». Οι σφαγές γύρω αφήνουν ποτάμια αίμα. Τραγωδίες. Πρώτη ανταρτοομάδα. Πράξη πρώτη, στο μύλο, να ζυμώσουμε ψωμί. Πυροβολισμοί. Χαρά για το πρώτο πολυβόλο και τις σφαίρες. Μάχη κι αμέσως μετά η πρώτη προδοσία. Βλέπει το Φώτη να τον σέρνουνε απ' το άλογο στα τρόχαλα. Τι του έμεινε απ' αυτό; «Ο Φώτης δε μαρτύρησε!».
Τρέμουνε και τα φύλλα από την τρομοκρατία. Στο λόγκο μάζωξη, «αστροφεγγιά θυμάμαι, ήταν 18-19 Μάη. Απόφαση για προσωρινή διάλυση. Τον Ιούλιο, νέα απόφαση, να περάσουνε στον Ταΰγετο, στους αντάρτες. Σχέδιο εξόδου και αποστολή στην Καλαμάτα για συγκέντρωση πληροφοριών. Στη γιάφκα του ράφτη. Και εντολή: Θα φέρεις "Ριζοσπάστη" και Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Αλλη τραγωδία στο μεταξύ: Παράλληλη κηδεία ενός Χίτη κι ενός αντάρτη. Ζητάνε απ' τη χήρα του Χίτη να σκοτώσει τη χήρα του αντάρτη. Αρνείται. Εικόνες βαθιά χαραγμένες στο μυαλό του παιδιού. Φυγή προς το χωριό. Μπλόκα στους δρόμους. Τεχνάσματα για να κρυφτούν τα έντυπα. Περνά. «Τα ύστερα ήταν τα βαριά».
«Βασίλευε ο ήλιος, κάνεις δε μας είπε τίποτα. Ενας πρώην σύντροφος - ψόφησε τώρα, πάει - πέρασε στη "Χ". Ξέρασε: "Ενας Βάγιας στο χωριό έχει 70 όπλα και ένα πιστόλι". Πιάνουν τον πατέρα. Ξύλο και φάλαγγα. Τσουρνοβαλίζοντας τον φέρνουνε στο χωριό. Με πιάνουν. Βρίσκουν στις τσέπες το Ριζοσπάστη. Τους λέω πως είναι νόμιμος στα περίπτερα. Ποιος άκουγε. "Σταματάτε ρε να δείτε τι πιάσαμε" φώναζε ο επικεφαλής στους άλλους. Δέρνουν τον πατέρα. Δεν ξέρω ακόμα τι έχει γίνει. Χαστούκια. Βλέπω τον πατέρα. Σούρνοντας τον φέρανε. Ξυπόλυτος, καταματωμένος, όπως το ψόφιο ζώο. Τον πετάνε στα πόδια μου».
Του στέλνουν το χαφιέ να του μιλήσει δήθεν εμπιστευτικά. Τους αφήνουν μόνους. «Να τους παραδώσετε» μου λέει. Απάντηση: «Εμείς θα πεθάνουμε. Αν τολμήσεις και μιλήσεις, σε βεβαιώνω σε ένα 24ωρο το κεφάλι σου θα πέσει». Σαν κάτι να φοβήθηκε.
Τους παίρνουν και τους ρίχνουν σε μια χαμοκέλα. «Κάτω στο χώμα ο πατέρας. Δίπλα αυτοί, τρώνε κάτι κοκόρια που σφάξανε και πίνουνε. Θυμάμαι. Είναι 16 Σεπτέμβρη, έχει ένα κρύο βοριά και φεγγάρι. Παίρνουνε τον πατέρα, ξανά φάλαγγα. Τρέχαν τα πόδια αίμα, άρχισε να ουρλιάζει. Τα ίδια θα πάθεις κι εσύ μου λέει ένας. "Ας έρθει ο Στάλιν να σας γλιτώσει". Τον πετάνε μέσα στο αίμα και στο χώμα. Μου είχε πει ένας σύντροφος, να προσέχεις μη σε χτυπήσουν στη σπονδυλική στήλη και στα όργανα. Πέφτω κάτω. Αρχίζουν τη φάλαγγα. Ιδρωσε μες το κρύο αυτός που βάραγε. Μαρτύρα! Δεν ξέρω! Μαρτύρα! Συνέχιζαν. Με διαύγεια θυμάμαι: Καταλάβαινα τι πήγαιναν να στήσουνε: έρχεται ένα κάθαρμα με μια μαγκούρα, κάτι μπότες μέχρι το γόνατο, τώρα, λέω, θα με τσακίσει. Αρπάζει το βούρδουλα και με χτυπάει λες και του σκότωσα τα παιδιά. Τον ακούω να λέει: "το παιδεύουμε τζάμπα". Δήθεν. "Ο παλιάνθρωπος, ο πατέρας του, το πήρε στο λαιμό του. Αν τον είχα πατέρα θα τον έσπαζα στο ξύλο". Κατάλαβα τη μηχανή. Μου λένε "σήκω". Πού να πατήσω από το χτύπημα; Με πανέ στον πατέρα. Ετοιμοθάνατος. "Αυτός σε πήρε στο λαιμό του, σε έκανε κομμουνιστή. Να τον εκδικηθείς. Αυτός σε πήρε στο λαιμό του". "Μα, αυτός είναι αγράμματος. Εγώ έμαθα γράμματα", απαντώ. "Το Χριστό σου, θα μας κάνεις και διαφώτιση". Φέρνουν το βούρδουλα. "Βάρα τον"! Μου καρφώνει το 45άρι στον κρόταφο και μετράει μέχρι το 3. "Το Χριστό σας, βαμμένοι όλοι, κομμουνιστές". Τραβάει το χέρι μου στον πατέρα. "Να, ο γιος σου σε χτυπάει". Τίποτα εγώ. Ο πατέρας αναίσθητος. Τον κλοτσάνε».
Τους αφήνουν. Το μυαλό στους κρυμμένους. Το σπίτι φυλάγεται. «Αποφάσισα να φύγω. Σούρνοντας. Φεγγάρι σα μέρα. Εφτασα στον όχτο, μόλις πήδησα, έφτασα στη ρεματιά, πήρα μια βαθιά αναπνοή, πιο ευχάριστη αναπνοή δεν έχω πάρει. Κατάλαβα ότι τους έφυγα».