Τρίτη 29 Ιούλη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ» ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
«Ασθενής» η δυναμική της καπιταλιστικής ανάκαμψης

Απαιτεί ακόμα πιο «θαρραλέα και αποφασιστική» προώθηση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων

«Ασθενή» χαρακτηρίζει τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάκαμψης, το «Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους» της Βουλής σε έκθεσή του για το β' τρίμηνο του 2014, τονίζοντας ότι παρά την ανάσχεση της ύφεσης, «οι προβλέψεις για ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2015 βαρύνονται με μεγάλες αβεβαιότητες».

Εκτιμώντας ότι «η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους», τονίζει παράλληλα - επιβεβαιώνοντας τις άλυτες αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας - ότι «αν δεν επιτευχθούν στο μέλλον υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης, δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και, αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον».

Ως βασικές «πηγές της αβεβαιότητας» εντοπίζει:

-- Το ζήτημα «κόκκινων» δανείων τα οποία «συνεχίζουν να αυξάνονται και να περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών», τη δυνατότητά τους δηλαδή να στηρίξουν την καπιταλιστική ανάκαμψη.

-- Τις «υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων», των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που έχει ανάγκη το εγχώριο κεφάλαιο, σε συνθήκες όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού. Οπως τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση «ακόμα και χωρίς "μνημόνιο" η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία - τη φορά τούτη των αγορών που θα αντικαταστήσουν την τρόικα». Στο ίδιο μήκος κύματος με τις παρεμβάσεις όλων των αστικών επιτελείων, η έκθεση του «Γραφείου Προϋπολογισμού» απαιτεί αποφασιστική επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων: «Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ούτε τη σημασία πολλών μέτρων που λήφθηκαν έως τώρα και μάλιστα παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης. Αλλά το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας απαιτεί πιο θαρραλέα και αποφασιστική πολιτική».

-- Τη συνεχιζόμενη υποχώρηση των επενδύσεων.«Χωρίς ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων σε ευρεία βάση, η διαφαινόμενη ανάκαμψη δε θα είναι διατηρήσιμη» αναφέρει στην έκθεσή του το «Γραφείο Προϋπολογισμού» και προσθέτει ότι «η έμφαση στις ιδιωτικές επενδύσεις θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη». Παράλληλα, τονίζοντας το ρόλο που πρέπει να παίξει το αστικό κράτος για την παραπέρα στήριξη των εγχώριων μονοπωλίων, σημειώνει ότι «σημαντικός θα είναι και ο ρόλος των δημοσίων επενδύσεων. Δημιουργούν τις υποδομές που απαιτούνται για την ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων».

-- Τα «εμπόδια» στη «δημοσιονομική εξυγίανση». Η έκθεση επιχαίρει για την επίτευξη των «πρωτογενών πλεονασμάτων» που έχουν ως προϋπόθεση το μάτωμα του λαού, ωστόσο αναφέρει μια σειρά από «κινδύνους οπισθοδρόμησης» για τους δημοσιονομικούς στόχους του κεφαλαίου: Τις περιπτώσεις που αποφάσεις δικαστηρίων δικαιώνουν εργαζόμενους που προσφεύγουν σε αυτά, τις αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές προς το κράτος (εκτιμώντας ότι ο ρυθμός αύξησής τους θα επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες), αλλά και την απόκλιση από στόχους παραπέρα περικοπών σε δαπάνες που καλύπτουν λαϊκές ανάγκες (αναφέρονται μάλιστα ως παραδείγματα τα θέματα του Ασφαλιστικού, του συστήματος Υγείας, της Ανώτατης Παιδείας).

-- Το «τεράστιο δημόσιο χρέος», οι προβλέψεις για το οποίο όπως επισημαίνεται «στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν» (π.χ. ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων και επιτοκίων δανεισμού).

-- Στις παραπάνω «αβεβαιότητες», η έκθεση προσθέτει ως δυσκολίες του εγχώριου κεφαλαίου την «εξαγωγική άπνοια παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους», το γεγονός ότι «η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε ισχυρές εξωτερικές διαταραχές», όπως το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον ή οι οικονομικές αναταράξεις σε γειτονικές χώρες. Επίσης εκτιμά ως «πηγή αβεβαιότητας» ότι «δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου», παρά το γεγονός ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνουν συνεχείς εξετάσεις ως διαχειριστές των συμφερόντων της ντόπιας αστικής τάξης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ευρωμονόδρομου.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της διευθέτησης του χρέους, η έκθεση εκτιμά ότι «με τις διαφαινόμενες ρυθμίσεις για το δημόσιο χρέος (...) θα διευρυνθούν σημαντικά τα περιθώρια για αναπτυξιακές δαπάνες», σε συνδυασμό με το γεγονός ότι «το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται ευνοϊκότερο για την εφαρμογή αναπτυξιακής πολιτικής», για τη στήριξη της «ρευστότητας» του εγχώριου κεφαλαίου.

Την ίδια στιγμή ωστόσο εκτιμά ότι, βάσει των προβλέψεων της ΕΕ για τις «χρηματοδοτικές ανάγκες» τις διετίες 2014-2015, το πιθανότερο είναι η Ελλάδα «να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που συνεπάγεται νέο πρόγραμμα προσαρμογής (και σχετική σύμβαση)».


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ