Στα μερεμέτια, που επιδιώκει η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, το ΚΚΕ αντιτάσσει θέσεις ουσίας
Eurokinissi |
Τα όσα είπε ο Χ. Καστανίδης επιβεβαίωσαν στο ακέραιο τις προειδοποιήσεις του ΚΚΕ ότι τα αστικά κόμματα στοχεύουν σε μερεμέτια που θα δημιουργούν στο λαό την ψευδαίσθηση ότι το σύστημα μπορεί να αυτοτιμωρείται, να αυτοκαθαίρεται.
Στο βάθος όλης αυτής της μεθόδευσης, βρίσκεται η προσπάθεια της κυβέρνησης και των άλλων αστικών κομμάτων να κατευνάσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και οργή για τα υπαρκτά σκάνδαλα. Η οποία, αν δεν εκτονωθεί ανώδυνα για το σύστημα, μπορεί σε μια πορεία να οδηγήσει στην αποκάλυψη της πηγής του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από τη σύμφυτη με τον καπιταλισμό διαπλοκή ανάμεσα στο κεφάλαιο και τα κόμματά του.
Σήμερα, τα ποινικά αδικήματα των υπουργών παραγράφονται μετά από μια πενταετία από την ημέρα που τελέστηκαν, τη στιγμή που για τους απλούς πολίτες τα χρόνια παραγραφής είναι πολύ περισσότερα, ανάλογα με το αδίκημα. Επίσης, παραγράφονται και εάν μέσα στον πρώτο χρόνο η επόμενη Βουλή που ακολουθεί την τέλεση του αδικήματος δεν κινήσει τις σχετικές διαδικασίες.
Για να κινηθεί η διαδικασία απαιτείται απόφαση με απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Στη συνέχεια συγκροτείται προκαταρκτική («προανακριτική») επιτροπή και σε περίπτωση που διαπιστωθούν ποινικές ευθύνες συντάσσεται σχετικό πόρισμα και πάλι η Ολομέλεια της Βουλής με απόλυτη πλειοψηφία αποφασίζει για την παραπομπή του υπουργού στη Δικαιοσύνη. Ακολούθως, Δικαστικό Συμβούλιο εξετάζει την απόφαση και εάν το κρίνει, παραπέμπει τον υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο πλέον δε μετέχουν βουλευτές ως κατήγοροι, αλλά αποτελείται αποκλειστικά από δικαστικούς.
Οι διαδικασίες αυτές, πέρα από το γεγονός ότι είναι ασφυκτικές, έχουν οδηγήσει στο να εξαρτάται η όλη διαδικασία ποινικής ευθύνης των υπουργών από τη θέληση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφία της Βουλής, η οποία προφανώς καθορίζει τη στάση της από τις εκάστοτε πολιτικές της επιδιώξεις.
Με δεδομένη την παραπάνω κατάσταση, στις αλλαγές βιτρίνας που προδιέγραψε η κυβέρνηση στο νόμο περί ευθύνης υπουργών, το ΚΚΕ αντέταξε προτάσεις ουσίας, προκειμένου να αρθούν στο μέγιστο βαθμό τα εμπόδια που οδηγούν στην ατιμωρησία.
Σύμφωνα με την πρόταση που κατέθεσε το ΚΚΕ:
Ενώ μέχρι τώρα η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης γίνεται από Επιτροπή της Βουλής και η απόφαση για άσκηση ποινικής δίωξης λαμβάνεται από τη Βουλή και απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή εξαρτάται από τη θέληση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, το ΚΚΕ προτείνει:
Η ανακίνηση της αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών είχε επαναληφθεί και στο παρελθόν, με πιο χαρακτηριστική τη συζήτηση το καλοκαίρι του 2009 στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Τότε, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ απέρριψαν την πρόταση που κατέθεσε το ΚΚΕ διά του βουλευτή του Α. Κανταρτζή, για πλήρη απεμπλοκή της Βουλής από τη διαδικασία της ποινικής δίωξης υπουργών και παράταση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων στα όρια που ισχύουν για όλους τους πολίτες.
Τα δύο κόμματα επικαλέστηκαν τότε προσχηματικά το Σύνταγμα, για να προτείνουν κάποιες ανέξοδες και οριακές αλλαγές, που δεν άλλαζαν επί της ουσίας την υπάρχουσα κατάσταση.
Σύμφωνα με την πρόταση που κατέθεσε και τότε το ΚΚΕ, από τη στιγμή που αποστέλλεται στη Βουλή μια δικογραφία που αφορά υπουργό, εφόσον κατά τη σχετική ψηφοφορία στην Ολομέλεια συγκεντρωθεί ένας περιορισμένος αριθμός βουλευτών (80 ή 100), ακόμα και εάν είναι μειοψηφία, πρέπει υποχρεωτικά να διενεργείται προκαταρκτική εξέταση («προανακριτική»), όχι από Επιτροπή της Βουλής, αλλά από Δικαστικό Συμβούλιο.
Με αυτόν τον τρόπο, παύει το θέμα της ποινικής ευθύνης των υπουργών να είναι θέμα της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής και σταματάει κάθε εμπλοκή της στην υπόθεση. Η απόφαση για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης θα εξαρτάται από το αποδεικτικό υλικό, από τη δικογραφία που θα σχηματιστεί και από την απόφαση που θα παρθεί από το Δικαστικό Συμβούλιο.
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να αρθούν όλα τα εμπόδια που υπάρχουν σήμερα για την ποινική δίωξη των υπουργών. Το δρόμο αυτόν τον απέρριψαν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ, προτείνοντας ανέξοδες τροποποιήσεις παρά το ότι σήμερα υποκριτικά κόπτονται για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Το ΠΑΣΟΚ διά του Ε. Βενιζέλου είχε προτείνει η προκαταρκτική επιτροπή («προανακριτική») της Βουλής να αναθέτει ακόμα και το σύνολο του ανακριτικού έργου σε επιτροπή δικαστών που επιλέγεται με πλειοψηφία 2/3 από τη Βουλή. Η επιτροπή δικαστών μπορεί να καταλήγει σε πόρισμα το οποίο θα τίθεται υπό την έγκριση της προκαταρκτικής («προανακριτικής») επιτροπής της Βουλής και εν τέλει υπό την κρίση της Ολομέλειας της Βουλής η οποία και θα αποφασίζει εάν πρέπει να ασκηθεί δίωξη.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η πρόταση που κατέθεσε η τότε κυβέρνηση της ΝΔ διά του υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δένδια. Πρότεινε τη δημιουργία ενός τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου που θα αποτελείται από έναν Αρεοπαγίτη και δύο προέδρους Εφετών και θα λειτουργεί συμβουλευτικά προς τη Βουλή σχετικά με την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης κατά υπουργών. Την τελική όμως απόφαση θα την έχει και πάλι η πλειοψηφία της Βουλής κάτι που πρακτικά συντηρεί το σημερινό καθεστώς.
Στον αντίποδα των προτάσεων που κατέθεσε τότε και επανακαταθέτει σήμερα το Κόμμα, η κυβέρνηση μεθοδεύει τροποποιήσεις στο νόμο που δεν αλλάζουν την ουσία και τα βασικά χαρακτηριστικά του. Σύμφωνα με όσα είπε ο Χ. Καστανίδης την Τρίτη, η ενεργοποίηση του νόμου παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, συνεχίζουν να υφίστανται τα στενά περιθώρια παραγραφής, καθώς και σειρά εμποδίων στη διερεύνηση ποινικών υποθέσεων.
Στο νέο θεσμικό πλαίσιο, θα υπάρξει κατάργηση του σημερινού χρόνου παραγραφής των αδικημάτων για υπουργούς και υφυπουργούς και θα γίνει 20 ή 15 χρόνια για τα κακουργήματα και 5 χρόνια για τα πλημμελήματα. Επίσης, ορίζεται ως «χρόνος τέλεσης» του αδικήματος ο χρόνος του αποτελέσματος και όχι της ενέργειας για την περίπτωση που υπουργοί ή υφυπουργοί κατηγορηθούν ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ «για τη συμμετοχή τους στις πράξεις άλλων θα ισχύουν όσα και σήμερα».
Επιπρόσθετα, θα προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου των «υπουργικών καθηκόντων» και εφόσον το αδίκημα γίνει κατά τη διάρκεια της άσκησής τους θα εφαρμόζεται ο νόμος «περί ευθύνης υπουργών».
Αντίθετα, δε θα εφαρμόζεται για αδικήματα που δε σχετίζονται με τα υπουργικά καθήκοντα. Οσον αφορά τη δικαστική διαδικασία, ο εισαγγελέας Εφετών (η 3μελής επιτροπή δικαστών που θα προκύπτει από κλήρωση) θα διενεργεί ανακριτικές πράξεις που θα οδηγούν σε ένα «κατ' αρχή δικαστικό συμπέρασμα» και στη συνέχεια η υπόθεση θα έρχεται στη Βουλή.
Σύμφωνα με τον υπουργό, η κυβερνητική καινοτομία είναι ότι η νέα λογική του νόμου θα ορίζει «ως χρόνο έναρξης της προθεσμίας της Βουλής να ασκήσει ποινική δίωξη, όχι την αρχική πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου, αλλά το χρονικό σημείο από το οποίο επέρχεται το ζημιογόνο αποτέλεσμα».
Είναι φανερό ότι καμιά από τις προτάσεις της σημερινής κυβέρνησης, ή εκείνες που έγιναν από τα δυο κόμματα το 2009 δεν αλλάζει ουσιαστικά τη σημερινή κατάσταση, αφού εξακολουθεί τον πρώτο λόγο για τη δίωξη ή όχι υπουργών να τον έχει η εκάστοτε πλειοψηφία της Βουλής.
Από αυτή τη σκοπιά, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, κάθε άλλο παρά αίρουν τα εμπόδια που οδηγούν στην ατιμωρησία και επιβεβαιώνουν το συγκυριακό και υποκριτικό ενδιαφέρον τους για την τιμωρία όσων εν ενεργεία ή πρώην υπουργών εμπλέκονται σε διακριβωμένα σκάνδαλα.