Κυριακή 7 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ
Παιδικοί φόνοι και αστυνομική βία, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;

Διαδήλωση ενάντια στην αστυνομική βία

Associated Press

Διαδήλωση ενάντια στην αστυνομική βία
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ (Του ανταποκριτή μας Χρ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ).- Στις 20/4 έκλεισε ένας χρόνος από το φοβερό μακελειό στο Κολοράδο, όταν δύο έξαλλοι νέοι εισόρμησαν πάνοπλοι στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν του Λίτλετον, προαστίου της πόλης Ντένβερ, και με βόμβες και πυροβολισμούς εξόντωσαν 12 συμμαθητές τους και ένα δάσκαλο και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν. Ηταν ένα έγκλημα, που κυριολεκτικά συγκλόνισε όλη τη χώρα.

Στην πρώτη αυτή επέτειο, μαθητές, δάσκαλοι και γονείς συγκεντρώθηκαν στο χώρο του σχολείου αυτού για να πενθήσουν ομαδικά για την τραγική αυτή απώλεια. Αργότερα, την ίδια μέρα, 2.500 άτομα έκαναν πορεία σε ένα γειτονικό πάρκο, για να τιμήσουν τα αθώα αυτά θύματα. Σε ομιλία του εκεί, ο γυμνασιάρχης του σχολείου, Φρανκ Ντε Αντζελις, που είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του σκακιού του το σύνθημα «Καιρός να Θυμόμαστε, Καιρός να Ελπίζουμε», διάβασε τα ονόματα των 13 θυμάτων και, ταυτόχρονα, απέτισε φόρο τιμής σε δυο άλλους μαθητές του Γυμνασίου Κολουμπάιν, που δολοφονήθηκαν σε ένα μικρό εστιατόριο της ίδιας περιοχής τον περασμένο Φλεβάρη. «Δε θα ξεχάσουμε ποτέ», είπε ο γυμνασιάρχης, «τα 13 αθώα θύματα που έχασαν τη ζωή τους πριν ένα χρόνο. Αν και δεν είναι φυσικά μαζί μας, τα πνεύματά τους παραμένουν ισχυρά».

Παρόμοια συγκέντρωση τιμής και πένθους έγινε νωρίτερα την ίδια μέρα και στο καπιτώλιο του Ντένβερ, κατά την οποία ο κυβερνήτης του Κολοράδο, Μπιλ Οουενς, κάλεσε τους κατοίκους της πολιτείας αυτής να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή.

Στην Ουάσιγκτον, ο Πρόεδρος Κλίντον, απευθυνόμενος στους κατοίκους της τραγικής αυτής επαρχίας, διακήρυξε ότι οι Αμερικανοί «πρέπει να συνεχίσουν να τιμούν τη μνήμη των θυμάτων και το δικό σας κουράγιο, αποφασίζοντας να κάνουν την Αμερική έναν ασφαλέστερο τόπο για όλα τα παιδιά μας».

Από την κηδεία του Π. Ντόρισμοντ, που εξελίχτηκε σε λαϊκή διαδήλωση

Associated Press

Από την κηδεία του Π. Ντόρισμοντ, που εξελίχτηκε σε λαϊκή διαδήλωση
Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Σχολικής Ασφάλειας, στη διάρκεια του σχολικού έτους 1998 - '99, σημειώθηκαν 26 βίαιοι θάνατοι σε σχολεία, περιλαμβανομένων των 13 στο Κολουμπάιν. Ο φόβος, πάντως, παραμένει έντονος για το τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Τον περασμένο Νοέμβρη, μια δημοσκόπηση που έκανε η εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» έδειξε ότι το 60% των ερωτηθέντων ενηλίκων αισθάνονται πως «τα παιδιά στην Αμερική δεν είναι πλέον ασφαλή στα σχολεία τους».

Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι, όπως μεταδόθηκε από το Λίτλετον, οι γονείς ενός δολοφονημένου μαθητή στο Γυμνάσιο Κολομπάιν, του 15χρονου Ντάνιελ Ρόρμπουργκ, μια μέρα πριν από την τραγική αυτή επέτειο, είχαν υποβάλει αγωγή, υποστηρίζοντας ότι το παιδί τους δεν είχε σκοτωθεί από τους δύο αχαλίνωτους συμμαθητές του, αλλά από έναν αστυνόμο. Τόνιζαν, μάλιστα, στην αγωγή τους, ότι η έκθεση της αυτοψίας, οι καταθέσεις ενός δασκάλου και ενός αστυνομικού, που ήταν αυτόπτες, και η θέση όπου βρέθηκε το πτώμα του νέου δείχνουν πως σκοτώθηκε από άλλον δράστη και όχι από τους συμμαθητές του.

Παράλληλα, πολλοί γονείς κατηγορούν το γραφείο του σερίφη Τζον Στον αυτής της περιοχής ότι αγνόησε τις προειδοποιητικές ενδείξεις γύρω από τους δύο δολοφόνους, πράγμα που θα μπορούσε να αποτρέψει τη σφαγή.

Με αφορμή την τραγωδία αυτή, δημοσιεύτηκαν νεότερα στοιχεία για το εγκληματικό όργιο στις ΗΠΑ. Κατά την ακροδεξιά εφημερίδα «Νιου Γιορκ Ποστ» (21/4), οι αντίπαλοι της οπλοφορίας έχουν καταγγείλει ότι 13 έως 17 παιδιά χάνουν κάθε μέρα τη ζωή τους από πυροβόλα όπλα σ' αυτήν τη χώρα. Ενας άλλος παράγοντας, ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριδας, Γκέρι Κλερκ, δήλωσε στην αρθρογράφο της ίδιας εφημερίδας, Αντρια Πέιζερ, ότι ο αριθμός των θανάτων από πιστόλια το 1997 - τον πιο πρόσφατο χρόνο, για τον οποίο σχετικές στατιστικές ήταν διαθέσιμες - έφταναν τις 32.436. Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν και ατυχήματα, καθώς και αυτοκτονίες. Εξάλλου, ο Ντέιβ Κοπέλ, πρώην δημόσιος κατήγορος της περιοχής Μανχάταν της Νέας Υόρκης, που έχει ταχθεί υπέρ της οπλοφορίας, σε άρθρο του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Εθνική Επιθεώρηση», έγραφε ότι σήμερα 250 εκατομμύρια όπλα βρίσκονται στα χέρια Αμερικανών, που, κατά τον ίδιο, «μπορούν να μας κάνουν ασφαλέστερους, όχι απλά πιο ευπρόσβλητους»! Σαν παράδειγμα, ανέφερε την Αγγλία, όπου, όπως δήλωσε στην ίδια εφημερίδα, ενώ οι θάνατοι από όπλα μειώθηκαν αμέσως μετά την παρανομοποίησή τους, άλλα εγκλήματα, όπως οι διαρρήξεις, αυξήθηκαν. Κι αυτό, είπε, γιατί «οι απατεώνες έχουν λιγότερο φόβο ότι οι άνθρωποι που ληστεύονται είναι οπλισμένοι»...

Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη συνεχίζεται και εντείνεται ο αγώνας κατά της αστυνομικής θηριωδίας, δεδομένου ότι συχνότατα σημειώνονται τέτοια κρούσματα. Στις 17/4, ένας 21χρονος μαύρος απ' το Μπρούκλιν, ο Ερλ Κάναντι, κατάγγειλε στον Τύπο, ότι το Μάρτη, ενώ βάδιζε σε ένα δρόμο αυτής της περιοχής με ένα φίλο του, τέσσερις αστυνομικοί του 73ου Τμήματος, με πολιτική περιβολή, όρμησαν εναντίον τους, όταν ο φίλος του σταμάτησε να μιλήσει με κάποιους άλλους άνδρες. Δυο από τους αστυνομικούς, κατά τον ίδιον, όρμησαν κατά του φίλου του και των άλλων ανδρών, ένας τρίτος άρπαξε αυτόν και τον έριξε κάτω, άρχισε να τον κλοτσάει και να τον γρονθοκοπεί, ενώ ένας άλλος αστυνομικός του κρατούσε τα μπράτσα. «Ενιωσα τα χτυπήματα στο πρόσωπό μου», είπε. «Ενας άλλος με κλότσησε μια φορά και συνέχισε να με γρονθοκοπεί. Ο άλλος συνέχιζε να στρέφει τα μπράτσα μου πίσω κοντά στο κεφάλι μου. Εγώ ποτέ δεν πρόβαλλα αντίσταση». Κατόπιν, πάντα κατά τον ίδιον, του φόρεσαν χειροπέδες, τον έβαλαν στο αυτοκίνητό τους, τον έβγαλαν έξω σε μια απόσταση, του αφαίρεσαν τις χειροπέδες και τον άφησαν να φύγει. Αμέσως έπεσε κάτω λιπόθυμος, ακουμπώντας στον τοίχο ενός διπλανού κτιρίου.

Αξιωματικός της Αστυνομίας δικαιολόγησε τη βάρβαρη αυτή κακοποίηση, λέγοντας πως ο Κάναντι καταράστηκε και χτύπησε έναν από τους αστυνομικούς, προκαλώντας έτσι την προσοχή των περαστικών σε αυτό το επεισόδιο, για το οποίο, όπως δήλωσε ο ίδιος αστυνομικός, του έστειλαν ένταλμα μόνο για άτακτη συμπεριφορά. Αλλωστε, αν είχε χτυπήσει αστυνομικό, θα τον είχαν συλλάβει.

Πολύ σωστά, όπως δήλωσε στα μέσα δημοσιότητας ο καθηγητής Δικαίου του Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, Πολ Σεβινί, κάτι τέτοια επεισόδια προκαλούν λαϊκή εχθρότητα κατά της αστυνομίας. «Ο κόσμος», είπε, «εξοργίζεται, και όταν έχεις τέτοια επεισόδια στα οποία κάποιος κακοποιείται, αντιδρά ακόμη περισσότερο».

Η υπόθεση αυτή παραπέμφθηκε στο Πολιτικό Συμβούλιο Θεώρησης Παραπόνων. Ωστόσο, το Γραφείο Εσωτερικών Ζητημάτων της Αστυνομίας αποφάνθηκε ότι «τα τραύματα του Κάναντι δεν ήταν αρκετά σοβαρά, ώστε να απαιτείται εξέτασή του. Το θύμα, όμως, επιμένει ότι εξακολουθεί να έχει πονοκεφάλους και ότι η όρασή του έχει παραβλαφτεί. Επίσης, ότι λόγω των τραυμάτων του, που απαιτούσαν θεραπεία σε νοσοκομείο, έχασε τη δουλιά του σε μια εταιρία εμπορευμάτων.

Στις 20/4, πάνω από 2.200 διαδηλωτές έκαναν πορεία προς το Δημαρχείο της Νέας Υόρκης, καταγγέλλοντας την αστυνομική βία και ζητώντας την παραίτηση του δημάρχου Ρούντοφ Τζουλιάνι, που πάντα επικροτεί τη βάρβαρη αυτή συμπεριφορά.

Η μαχητική αυτή διαδήλωση, στη διάρκεια της οποίας ο κόσμος φώναζε «ο Τζουλιάνι πρέπει να φύγει», ήταν η πιο πρόσφατη διαμαρτυρία για τη δολοφονία του Αϊτινού μετανάστη Πάτρικ Ντόρισμοντ από έναν μυστικό αστυνομικό, που ρωτούσε προκλητικά το θύμα από πού θα μπορούσε να αγοράσει ναρκωτικά.

«Είμαστε εδώ λόγω του θέματος αστυνομικής κτηνωδίας», είπε ένας 15χρονος αγωνιστής μαθητής. «Θέλουμε να δείξουμε υποστήριξη στην αϊτινή κοινότητα. Οι έγχρωμοι άνθρωποι ταλαιπωρούνται από τους αστυνομικούς», πρόσθεσε.

Η αδελφή του Ντόρισμοντ, Μαρί, μίλησε στο πλήθος έξω από το Δημαρχείο, προτρέποντάς το να αντιταχθεί στον Τζιουλιάνι και να τον καταψηφίσει στις εκλογές του Νοέμβρη, όπου κατεβαίνει σαν υποψήφιος ομοσπονδιακός γερουσιαστής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με αντίπαλο την Χίλαρι Κλίντον. Η αγανακτισμένη νέα είπε ότι προσεύχεται για τις οικογένειες του Δυτικοαφρικανού μετανάστη Αμαντού Ντιάλο, που είχε εξοντωθεί από τέσσερις αστυνομικούς πέρσι, και του Αμπνέρ Λουίμα, που βασανίστηκε απάνθρωπα σε ένα αστυνομικό τμήμα του Μπρούκλιν. Ας σημειωθεί ότι οι γονείς του Ντιάλο ήγειραν αγωγή (18/4) κατά του Δήμου της Νέας Υόρκης και των τεσσάρων δολοφόνων του 24χρονου άοπλου παιδιού τους τον περσινό Φλεβάρη, έξω από το διαμέρισμά του στην περιοχή Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ρίχνοντας εναντίον του πολυάριθμους πυροβολισμούς και απαλλάχτηκαν αναίσχυντα από το ορκωτό δικαστήριο.

Τέλος, δύο ομοσπονδιακοί Δημοκρατικοί βουλευτές της Νέας Υόρκης, ο μαύρος Τσαρλς Ρόνγκελ από το Χάρλεμ και ο λευκός Τζέραλντ Νάντλερ από το Μανχάταν, συναντήθηκαν στις 18/4 στην Ουάσιγκτον με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης Ερικ Χόλντερ και του ζήτησαν, όπως οι ομοσπονδιακές αρχές επεκτείνουν την έρευνά τους για τα πολιτικά δικαιώματα, σχετικά με τους αστυνομικούς πυροβολισμούς, ώστε να συμπεριλάβει το δήμαρχο Τζουλιάνι και τον διοικητή της αστυνομίας Χάουαρντ Σαφίρ, που παράνομα αμέσως μετά τη δολοφονία του Ντορισμόντ, για να δικαιολογήσουν το αποτρόπαιο έγκλημα, έσπευσαν να δώσουν στη δημοσιότητα σφραγισμένα και απόρρητα έγγραφα γύρω από κάποια μικροπαραπτώματα κατά την εφηβική του ηλικία, για τα οποία, μάλιστα, δεν είχε δικαστεί!


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ