Κυριακή 7 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Τα προάστια του «περιθωρίου» στη δίνη της οργής

Ψηλά κτίρια, μουντές πολυκατοικίες, που σκιάζουν το λιγοστό ήλιο. Μικρά παράθυρα διαμερισμάτων, που μοιάζουν με κουτάκια, ρούχα απλωμένα στον ελάχιστο εναπομείναντα χώρο. Στους συννεφιασμένους παρατημένους δρόμους, παρέες νεαρών περπατούν ολημερίς, μιλώντας με έντονη προφορά και με το κεφάλι σκυμμένο. Ολα μοιάζουν να κυλούν ήρεμα και φυσιολογικά μέχρι τη στιγμή που η παρέα θα αγγίξει τα όρια - μπάρες της γειτονιάς, μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάποιος αστυνομικός να ζητήσει ταυτότητα για να κάνει αναγνώριση στοιχείων, μέχρι τη στιγμή που κάποιος άλλος αστυνομικός, σε μια νυχτερινή περιπολία, θα θεωρήσει απειλητική την απόπειρα διαφυγής κάποιου νεαρού κλεφτρονιού και θα πυροβολήσει στο ψαχνό.

Δε θα χρειαστούν παρά μόνο μερικές ώρες για να μαθευτεί το νέο της σύλληψης, της συμπλοκής, της δολοφονίας. Και τότε, κατά κανόνα, η νύχτα θα αποκτήσει το φως των επεισοδίων για μερικά εικοσιτετράωρα. Μολότωφ θα εκτοξευτούν, βιτρίνες θα σπάσουν, αυτοκίνητα θα πυρποληθούν, τα γκλομπς, τα δακρυγόνα και τα ασφυξιογόνα σπρέι θα αναλάβουν δουλιά. Η είδηση θα καλυφθεί εκτενώς από τον Τύπο, από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Το γεγονός θα σχολιαστεί από κυβερνητικούς πολιτικούς, από την αντιπολίτευση, από κάθε λογής πρόθυμους ειδικούς. Και μετά, πάλι ηρεμία, εκρηκτική ηρεμία για τόσο καιρό, όσο χρειάζεται να δοθεί η νέα αφορμή.

Τα προάστια «μυρίζουν μπαρούτι»

Ενας φαύλος κύκλος χωρίς προφανή, για την «κοινή λογική», διέξοδο είναι η κατάσταση που επικρατεί στα πολυσυζητημένα, πλέον, αλλά και πολυδιαφημισμένα, με έναν περίεργο τρόπο, προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων. Τις περιοχές εκείνες, που τα κτίρια δε θυμίζουν διόλου την ατμοσφαιρική αρχιτεκτονική και αισθητική του κέντρου. Τις περιοχές εκείνες, που χωρίζονται, συχνά, με μπάρες από τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους που οδηγούν στην πόλη, και στις οποίες έχουν στοιβαχτεί, όλοι όσοι, για λόγους οικονομικής ανέχειας, δε «χωρούν» στην πόλη: Πολλές γενιές μεταναστών από τις χώρες του Μάγκρεμπ, δηλαδή όλες τις πρώην γαλλικές αποικίες, χαμηλόμισθοι εργάτες, ζητιάνοι, ναρκομανείς.

Είναι οι περιοχές εκείνες που οι δημοσιογράφοι των μεγάλων ΜΜΕ θεωρούνται εχθροί, που δε βλέπει ποτέ ο αγαθός τουρίστας, που η αστυνομία εισβάλλει είτε ως «ειδικός επιστημονικός διαμεσολαβητής» είτε ως δύναμη καταστολής και πάντα κατά ομάδες. Είναι οι εργατικές φτωχογειτονιές όλων των μεγάλων πόλεων της Γαλλίας, που, σε τακτά χρονικά διαστήματα, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, εξαιτίας των ταραχών που έχει πυροδοτήσει άλλο ένα επεισόδιο μίσους και βίας ανάμεσα στους νεαρούς κατοίκους τους και τους αστυνομικούς, επεισόδια που τα τελευταία χρόνια λαμβάνουν χώρα ολοένα και συχνότερα.

Υπό το φως αυτού του είδους των συγκρούσεων, «είδε», μόλις πριν από λίγες βδομάδες, τη δημοσιότητα και η συνοικία «νότια Λίλλη», της ομώνυμης γαλλικής μεγαλούπολης. Η νότια Λίλλη, των 23 χιλιάδων κατοίκων, ως το πλέον πρόσφατο επεισόδιο ενός διαρκώς ευρύτερου φαινομένου που χαρακτηρίζεται, στη Γαλλία, ως «αστική βία», έδωσε νέα τροφή στις σχετικές αναλύσεις που μιλούν για ένα «φαινόμενο - ιδιαιτερότητα της γαλλικής κοινωνίας, το οποίο λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερες και ανησυχητικότερες διαστάσεις».

Αφορμή στάθηκε η δολοφονία, «εν ψυχρώ» υποστηρίζουν οι κάτοικοι, του 25χρονου, αλγερινής καταγωγής, Ριάντ Χαμλάουι από αστυνομικό, την ώρα που ο νεαρός προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να παραβιάσει την κλειδαριά ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου. Ο, επίσης νεαρός, αστυνομικός επικαλέστηκε συνθήκες «αυτοάμυνας», επιχειρηματολογία που δεν έπεισε ούτε την τοπική Εισαγγελία, που τον παρέπεμψε σε ανάκριση, θέτοντάς τον σε διαθεσιμότητα, με την κατηγορία του «φόνου εκ προμελέτης».

Η οδός Μπαλζάκ, όπου έπεσε νεκρός ο Ριάντ, μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος για τους κατοίκους. Οι δρόμοι της συνοικίας έγιναν πεδίο μάχης για τρία μερόνυχτα, το τοπικό αστυνομικό τμήμα λεηλατήθηκε, δεκάδες αυτοκίνητα κάηκαν, δεκάδες συλλήψεις έγιναν. Ο ιμάμης της μουσουλμανικής κοινότητας της Λίλλης έκανε έκκληση για ηρεμία και διοργάνωσε, σε συνεργασία με τους γονείς του θύματος, εκδήλωση με βασικό στόχο την εξομάλυνση της κατάστασης. Οι συγκρούσεις σταμάτησαν, η «τάξη» αποκαταστάθηκε, αλλά τα πνεύματα δεν ηρέμησαν. Οπως, άλλωστε, δεν έχουν ηρεμήσει, τα τελευταία χρόνια, σε κανένα τέτοιο προάστιο των γαλλικών πόλεων.

Ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών, Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, εξέφρασε τη βαθιά του λύπη για το θάνατο του Ριάντ, αλλά και τα επεισόδια, μιλώντας για «φρικτό δράμα» και τονίζοντας ότι έχουν, ήδη, γίνει συστάσεις στις αστυνομικές δυνάμεις να μην επιλέγουν ως πρώτη λύση τη χρήση του όπλου τους σε οποιαδήποτε περίπτωση. Ο Σεβενεμάν επέρριψε, εμμέσως, ευθύνες στον αστυνομικό. Ταυτόχρονα, όμως, έσπευσε να υπερασπίσει και να εξάρει την προσφορά ενός άλλου τομέα δράσης της αστυνομίας, του λεγόμενου «τομέα επαφής», ο οποίος εφαρμόζεται πειραματικά ως πρόγραμμα σε ορισμένες συνοικίες σαν τη νότια Λίλλη. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα, που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 1999. Στο πλαίσιό του, ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, μη ένστολοι, προσπαθούν να αποκαταστήσουν τις ανύπαρκτες σχέσεις τους με τους νέους των προαστίων, μέσα από συζητήσεις, εκδηλώσεις, παραινέσεις, επισκέψεις σε χώρους που συγκεντρώνεται η νεολαία.

Είναι, όντως, αλήθεια ότι η δουλειά των αστυνομικών του «τομέα επαφής» έχει γίνει αντιληπτή από τους ίδιους τους νεαρούς κατοίκους. Οπως χαρακτηριστικά τόνιζαν οι ίδιοι, «το πρωί υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσουμε με τους «καλούς» και μερικές φορές, όντως, τα πάμε καλά, αλλά το βράδυ, αυτοί εξαφανίζονται και επανέρχονται οι «κακοί», αυτοί που ξέρουμε χρόνια τώρα, αυτοί που θα μας σκοτώσουν ή θα μας συλλάβουν, επειδή φαίνεται ότι δεν είμαστε «καθαροί» Γάλλοι».

«Δυναμική του τρόμου» με πολιτικές διαστάσεις

Στα προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων, τονίζει η Γαλλίδα κοινωνιολόγος, Αντζελίνα Περάλβα, κυριαρχεί η «δυναμική του φόβου». Η συσωρρευμένη οργή της νεολαίας των περιοχών αυτών, οργή που δικαιολογημένα νιώθουν βιώνοντας καθημερινά την περιθωριοποίησή τους από την «κανονική γαλλική κοινωνία», είτε λόγω της οικτρής οικονομικής τους κατάστασης, είτε λόγω του αποκλεισμού τους από τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια, πάλι εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, είτε λόγω της, διαρκώς, επιδεινούμενης κατάστασής τους εξαιτίας της αυξανόμενης ανεργίας, εκρήγνυται. Είναι γεγονός, υπογραμμίζει η Γαλλίδα κοινωνιολόγος, ότι ο αστυνομικός θα τραβήξει, με λιγότερους ενδοιασμούς, όπλο όταν έχει απέναντί του έναν νεαρό, έστω και κλέφτη, με βορειοαφρικανικά χαρακτηριστικά, παρά κάποιον άλλο με «καθαρά γαλλικά χαρακτηριστικά». Και όπως σημειώνει η Περάλβα, η διαπίστωση αυτή δεν είναι θεωρητική ανάλυση, είναι στατιστικό στοιχείο.

Την εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ο Γερμανός ερευνητής της Εγκληματολογίας του Ινστιτούτου Ερευνών του Νιντερσάχσεν, Κριστιάν Πφάιφερ. Σε πανευρωπαϊκή έρευνα για την εγκληματικότητα των νέων στη γηραιά ήπειρο, που εκπονήθηκε το 1997, αναδεικνύεται ως «ιδιαίτερη περίπτωση» αυτή της Γαλλίας, και αυτό γιατί τα, εκεί, περιστατικά βίας, διακρίνονται από ξεχωριστά γνωρίσματα που δε συναντιούνται στις ανάλογες περιπτώσεις, ακόμη και σε χώρες με υψηλά ποσοστά νεανικής εγκληματικότητας, όπως η Ιταλία, η Σουηδία, η Δανία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Σύμφωνα με τον Πφάιφερ, ο όρος «αστική βία» αφορά μόνο τα περιστατικά στη Γαλλία.

«Η νεανική εγκληματικότητα, στις γαλλικές μεγαλουπόλεις, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όχι γιατί αυτό το χαρακτηριστικό δεν υπάρχει, έστω και σε μικρότερες διαστάσεις, στις άλλες χώρες, αλλά γιατί στη Γαλλία είναι κυρίαρχο, πανταχού παρόν και εντείνεται», εκτιμά ο, επίσης, Γερμανός κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος Ντίτμαρ Λοχ, ο οποίος έχει παρακολουθήσει από κοντά και έχει συνομιλήσει με πληθώρα νεαρών συλληφθέντων Γάλλων. Στη Γαλλία, η νεανική εγκληματικότητα έχει «πολιτικές διαστάσεις», συνεχίζει ο Λοχ, που αναφέρει ότι, αν και υπάρχουν πολλά βίαια περιστατικά όμοια με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα οποία έχουν στον πυρήνα τους τα ναρκωτικά, κατά κύριο λόγο, η συντριπτική πλειοψηφία των εγκληματικών περιστατικών, των βίαιων επεισοδίων στη Γαλλία «έχει πολιτική βάση». Οι οικονομικές διακρίσεις και ανισότητες, η ανέχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός των νεαρών απογόνων των μεταναστών, είναι κάτι που σαφώς υφίσταται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπληρώνει ο Γερμανός ερευνητής, σπεύδοντας να τονίσει ότι «στη Γαλλία όμως είναι, πια, οι διακρίσεις αυτές εντελώς απροκάλυπτες, ξεκάθαρες, εμφανείς, ακόμη και αρχιτεκτονικά».

Λίγοι είναι οι Γάλλοι που κατοικούν στα προάστια, στις εργατικές ασφυκτικές πολυκατοικίες, που περπατούν στους μη πλακοστρωμένους δρόμους, που χρειάζεται να διασχίσουν μεγάλους αυτοκινητόδρομους, να υπερσκελίσουν τις μπάρες για να φθάσουν στο κέντρο, εκεί που όλα λειτουργούν φυσιολογικά. Δεν είναι τυχαίο που τα προάστια αυτά κατοικούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από οικογένειες και γενιές μεταναστών. Οι νέοι, με καταγωγή από το Μάγκρεμπ, γεννήθηκαν στη Γαλλία, είναι υπήκοοί της, δε γνωρίζουν καμία άλλη γλώσσα από τη γαλλική. Εντούτοις, λόγω της καταγωγής τους αυτής, καταδικάστηκαν στη μιζέρια, αφού η οικονομική ανέχεια τους αποκλείει, σε μεγάλο βαθμό, από τη συνέχιση των σπουδών τους, με αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε φτηνά εργατικά χέρια. Σε μια περίοδο που η ανεργία αυξάνει, για το σύνολο του πληθυσμού, ως φυσικό επακόλουθο συγκεκριμένων πολιτικο-οικονομικών επιλογών μιας φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ηλίου φαεινότερον ότι θα πλήξει με μεγαλύτερη σφοδρότητα αυτές ακριβώς, τις, ήδη, περιθωριοποιημένες και ανειδίκευτες κοινωνικές ομάδες.

Οσο δυσχεραίνει η οικονομική τους κατάσταση, όσο αυξάνει η ανεργία ανάμεσά τους (πρόσφατες μελέτες αναφέρουν σε πολλές τέτοιες συνοικίες ποσοστά ανεργίας μεγαλύτερα του 50% στη νεολαία), τόσο υψώνονται τα τείχη του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, τόσο πιο ανυπέρβλητες φαντάζουν οι μπάρες που τους χωρίζουν από το κέντρο, τόσο εντονότερη γίνεται η απόγνωση και η οργή τους, τόσο πιο εχθρικός τους φαίνεται ο μηχανισμός καταστολής ενός συστήματος, που ουδέποτε ένιωσαν να νοιάζεται γι' αυτούς. Στις ολοένα εντεινόμενες συζητήσεις και αναλύσεις για το «γαλλικό φαινόμενο της αστικής βίας», συνήθως, παραλείπεται το βασικότερο, ενώ πολύς χρόνος και φαιά ουσία αναλώνεται στην προσπάθεια θολώματος των νερών.

Σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην κοινωνική αδικία, στην οικονομική ανισότητα, στην εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργασίας μιας πλειοψηφίας προς όφελος μιας κεφαλαιούχας μειοψηφίας, το πρώτο, κατά σειρά, θύμα δεν μπορεί να είναι παρά ο, ήδη, αδύναμος, ο, ήδη, περιθωριοποιημένος. Οι πρώην αποικιοκρατούμενοι σκλάβοι δεν μπορεί παρά να είναι η «εμπροσθοφυλακή» του σύγχρονου περιθωρίου, που διαρκώς εγκολπώνει νέες κοινωνικές ομάδες. Καμία αστυνομία «επαφής», κανένα πρόγραμμα «προσέγγισης», καμία απόπειρα προσωρινής ανακούφισης, δε θα λύσει το πρόβλημα, δε θα γιατρέψει τον πόνο, δε θα κατευνάσει το θυμό, δε θα θρέψει ψευδαισθήσεις στην απόγνωση. Οσο υπάρχουν «σκλάβοι» και αφεντικά, θα υπάρχουν και «αλυσίδες» και η οργή δε θα σιγάσει αν αυτές δε σπάσουν.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ