Μέσα σε 6 χρόνια, τα ναυπηγεία βρέθηκαν με χρέος 9 δισ. δραχμές. Από το '75 μέχρι το 1992 πέρασαν στον έλεγχο του Δημοσίου, μέσω της Εμπορικής Τράπεζας και η αποπληρωμή των χρεών φορτώθηκε εξ ολοκλήρου στο λαό, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μέχρι το 1992, στα ναυπηγεία εργάζονταν περίπου 2.200 εργαζόμενοι και έγιναν κερδοφόρα. Το 1992, η κυβέρνηση της ΝΔ πούλησε το ναυπηγείο έναντι περίπου 8 δισ. δραχμών, καθαρό από χρέη, στον εφοπλιστή Περατικό. Επιβεβαιώθηκε έτσι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι η άλλη όψη των κρατικοποιήσεων στον καπιταλισμό, αφού και οι δύο σκοπό έχουν να διασφαλίσουν τα μονοπώλια και τα κέρδη τους, σε βάρος των εργαζομένων και του λαού.
Μέσα σε πέντε μήνες και μέχρι το Νοέμβρη του 1997, ο Ταβουλάρης απέλυσε 1.600 εργαζόμενους και από αυτούς επαναπροσέλαβε 750 χαρακτηρίζοντάς τους «νέες» θέσεις εργασίας, με πετσοκομμένους μισθούς και εργασιακά δικαιώματα! Τον ίδιο χρόνο, πήρε 7 δισ. δραχμές κρατική επιδότηση και άλλα 7 δισ. δάνειο για επενδύσεις.
Στις 10/03/2011, η διοίκηση της εταιρείας με αίτηση που κατέθεσε η μητρική εταιρεία «Νεώριον Συμμετοχών», ζήτησε την υπαγωγή των Ναυπηγείων Ελευσίνας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, υποστηρίζοντας ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας. Η συγκεκριμένη κίνηση στόχευε να πάρουν κομμάτι από την πίτα των εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 10 δισ. ευρώ που εκείνη την περίοδο είχε καταρτιστεί από την κυβέρνηση, μέσω της κατασκευής των γαλλικών φρεγατών τύπου «ΦΡΕΜ» για το Πολεμικό Ναυτικό.
Το θέμα διευθετήθηκε προσωρινά με μια τροπολογία τον Απρίλη του 2013, με την οποία αποδεσμεύονταν 25 εκ. ευρώ για τον ιδιοκτήτη του ναυπηγείου, προκειμένου να προχωρήσει η κατασκευή τριών πυραυλακάτων που είχε παραγγείλει το Πολεμικό ναυτικό. Το επιχείρημα ήταν τότε ότι με μέρος από αυτά τα λεφτά (11,5 εκ. ευρώ) θα πληρώνονταν οι εργαζόμενοι. Η τροπολογία δεν έλυσε το πρόβλημα, το οποίο επανέρχεται ακόμα πιο οξυμένο σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, και ενώ φουντώνουν τα σενάρια και τα επιχειρηματικά παιχνίδια γύρω από τα Ναυπηγεία.
Αυτό προϋποθέτει σύγκρουση και όχι συνεργασία με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του, ρήξη και όχι ανοχή με την ΕΕ και τις κατευθύνσεις της, ανατροπή και όχι συμβιβασμό με τον «ρεαλισμό» του καπιταλιστικού μονόδρομου.