Η Αυστραλιανή Κέιτ Μπλανσέτ, επιδεικνύει γι' ακόμα μια φορά, τις ερμηνευτικές της δεξιότητες, δημιουργώντας μια «αρχετυπική» σκηνική φιγούρα, με εκλεκτικές συγγένειες με την Μπλανς Ντιμπουά του Τενεσί Ουίλιαμς στο «ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ Ο ΠΟΘΟΣ»... Δεν είναι μόνο η Τζάσμιν, αλλά και ολόκληρη η ταινία που αναδύει αίσθηση επηρεασμένη από το παραπάνω θεατρικό. Στην ατμόσφαιρα, στην κλειστοφοβία των ψυχικών προβλημάτων, στο αλκοόλ, στις κρίσεις πανικού, στην ίντριγκα γενικότερα - στο άτυπο τρίγωνο μεταξύ των δύο αδελφών και του νεαρού απαιτητικού και ξεκάθαρου συντρόφου της Τζίντζερ. Ιδια εισαγωγή με το θεατρικό, όταν η Μπλανς πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα ζωή κοντά στην αδελφή της. Παρότι καταληκτικά, τόσο η Μπλανς Ντιμπουά όσο και η Τζάσμιν παίρνουν δρόμους με διαφορετική κατεύθυνση, οι μοίρα τους ορίζεται από κοινές «παραλλήλους» με συνισταμένη το ότι και οι δυο «χτίζουν» πάνω σε ψέματα ζωής που όταν ανατρέπονται δεν αφήνουν παρά ένα απόλυτο κενό... Μπορεί το «σώμα» το σενάριο του Αλεν να παραπέμπει στο κλασικό θεατρικό, όχι όμως σαν αντίγραφο αλλά σαν πονηρό κλείσιμο του ματιού.
Πονηρά κλείνει ο σκηνοθέτης το μάτι και στον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, καθότι ο χαρακτήρας της Μπλανσέτ - αυτής της ξεχαρβαλωμένης ψυχής σε πολυτελές περιτύλιγμα, σε συνεχή ισορροπία θανάτου σε χαλαρό σκοινί, που παλεύει με κρίσεις πανικού και δαίμονες συνιστά μια, κατ' ουσία, μπεργκμανική φιγούρα. Ο μέγας θαυμαστής του Σουηδού, Γούντι Αλεν θα πρέπει να αισθάνεται περήφανος για το επίτευγμά του. Και η Μπλανσέτ, ερμηνευτικά παρούσα, μέσα από τη θλιμμένη της βερσιόν δεν υποδύεται απλά τη Τζάσμιν, είναι η Τζάσμιν με σάρκα και οστά στον στιλβωμένο ήχο του σαξόφωνου στο φόντο...
Κομμάτι κομμάτι ξετυλίγεται η καλογραμμένη ίντριγκα που ανασυνθέτει την ιστορία και τη θέση της Τζάσμιν σε αυτή, μέσα από βλέμματα στο παρελθόν. Η κίνηση αυτή, παρά το ότι δε δίνει την αίσθηση πλήρους ενσωμάτωσης, λειτουργεί γενικά άψογα και προσδίδει στην αφήγηση θαυμαστή ρευστότητα και «καλπασμό». Πάνω σε αυτά τα βλέμματα από το παρελθόν ο Αλεν χτίζει το κωμικοτραγικό του αφήγημα - περισσότερο σκοτεινό από αστείο - της πολιτισμικής σύγκρουσης δυο τάξεων, μέσα από δυο αδελφές. Σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας της μιας πάνω στην άλλη ξεφλουδίζοντας τις ψυχολογικές σχέσεις. Απόλυτη η ικανότητα, μέσα από μια φράση ή μια χειρονομία, η κωμωδία να μετατρέπεται σε αμείλικτη τραγωδία και αντίστροφα...
Τα κοντινά πλάνα της Τζάσμιν κυριαρχούν πανταχού παρόντα, ενώ η κάμερα του Αλεν περιπλανιέται νευρικά και με αβεβαιότητα στο Σαν Φρανσίσκο και αντίθετα σαρώνει αυτάρεσκα τις σκηνές της Νέας Υόρκης: στο πολυτελές διαμέρισμα στην Park Avenue, στις προσκλήσεις σε πλούσια δείπνα, σε γεύματα με φίλες, αλλά και στην καταγραφή της ανεπιθύμητης επίσκεψης της άθλια ντυμένης Τζίντζερ και του πρώτου άνδρα της.
Μπόλικο το χιούμορ που βράζει συνεχώς κάτω από την επιφάνεια αυτής της τραγωδίας, της αιχμηρής και άκρως ρεαλιστικής. Με ένα ρεαλισμό που έχει μάλλον να κάνει με τις ερμηνείες που ρέουν με εκθαμβωτική φυσικότητα που τα όποια τυχόν εμπόδια ανάμεσα σε θεατή και ηθοποιούς, καταρρέουν.
Στο σινεμά του Γούντι Αλεν, το στοιχείο του κοινωνικού στάτους κατείχε πάντα θέση σημαντική. Στη συγκεκριμένη ταινία είναι η αστή Τζασμίν που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση, που συνιστά το αξιοπερίεργο αντικείμενο στο μικροσκόπιο της κριτικής κάποιων «ενοχλητικών» λαϊκών όντων. Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης για πρώτη, ίσως, φορά, εστιάζει το φακό του στη φτωχή τάξη, με το που εμφανίζει τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της ταινίας να ανήκουν στην εργατική τάξη... Ο ίδιος ο Αλεν προέρχεται από την εργατική τάξη... μιλώντας σχετικά ανάφερε, «ίσως είμαι προκατειλημμένος αλλά πάντα πίστευα ότι η εργατική τάξη διαθέτει περισσότερο απόθεμα αντίστασης λόγω του ότι τα πολλά χτυπήματα που βίωσε της δίδαξαν να διαχειρίζεται καλύτερα ό,τι κακό της συμβαίνει... σαν την αδελφή στο φιλμ, την Τζίντζερ».
Παίζουν: Κέιτ Μπλανσέτ, Αλεκ Μπάλντουιν, Σάλι Χόκινς, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Μπόμπι Καναβάλε, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).