Για τα συμπεράσματα από την κρίση και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μίλησε ο Χ. Μπαλωμένος, συνεργάτης της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
«Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από την ορμητική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ από τη μία και από την πολύ βαθιά καπιταλιστική οικονομική κρίση που μαστίζει σχεδόν στο σύνολό του τον καπιταλιστικό κόσμο. Στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης οξύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και η πάλη για νέες αγορές γίνεται ζήτημα ζωτικής σημασίας για την έξοδο από την κρίση.
Οσον αφορά το χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, άρα άδικος από την πλευρά όλων των αστικών κρατών. Ο ταξικός χαρακτήρας της Γερμανίας του Χίτλερ ήταν ο ίδιος με αυτόν της Αγγλίας του Τσόρτσιλ και των ΗΠΑ του Ρούζβελτ. Αντίθετα, από την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ήταν δίκαιος και επιβεβλημένος.
Η Σοβιετική Ενωση, έχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Υποχρεώθηκε σε έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός και που η ίδια δεν τον ήθελε. Κι όμως, η συνεισφορά προς όφελος των λαών ήταν τεράστια και αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά κατορθώματα.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου, όμως, στη Γερμανία προσφέρεται και για την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τη λεγόμενη "θεωρία των άκρων". Η λεγόμενη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) απέδειξε έμπρακτα ότι το ένα άκρο, ο φασισμός, και η καπιταλιστική "μέση οδός" λειτουργούν ως "δυο χέρια που το ένα νίβει τ' άλλο και τα δυο μαζί το πρόσωπο".
Αντίθετα, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης στάθηκε υπερβολικά γενναιόδωρη απέναντι στους πρωταγωνιστές των δύο πραξικοπημάτων ανατροπής της, δηλαδή απέναντι στους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος Kupp (1920) και του λεγόμενου "πραξικοπήματος της μπιραρίας" (1923) του Χίτλερ.
Το ΣΚΓ εκτός από το μαστίγιο αξιοποίησε και το καρότο για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος. Οπου χρειαζόταν δολοφονούσε ανοιχτά, όπου χρειαζόταν κολάκευε, εφησύχαζε και κορόιδευε (π.χ. βαφτίζοντας την κυβέρνηση που ήταν επιφορτισμένη με την αντεπανάσταση ως "Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων").
Παρέλυσε τα επαναστατικά αντανακλαστικά της γερμανικής εργατικής τάξης, διαδίδοντας τη λογική του "μικρότερου κακού", με βάση την οποία έφτασε στις Προεδρικές Εκλογές του 1932 να υποστηρίζει μέχρι και τον φανατικό φιλομοναρχικό και σφαγέα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Χίντενμπουργκ, ενώ προβληματιζόταν μήπως και ο ίδιος ο Χίτλερ αποτελούσε "μικρότερο κακό" απέναντι στον στρατηγό Σλάιχερ (τον προηγούμενο του Χίτλερ καγκελάριο).
Η ίδια σχέση αναπτύσσεται και σήμερα ανάμεσα στη "Χρυσή Αυγή" και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Και οι δύο εξυπηρετούν από διαφορετικές θέσεις τον ίδιο σκοπό, την περιφρούρηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Φασισμός και αστική δημοκρατία έχουν το ίδιο ταξικό περιεχόμενο και εναλλάσσονται ανάλογα με το πώς εξυπηρετείται κάθε φορά καλύτερα η επιδίωξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Γι' αυτό και η καταπολέμηση του φασισμού δεν μπορεί να γίνεται μέσα από θολά αντιφασιστικά σχήματα και από συμμαχίες με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που παρουσιάζονται ως "υπερασπιστές" της μήτρας του φασισμού, δηλαδή της αστικής δημοκρατίας, αλλά μέσα από τις γραμμές του εργατικού κινήματος και της ενίσχυσης του ταξικού ρεύματος στις γραμμές του.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι πράγματι υπάρχουν δύο άκρα, απλώς δεν είναι αυτά που επικαλείται η αστική προπαγάνδα. Αυτά τα δύο άκρα καθορίζονται στο επίπεδο της οικονομίας, εκεί όπου φαίνονται καθαρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των διάφορων τάξεων. Εκεί φαίνεται καθαρά ότι αυτά τα δύο άκρα είναι η εργασία και το κεφάλαιο. Αυτά τα δύο άκρα συγκρούονται σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία».