Οσοι ξαναθυμήθηκαν τις προβοκάτσιες περί ΖΗΜΕΝΣ και ΚΚΕ, έχουν πολλαπλούς στόχους: Να εντείνουν την επιχείρηση σπίλωσης του ΚΚΕ. Να αθωώσουν εκείνους που αποδεδειγμένα είναι βουτηγμένοι στις μίζες. Να βάλουν πλάτη στην αντιδραστική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που ακολούθησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ
Προσαρμόζοντας τα αληθινά, τα πραγματικά γεγονότα, στα μέτρα των βρώμικων στοχεύσεών τους, ανέσυραν μια μουχλιασμένη ιστορία, ανακάτεψαν μισές αλήθειες με ένα τσουβάλι ψέματα, επιχείρησαν να εμπλέξουν το όνομα του Χαρίλαου Φλωράκη, επικαλέστηκαν τις αβροφροσύνες που αυτοί ανταλλάσσουν μεταξύ τους, για να μας πούνε πως η κορυφαία χαριστική και σκανδαλώδης πολιτική ενέργεια υπέρ της ΖΗΜΕΝΣ σημειώθηκε το 1990, επί οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα. Το ...κερασάκι στις αήθεις ακροβασίες τους ήταν να (ξανα)προβάλουν την αθλιότητα που λέει: «Ανεπιβεβαίωτες φήμες, που ουδέποτε διερευνήθηκαν, προσδιόριζαν τότε τη "μίζα" σε δύο δισ. δρχ. για το κομματικό ταμείο του ΠΑΣΟΚ, άλλα τόσα για τη ΝΔ και ένα δισ. για τον ενιαίο τότε "Συνασπισμό"». Τις βρωμιές τους είπαν πως τις διακίνησαν προκειμένου να δοθούν απαντήσεις για ένα καίριο ζήτημα που αφορά στην ηθική της Αριστεράς.
Βέβαια, είπαμε. Η ιστορία δεν είναι καινούρια. Χρονολογείται από το 1990, και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχει ξανασερβιριστεί το 1996, το 2000 και το 2007. Αφορά στην προμήθεια ψηφιακών κέντρων του ΟΤΕ από τις «Ζήμενς» - «Ιντρακόμ» το 1990, την περίοδο της οικουμενικής κυβέρνησης του Ξ. Ζολώτα. Σύμβαση με την υπογραφή της οποίας, μετά από ομόφωνη εισήγηση - πρόταση που είχε υποβάλει η διοίκηση του ΟΤΕ (Μήνης - Κιουλάφας) και ομόφωνη τοποθέτηση στήριξης της ΟΜΕ - ΟΤΕ, είχαν συμφωνήσει ο πρωθυπουργός Ζολώτας και τα τρία κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ).
Για το τυπικό μέρος της υπόθεσης, κυρίως για να συνειδητοποιηθεί καλύτερα το μέγεθος της προβοκάτσιας που και πάλι επιχειρείται να στηθεί σε βάρος του Κόμματος από όψιμους ...τιμητές της ηθικής των κομμουνιστών, να πούμε ότι το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, ο «Ριζοσπάστης» και αρκετά στελέχη του Κόμματος έχουν αναφερθεί στο συγκεκριμένο θέμα πολλάκις, ξεκινώντας από το 1990 και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Κι όταν κάποτε, το Σεπτέμβρη του 2000, το ζήτημα είχε αποκτήσει διαστάσεις ιλαροτραγωδίας, ο Χαρίλαος Φλωράκης, με το γνωστό σκωπτικό του στιλ είχε πει το γνωστό ...«με ρίξανε στη μοιρασιά».
«Πιστεύω να διαβάσατε στην εφημερίδα - είχε πει ο Χαρίλαος - ότι μας έδωσε ο Κόκκαλης 4 δισεκατομμύρια. Ενάμισι δισεκατομμύριο πήρε ο Παπανδρέου, ενάμισι δισεκατομμύριο πήρε ο Μητσοτάκης και ένα δισεκατομμύριο δώσανε σε μένα. Με ρίξανε βέβαια»...
Η ιστορία, δηλαδή, είναι τόσο γνωστή που κάθε αναπαραγωγή της - σάμπως να πρόκειται για κάποια νέα αποκάλυψη - αποτελεί απλά προσπάθεια σπίλωσης του Κόμματος και των κομμουνιστών, που εντάσσεται στη γενικότερη επιδίωξη να στηριχθεί το αντιδραστικό ιδεολόγημα της άρχουσας τάξης και του δικομματισμού, «όλοι είναι ίδιοι», «όλοι τα πιάνουν», «τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται». Ε, λοιπόν, ας το πάρουν χαμπάρι. Τέτοιου είδους γενικεύσεις και αφορισμοί, σε καμιά περίπτωση δεν αφορούν στο ΚΚΕ.
Για την ουσία της υπόθεσης έχουν ειπωθεί πολλά. Η κυβέρνηση Ζολώτα το 1990 βρέθηκε αντιμέτωπη με το «αναγκαστικόν» του πράγματος. Ποιο ήταν το «αναγκαστικό»; Η πολιτική που μια ολόκληρη δεκαπενταετία ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μια πολιτική που άρχιζε και τελείωνε στην αναζήτηση των «νταβατζήδων» που θα αναλάμβαναν τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των επικοινωνιών στη χώρα. Πολιτική που, όπως και σήμερα, θεωρεί κριτήριο επιτυχίας και αποτελεσματικότητας το βαθμό ικανοποίησης των αξιώσεων του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Πολιτική πρόσδεσης του ΟΤΕ και των επικοινωνιών της χώρας αποκλειστικά με τη ΖΗΜΕΝΣ. Μια ιστορία, που σε ό,τι αφορά στις επικοινωνίες, πάει πίσω, στο 1977, τη χρονιά που δημιουργήθηκε η ΕΛΒΗΛ (κυβέρνηση ήταν η ΝΔ) και στις αρχές της δεκαετίας του '80 (επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ), όταν παίρνονταν οι αποφάσεις για τα επενδυτικά προγράμματα στο χώρο των τηλεπικοινωνιών.
Η «Ελληνική Βιομηχανία Ηλεκτρονικών»(ΕΛΒΗΛ) ήταν μια κρατικών συμφερόντων εταιρεία, που αναγκάστηκε να συστήσει η ΝΔ, με συμμετοχή 55% της ΕΤΒΑ και 45% του ΟΤΕ. Αρχικός στόχος της ήταν η παρακολούθηση των εξελίξεων στον τομέα της ψηφιακής τεχνογνωσίας και η εισαγωγή της αναγκαίας τεχνογνωσίας στη χώρα. Ηδη από τις αρχές του 1981 η ΕΛΒΗΛ προκηρύσσει διεθνή διαγωνισμό για την προμήθεια ψηφιακών κέντρων, προκειμένου να επιλεγεί το σύστημα, βάσει του οποίου θα αποφασιζόταν η ανάπτυξη του ΟΤΕ. Προσφορές υπέβαλαν οι GTE, «Ζήμενς», ΙΤΤ και «Ericsson».
Ο διαγωνισμός προκαλεί άγριο πόλεμο ανάμεσα στις πολυεθνικές, πόλεμος ο οποίος συνοδεύτηκε και από πολιτικές παρεμβάσεις εκπροσώπων ξένων χωρών προς την κυβέρνηση Ράλλη. Το αποτέλεσμα ήταν να «παγώσει» κάθε διαδικασία και να περάσουν χρόνια με την εξέταση των όρων του διαγωνισμού και αλυσιδωτές επανεξετάσεις των προσφορών που είχαν υποβληθεί.
Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από τα μέσα του 1982, φαίνεται να ενεργοποιεί κάποιο σχέδιο για τη διεύρυνση του ρόλου της ΕΛΒΗΛ. Στο επίκεντρο πλέον των συζητήσεων και προβληματισμών αναδεικνύεται η ανάγκη και προκρίνεται η προοπτική η ΕΛΒΗΛ να μην αποτελέσει απλά τον ενδιάμεσο κρίκο για τις κρατικές προμήθειες από τις πολυεθνικές, αλλά να αναλάβει η ίδια ως ΕΛΒΗΛ την παραγωγή των ψηφιακών κέντρων του ΟΤΕ. Επρόκειτο για μια επιλογή που εκείνη την εποχή θεωρήθηκε ότι κινείται σε θετική κατεύθυνση, αφού αντί να ανοίξει το κεφάλαιο της πλήρους παράδοσης και ολοκληρωτικής εξάρτησης της νέας γενιάς τηλεπικοινωνιών από τις ξένες πολυεθνικές, επρόκειτο να δρομολογηθεί ένα σχέδιο απόκτησης τεχνογνωσίας και δημιουργίας της απαραίτητης υποδομής, ώστε και η παραγωγή σύγχρονης τεχνολογίας να εξυπηρετηθεί από την εγχώρια παραγωγή. Πολύ περισσότερο που για τις αρχές της δεκαετίας του '80 θεωρούνταν σημαντικό μια κρατικών συμφερόντων επιχείρηση να αποκτήσει δυνατότητα - σε τεχνογνωσία και παραγωγικά δεδομένα - να προχωρήσει στην παραγωγή και την προμήθεια του επίσης κρατικών συμφερόντων ΟΤΕ, για την εισαγωγή ψηφιακών κέντρων στις τηλεπικοινωνίες.
Ο πόλεμος ξεσπά εκ μέρους των πολυεθνικών του κλάδου και εκπροσώπων του ντόπιου κεφαλαίου, που βλέπουν ότι μια τέτοια επιλογή θέτει σε αμφισβήτηση την άμεση κερδοφορία τους, αλλά και τις γενικότερες προοπτικές τους, αφού κινδύνευαν να χάσουν το σημαντικό κομμάτι από την πίτα της ελληνικής αγοράς. Στο παρασκήνιο, πάντως, στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και η διορισμένη από την κυβέρνηση διοίκηση στον ΟΤΕ συνεχίζουν να έχουν διαπραγματεύσεις με τις πολυεθνικές, επαφές που, όπως αποδείχτηκε, ...έπιασαν τόπο.
Η τελική απόφαση για το διαγωνισμό του 1981 πάρθηκε τη ...δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. Τα χρόνια του «σταθεροποιητικού προγράμματος» και της «πράξης νομοθετικού περιεχομένου» για το πάγωμα των μισθών και συντάξεων, τον καιρό, δηλαδή, που έχει ήδη δρομολογηθεί η αντιδραστική στροφή του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν μια απλή απόφαση. Ούτε μια απλή κατακύρωση ενός διαγωνισμού. Η απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου (ΚΥΣΥΜ), τον Οκτώβρη του 1986, έβαλε τη σφραγίδα της και αποτέλεσε σταθμό και για τα ψηφιακά κέντρα, και για τον ΟΤΕ, και για ολόκληρο τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, αλλά και για τη συνολική πορεία των ιδιωτικοποιήσεων των μεγάλων κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων που ακολούθησε. Η απόφαση του ΚΥΣΥΜ είχε δύο σκέλη:
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά το οριστικό «δέσιμο» του Οργανισμού στο άρμα της «Ζήμενς». Πήγε περίπατο και η ΕΛΒΗΛ και η προοπτική δημιουργίας κρατικού φορέα παραγωγής ψηφιακών κέντρων για τις επικοινωνίες της χώρας. Αντίθετα, άνοιξε ο δρόμος για την «απελευθέρωση» του κλάδου των τηλεπικοινωνιών και την εισβολή του κεφαλαίου σε έναν κλάδο υψηλής κερδοφορίας και απόδοσης των κεφαλαίων. Εδώ βρίσκεται και το μέγα σκάνδαλο, για το οποίο βεβαίως οι ηθικολογούντες δε λένε κουβέντα.
Με βάση την απόφαση του ΚΥΣΥΜ, το 1988 ανατίθεται στη γερμανική πολυεθνική και στην «Ιντρακόμ» η πρώτη προμήθεια για 84.000 ψηφιακά κυκλώματα και 20.000 ψηφιακές παροχές, αποκλείοντας την ΕΛΒΗΛ από κάθε διαδικασία. Αντίθετα, με τις συμβάσεις εκείνες, που υπέγραψε ο διοικητής του ΟΤΕ και πρωτοπαλίκαρο του Παπανδρέου Θ. Τόμπρας, ο ΟΤΕ δεσμεύτηκε με νομικές ρήτρες, που στην ουσία ισοδυναμούσαν με την υποχρέωση του Οργανισμού να προμηθευτεί από τις συγκεκριμένες εταιρείες το σύνολο των ψηφιακών κέντρων που θα τοποθετούνταν μέχρι και το 1993!!!
Η διοίκηση Τόμπρα προχώρησε και σε νέα ανάθεση ύψους 32,5 δισεκατομμυρίων δραχμών, προμήθεια, που έμεινε στον αέρα μετά τις σφοδρές αντιδράσεις του κινήματος των εργαζομένων και στη συνέχεια λόγω της πτώσης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Τι έγινε με την οικουμενική κυβέρνηση λοιπόν; Αντί για οτιδήποτε άλλο, εμείς θα περιοριστούμε να αναφέρουμε απόσπασμα από συνέντευξη που είχε δώσει το Φλεβάρη του 1990 στον «Ρ» ο τότε γενικός διευθυντής του ΟΤΕ, Κώστας Μαραβέλας. Ενας άνθρωπος του οποίου ο λόγος μετράει όχι μόνο επειδή από τότε γνώριζε τον ΟΤΕ «από την καλή», αλλά και επειδή στη συνέχεια αξιοποιήθηκε από τις επόμενες κυβερνήσεις και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ενώ αργότερα ήταν εκείνος που τοποθετήθηκε επικεφαλής (διευθύνων σύμβουλος) στην ιδιωτικοποιημένη πλέον ΟΤΕnet.
Ο Κ. Μαραβέλας είναι κατηγορηματικός:
«Τον Ιούνη (του 1989) δεν υπήρχαν συμβάσεις, αλλά σχέδια συμβάσεων, που πραγματικά ήταν έτοιμα για υπογραφή. Είχε προηγηθεί κάποια "διαγωνιστική διαδικασία", δηλαδή, "κλειστός" διαγωνισμός ανάμεσα στους δύο οίκους ΖΗΜΕΝΣ και Ιντρακόμ, αξιολόγηση των προσφορών τους κλπ. Στη φάση εκείνη το συνδικαλιστικό κίνημα είχε παρέμβει δυναμικά και είχε αξιώσει τη μη υπογραφή των συμβάσεων στις παραμονές των εκλογών. Και είχε καταγγείλει τόσο την αδιαφάνεια των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν, όσο και τη βιασύνη που έδειχνε η διοίκηση Τόμπρα να "κλείσει" το ζήτημα. Η νέα διοίκηση του ΟΤΕ (σ.σ. Μήνη - Κιουλάφα) αφού μελέτησε το θέμα προσανατολίστηκε στη λύση της προσπάθειας αναθεώρησης των σχεδίων συμβάσεων που είχαν συνταχθεί, με στόχο την ουσιαστική βελτίωσή τους. Ηταν μια ρεαλιστική θέση. Πολλοί μας ρωτούν γιατί δεν προτιμήσαμε τη λύση του νέου διαγωνισμού. Είναι μια εύλογη απορία. Αλλά η λύση αυτή ήταν πραγματικά ανέφικτη. Πρώτο, γιατί η διαδικασία που είχε προηγηθεί ήταν νομικά δεσμευτική για τον ΟΤΕ. Δεύτερον, γιατί ο διαγωνισμός θα απαιτούσε σημαντικό χρόνο, γύρω στα δύο χρόνια. Τρίτον, γιατί οι δύο εταιρείες είχαν ήδη πραγματοποιήσει τις πρώτες σοβαρές επενδύσεις τους στην Ελλάδα, γεγονός που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε πως με την αναθεώρηση πετύχαμε το στόχο της ουσιαστικής βελτίωσής τους. Συγκεκριμένα:
Αυτή είναι η ιστορία με 330 λέξεις. Με αυτό το σκεπτικό η διοίκηση του ΟΤΕ εισηγήθηκε ομόφωνα στην κυβέρνηση Ζολώτα να προκριθεί η βελτιωμένη συμφωνία. Με βάση αυτή την εισήγηση οι πολιτικοί αρχηγοί και ο πρωθυπουργός δε σταμάτησαν την υπογραφή της σύμβασης. Και με γνώση πλέον του τι είχε συμβεί, το ΚΚΕ διατύπωσε τότε τρεις προτάσεις: Πρώτον, τη σύσταση Διακομματικής Επιτροπής για τον έλεγχο των μεγάλων κρατικών προμηθειών και του ΟΤΕ. Δεύτερον, να ξεκινήσουν αμέσως οι διαδικασίες για την προκήρυξη του νέου διαγωνισμού προμήθειας ψηφιακών κέντρων από τον ΟΤΕ και, παράλληλα, να κινηθούν διαδικασίες απεμπλοκής από την υποχρεωτική συνεργασία με τη ΖΗΜΕΝΣ. Τρίτον, να αποσαφηνιστεί και να καταληχθεί ο προσανατολισμός και ο ρόλος της ΕΛΒΗΛ, που μετά τις αποφάσεις του ΚΥΣΥΜ επί ΠΑΣΟΚ ήταν «κλινικά νεκρή» και να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την εκπλήρωση του προγράμματος ανάπτυξης του ΟΤΕ.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση της ΝΔ που ακολούθησε και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια, δεν τήρησαν τίποτα από όλα αυτά, αφού αποκλειστικό μέλημά τους ήταν η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και των τηλεπικοινωνιών συνολικά. Αντίθετα, ακολουθήθηκε μια πολιτική - πορεία που κατέληξε στην ...«Ντόιτσε Τέλεκομ».
Αυτή την πολιτική, που εξυπηρετεί το δικομματισμό και τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, την πολιτική εκχώρησης του κοινωνικού πλούτου στα μονοπώλια και τις πολυεθνικές, τελικά στηρίζουν όσοι προσπαθούν να τσουβαλιάσουν το ΚΚΕ με ιστορίες που αφορούν στις μίζες, στη διαπλοκή και το βόρβορο που συνοδεύει τις μπίζνες της οικονομικής ολιγαρχίας. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι τρεις τύποι της «Ελευθεροτυπίας», που καμώνονται πως τώρα έμαθαν για τις προμήθειες του 1990 και ζητούν, τάχα, απαντήσεις.