ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 13 Γενάρη 2000
Σελ. /36
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μύθοι της κυβερνητικής προπαγάνδας και η πραγματικότητα της ΟΝΕ

Η σκληρή και δεσμευτική επανένταξη της χώρας στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, που έχει αρχίσει εδώ και δύο χρόνια για τα υπόλοιπα ένδεκα ευρωπαϊκά κράτη - μέλη, και θα σηματοδοτήσει μια «νέα εποχή» υποτέλειας και εξάρτησης δεδομένης της παραγωγικής συρρίκνωσης και της στρεβλής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, απασχολεί εδώ και μέρες τον ελληνικό Τύπο ως προεκλογική φαρσοκωμωδία.

Αυτό και μόνο το γεγονός θα αρκούσε βεβαίως για να αποδείξει και πάλι την έξωθεν χειραγώγηση και τη μικρόνοια των ντόπιων κυβερνώντων που «κλειδωμένοι» στο μικρόκοσμο των Αθηνών βαυκαλίζονται ως αυτιστικοί δευτεραγωνιστές σε ρόλους που τους ξεπερνά, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο σκληρός ανταγωνισμός συμφερόντων της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού. Αλλά η επανένταξη στην ΟΝΕ είναι μια πραγματικότητα που δεν πρέπει να αφεθεί στο γυάλινο κόσμο των κυβερνώντων, που έρχονται και παρέρχονται, πολύ περισσότερο που οι πολύχρονες καταστροφικές συνέπειες για τους Ελληνες εργαζόμενους θα συνοδεύουν ως καθημερινές Ερινύες την προσωπική επιβίωση του καθενός.

Οι «πάνω» εκτέλεσαν τις εντολές συνειδητά ή μη, οι από «κάτω» θα κληθούν τώρα να πληρώσουν τα σπασμένα θέλοντας και μη. Και όταν αυτοί μιλούν για «εθνικούς στόχους» και «αισιόδοξες προοπτικές», ο απλός λαός ξέρει ότι πρέπει να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι.

Απολογισμός και φαμφάρες

Το πρωτοχρονιάτικο «Βήμα» κυκλοφόρησε με τίτλο «Με σταθερά βήματα στην Ευρώπη των λαών και της ανάπτυξης. Νέος αιώνας, νέα Ελλάδα. Η ένταξη στην ΟΝΕ σηματοδοτεί νέα εποχή και σφραγίζει το τέλος της εθνικής μοναξιάς». Την επόμενη Κυριακή ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης δηλώνει στην «Καθημερινή» ότι θεωρεί την ένταξη στην ΟΝΕ «ισοδύναμη με την ένταξη στην ΕΟΚ πριν από είκοσι χρόνια» και πιστεύει πως μ' αυτήν «έχουμε περισσότερες δυνατότητες προκοπής» και ότι «γεννιέται μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση».

Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα, για το καθεστώς: τα είκοσι χρόνια ένταξης στην ΕΟΚ ήταν εποχή «εθνικής μοναξιάς» και μειωμένων δυνατοτήτων «προκοπής», χωρίς «εθνική αυτοπεποίθηση» και η επανένταξη στην ΟΝΕ θα μπορούσε να δημιουργήσει «περισσότερες» ευκαιρίες και «εθνική» ανάταση. Πρόκειται για απολογισμό ήττας και αίσθηση «μαύρης σελίδας» που πρέπει να γυρίσει - συμπέρασμα που συμμερίζεται, βέβαια, και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αλλά το γεγονός ότι τα ίδια κόμματα και οι ίδιοι περίπου άνθρωποι που ύμνησαν ασυλλόγιστα την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981, τον «παράδεισο» του Μάαστριχτ, το 1992 και το Αμστερνταμ το 1997, τη ΝΑΤΟική βαρβαρότητα και τη στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), έρχονται τώρα να διαγράψουν την προηγούμενη εικοσαετία τους ως περίοδο «μοναξιάς» και ανεπροκοπιάς, υποσχόμενοι λαγούς με πετραχήλια μέσα στους ίδιους «θεσμούς» και με τους ίδιους μηχανισμούς, ε, αυτό ούτε περιποιεί τιμή στο παρελθόν τους ούτε προκαλεί αισιοδοξία για το μέλλον τους. Και αν αυτοί πλουτίσουν όλα αυτά τα χρόνια παρά την άγνοιά τους και την κακομοιριά τους, οι εργαζόμενος λαός, που πλήρωσε ακριβά το τίμημα της ένταξης στην ΕΟΚ και την ΕΕ, πρέπει να απαιτήσει καθαρές εξηγήσεις και να προετοιμαστεί καλύτερα για την επανένταξη στην ΟΝΕ, που «κορυφώνει» τη μακρόχρονη διαδικασία ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» και δεσμεύει οριστικά και αμετάκλητα τις επόμενες γενιές.

Τι προβλέπουν οι Συνθήκες

Η Ελλάδα θα ενταχθεί στην ΟΝΕ με δίχρονη καθυστέρηση και επιπλέον βαρύ κόστος, αλλά με αυστηρότατες διαδικασίες και χρονοδιάγραμμα που προβλέπονται από τα άρθρα 109Κ και 109Λ του Μάαστριχτ και που έχουν ήδη εφαρμοστεί και για τις άλλες ένδεκα ευρωπαϊκές χώρες, που αποτελούν τη «ζώνη Ευρώ» από 1/1/1999. Υποχρεώσεις και δικαιώματα προβλέπονται ρητά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και το Σύμφωνο Σταθερότητας (1997). Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις και ιδιαίτερα αυτή του Κ. Σημίτη προσέρχονται στις Βρυξέλλες μόνο για να εκθέσουν τις αποδόσεις της χώρας σύμφωνα με τα αυστηρά και δεσμευτικά «κριτήρια» οικονομικών επιδόσεων του Μάαστριχτ. Ο ΥΠΕΘΟ, Γ. Παπαντωνίου, έχει ήδη συμφωνήσει αυστηρό χρονοδιάγραμμα επανένταξης της χώρας στην ΟΝΕ με υποβολή αίτησης ένταξης εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Μάρτη 2000 και οριστική έγκριση του ελληνικού αιτήματος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας (19 Ιούνη 2000). Η χυδαία μικροπολιτική χρήση της επανένταξης στην ΟΝΕ δηλεί ή ότι η κυβέρνηση δεν ελέγχει τον καθεστωτικό Τύπο ή ότι κυβέρνηση και καθεστωτικός Τύπος παραπλανούν γι' άλλη μια φορά τον ελληνικό λαό. Οι εργαζόμενοι πρέπει να απαιτήσουν πλήρη έλεγχο της διαδικασίας επανένταξης και πλήρη γνώση των συνεπειών της ΟΝΕ. Στην ανάγκη, ας σπάσουν τις τηλεοράσεις.


Βησσαρίων ΓΚΙΝΙΑΣ


Συνταγές τραπεζιτών για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού...

Μείωση  του εισοδήματος των εργαζομένων και κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών κατακτήσεων συστήνουν οι  εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Αμεσος θεωρείται ο κίνδυνος αναζωπύρωσης του πληθωρισμού σ' όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών επικαλούνται την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου ως αποκλειστικό λόγο αυτής της εξέλιξης. Βεβαίως το ισχυρότερο πλήγμα από την αύξηση του πληθωρισμού δέχονται οι εργαζόμενοι, αφού βλέπουν να μειώνεται ακόμη περισσότερο η, ήδη ισχνή, αγοραστική τους δύναμη. Συνεπώς, είναι λογικό να ζητούν την αναπλήρωση των απωλειών του εισοδήματός τους. Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διαμήνυσε προς τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών να μη δεχτούν τέτοιες προτάσεις και να επιμείνουν στις πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας.

Από την περασμένη Δευτέρα, μέχρι σήμερα τόσο ο πρόεδρος της ΕΚΤ Βιμ Ντούιζενμπεργκ, όσο και άλλα στελέχη της τράπεζας, με επανειλημμένες δηλώσεις τους χαρακτηρίζουν αρνητικές τις μισθολογικές αυξήσεις και συνιστούν μια επιθετική πολιτική κατά των εργασιακών δικαιωμάτων με επιτάχυνση των «διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας». Οι ευρω- τραπεζίτες διανθίζουν τις συστάσεις και τις προτροπές τους με απειλές πως αν οι εργαζόμενοι δεν περιορίσουν τις απαιτήσεις τους και δε δεχτούν την κατάργηση των εργασιακών τους κατακτήσεων, τότε θα προχωρήσουν οι ίδιοι στην αύξηση των επιτοκίων.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΕΚΤ βρίσκονται αυτές τις μέρες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργοδοτών και του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου, της IG Metall , των εργαζομένων στον κλάδο του μετάλλου, για τις μισθολογικές αυξήσεις το 2000. Η διοίκηση του συνδικάτου ζητά αυξήσεις 5,5% ενώ οι εργοδότες δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν περισσότερο από 4%. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ' αυτή τη διαπραγμάτευση βρίσκεται στο ότι οι αυξήσεις στον κλάδο του μετάλλου είναι οδηγός για τις αυξήσεις και στους άλλους κλάδους της γερμανικής οικονομίας. Το ποσοστό αύξησης που ζητούν οι εργαζόμενοι χαρακτηρίζεται υπερβολικό όχι μόνο από τους εργοδότες αλλά και από τα στελέχη της ΕΚΤ. Ομως ο πρόεδρος της IG Metall Κλάους Τσβίκελ σημειώνει ότι το ποσοστό είναι απόλυτα δικαιολογημένο αν υπολογιστεί η αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3,5% και του πληθωρισμού κατά 1,5% για το 2000.

Πολύ σημαντικές θεωρούνται οι δηλώσεις του Οτομαρ Ισινγκ, μέλους του Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο οποίος τόνισε ότι «οι πληθωριστικές πιέσεις που σημειώνονται τελευταία δεν πρέπει να μεταφραστούν σε αιτήματα για υψηλές αυξήσεις των μισθών». Ο Οτ. Ισινγκ σημείωσε ότι για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και για την ανάκαμψη των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούνται άμεσες τομές στην αγορά εργασίας. Εκθείασε μάλιστα το «αγγλοσαξονικό μοντέλο», την πολιτική δηλαδή που εφαρμόζουν σ' αυτό τον τομέα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία. Συστήνει μάλιστα σ' όλες τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών την υιοθέτηση και την εφαρμογή αυτού του μοντέλου, το οποίο προβλέπει την κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών δικαιωμάτων (ωράριο εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, άδειες, επιδόματα), αλλά και την κατάργηση των ορίων για τις απολύσεις των εργαζομένων από τις επιχειρήσεις, με την ταυτόχρονη διευκόλυνση των εργοδοτών να απολύουν και να προσλαμβάνουν κατά το δοκούν, ανάλογα τις ανάγκες (εννοείται των επιχειρήσεων). Προτείνει ακόμη την επιτάχυνση των διαδικασιών για την ανατροπή του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, την κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών για την ασφάλιση των εργαζομένων και τη σταδιακή αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Η πολυμέτωπη επίθεση κατά των εργαζομένων στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποκτά στην αρχή της νέας χρονιάς ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ομως τα σχέδια των πολυεθνικών, των τραπεζιτών και των κυβερνήσεων συναντούν τη συνεχώς αυξανόμενη αντίσταση των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστική απ' την άποψη αυτή η συμφωνία στην οποία κατέληξαν στο τέλος της περασμένης βδομάδας τα συνδικάτα με τη γερμανική κυβέρνηση για τη μείωση του ορίου συνταξιοδότησης. Συγκεκριμένα και υπό την πίεση των εργαζομένων η κυβέρνηση του Γκ. Σρέντερ δέχτηκε τη μείωση του ορίου από τα 65 στα 60 χρόνια. Εστω κι αν η συμφωνία περιέχει αρκετές ασαφείς και αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις δεν παύει να δείχνει αφ' ενός τις δυσκολίες που συναντούν οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις στην υλοποίηση της πολιτικής τους, αφ' ετέρου τις δυνατότητες του εργατικού κινήματος να αποτρέπει τις σε βάρος του συνέπειες και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανατροπή αυτής της αντεργατικής πολιτικής.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ