Είναι τελικά η κρίση μια θεόσταλτη δοκιμασία, ίσως κι ένα δώρο θεού; Που μας «αποκαλύπτει εφεδρείες» που δε γνωρίζαμε ότι διαθέταμε, μας ωθεί να ανακαλύψουμε τον «αυθεντικό μας εαυτό» που τον είχαμε «καταχώσει κάτω από προσχώσεις καταναλωτισμού και επιτήδευσης»; Που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε «μήπως αυξήσαμε υπέρμετρα τις τεχνητές μας ανάγκες για να καλύψουμε την εσωτερική μας φτώχεια, μήπως τελικά μια αφαίρεση των αναγκών αυτών είναι σωτήρια»;
Είναι η κρίση μια δοκιμασία που πρέπει να μας σπρώξει στη στοργική αγκαλιά του ύψιστου, αφού «αποτελεί εκπληκτική ευκαιρία να τον ανακαλύψουμε» και να του επιτρέψουμε να μας «θεραπεύσει απ' τα πάθη». Είναι τελικά ο θεός το μόνο «σταθερό σημείο αναφοράς και σιγουριάς» και «κύριος της ιστορίας», άρα δεν πρέπει να φοβόμαστε;
Στα ερωτήματα αυτά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος απαντά καταφατικά σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής. Και, μάλιστα, αποφαίνεται: «Ενας άνθρωπος έρμαιο της κατανάλωσης, του νακρισσισμού, των παθών του, δεν δημιουργεί ιστορία, αλλά σύρεται πίσω της. Αντίθετα, ένας άνθρωπος που αντιστέκεται στις κατώτερες ορέξεις του, πασχίζει και πάσχει για να επικρατήσει γύρω του η αλήθεια και η ευσπλαχνία, αποτελεί ελπίδα για τη χώρα του και για τον κόσμο (...) Αυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να αντισταθεί στα οργανωμένα συμφέροντα, βάζοντας στην καθημερινότητα την προσωπική σφραγίδα της αγάπης (...) να καταστήσει τη στέρηση και την κρίση αφετηρία για έναν καλύτερο κόσμο».
Τι είναι όλα τα παραπάνω; Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο απ' τη συνεισφορά της εκκλησίας στη λυσσώδη προσπάθεια να πειστεί ο λαός να αποδεχτεί στωικά και καρτερικά την κόλαση επί Γης που τον ρίχνουν οι κεφαλαιοκράτες και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, η αναγόρευση σε αρετή του ραγιάδικου «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω».
Μια εκδοχή της χριστιανικής αφήγησης για τη «μετά θάνατον» επιβράβευση ή καταδίκη, προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα που διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση, ώστε να υπηρετεί τελικά τους σκοπούς των παρασίτων που απομυζούν το αίμα του λαού.
Την κρίση όμως δεν την προκάλεσε ο λαός που πάντα ζούσε κυνηγώντας τις ανάγκες του, ούτε θεοί ή δαίμονες. Αποτελεί πράγματι ευκαιρία για το λαό, όχι για να συμβιβαστεί με τη στέρηση και τη φτώχεια, αλλά για να γίνει κύριος της ζωής του, να την κάνει αφετηρία ενός καλύτερου κόσμου. Οχι κατά μόνας, ούτε εκλιπαρώντας γονυπετής, αλλά αντικρίζοντας κατάματα την ευθύνη του ο καθένας, να ανατρέψει με όλους μαζί, με την κοινή πάλη εργατών, αγροτών, αυτοαπασχολούμενων, τον σάπιο καπιταλισμό και να οικοδομήσει τη δική του γη της επαγγελίας σ' αυτόν τον κόσμο.
Υπάρχει ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις λόγω της «έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών» και των χωρών της νότιας Ευρώπης, δήλωσε ο Α. Αλταφάζ, εκπρόσωπος του Ο. Ρεν...
Τι σημαίνει αυτό σε απλά ελληνικά; Οτι χώρες στις οποίες οι εργαζόμενοι αμείβονται με ένα δολάριο την ημέρα, ισχύει η παιδική εργασία και όσοι δουλεύουν δεν έχουν κανένα δικαίωμα είναι ...αξιοζήλευτες!
Πρέπει να τις ανταγωνιστούμε, να τις «κοντράρουμε» στην παγκοσμιοποιημένη αγορά. Με λίγα λόγια ...να τους μοιάσουμε, και να γίνουμε ακόμη «καλύτερες» χώρες, με περισσότερη δηλαδή εκμετάλλευση.
Μόνο που δεν μπαίνουν στον κόπο να μας εξηγήσουν ποιο είναι αυτό το ...μέγα επίτευγμα αυτών των «αναδυόμενων αγορών». Γιατί μόνο ένα τέτοιο υπάρχει: Πώς τα κέρδη του κεφαλαίου (δηλαδή η απλήρωτη εργασία) είναι μεγαλύτερα.
Πάντως, αν μη τι άλλο, ο Α. Αλταφάζ, τα είπε πιο ...ντόμπρα από τους δικούς μας εδώ. Γιατί ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑ.Ο.Σ. μας μιλάνε για «ανάπτυξη», «προκοπή» και «διάσωση του έθνους».
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ αυτή τη δέσμευση του ΔΝΤ περί του ότι «θα μας στηρίζει για 10 χρόνια» για ποιο λόγο την προβάλλουν τόσο πολύ τα δελτία ειδήσεων και οι κυβερνώντες; Για να μας ...καθησυχάσουν;
Το λέμε επειδή μας ... «στήριξε» ήδη τρία χρόνια και είδαμε πόσο καλά περάσαμε. Φανταστείτε να το κάνει για μια δεκαετία.ΤΟΝ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗ του ενός εκατομμυρίου δεν τον εντόπισαν ακόμη και δε φαίνονται και να βιάζονται ιδιαίτερα. Μοιάζει να ...βολεύει αρκετά όπως φαίνεται η διατήρηση στον ειδησεογραφικό αφρό τούτη η υπόθεση.
Προφανώς πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο θα εκτονώσει την οργή του κόσμου. Κάνουν όμως και πάλι λάθος.