Πέμπτη 13 Νοέμβρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΡΟΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
Ενα περιστέρι άλλως τρια πουλάκια κάθονται...

Ο 71χρονος σοσιαλδημοκράτης Ρόι Αντερσον, δέσμιος του ήθους και της συνείδησής του, βρίσκεται πάντα κοντά στους αδύνατους. Συνήθισε να βλέπει τα πράγματα από την πλευρά των αδυνάτων κι ευτυχώς δεν απώλεσε ακόμα την ιδιότητα να αναγιγνώσκει - από την ίδια οπτική - την πραγματικότητα. Για πολλοστή φορά, διαπιστώνει μεγαλόφωνα ότι πραγματικά καταπιεσμένοι στην παρδαλή και υποκριτική καπιταλιστική Σουηδία, συνεχίζουν να παραμένουν η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι... Αποτυπώνοντας τα συμπεράσματά του στο σελουλόιντ, ο Αντερσον επιμένει να χρηματοδοτεί ο ίδιος τις ταινίες του - ακριβώς γιατί γνωρίζει την πραγματικότητα. «Πήρα μέχρι και τραπεζικό δάνειο, κι ελπίζω στο μέλλον να πάρω πίσω αυτά που επένδυσα. Θέλω να έχω τον πλήρη έλεγχο των ταινιών μου και να μην εξαρτιέμαι από καμία εταιρεία - Οι χορηγίες είναι κάτι το φριχτό!», αναφέρει ο πρώτος και μοναδικός Σουηδός σκηνοθέτης που βραβεύτηκε ποτέ με τον «Χρυσό Λέοντα» στη Βενετία. Με «Το περιστέρι...» ολοκληρώνεται η φιλμική τριλογία του Αντερσον για τον άνθρωπο και τη μοίρα του που πήρε 18 ολόκληρα χρόνια δουλειάς, δεδομένου ότι τα γυρίσματα στα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» (2000) άρχισαν το 1996 και 7 χρόνια μετά ακολούθησε το «Εσείς ζωντανοί» (2007). Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν σκέφτεται να κάνει κι άλλο φιλμ και τι τίτλο σκέφτεται να του δώσει, ο Σουηδός απάντησε με χιούμορ «τέταρτο μέρος της τριλογίας»...

Ο Αντερσον ξέρει ακριβώς τι θέλει, γι' αυτό πέρασε από το ρεαλισμό στην αφαίρεση που οδηγεί κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Η χωρίς συμβιβασμούς τέχνη του, με το μακάβριο χιούμορ και τη βιρτουόζικη αφηγηματική οπτική, σκιτσάρει ένα είδος μεγάλης τέχνης που αξιώνει περίοπτη θέση στην ιστορία του σουηδικού κινηματογράφου. Κάποιες μεμονωμένες σκηνές της τριλογίας θεωρούνται ήδη κλασικές. Το φιλμικό σύμπαν που δημιούργησε και μέσα του κινείται ο πιο ιδιόμορφος Σουηδός κινηματογραφιστής, είναι μοναδικό και ταυτόχρονα αναγνωρίσιμο, χάρη στο ειδικό στίγμα και το ιδιαίτερο στιλ του δημιουργού. Στατικά ταμπλό βιβάν επιμελώς κατασκευασμένα, άνθρωποι κακοχυμένοι κινούνται αργά στο εσωτερικό τους, χρώματα βαριά σε αποχρώσεις του γκρίζου. Στατικά πλάνα με στοιχεία κωμωδίας, παραλόγου και ουσιώδους ουμανισμού. Στατική κάμερα και μακρές λήψεις (το μονοπλάνο με τον βασιλιά Κάρολο τον 12ο διαρκεί 11 λεπτά). Αναχρονιστικά περιβάλλοντα όπου κινούνται κάτωχρα ζόμπι, με γαριασμένα λευκά πουκάμισα. Εικόνες μινιμαλιστικές φορτωμένες με λεπτομέρειες και διαστάσεις και φορτισμένες με έξτρα βάθος, χάρη στους χιουμοριστικούς πλατειασμούς. Κείμενο και εικόνα, σε συνεχή δυναμική σχέση... Ο Αντερσον στο, φαινομενικά άνευ νοήματος, δίνει βαθύ συμβολικό περιεχόμενο. Ο ίδιος προέρχεται από την εργατική τάξη, από την (πρώην) βιομηχανική πόλη Γκέτεμποργκ κι αισθάνεται, ενστικτωδώς, λύπηση για τους «ανθρωπάκους» τους πνιγμένους στην αδράνεια και τη μοναξιά, που δένονται με τα υλικά αγαθά - όπως η ετοιμοθάνατη γριά που δεν αφήνει την τσάντα της - αλλά είναι ανίκανοι να δεθούν με τους ανθρώπους. Από την άλλη, αυτούς που λυπάται τους θεωρεί γελοίους... Η λεκτική επίσης επικοινωνία μειώνεται σε κάποιες στερεότυπες φράσεις...

Η ταινία με τον άβολα μακρύ τίτλο και τον υπότιτλο «Ο Θάνατος», συντίθεται από 39 ταμπλό. Η δομή αυτής της ταινίας, χαλαρότερη των δυο προγενέστερων, βάζει δυο πλανόδιους πωλητές ευτελών αντικειμένων που κάνουν τους ανθρώπους χαρούμενους, να συνιστούν την κόκκινη γραμμή σε ένα φιλμ πλήρως αδιάφορο για δραματουργικούς κανόνες. Οντως, ο Αντερσον που χειρίζεται το μέσο του κινηματογράφου συμβατικά αλλά με παχνιδιάρικο χέρι, αδιαφορεί για κλασική δραματουργία και την γραμμική αφήγηση της ιστορίας. Ο σκηνοθέτης ζητά από τον θεατή να προσπαθήσει να ανοίξει μονοπάτια σκέψης, να γλιστρήσει μέσα τους, να «διαβάσει» μπρος - πίσω και πάνω - κάτω, την ιστορία και τις κοινωνικές τάξεις. Ο Αντερσον γκρεμίζει τον τέταρτο τοίχο, αφήνει τους χαρακτήρες να μπαινοβγαίνουν στην εικόνα, κάνει απότομα πηδήματα στο χρόνο και θεαματικούς αναχρονισμούς. Σε πολλές σκηνές, ανοίγει μια χαραμάδα, μια σχισμή στο υφαντό του χρόνου, που βοηθά τον θεατή να τραβήξει παράλληλες, να συνθέσει και να «δει» τη μεγάλη εικόνα. «Οι εικόνες μου καθορίζονται από το σήμερα, κι επιδιώκω να είναι οικουμενικές και διαχρονικές», λέει.

Κάθε σκηνή της ταινίας, λόγω της τέλειας σύνθεσής της και της λεπτομερώς επαναλαμβανόμενης χορογραφίας της, συνιστά από μόνη της «συνεκτικό όλο». Το σύνολο των σκηνών λειτουργεί ως μέρος που αντανακλά το όλον. Ακριβώς αυτό θέλει ο σκηνοθέτης να προκαλέσει, συναίσθημα και σκέψη... Από τις αριστοτεχνικότερες σκηνές, αυτές στο εσωτερικό ενός σημερινού μπαρ, στις παρυφές μιας κατεστραμμένης πόλης... Απέξω παρελαύνει η στρατιά του Καρόλου του 12ου. Είναι το 1707 και κατευθύνεται στην Πολτάβα. Το 1709 επιστρέφει συντετριμμένος από τους Ρώσους που του έκοψαν τα όνειρα για μια μεγάλη Σουηδία ... Περίεργη η σκηνή από το μπαρ της «Halta Lotta» στο Γκέτεμποργκ το 1943... Μοιάζει υπενθύμιση της στάσης και της πρακτικής των ίδιων «μικρών» ανθρώπων εκείνη την περίοδο...

Για το τέλος, άφησε ο Αντερσον την πιο δυνατή του καταγγελία. Είναι για την εταιρεία «ΒΟLΙDΕΝ», μια σουηδική εταιρεία που τη δεκαετία του '80 ανέθεσε σε μια χιλιανή εταιρεία να της «βολέψει» κάπου τα χημικά της απόβλητα. Σαφής αναφορά στο σκάνδαλο, μεταφορά για τη συμπεριφορά του αποικιοκράτη / καπιταλιστή, τότε και τώρα. Την αποτελεσματικότητα του γιγαντιαίου δολοφονικού καζανιού της «ΒΟLΙDΕΝ», όπου μέσα του καίγονται ζωντανοί οι δούλοι υπάνθρωποι, θαυμάζουν οι αστοί ιδιοκτήτες του καζανιού και εντολείς του ολοκαυτώματος, πίνοντας σαμπάνια. Σαφής αναφορά στο ξεχασμένο πια σκάνδαλο της δεκαετίας του '80. Ξεχασμένο απ' όλους το γεγονός, εκτός από τον Αντερσον και τα χιλιάδες θύματα...

Παραγωγή: Σουηδία, Νορβηγία, Γαλλία, Γερμανία 2014.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ