Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ
Θαύμα στο Μιλάνο

Με την τρίτη μεταπολεμική του ταινία «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ», που κυκλοφόρησε το Φλεβάρη του 1951, ο Ντε Σίκα εγκαταλείπει τους δραματικούς τόνους και εμπλέκεται σε ένα πικρό παραμύθι που η πληθώρα των λεπτοτήτων έχει ως μοναδική λειτουργία - σαν αντίθεση - να κάνουν ακόμα πιο πιεστική την τελική λύση της αφήγησης. Ο Ντε Σίκα εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας από το βιβλίο των παραμυθιών του Τσέζαρε Τζαβατίνι «Tot? ilbuono»(Ο καλός Τοτό) από το 1943. Δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε την περίοδο του φασισμού, επανέρχεται, η κατά βάση λαϊκίστικης χροιάς αντικαπιταλιστική αμφισβήτηση με αρκετά πυκνή συχνότητα. Στις ταινίες των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '40 βλέπουμε να εξυψώνονται οι απλοί, εργατικοί μικροαστοί σε βάρος των μεγάλων επιχειρηματιών που αδιαφορούσαν για το εθνικό καλό. Οι περισσότεροι όταν κυκλοφόρησε το «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» την εποχή που μεσουρανούσε ο νεορεαλισμός δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και να την χωνέψουν. Κατανοητή επίσης και η δυσπιστία της στρατευμένης αριστεράς προς αυτή την ιδιαίτερα «καλόβουλη» ταινία (παρά την πικρία που τη διακρίνει) που κουβαλά πάνω της το μεγάλο ελάττωμα του να θυμίζει μια μορφή αντικαπιταλιστικής κριτικής, αρκετά κοινή τα τελευταία χρόνια του Μουσολίνι...

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα καταπιάνεται στο «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» - που έρχεται αμέσως μετά τη θλιβερά ρεαλιστική φλέβα της μεταπολεμικής Ιταλίας στο «ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» - με την οδύσσεια του Τοτό, ενός ορφανού που γεννήθηκε από τα λάχανα και μπήκε, λόγω θανάτου της γριάς μητέρας του, στο ορφανοτροφείο μικρός. Από το ίδρυμα βγαίνει έφηβος και βρίσκεται αντιμέτωπος μ' έναν κόσμο του οποίου τις βασικές δυναμικές δε γνωρίζει. Τριγυρίζει σαν ζητιάνος μέσα στην ομίχλη του φθινοπωρινού Μιλάνου. Η ταινία επιμένει με κάθε κόστος να είναι ποιητική. Αυτό το καταφέρνει μόνο σε σημεία, όπως π.χ. στην απεικόνιση των αξέχαστων αναλαμπών της υγρής και γκρίζας μεγαλούπολης στην αρχή του φιλμ ή στη λυρική σεκάνς του επιλόγου. Ο Τοτό, διασχίζοντας τυχαία το κοσμικό κέντρο της πόλης γίνεται κοινωνός των γκλάμουρ εγκαινίων του κινηματογράφου Αbc- θαυμαστή η απεικόνιση - για να καταλήξει να περάσει τη νύχτα του σε μια κατασκήνωση αστέγων στην περιοχή του Λαμπράτε. Ο Τοτό γίνεται φίλος με τους πάντες κι όλοι μαζί, η χαρούμενη παρέα, «χτίζει» σιγά σιγά ένα πραγματικό χωριό που το κέντρο του κοσμεί το άγαλμα μιας μπαλαρίνας και ο Τοτό καλλιεργεί μια γλυκιά σχέση με την γλυκύτατη Εντβίζ. Αλλά φθάνει και η ώρα της απειλής που εμφανίζεται με τη μορφή του χοντρού και αλαζόνα βιομήχανου που συνοδεύουν δυναμικοί αμερικάνικοι ρυθμοί, στο άκουσμα των οποίων, αρχίζουν να σβήνουν οι φωτεινές δημοφιλείς λαϊκές μελωδίες... Ο βιομήχανος θέλει οπωσδήποτε την κυριότητα της γης των αστέγων, θέλει να τους διώξει από κει... και το πράγμα πιέζει ακόμα περισσότερο όταν ανακαλύπτονται στο υπέδαφος κοιτάσματα πετρελαίου... Ο Τοτό, στο σημείο αυτό, μετουσιώνεται με τη βοήθεια ενός θαυματουργού περιστεριού σε ένα είδος Ιησού των φτωχών, απαντά σε κάθε τους επιθυμία και υπερασπίζεται την κοινότητα από τις επιθέσεις των μπάτσων που πουλούν την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο. Ετσι η κατάσταση αλλάζει, οι άστεγοι εκκενώνονται με τα οχήματα των δυνάμεων της τάξης και στην πλατεία του Ντουόμο - πάντα χάρη στο μυθικό περιστέρι του Τοτό - βγαίνοντας από τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν, καβαλώντας τις σκούπες των οδοκαθαριστών, στον ουρανό...

Στην ουσία, η όλη «κατασκευή» της ζωής στο χωριό που βασίζεται αυστηρά στην αλληλεγγύη, συνιστά μια αλληγορία για το σοσιαλιστικό όραμα. Το χωριό του Τοτό είναι ο παράδεισος των φτωχών, είναι ο τόπος της «ουτοπίας» περικυκλωμένος όμως από την ωμή απληστία του πραγματικού κόσμου που προσωποποιείται με τον βιομήχανο και τα τσιράκια του που καταφέρνουν να σβήσουν το όνειρο, αναγκάζοντας τους άστεγους να ανέβουν στον ουρανό... Εδώ η ιδεολογική εικόνα και η ηθική παρουσιάζονται με τρόπο μανιχαϊστικό και απλουστευτικό. Οι φτωχοί είναι οι καλοί, οι πλούσιοι οι κακοί. Και η σκηνοθεσία της ταινίας υποφέρει από αυτή την εννοιολογική κοινοτοπία. Ο στόχος της μοιάζει να αποτυγχάνει, το φιλμ μπερδεύεται σε αβαθή σοσιαλίζοντα στερεότυπα που θεωρούν ότι η καλοσύνη συνδέεται αποκλειστικά με τη φτώχεια, ενώ το κακό είθισται να συνάδει μόνο με τις ΗΠΑ και το μοντέλο της εκεί ζωής (η μουσική τζαζ). Στους φτωχούς - είναι λούμπεν κι όχι προλετάριοι - δεν μένει παρά να εγκαταλείψουν τον κόσμο αυτόν που δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους θέλει. Ο αρχικός μάλιστα τίτλος της ταινίας ήταν: «ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΝΟΧΛΟΥΝ».

Ο καλοπροαίρετος - αλλά παραπλανητικός - πασιφισμός των Τζαβατίνι και Ντε Σίκα λειτουργεί αντιθετικά ως προς την κλασική ιδέα της πάλης των τάξεων, της ατμομηχανής της ιστορικής εξέλιξης... Ταυτόχρονα, ο «θαυματοποιός» χαρακτήρας της αφήγησης, εντάσσει το έργο συνολικά σε ένα τυπικό πλαίσιο, στο απογυμνωμένο, χριστιανικό όραμα των υποστηρικτών του καθολικισμού της αριστεράς... Και ο Ντε Σίκα, μετά το φιάσκο, δεν θα εμπλακεί ξανά σε παρόμοιες ιστορίες... Αντίθετα, επιστρέφει την επόμενη χρονιά, 1952, με το πραγματικό του αριστούργημά τον «ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΝΤ.» που ελπίζουμε να δούμε σύντομα σε επανέκδοση...

Παίζουν: Πάολο Στόπα, Φραντσέσκο Γκολιζάνο, Εμα Γκραμάτικα, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1951).


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ