«Ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου τροφίμων, ποτών, καπνού, αυτή παρουσιάζει σημαντική άνοδο από το 2009 και μετά ως προς τη συμβολή της στο σύνολο της μεταποίησης, αλλά και στο σύνολο των οικονομικών κλάδων. Συγκεκριμένα, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία τροφίμων, ποτών και καπνού αυξάνεται στο 35,7% το 2009 στο σύνολο της μεταποίησης (από 23,7% το 2008) και παραμένει κοντά σε αυτά τα επίπεδα το 2010 και το 2011».
Η έκθεση επιχαίρει και για την παραγωγικότητα των εργατών, υψηλότερη σε πολλούς υποκλάδους των Τροφίμων - Ποτών από το μέσο όρο της ΕΕ: «Σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο) ανά υποκλάδο σε σχέση με την ΕΕ-27, τη μεγαλύτερη διαφορά υπέρ της εγχώριας και της μέσης ευρωπαϊκής παραγωγικότητας εμφανίζει ο υποκλάδος των Ποτών (κατά 27.4 ευρώ ανά εργαζόμενο), με τον κλάδο Επεξεργασίας και συντήρησης κρέατος και παραγωγής προϊόντων κρέατος να ακολουθεί.
»Υψηλότερη είναι και η εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή και στην Παραγωγή ειδών αρτοποιίας και αλευρωδών προϊόντων και ελαφρώς υψηλότερη και στα Γαλακτοκομικά προϊόντα (...) είναι σημαντικό το γεγονός ότι στο σύνολο των Τροφίμων, αλλά και στα Ποτά, η εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας ξεπερνά την αντίστοιχη μέση ευρωπαϊκή (κατά 3.2 ευρώ ανά εργαζόμενο)».
«Σε όρους εξωτερικού εμπορίου, το 2012 υπήρξε μία σχετικά καλή χρονιά για τον κλάδο των Τροφίμων, Ποτών και Καπνού, ο οποίος σημείωσε μείωση του εμπορικού του ελλείμματος κατά 43% μέσα σε ένα έτος, όταν η αντίστοιχη μείωση στο σύνολο του εμπορικού ελλείμματος έφθανε πλησίον του 8%. Ενδιαφέρον έχει επίσης η εξέλιξη του λόγου εξαγωγών - εισαγωγών τροφίμων, ποτών και καπνού, ο οποίος καταγράφει συνεχή άνοδο από το 2009 και μετά, φθάνοντας στο 57,3% το 2012. Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο των εγχώριων εξαγωγών τροφίμων, ποτών και καπνού ως προς τις αντίστοιχες εισαγωγές καλύπτει σχεδόν το 60%. Η αντίστοιχη αναλογία στο σύνολο των προϊόντων φθάνει το 78,5% το 2012, έχοντας επίσης αυξηθεί σταθερά από το 2008 και παρουσιάζοντας εν γένει σε σχέση με τη σχετική αναλογία των τροφίμων, την ίδια σχεδόν απόκλιση διαχρονικά, ήτοι περί τις 20 με 30 ποσοστιαίες μονάδες. Σε απόλυτα μεγέθη, οι εξαγωγές τροφίμων, ποτών και καπνού το 2012 έφθασαν τα 3.863 εκατ. ευρώ (από 3.798 εκατ. το 2011), ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές τα 4.918 εκατ. (από 5.662 εκατ. το 2011). Ετσι, το εμπορικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2007, στα 1.055 εκατ. (από 1.864 εκατ. το 2011 και 2.704 εκατ. το 2007).
Αλλο ένα ενδιαφέρον σημείο: «(...) σε όρους μέσου μεικτού περιθωρίου κέρδους ανά υποκλάδο για την περίοδο 2009 - 2011, είναι τα Ποτά που παρουσιάζουν το υψηλότερο (42%), με τα άλλα είδη διατροφής (35%) και τα γαλακτοκομικά (24%) να ακολουθούν. Υπογραμμίζεται εδώ ότι ο αριθμοδείκτης του μεικτού περιθωρίου κέρδους είναι σημαντικός γιατί αν είναι υψηλός, υποδηλώνει ότι μια επιχείρηση μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μιαν αύξηση του κόστους των πωλούμενων προϊόντων της, ήτοι η επίδραση από μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους των πωληθέντων θα είναι λιγότερο δυσμενής στην επιχείρηση εκείνη ή τον κλάδο που έχει υψηλότερο αριθμοδείκτη μεικτού κέρδους».
Εδώ, βέβαια, μπαίνει το ερώτημα «ποιαν αύξηση κόστους να αντιμετωπίζουν οι βιομήχανοι;». Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν π.χ. για τις γαλακτοβιομηχανίες: Βασικότερη πρώτη ύλη είναι το γάλα που οι βιομήχανοι προμηθεύονται από κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς οι περισσότερες βιομηχανίες δεν έχουν καθετοποιημένη παραγωγή. Οι μεγάλες βιομηχανίες συνηθίζουν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες με πολλούς παραγωγούς παράλληλα. Ταυτόχρονα, κάνουν και εισαγωγές γάλακτος κυρίως από την Ευρώπη, σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της τιμής αγοράς του γάλακτος από πλευράς κτηνοτρόφων είναι πολύ μικρά, εξαιτίας του κατακερματισμού της κτηνοτροφίας σε πολύ μεγάλο αριθμό γεωργικών εκμεταλλεύσεων, αλλά και της έλλειψης οργάνωσης του κτηνοτροφικού κλάδου.