Πέμπτη 16 Μάη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤΕ ΦΟΝ ΤΡΟΤΑ
Χάνα Αρεντ

Η κινηματογραφική αφήγηση της Μαργκαρέτε φον Τρότα που θέμα της έχει μια κρίσιμη περίοδο στη ζωή της εβραϊκής καταγωγής Γερμανίδας συγγραφέα και φιλοσόφου Χάνα Αρεντ συνιστά κινηματογραφική διατριβή. Δυστυχώς, το φιλμ της 70χρονης σήμερα φον Τρότα, πάσχει από «στεγνή» σκηνοθεσία λόγω της πληθώρας των πληροφοριών που η ίδια επέλεξε να χωρέσει στο φιλμικό της κείμενο, κάνοντας τόσο την υποκριτική όσο και την αφήγηση, να χάνουν περιστασιακά ορμή και να μετατρέπουν την ταινία σε διάλεξη. Η φον Τρότα - όπως πρόσφατα και ο Σπίλμπεργκ με την ταινία του «ΛΙΝΚΟΛΝ» - δεν καταφέρνει να παρακάμψει την παγίδα που το είδος της βιογραφίας «στήνει» στους δημιουργούς, οι οποίοι πασχίζοντας να συνθέσουν μια δίκαιη εικόνα του επιλεγμένου «εξαιρετικού» προσώπου, δημιουργούν έναν ήρωα με υπερτροφικό Η (ήτα)...

Η Μαργκαρέτε φον Τρότα ανήκε στη μικρή ομάδα των Δυτικογερμανών σοσιαλδημοκρατών σκηνοθετών που τη δεκαετία του '70 συνέβαλε στο ευρωπαϊκό πολιτικό σινεμά. Ο Φασμπίντερ, ο Χέρτζογκ, η φον Τρότα και ο τότε σύζυγός της Φόλκερ Σλέντορφ (μαζί σκηνοθέτησαν την περίφημη «ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΙΝΑ ΜΠΛΟΥΜ» -1975- από το ομώνυμο μυθιστόρημα του νομπελίστα σοσιαλδημοκράτη συμπατριώτη τους Χάινριχ Μπελ) παρήγαν κινηματογραφικό έργο που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να «στέκεται» χωρίς διαπιστευτήρια από τη νοσταλγία. Το φεμινιστικό σινεμά της φον Τρότα συντίθεται από ένα «ποτ πουρί», ατάκτως ερριμμένων, «αριστερών» γυναικείων πορτρέτων. Από την εμβληματική κομμουνίστρια κι επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ ως την Γκούντρουν Ενσλιν της ομάδας «Μπάαντερ - Μάινχοφ», για να φθάσει, μετά από πολλά άλλα ενδιάμεσα, στην αιρετική αλλά πάντα... «αριστερή» Χάνα Αρεντ (1906 - 1975) που, ερωτεύτηκε τον υμνητή του ναζισμού και μέλος του ναζιστικού Κόμματος καθηγητή της, φιλόσοφο, Μάρτιν Χάιντεγκερ... που, ταύτισε (η Αρεντ) τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ με τον «ολοκληρωτισμό» του Στάλιν (στοιχείο καθοριστικό σήμερα, για την προβολή/ ανάδειξη κάποιου, δεδομένου ότι με το «επιστημονικό» του έργο επικουρεί στην παραχάραξη της Ιστορίας) και που, μέσα από το πρόσωπο του μακελάρη - κατά την Αρεντ απλώς «γραφειοκρατικού ανθρωπάριου» - Αντολφ Αϊχμαν, η Αρεντ απενοχοποιεί το ναζισμό αποκαλώντας τον πάλι απλά... «κοινοτοπία του κακού»!!!


Αυτό λοιπόν το γυναικείο πρόσωπο με τις προκλητικές θέσεις, αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον της φον Τρότα, που δεδηλωμένα πραγματεύεται μεγάλα ηθικά ζητήματα ιδωμένα από γυναικεία σκοπιά. Και αυτή η επιλογή της σκηνοθέτιδας έρχεται σήμερα. Στο φλεγόμενο από βαθιές καπιταλιστικές κρίσεις, από νέους πολέμους και σφαγές στη Μέση Ανατολή, «σήμερα»... Γιατί είναι γνωστό ότι μια ταινία μπορεί μεν να μιλά για το παρελθόν, αλλά αναφέρεται άμεσα στο «σήμερα»...

Η Αρεντ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Διώχθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κι έζησε στη Γαλλία από το 1933 ως το 1941, οπότε κατέφυγε στις ΗΠΑ και στον «παράδεισο» της Νέας Υόρκης πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της, διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο, συγγράφοντας άρθρα και βιβλία και δίνοντας διαλέξεις. Οι σπουδαστές της τη λατρεύουν, οι φίλοι έλκονται από την πνευματική της λάμψη όπως τα κουνούπια στις φωτισμένες βιτρίνες κι εκείνη, βουτηγμένη σε δύσκολες και μεγάλες σκέψεις, ζει ευτυχισμένα μια απλή ζωή με το σύζυγό της, επίσης πρόσφυγα από τη Γερμανία του Χίτλερ και με μια μεγάλη παρέα ακαδημαϊκών της Νέας Υόρκης.

Με την ιδιότητα της Γερμανίδας - εβραϊκής καταγωγής - διανοούμενης, η Αρεντ καταφέρνει να εξασφαλίσει διαπίστευση για την πολύκροτη δίκη του Ναζί Αντολφ Αϊχμαν, στην Ιερουσαλήμ το 1961, ως ανταποκρίτρια του περιοδικού «The New Yorker». Η Αρεντ φθάνει στο Ισραήλ με την πεποίθηση ότι στην αίθουσα του δικαστηρίου, θα αντικρίσει το τέρας που έκανε το Ολοκαύτωμα πρακτικά εφαρμόσιμο... Αντί γι' αυτό βρέθηκε μπροστά σε ένα μπασμένο ανθρωπάκι, έναν γραφειοκράτη με υπερβάλλοντα ζήλο που θεωρούσε τιμή του να εκτελεί εντολές... Σε σειρά αμφιλεγόμενων άρθρων της στο περιοδικό - που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κοινοτοπία του κακού» - η συγγραφέας ανέλυε φιλοσοφικά τις εντυπώσεις και σκέψεις της για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε ο Αϊχμαν. Και αυτά συνίσταντο, έτσι απλά, στο ότι ο Ναζί είχε σταματήσει να σκέφτεται ελεύθερα και ανεξάρτητα...

Ταυτόχρονα η Αρεντ στέκεται κριτικά στο ότι Εβραίοι συνεργάστηκαν με τους Ναζί την περίοδο του Ολοκαυτώματος... Οι απόψεις της προκάλεσαν μεγάλη αγανάκτηση τόσο στο Ισραήλ, όσο και τη Δύση και πυροδότησαν θυελλώδη αντιπαράθεση. Εκείνη αρνήθηκε να κάνει πίσω και να συμβιβαστεί στην έντονη πίεση του περίγυρου. Φίλοι, της εβραϊκής αριστοκρατίας του πνεύματος στη Ν. Υόρκη και το Ισραήλ - κατά σύμπτωση, όλοι άκαμπτοι σιωνιστές (του τότε) και όχι «συμφιλιωτικοί», «προοδευτικοί», ή του «κοσμοπολιτισμού» (του σήμερα) - την κατηγορούν ότι υπερασπίζεται και δικαιολογεί έναν ναζί εγκληματία πολέμου και της γυρίζουν με αποστροφή και απελπισία την πλάτη. Ο ισχυρισμός της, ότι το να προσπαθείς να καταλάβεις δεν είναι το ίδιο με τη συγχώρεση, πέφτει στο κενό.

Η ιστορία της ταινίας αρχίζει ακριβώς όταν η Αρεντ επιλέγει να αφήσει την καινούργια, ασφαλή ζωή της στη Νέα Υόρκη και να κάνει βουτιά στην Ιστορία παρακολουθώντας τη δίκη του Αϊχμαν. Η αφήγηση κινείται αδιάλειπτα σε χρόνο και χώρο. Γλιστράει ανάμεσα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '60 και την Ιερουσαλήμ. Στρέφεται ορμητικά πίσω στη Γερμανία του '20 και εναλλάσσει τις γλώσσες -γερμανικά, αγγλικά και εβραϊκά- με τον ίδιο αυτονόητο τρόπο, ακριβώς όπως κάνει η πραγματικότητα. Η φον Τρότα ως γνωστό, δουλεύει με συμβατική αφήγηση και παραδοσιακό στιλ. Διαφορετική οπτικοποίηση είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, ειδικά όταν, πάμπολλες ενότητες συνίστανται σε θεωρητικές, αποφθεγματικές συζητήσεις, κυρίως, γύρω από την έννοια του κακού. Από το διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, όπου ζει η Αρεντ με το σύζυγό της, φιλόσοφο και ποιητή Χάινριχ Μπλίχερ, προσγειώνεται στην ηλιόλουστη Ιερουσαλήμ. Η φον Τρότα, με αποτελεσματικό τρόπο, τέμνει την μυθοπλασία και μοντάρει στην αφήγηση εικόνες τεκμηρίωσης από τη δίκη του Αϊχμαν που υποδύεται τον εαυτό του, στο φιλμαρισμένο υλικό από την πραγματική δίκη της Ιερουσαλήμ. Ετσι ο θεατής δεν έχει ανάγκη να δει έναν ηθοποιό να παίζει τον Αϊχμαν ή τον εισαγγελέα Χάουσνερ. Η συγκεκριμένη τεχνική προσδίδει ένταση στην αφήγηση.

Η αγαπημένη ηθοποιός της φον Τρότα, Μπάρμπαρα Σουκόβα, στον κεντρικό ρόλο, χρωματίζει το σύνθετο πορτρέτο μιας γυναίκας που συχνά κατηγορείται ως παγερή και αλαζονική, κάτι που η ταινία, αλλού υπογραμμίζει κι αλλού αντιφάσκει. Με εκτόπισμα αντίστοιχο του χαρακτήρα που υποδύεται, η Σουκόβα ντύνει την ορθολογική σκέψη της Γερμανίδας φιλοσόφου με σοβαροφανή όψη, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και με τον ήχο από τα πλήκτρα της γραφομηχανής να γεμίζει νευρικά το γεμάτο βιβλία χώρο. Η φον Τρότα συλλαμβάνει την αυστηρή ατμόσφαιρα κι αφήνει να αναδύονται αντιπαραθέσεις και αντεπιχειρήματα... φτιάχνοντας - μέσα από μια στεγνή σκηνοθεσία - ένα αληθοφανές και αντικειμενικο-φανές μάθημα Ιστορίας με προσέγγιση αναλυτική ως προς τον Αϊχμαν και το Ναζισμό, απομονώνοντάς τον από τα όποια «συμφραζόμενα», απορρίπτοντας με τον τρόπο αυτό τη συνθετική σκέψη και όποια εγκληματική ενοχή. Αυτό που η ταινία της φον Τρότα φαίνεται να τονίζει πάνω απ' όλα είναι η σημασία της «ελεύθερης σκέψης» και «κοινωνικού θάρρους»... αρκεί βέβαια ο εν λόγω ήρωας να μην είναι κομμουνιστής...

Παρεμπιπτόντως λέγεται ότι και ο Φόλκερ Σλέντορφ ετοιμάζεται να παρουσιάσει σύντομα μια νέα ταινία του για τα εγκλήματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, επίσης...

Για να δούμε τι θα έχει να πει ...

Παίζουν: Μπάρμπαρα Σουκόβα, Αξελ Μίλμπεργκ, Τζάνετ Μακ Τιρ κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία, Λουξεμβούργο, Γαλλία (2012).


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ