Τετάρτη 11 Απρίλη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Νέα ελληνικά κείμενα
«Πατρίδες» στο Εθνικό Θέατρο

«Αμάν ...Αμήν»

KphA

«Αμάν ...Αμήν»
Πολύπειρο, ασκημένο με διάφορα είδη της κωμωδίας και την επιθεώρηση, το συγγραφικό «δίδυμο» Θανάσης Παπαθανασίου - Μιχάλης Ρέπας, χρόνια πριν έγραψε το εξαιρετικό έργο «Ο Εβρος απέναντι», έργο ενάντια στο φαινόμενο του ρατσισμού, στην Ελλάδα, και μάλιστα, όταν ήταν ακόμα στις απαρχές του. Φέτος οι δύο συγγραφείς, υπό το «φως» της σημερινής, καθημερινά αυξανόμενης παρουσίας εκατοντάδων χιλιάδων, παράνομων στην πλειοψηφία τους, μεταναστών στον τόπο μας, «κατήγοροι» και πάλι του σημερινού, «εκρηκτικού» πλέον ρατσισμού, με θλίψη για τα αβάσταχτα βάσανα, την πολύμορφη εκμετάλλευση, την απερίγραπτη δυστυχία που βιώνουν - και στην Ελλάδα - οι ξεριζωμένοι από το σπίτι και την πατρίδα τους μετανάστες, συνέθεσαν και σκηνοθέτησαν οι ίδιοι ένα «έργο-ντοκουμέντο», όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, με τίτλο «Πατρίδες». Πρόκειται για κείμενο απαρτιζόμενο, αποκλειστικά, με αποσπάσματα βιβλίων και ερευνών, με καταγραμμένες μαρτυρίες - αφηγήσεις Ελλήνων μεταναστών, από τα τέλη του 19ου αιώνα, τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού, καθώς και στις δεκαετίες του 1950 και 1960, σε διάφορες χώρες (Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία), καθώς και με αυθεντικές αφηγήσεις - μαρτυρίες μεταναστών από ασιατικές χώρες στην Ελλάδα, σήμερα. Κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, ο χαρακτηρισμός του κειμένου ως «έργο ντοκουμέντο», στέκει μερικώς. Οχι πλήρως. Ισως, από αδυναμία ή ατολμία οι συγγραφείς περιόρισαν τη θεματική των αποσπασμάτων από βιβλία και αφηγήσεων σημερινών μεταναστών που οι ίδιοι επέλεξαν, στους καημούς και τις συνέπειες του ξεριζωμού, τις πολύμορφες δυσκολίες προσαρμογής σε άλλη χώρα, την εργασιακή εκμετάλλευση, το αίσθημα του «ξένου», που στερείται την πατρίδα του και κανέναν άλλον τόπο δεν νιώθει σαν πατρίδα του. Βάσιμα και συγκινητικά όλα αυτά, αλλά έργο - ντοκουμέντο σημαίνει, πρωτίστως, «καταγραφή» των αιτίων που προκάλεσαν και προκαλούν τον αναγκαστικό ξεριζωμό από την πατρίδα και τη μαζική μετανάστευση. Απερίφραστη αναφορά, όπως απαιτεί κάθε έργο ντοκουμέντο, των κύριων αιτίων του ξεριζωμού και της μαζικής μετανάστευσης (πείνα, εξαθλίωση, επεκτατικές εκστρατείες, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με διάφορα προσχήματα, πολιτικο-οικονομικές επεμβάσεις του καπιταλισμού σε βάρος ανεξάρτητων χωρών, κ.ο.κ.) της μαζικής μετανάστευσης και των Ελλήνων στις προαναφερόμενες χρονικές περιόδους και των σημερινών ξένων μεταναστών στην Ελλάδα - δε γίνεται στο έργο. Αυτή τη μεγάλη αδυναμία του έργου προσπάθησαν να υπερβούν η σε ύφος θεάτρου - ντοκουμέντου σκηνοθεσία, το λιτά υπαινικτικό σκηνικό και τα κοστούμια του Αντώνη Δαγλίδη, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης), τα τραγούδια (διδασκαλία Παναγιώτης Τσεβάς), η επί σκηνής αφηγηματική προσπάθεια τριών πραγματικών μεταναστών. Κυρίως οι ερμηνείες των έξι ικανών ηθοποιών: Θανάσης Ευθυμιάδης, Ελένη Κοκκίδου (οι καλύτεροι ερμηνευτικά), Σταύρος Καραγιάννης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ταξιάρχης Χάνος, Παναγιώτης Τσεβάς.

«Πήρε τη ζωή στα χέρια της» στο θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου»

«Πατρίδες»
«Πατρίδες»
Ο Βασίλης Κατσικονούρης είναι ένας μεταξύ των - όλο και λιγότερων σήμερα - συγγραφέων που δεν καταφεύγει στην ευκολία του μονολόγου, που επιμένει και καταφέρνει να γράφει πλήρες θέατρο. Να συλλαμβάνει ένα θέμα, να συνθέτει ένα μύθο - με αρχή, μέση και τέλος - και να πλάθει χαρακτήρες, να συνδυάζει την πραγματικότητα και τη φαντασία, το δραματικό και το κωμικό στοιχείο, το αληθινό και πλαστό, την αλήθεια και το ψεύδος, το «είναι» και το «φαίνεσθαι» της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς. Πλήρες θέατρο το έργο του «Πήρε τη ζωή στα χέρια της», σε πρώτο επίπεδο αφορά στο χαρακτήρα, τις επαγγελματικές ή μη ασχολίες, τις επιθυμίες, τις επιδιώξεις, τον τρόπο ζωής, τις συμπεριφορές, τον ψυχισμό, τις σχέσεις μεταξύ δύο ζευγών. Μεταξύ τεσσάρων γνώριμων προσώπων του σύγχρονου «βίου» μας. Η ζωή και η συμβίωση μιας τηλεοπτικής «σταρ» με το θεατρικό συγγραφέα - σύντροφό της που βρίσκεται σε κρίση. Εκείνη επιδιώκει αν όχι την περαιτέρω άνοδο, τουλάχιστον τη διατήρηση της χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο τηλεοπτικής δουλειάς της. Ο σύντροφός της, «επιτυχημένος» συγγραφέας, αλλά με στερεμένη πια τη φαντασία του, ψάχνει για έτοιμο θεματικό «δάνειο» από τη ζωή κάποιου προσώπου από το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον τους. Το θεματικό «δάνειο» που βρίσκει ο συγγραφέας και με τη συνενοχή της συντρόφου του θα προσπαθήσει να «υφαρπάξει», είναι η εξαδέλφη της «σταρ». Μια συναισθηματικά υπερευαίσθητη, «φευγάτη» από τη στέρηση και το όνειρο για τον αγνό, εφ' όρου ζωής, απόλυτο έρωτα, που καταφεύγει σε ένα φιρμάτο ψυχαναλυτή - φίλο της εξαδέλφης της και τον ερωτεύεται, εντυπωσιασμένη από τις άσχετες ψυχαναλυτικές ακροβασίες του, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ότι το ψυχολογικό πρόβλημά της είναι να αγαπήσει και να αγαπηθεί και ότι στο πρόσωπό του βρήκε το αντικείμενο του πόθου της. Η διψασμένη για έρωτα και αγάπη γυναίκα θα συνεχίσει να ζει κλεισμένη στο δικό της φαντασιακό «κόσμο» και στο «όνειρό» της. Αυτή είναι η ανθρώπινη ομορφιά και αξία της. Ο ψυχολόγος θα συνεχίσει να ζει με τις αναποτελεσματικές θεωρητικολογίες του. Η «σταρ» με τις αυτάρεσκες επιδιώξεις της και ο συγγραφέας ένα χωρίς έμπνευση και φαντασία «κυνηγός» θεματικών «δανείων». Ο Κατσικονούρης σαρκάζει το ανούσιο «έργο» και «είναι», το ψεύδος, τη συναισθηματική ανεπάρκεια, τον ατομισμό, τον εγωτισμό, τον ψυχρό «κόσμο» διαφόρων «επιφανών» και «επιτυχημένων» του δημοσίου βίου, σε αντιδιαστολή με την ομορφιά και την αλήθεια των αφανών, «αποτυχημένων», ευάλωττων αισθαντικών ψυχών που «ονειρεύονται». Παραλλήλως, όμως, σχολιάζει, επίσης σαρκαστικά τη δουλειά του συγγραφέα. Ο Κατσικονούρης πιστεύει στη σχέση τέχνης και πραγματικότητας. Εξάλλου, όλα τα έργα του «πηγάζουν» και στην κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά επισημαίνει και το συχνό φαινόμενο της πλήρους έλλειψης συγγραφικής φαντασίας και καταφυγής στην απλή αντιγραφή της πραγματικότητας (προσώπων, γεγονότων, φαινομένων, καταστάσεων, γλώσσας, κ.λπ.). Το έργο υπηρετήθηκε από τη ρεαλιστική σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη, μέσα στο μοντέρνου ντιζάιν σκηνικό της Ελένης Χριστούλη, την αρμόζουσα (πάντα σε κάθε έργο) μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανασούλα. Η σκηνοθεσία προσπάθησε να οδηγήσει τους ηθοποιούς σε μια λιτή, αλλά και μεστή ως προς τον κάθε χαρακτήρα, αμεσότητα και φυσικότητα. Ο Νίκος Αρβανίτης είναι ταλαντούχος, με ικανότατα εκφραστικά μέσα, τεχνική, πείρα από πολύ απαιτητικούς ρόλους, αλλά και με πνευματικότητα ηθοποιός του θεάτρου. Χάρη σε αυτά, μεγέθυνε το μικρότερο ρόλο του έργου, του ψυχαναλυτή, κυριαρχώντας ερμηνευτικά. Οι άλλοι συμπαίκτες του, παρά τις προσπάθειές τους, τελικά στηρίχθηκαν στο μανιερισμένο «στυλ», στις τυποποιημένες ευκολίες (δραματοφανείς ή κωμικοφανείς) της τηλεοπτικής υποκριτικής τους, λιγότερο ο Δημήτρης Αλεξανδρής και η Μαρία Σολωμού και περισσότερο η Υρώ Μανέ (στον πρωταγωνιστικό ρόλο).

«Αμάν...Αμήν» από το ΚΘΒΕ στο «Ακροπόλ»

«Πήρε τη ζωή στα χέρια της»
«Πήρε τη ζωή στα χέρια της»
Από τη Θεσσαλονίκη, στο αθηναϊκό «Ακροπόλ» μεταφέρθηκε η μουσικοθεατρική παράσταση του ΚΘΒΕ, «Αμάν αμήν», δημιουργός της οποίας είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ο συνθέτης πλήθους σπουδαιότατων τραγουδιών, επέλεξε πολλά υπέροχα, χιλιοτραγουδισμένα, αθάνατα τραγούδια του μικρασιάτικου και ελλαδίτικου ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, καθοδήγησε την ενορχήστρωση, την εκτέλεσή τους από δώδεκα μουσικούς (σε διάφορα παραδοσιακά όργανα) και την ερμηνεία τους από τραγουδιστές και ηθοποιούς (σύμφωνα με το πρόγραμμα από τους Καίτη Ντάλη, Μαρία Σουλτάτου, Ηρώ Σάια, Νανά Μπινοπούλου, Ελίτα Κουνάδη, Κώστας Μαντζόπουλος, Ζαχαρίας Καρούνης, Κώστας Τσίγκος, Μανώλης Πάππος, Ηρακλής Ζάκκας) και πρόσθεσε χορευτικά μέρη. Ξεκινώντας από το δικό του τραγούδι «Μάνα μου Ελλάς» (στίχοι Ν. Γκάτσου) και τελειώνοντας με το παραδοσιακό «Της αμύνης τα παιδιά», ο Ξαρχάκος «ένωσε» τις δύο ακτές του Αιγαίου, με θαυμασμό και αγάπη για τους ριζιμιούς ήχους, τους καημούς, τους πόθους, τα μεράκια, τα πάθη, τα δάκρυα και τα γλέντια των μικρασιάτικων μουσικών και τραγουδιών και του νεότερου λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Την αναδρομή αυτή, ο Ξαρχάκος θέλησε και να την «εικονογραφήσει» με «σκετσάκια» λόγου, τραγουδιού, μουσικών οργάνων, χορών και με καθ' υπερβολήν οι περισσότερες μιμήσεις για τα γλεντζέδικα χούγια των ρεμπέτηδων. Η δημιουργία του Ξαρχάκου είναι ένα μουσικό θέαμα που αναμφίβολα τέρπει με τα τραγούδια που επιλέχθηκαν και με τις ερμηνείες τους, αλλά με μη επιδεχόμενες κριτική θεατρόμορφες εικόνες από έναν μη σκηνοθέτη.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ