Με το βλέμμα στραμμένο στο χτύπημα των κομμουνιστικών κομμάτων
Η όλο και πιο ξεκάθαρη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών οργανισμών στην εσωτερική λειτουργία των πολιτικών κομμάτων έχει εκφραστεί με πολλούς τρόπους. Πιο πρόσφατη, η υιοθέτηση από το Ευρωκοινοβούλιο του πλαισίου για τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών κομμάτων, ενώ έχει προηγηθεί η υιοθέτηση ενός «Κώδικα καλής πρακτικής για τα πολιτικά κόμματα» από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2007. Ο κώδικας αυτός εμπλουτίζεται από το ψήφισμα της «Επιτροπής της Βενετίας» (όπως ονομάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω Νομοθεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης) για «έναν κώδικα καλής πρακτικής στο πεδίο των πολιτικών κομμάτων» που υιοθετήθηκε το Δεκέμβρη του 2008.
Αυτός ο κώδικας, από την πρώτη κιόλας αράδα, διευκρινίζει για ποιο λόγο το Συμβούλιο της Ευρώπης ενδιαφέρεται για τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων: «Η νομιμοποίηση και η αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων είναι εξαιρετικής σημασίας για τη νομιμοποίηση της δημοκρατικής διαδικασίας στο σύνολό της. Από την άλλη, η δυσλειτουργία τους, μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο το δημοκρατικό σύστημα και τους θεσμούς του (...) Πολλά πολιτικά κόμματα και πολιτικοί ως σύνολο, δέχονται αυξανόμενες επικρίσεις και δυσπιστία (...) πολλά αντιμετωπίζουν κρίση νομιμοποίησης, πολλές φορές θεωρούνται διεφθαρμένα, αντιδημοκρατικά στις εσωτερικές τους διαδικασίες και ότι υπηρετούν περισσότερο τα συμφέροντα κάποιων μικρών ομάδων και ατόμων, παρά του συνόλου της κοινωνίας. Αυτή η μείωση της εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα συμβάλλει στη δημιουργία δυσπιστίας στο δημοκρατικό σύστημα ως σύνολο».
Η στόχευση του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι διπλή: Από τη μια να θωρακιστούν τα αστικά κόμματα ώστε να επιτελούν το ρόλο τους για τη διαιώνιση της εξουσίας των μονοπωλίων, και από την άλλη να στρωθεί το έδαφος για το χτύπημα των μαρξιστικών - λενινιστικών κομμουνιστικών κομμάτων, που με την πολιτική και τη δράση τους απειλούν την εξουσία της πλουτοκρατίας και καλούν στην οργάνωση του λαϊκού κινήματος με στόχο τη ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων και την ανατροπή τους.
Στο πλαίσιο αυτό, στο ψήφισμα της «Επιτροπής της Βενετίας» προβλέπεται ότι «απαγόρευση ή επιβολή διάλυσης πολιτικών κομμάτων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση κομμάτων που συνηγορούν υπέρ της χρήσης βίας ή ασκούν βία ως πολιτικό μέσο για να ανατρέψουν τη δημοκρατική συνταγματική τάξη (...) Τα κόμματα πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους»... Με άλλα λόγια, ανοίγει το δρόμο για ποινικοποίηση της ιδεολογίας, μέσα από την ταύτιση της ατομικής τυφλής βίας με τη μαζική πολιτική πάλη. Επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν απαγορεύσεις και διώξεις σε κομμουνιστικά κόμματα που καλούν σε οργάνωση και ανάπτυξη της λαϊκής πάλης με στόχο την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, του σοσιαλισμού.
Μάλιστα, στο όνομα της «διαφάνειας και της λογοδοσίας», το Συμβούλιο ζητάει από τα κόμματα να «προσφέρουν πρόσβαση στα προγραμματικά και ιδεολογικά ντοκουμέντα και συζητήσεις, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στους λογαριασμούς του κόμματος». Δηλαδή, να προσφέρουν απλόχερα όλες τις εσωοργανωτικές διαδικασίες και συζητήσεις στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, προκειμένου το αστικό κράτος να μπορεί να ελέγχει μέχρι και το «και» στις συζητήσεις μεταξύ των μελών ενός κόμματος.
Παράλληλα, προτείνει μέτρα για την καταστολή και αποτροπή των κομμάτων που απειλούν την κυριαρχία της πλουτοκρατίας, ανάλογα με αυτά που σήμερα επιδιώκει να περάσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το νόμο για τα οικονομικά των κομμάτων και τα όσα ήδη εφαρμόστηκαν στις τοπικές εκλογές. Οπως σημειώνεται, «οι κρατικές αρχές πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον άλλες μέθοδοι, όπως πρόστιμα, απόσυρση από κρατικές επιδοτήσεις, διοικητικές ποινές ή οδήγηση στη δικαιοσύνη, ατομικά, μελών του κόμματος, μπορούν να λύσουν την κατάσταση (...) Οι δραστηριότητες των πολιτικών κομμάτων μπορούν να διακοπούν μέσω διάφορων νόμιμων μέσων, όπως απαγόρευση, διάλυση και εκκαθάριση. Απαγόρευση ή διάλυση πολιτικού κόμματος πρέπει να θεωρείται μόνο το ύστατο μέσο, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιείται με σύνεση».
Το Συμβούλιο της Ευρώπης καθορίζει ταυτόχρονα τα όρια της αμφισβήτησης και των πολιτικών στόχων των κομμάτων, που είναι αποδεκτά μόνο αν κινούνται εντός των ορίων της εξουσίας των μονοπωλίων, του αστικού πολιτικού συστήματος: «Ο σεβασμός του υπάρχοντος συνταγματικού και νομικού πλαισίου είναι μια θεμελιώδης προϋπόθεση για τα πολιτικά κόμματα προκειμένου να λειτουργούν νόμιμα και αποτελεσματικά σε μια δημοκρατία, και αυτό φαίνεται να συνάγεται από τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων. Ωστόσο, η αναζήτηση ειρηνικής αλλαγής του συντάγματος είναι ένας νόμιμος στόχος ενός πολιτικού κόμματος, υπό τον όρο ότι η επιδίωξή του διεξάγεται με νόμιμα μέσα και ότι η προτεινόμενη αλλαγή είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές».
Δηλαδή, η διαφορετική γνώμη οφείλει να μην πηγαίνει πέρα από τη διαφορετική διαχείριση επιμέρους ζητημάτων, πάντα στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος στον καπιταλισμό, το οποίο θεωρείται θέσφατο. Αφαιρείται και μ' αυτόν τον τρόπο από το λαό το δικαίωμα με την πάλη του να μεταβάλλει τους συσχετισμούς και άρα το Σύνταγμα και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που κάθε φορά αντανακλάται σ' αυτό.
Μάλιστα, στο όνομα της δημοκρατίας, «βάζουν χέρι» στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, επιδιώκοντας να καθορίσουν ακόμα και τη σύνθεση των κομμάτων και των οργάνων τους, τη σχέση των μελών με τα κόμματα και των διαφόρων κομματικών οργανώσεων μεταξύ τους, τον τρόπο εκλογής της ηγεσίας και των οργάνων ενός κόμματος κλπ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ψήφισμα της Επιτροπής της Βενετίας επιχειρεί να παρέμβει ακόμα και στη σύνθεση των κομμάτων και στους όρους και τις προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος μέλος σε ένα πολιτικό κόμμα. Στοιχεία, δηλαδή, που αφορούν - και πρέπει να αφορούν - αποκλειστικά και μόνο το ίδιο το κόμμα και τα μέλη που εθελοντικά συστρατεύονται με αυτό.
Στο ψήφισμα σημειώνεται: «Οχι μόνο η εθνική νομοθεσία, αλλά και τα καταστατικά των κομμάτων πρέπει ρητά να απαγορεύουν κάθε περιορισμό στην ιδιότητα του μέλους στη βάση της φυλής, του δέρματος, του χρώματος, της γλώσσας, του φύλου, της θρησκείας, της εθνικότητας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, της περιουσίας ή του τόπου διαμονής, εισάγοντας ανοιχτές διαδικασίες για την ιδιότητα του μέλους».
Πίσω από τις καλολογίες και τις επικλήσεις κατά των διακρίσεων, κρύβεται ο σχεδιασμός του ιμπεριαλισμού να παρέμβει στις διαδικασίες που έχει κάθε κόμμα για το ποιον θα δεχθεί ή δε θα δεχθεί στις γραμμές του: «Τα κόμματα μπορούν να απορρίψουν την ιδιότητα του μέλους από οποιονδήποτε αιτούντα, ο οποίος απορρίπτει τις αξίες τους ή η συμπεριφορά του είναι ενάντια στις αξίες και τις ιδέες του κόμματος. Η εφαρμογή τέτοιων μέτρων από ανεξάρτητα σώματα και η αναγνώριση των βασικών εγγυήσεων επί της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος σε έφεση, συνιστούν επιθυμητές καλές πρακτικές».
Δηλαδή, το κόμμα μπορεί μεν να απορρίψει κάποιον που αιτείται να γίνει μέλος του, αλλά ταυτόχρονα, ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ακόμα και σε αστικά δικαστήρια, τα οποία μπορεί να τον... δικαιώσουν! Πρόκειται για ξεκάθαρη παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στην εσωτερική ζωή των κομμάτων, που αποσκοπεί και στην παρέμβαση στην ίδια τη χάραξη και άσκηση πολιτικής ενός κόμματος.
Επιπλέον, ο κώδικας, αφού έχει κατοχυρώσει ότι η πολιτική των κομμάτων θα κινείται εντός του αστικού συστήματος, επεκτείνει την παρέμβαση με συγκεκριμένες αναφορές σε όλες, σχεδόν, τις πλευρές της λειτουργίας των κομμάτων:
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, τέλος, σημειώνει με νόημα, ότι «παρόλο που αυτή η δέσμευση μπορεί να μην αποτελεί μια νομικά εκφρασμένη υποχρέωση, η παραβίασή τους κινείται ενάντια στη βασική ιδέα της δημοκρατικής οργάνωσης».
Φυσικά, από όλη αυτή τη διαδικασία δε θα μπορούσε να λείπει η νομοθεσία για τη χρηματοδότηση των κομμάτων, που με όχημα τη «διαφάνεια» ανοίγει πόρτες για την παρέμβαση στο εσωτερικό ενός κόμματος και την προβολή εμποδίων στη δράση και την επαφή του με το λαό.
Οπως σημειώνεται στο ψήφισμα της Επιτροπής της Βενετίας, «ανεξάρτητα από την πηγή, οι διαδικασίες χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων πρέπει να καθορίζονται από τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας, με λειτουργία σε δυο επίπεδα: Το πρώτο, αφορά τη συνηθισμένη χρηματοδότηση και τη χρηματοδότηση των εκλογικών εκστρατειών, οι λεπτομέρειες των οποίων πρέπει να καθορίζονται σε ειδική σειρά εκθέσεων και να δημοσιεύονται. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την επίβλεψη της οικονομικής κατάστασης των εκλεγμένων αντιπροσώπων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της θητείας τους».
Παράλληλα, διευκρινίζει ότι «τα κράτη πρέπει να συστήσουν μια οικονομική συμμετοχή από τον κρατικό προϋπολογισμό και να νομοθετήσουν προσεκτικά το αποδεχόμενο ποσό και την προέλευση των ιδιωτικών χορηγιών». Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα στα κόμματα «να αυξήσουν τις συνδρομές των μελών τους», ωστόσο ξεκαθαρίζει ότι είναι «αμφισβητούμενη μια μορφή έμμεσης χρηματοδότησης, όπως η υποχρεωτική συμμετοχή των μελών του κοινοβουλίου, τα οποία πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό της αποζημίωσής τους στο κόμμα (...) είναι αμφισβητούμενο κατά πόσον αυτή η μορφή χρηματοδότησης είναι συμβατή με την έννοια ότι οι βουλευτές έχουν ελεύθερη εντολή».
Με άμεσο τρόπο, καταδικάζει την πρακτική του ΚΚΕ - και άλλων κομμάτων σε άλλες χώρες της Ευρώπης - όπου οι βουλευτές επιστρέφουν ολόκληρη την αποζημίωσή τους στο Κόμμα, φωτογραφίζοντας τον τύπο των κομμάτων που επιδιώκει: Εκείνο των αστικών κομμάτων, ως έχουν σήμερα, με μερικά φτιασιδώματα και πασπαλίσματα «δημοκρατίας», «διαφάνειας» και «λογοδοσίας».