Η ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης, έστω και σε ένα μονάχα ιστορικό παράδειγμα αποτελούσε μια επιστημονική εργασία, που θ' απαιτούσε πολύχρονες ήρεμες μελέτες, γιατί είναι ολοφάνερο, ότι εδώ μονάχα τα λόγια δεν κάνουν τίποτε και ότι μόνο μαζικό, κριτικά θεωρημένο και ολότελα αφομοιωμένο ιστορικό υλικό μπορεί να δέσει τη δυνατότητα για τη λύση ενός τέτοιου καθήκοντος. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε το κόμμα μας στην πολιτική σκηνή κι έκανε έτσι αδύνατη την επιδίωξη καθαρά επιστημονικών σκοπών. Παρ' όλα αυτά η βασική αντίληψη διαπερνά σαν κόκκινο νήμα όλη τη φιλολογική παραγωγή του κόμματος. Σ' αυτή τη φιλολογική παραγωγή αποδείχνεται, σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, πως κάθε φορά η δράση ξεπηδούσε από άμεσα υλικά αίτια και όχι από τις φράσεις που τη συνόδευαν, πως αντίθετα οι πολιτικές και νομικές φράσεις ξεπηδούσαν από τα υλικά αίτια όπως και οι πολιτικές πράξεις και τα αποτελέσματά τους.
Σε ένα σύγγραμμα, σαν κι αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, δε μπορεί να γίνεται λόγος για μια απλή συμπτωματική κριτική ξεχωριστών κεφαλαίων της πολιτικής οικονομίας για την ξεχωριστή εξέταση αυτού ή εκείνου του αμφισβητούμενου οικονομικού ζητήματος. Μάλλον στηρίζεται από την αρχή πάνω σε μια συστηματική συνόψιση όλου του συμπλέγματος της οικονομικής επιστήμης, πάνω σε μια συναφή ανάπτυξη των νόμων της αστικής παραγωγής και της αστικής ανταλλαγής. Και επειδή οι οικονομολόγοι δεν είναι τίποτε άλλο από ερμηνευτές και απολογητές αυτών των νόμων, η ανάπτυξη αυτή είναι ταυτόχρονα η κριτική όλης της οικονομικής φιλολογίας.
Εδώ έπρεπε λοιπόν να λυθεί ένα άλλο ζήτημα, που αυτό καθαυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική οικονομία. Πώς έπρεπε να χειριστεί κανείς την επιστήμη; Από τη μια μεριά υπήρχε η χεγκελιανή διαλεχτική, στην ολότελα αφηρημένη, «θεωρητικολογούσα» μορφή με την οποία την κληροδότησε ο Χέγκελ. Από την άλλη, η συνηθισμένη, πούγινε τώρα ξανά της μόδας, στην ουσία βολφική - μεταφυσική μέθοδος, με την οποία έγραψαν τα χωρίς συνοχή χοντρά βιβλία τους οι αστοί πολιτικοί οικονομολόγοι. Η μέθοδος αυτή είχε θεωρητικά τόσο εξοντωθεί από τον Καντ και ιδιαίτερα από το Χέγκελ, που την πρακτική παραπέρα ύπαρξή της την έκαναν δυνατή μονάχα η αδράνεια και η έλλειψη μιας άλλης απλής μεθόδου. Από την άλλη, η χεγκελιανή μέθοδος ήταν απολύτως ακατάλληλη για χρήση στην υπάρχουσα μορφή της. Ηταν στην ουσία ιδεαλιστική, και δω χρειαζόταν η ανάπτυξη μιας κοσμοθεωρίας που έπρεπε να είναι πιο υλιστική απ' όλες τις άλλες. Ξεκινούσε από την καθαρή σκέψη, ενώ εδώ έπρεπε να ξεκινήσει κανείς από τα πιο σκληροτράχηλα γεγονότα. Εδώ δεν είχε καμιά θέση μια μέθοδος, σ' αυτή τη μορφή, που σύμφωνα με την ίδια της την ομολογία «από το τίποτε, με το τίποτα δεν καταλήγει σε τίποτα». Ωστόσο, απ' όλο το υπάρχον λογικό υλικό ήταν το μοναδικό κομμάτι, απ' το οποίο μπορούσε κανείς να πιαστεί. Δεν την είχαν κριτικάρει, δεν την είχαν υπερνικήσει. Κανένας από τους αντιπάλους του μεγάλου διαλεκτικού δε μπόρεσε να ανοίξει ένα ρήγμα στο περήφανο οικοδόμημά της. Είχε εξαφανιστεί γιατί η χεγκελιανή σχολή δεν ήξερε τι να την κάνει. Πρώτ' απ' όλα λοιπόν, χρειαζόταν να υποβληθεί σε μια δραστική κριτική η χεγκελιανή μέθοδος.
Αυτό που έκανε τον τρόπο του σκέπτεσθαι του Χέγκελ να διακρίνεται από τη σκέψη των άλλων φιλοσόφων, ήταν το μεγάλο ιστορικό νόημα που βρισκόταν στη βάση του. Οσο αφηρημένη και ιδεαλιστική κι αν ήταν η μορφή, ωστόσο η ανάπτυξη της σκέψης του βάδιζε παράλληλα με την ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας και η δεύτερη είναι στην πραγματικότητα η λυδία λίθος της πρώτης. Kι αν αναποδογυριζόταν έτσι η πραγματική σχέση και στεκόταν με το κεφάλι κάτω, πάντως έμπαινε παντού το πραγματικό περιεχόμενο στη φιλοσοφία. Τόσο περισσότερο, που ο Χέγκελ διέφερε από τους μαθητές του κατά τούτο, ότι δεν περηφανευόταν για την άγνοιά του, αλλά φαίνονται σήμερα πολλά απ' τη φιλοσοφία του της ιστορίας, όμως και τώρα ακόμα είναι αξιοθαύμαστη η μεγαλοπρέπεια της βασικής του αντίληψης, ιδίως όταν συγκρίνει κανείς το Χέγκελ με τους προδρόμους του ή κι ακόμα με κείνους που επέτρεψαν στον εαυτό τους ύστερα από τον Χέγκελ να κάνουν γενικές σκέψεις για την ιστορία. Στη φαινομενολογία, στην αισθητική, στην ιστορία της φιλοσοφίας, παντού υπάρχει αυτή η μεγαλόπρεπη αντίληψη της ιστορίας και παντού το υλικό το πραγματεύεται ιστορικά, σε μια ορισμένη, αν και αφηρημένα ανάποδη συνάρτηση με την ιστορία.
Αυτή η αντίληψη της ιστορίας που άφησε εποχή ήταν η άμεση θεωρητική προϋπόθεση της νέας υλιστικής αντίληψης και μ' αυτό κιόλας δόθηκε ένα σημείο αφετηρίας και για τη λογική μέθοδο. Κι αν αυτή η ξεχασμένη διαλεχτική είχε οδηγήσει κιόλας από την άποψη της «καθαρής σκέψης» σε τέτοια αποτελέσματα, κι αν επιπλέον είχε ξεμπερδέψει σαν παιχνιδάκι με όλη την προηγούμενη λογική και μεταφυσική, τότε θα έπρεπε να υπάρχει σ' αυτή κάτι παραπάνω από σοφιστείες και τριχοδιχοτομήσεις. Η κριτική όμως αυτής της μεθόδου, που τη σκιαζόταν και τη σκιάζεται ακόμα όλη η επίσημη φιλοσοφία δεν ήταν μικρό πράγμα.
Ο Μαρξ ήταν και παραμένει ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να αναλάβει το έργο να απελευθερώσει από τη χεγκελιανή λογική τον πυρήνα, που αποτελεί την πραγματική ανακάλυψη του Χέγχελ στον τομέα αυτό, και να αποκαταστήσει τη διαλεχτική μέθοδο στην πιο απλή της μορφή, απαλλαγμένη από τα ιδεαλιστικά της περικαλύμματα, σαν μια μορφή που γίνεται η μοναδικά πραγματική μορφή της ανάπτυξης της σκέψης. Την επεξεργασία της μεθόδου, που βρίσκεται στη βάση της μεθόδου της κριτικής της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, τη θεωρούμε ένα αποτέλεσμα που είναι ζήτημα αν υστερεί στη σημασία του από τη βασική υλιστική αντίληψη.
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την αποχτημένη μέθοδο μπορούσε να γίνει με δυο διαφορετικούς τρόπους: ιστορικά ή λογικά. Οπως στην ιστορία, έτσι και στο φιλολογικό της καθρέφτισμα, η εξέλιξη στο σύνολό της προχωρεί από τις πιο απλές στις πιο πολύπλοκες σχέσεις, έτσι και η φιλολογικο-ιστορική εξέλιξη της πολιτικής οικονομίας μας έδινε μια φυσική καθοδηγητική γραμμή από την οποία μπορούσε να πιαστεί η κριτική και τότε οι οικονομικές κατηγορίες θα φανερώνονταν στο σύνολό τους στην ίδια διαδοχική σειρά όπως και στη λογική εξέλιξη. Η μορφή αυτή έχει φαινομενικά το προτέρημα της μεγαλύτερης σαφήνειας, γιατί ακολουθεί την πραγματική εξέλιξη, στην πραγματικότητα όμως η μορφή αυτή στην καλύτερη περίπτωση θα γινόταν περισσότερο δημοφιλής. Η ιστορία προχωρεί συχνά αλματικά και με ζικ ζακ και αν θα έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όχι μοναχά πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, μα θα έπρεπε ακόμα να διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του. Επιπλέον δε μπορεί να γραφεί η ιστορία της πολιτικής οικονομίας χωρίς να γραφεί και η ιστορία της ίδιας της αστικής κοινωνίας κι έτσι η δουλειά θα καταντούσε ατέλειωτη, γιατί λείπουν όλες οι σχετικές προεργασίες. Ο μόνος λοιπόν τρόπος χειρισμού του ζητήματος που έχει εδώ τη θέση του ήταν ο λογικός. Αυτός όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο ιστορικός τρόπος, απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ' αυτό πρέπει ν' αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτα άλλο από τo καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ενα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθετί μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής.
Στη μέθοδο αυτή ξεκινούμε από την πρώτη και την πιο απλή σχέση που υπάρχει ιστορικά, πραγματικά, επομένως από την πρώτη οικονομική σχέση που συναντάμε. Τη σχέση αυτή την αναλύουμε. Και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για μια σχέση, αυτό κιόλας σημαίνει ότι έχει δυο πλευρές, που σχετίζονται μεταξύ τους. Η καθεμιά απ' αυτές τις πλευρές εξετάζεται αυτή καθαυτή. Απ' αυτό προκύπτει το είδος της αμοιβαίας τους σχέσης, η αλληλοεπίδρασή τους. Θα προκύψουν αντιφάσεις που ζητούν μια λύση. Επειδή όμως εδώ δεν εξετάζουμε μια αφηρημένη πορεία σκέψης, που συντελείται μονάχα μέσα στα κεφάλια μας, μα μια πραγματική λειτουργία, που είχε καπότες πραγματικά συντελεστεί ή που συντελείται ακόμα, έτσι και οι αντιφάσεις αυτές θα έχουν αναπτυχθεί στην πράξη και θα έχουν βρει πιθανώς τη λύση τους. Θα παρακολουθήσουμε το είδος αυτής της λύσης και θα βρούμε ότι επετεύχθηκε με την αποκατάσταση μιας νέας σχέσης, που θάχουμε πια να αναπτύξουμε τις δυο αντιτιθέμενες πλευρές της κλπ.
Η πολιτική οικονομία αρχίζει με το εμπόρευμα, απ' τη στιγμή που ανταλλάσσονται μεταξύ τους προϊόντα - είτε από ξεχωριστά άτομα, είτε από πρωτόγονες κοινότητες. Το προϊόν που μπαίνει στην ανταλλαγή είναι εμπόρευμα. Είναι όμως εμπόρευμα, μόνο και μόνο γιατί με το πράγμα, με το προϊόν, συνάπτεται μια σχέση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ή κοινότητες, η σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή που δεν είναι πια ενωμένοι σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Εδω έχουμε αμέσως μπροστά μας ένα παράδειγμα ενός ιδιόμορφου γεγονότος που περνά μέσα απ' όλη την οικονομία και που δημιούργησε μια άσχημη σύγχυση στα κεφάλια των αστών οικονομολόγων: η πολιτική οικονομία δεν πραγματεύεται πράγματα, αλλά σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα σε τάξεις. Οι σχέσεις αυτές όμως είναι πάντα δεμένες με πράγματα και εμφανίζονται σαν πράγματα. Αυτή τη συνάφεια, που είναι αλήθεια, άρχισε σε μερικές περιπτώσεις να τη διαισθάνεται τούτος ή εκείνος ο οικονομολόγος, την αποκάλυψε πρώτος ο Μαρξ σ' όλη τη σημασία της για ολόκληρη την πολιτική οικονομία και έκανε έτσι τόσο απλά και ξεκάθαρα τα πιο δύσκολα προβλήματα που θα μπορούν τώρα να τα καταλάβουν ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι.
Αν εξετάσουμε τώρα το εμπόρευμα απ' όλες τις διαφορετικές του πλευρές, και μάλιστα το εμπόρευμα στην πλήρη του εξέλιξη και όχι όπως μόλις εξελίσσεται, βασανιστικά, στο πρωτόγονο ανταλλαχτικό εμπόριο ανάμεσα σε δυο αρχέγονες κοινότητες, τότε μας φανερώνεται από τις δυο σκοπιές της αξίας χρήσης και της ανταλλαχτικής αξίας, κι έτσι μπαίνουμε αμέσως στο πεδίο της οικονομικής συζήτησης. Οποιος θέλει ν' αποκτήσει ένα χτυπητό παράδειγμα για το ότι η γερμανική διαλεχτική μέθοδος, στη σημερινή βαθμίδα της διαμόρφωσής της, υπερέχει τουλάχιστο τόσο από την παλιά πρόστυχη και φλύαρη, μεταφυσική μέθοδο, όσο ο σιδηρόδρομος από τα μεταφορικά μέσα του μεσαίωνα, ας διαβάσει στον Ανταμ Σμιθ ή σε έναν άλλο οποιοδήποτε φημισμένο επίσημο οικονομολόγο, τι βάσανα δημιούργησαν στους κυρίους αυτούς η ανταλλαχτική αξία και η αξία χρήσης, πόσο δύσκολα τους έρχεται να τις ξεχωρίσουν όπως πρέπει και ν' αντιληφθούν την καθεμιά απ' αυτές στην ιδιόμορφη, καθοριστικότητά τους, και ας συγκρίνει κατόπι την πεντακάθαρη, απλή έκθεση του Μαρξ.
Κι αφού έχει πια εξηγηθεί η αξία χρήσης και η ανταλλαχτική αξία, περιγράφεται το εμπόρευμα σαν άμεση ενότητα και των δυο, όπως εμφανίζεται στο προτσές της ανταλλαγής. Τι αντιφάσεις προκύπτουν απ' αυτό, μπορεί να το διαβάσει ο αναγνώστης στις σελίδες 20 και 21. Σημειώνουμε μονάχα ότι οι αντιφάσεις αυτές δεν έχουν μόνο θεωρητικό, αφηρημένο ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα καθρεφτίζουν τις δυσκολίες, τις αδυνατότητες, που προέρχονται από τη φύση της άμεσης σχέσης ανταλλαγής, του απλού ανταλλαχτικού εμπορίου και στις οποίες καταλήγει αναγκαστικά αυτή η πρώτη χοντροκομμένη μορφή της ανταλλαγής. Η λύση αυτών των αδυνατοτήτων βρίσκεται στο ότι η ιδιότητα της εκπροσώπευσης της ανταλλαχτικής αξίας όλων των άλλων εμπορευμάτων μεταβιβάστηκε σ' ένα ειδικό εμπόρευμα - στο χρήμα. Το χρήμα ή η απλή κυκλοφορία αναπτύσσεται στο δεύτερο κεφάλαιο και μάλιστα: 1) το χρήμα σα μέτρο των αξιών, με το οποίο καθορίζεται πιο άμεσα η αξία που μετριέται με το χρήμα, η τιμή. 2) το χρήμα σαν μέσο κυκλοφορίας και 3) το χρήμα σα μονάδα και των δυο καθορισμών του σαν πραγματικό χρήμα, σαν εκπρόσωπο όλου του υλικού αστικού πλούτου. Μ' αυτό κλείνει η έκθεση του πρώτου τόμου και παραμένει για το δεύτερο η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο.
Ετσι βλέπουμε πως με τη μέθοδο αυτή δεν υποχρεώνεται η λογική έκθεση να σταματήσει στο καθαρά αφηρημένο πεδίο. Απεναντίας, χρειάζεται την ιστορική απεικόνιση, τη διαρκή σκέψη με την πραγματικότητα. Γι' αυτό τα παραδείγματα αυτά παρεμβάλλονται εδώ σε μεγάλη ποικιλία. Και παρεμβάλλονται συγκεκριμένα, τόσο με υποδείξεις για την πραγματική ιστορική πορεία στις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, όσο και με υποδείξεις στην οικονομική φιλολογία, που από την αρχή έχουν σκοπό να συντελέσουν στην επεξεργασία πεντακάθαρων ορισμών των οικονομικών σχέσεων. Η κριτική των ξεχωριστών, λίγο πολύ μονόπλευρων και μπερδεμένων τρόπων αντίληψης δίνεται στην ουσία μέσα στην ίδια τη λογική εξέλιξη και μπορεί να συνοψιστεί με δυο λόγια.
Σ' ένα τρίτο άρθρο7 θα μιλήσουμε για το οικονομικό περιεχόμενο του ίδιου βιβλίου.
Γράφτηκε από τον Φ. Ενγκελς το πρώτο μισό του Αυγούστου 1859. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ντας Φολκ» της 6 και 20 του Αυγούστου 1859. Χωρίς υπογραφή.
Σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η πρωσο-γερμανική τελωνειακή ένωση σχηματίστηκε την 1η του Γενάρη 1834 από την Πρωσία και από μια σειρά άλλα κράτη, μέλη της γερμανικής ομοσπονδίας. Η Αυστρία δεν ανήκε στην τελωνειακή ένωση. (Σημ. Σύντ.)
2. Hπειρωτικό σύστημα: η πολιτική του αποκλεισμού της εισαγωγής αγγλικών εμπορευμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που την εφάρμοσε ο Ναπολέων Α'. Η εφαρμογή αυτού του συστήματος είχε αρχίσει το 1806 μ' ένα διάταγμα και συμμετείχαν η Ισπανία, η Νεάπολη, η Ολλανδία, αργότερα και η Πρωσία, Δανία, Ρωσία, Αυστρία και άλλες χώρες. (Σημ. Σύντ.).
3. Καμεραλιστική: ένας κύκλος από διοικητικές, ιδωτικές και οικονομικές επιστήμες, που διδάσκονται σε αστικά πανεπιστήμια. (Σημ. Σύντ.)
4. Βλέπε σελ. 422-427 αυτού του τόμου. (Σημ. Σύντ.)
5. «Das Volk» («Ο λαός»): γερμανική εφημερίδα που έβγαινε στο Λονδίνο από το Μάη ως τον Αύγουστο του 1889 με τη στενή συνεργασία του Μαρξ. (Σημ. Σύντ.)
6. Διάδοχοι: λέγονται οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο εμφύλιος πόλεμος που άναψε ανάμεσά τους ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οδήγησε στην κατάρρευση της μακεδονικής κοσμοκρατορίας. Ο Ενγκελς χρησιμοποιεί ειρωνικά το όνομα αυτό για τους εκπροσώπους της χεγκελιανής σχολής στα γερμανικά πανεπιστήμια (Σημ. Συντ.)
7. Το τρίτο αυτό άρθρο δε δημοσιεύτηκε και ούτε βρέθηκε το χειρόγραφό του. (Σημ. Συντ.)