Κυριακή 27 Σεπτέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στο βηματισμό της Ηλέκτρας

Γρηγοριάδης Κώστας

Με λένε Ελληνίδα, αυτό είναι τ' όνομά μου...

Κατοικώ στην Αθήνα... δουλεύω για το λαό μου.

Τις μέρες που εγιατροπορεύαμε το Νικία με το μπελντέ και το λάδι, θυμάμαι ότι εμεσολάβησε ένα πράμα που εσκέπασε τη φυλακή μας στο πένθος.

Από πριν γίνει αυτό είχεν ακουστεί πως εις τα χέρια του Παρθενίου, εις το Κρυστάλ, είχε πέσει ένα μεγάλο στέλεχος της Αντίστασης. Και μάλιστα γυναικείο.

Οι πιο παλιοί, οι μπασμένοι βαθύτερα, εσταίνανε πηγαδάκια με γνώμες, να καταλάβουν ποια ήτανε η συντρόφισσά μας. Επειδή ελεγότανε πως στα βασανιστήρια που της εκάνανε δεν της επαίρνανε λέξη. Οχι με τη φάλαγγα ή τα καψίματα αλλά ούτε και με τα νύχια που της ξερίζωναν.

Εκείνη όχι μοναχά δεν εμιλούσε παρά τους έφτυνε και τους έβριζε κιόλας. Με όση δύναμη κάθε φορά της περίσσευε.

Οπότε πια απαυδήσανε όχι μονάχα το λοιπό σκυλολόι κι ο Μόρφης, αλλά και ο ίδιος ο Παρθενίου ο Ευσέβιος. Κι εσκυλιάσανε που τους ερεζίλευε και στους Γερμανούς. Επειδή δεν ήσαντε σε θέση να τους αναφέρουν έστω και τ' όνομά της. Παρόλο που την εβασανίζανε τριανταέξι ολόκληρες ώρες. Από τρεις, τρεις, με τις βάρδιες.

Για χάρη της αφήσανε στη μέση τις άλλες δουλειές τους τις «τρέχουσες». Και στο Κρυστάλ τo μόνο που ακουγότανε πια ήσαντε τα πάθη και τα μαρτύρια αυτής της γυναίκας. Οπως τ' ακούγανε και τα καταγράφανε από τ' άλλα δωμάτια οι σύντροφοί μας. Αυτοί που μας τα φέρανε και στου Χατζηκώστα τυπωμένα μέσ' στην καρδιά τους. Μονάχα με αίμα.

Οπου στο τέλος αυτοί που τη βασάνιζαν εταπεινώσανε και το έργο τους και τον εαυτό τους. Τόσο αυτοί σαν «Ελληνες, όσο κι ένας Γερμανός αξιωματικός με το διερμηνέα του, που παραβρεθήκανε ως ειδήμονες εις τις ανακρίσεις. Γιατί, στο τέλος, σχεδόν την εκλιπαρούσανε ότι τάχα θα τις εχαρίζανε τη ζωή αν θα τους έλεγε τ' όνομά της. Μονάχα τ' όνομά της, της λέγανε.

Σχεδόν προσπέφτοντας εις το έλεός της.

Της το γυρεύανε αυτό μια με το καλό και δέκα με το άγριο. Με τα σύνεργά τους και με το θάνατο που της ετοιμάζανε. Μαζί με αυτόν τον Γερμανό και το διερμηνέα του.

Κι εκεί πια έπεσε όλος ο ζήλος τους κι η λαχτάρα τους, να μάθουνε τ' όνομά της. Οπως να επιστεύανε πως αυτό θα τους λύτρωνε απ' τις ανομίες τους. Κι ιδρώνανε απ' την αγω­νία τους καθώς εσκύβανε πάνω στο πρόσωπό της. Κάθε φο­ρά που ενομίζανε πως ετοιμαζότανε να μιλήσει.

Η γυναίκα ήτανε πια όλη μια ματωμένη πληγή.

Από την πρώτη ίσαμε την τελευταία στιγμή, κάθε που άνοιγε το στόμα της το έκαμε για να τους φτύσει και να τους βρίσει. Ως φασίστες και ως προδότες. Αυτό που ήσαντε βέ­βαια.

Και για το όνομα και τη διεύθυνσή της που της τα γυρεύα­νε με το αντίβαρο ότι τάχα θα της χαρίζανε τη ζωή, η γυναίκα τους έδινε και σ' αυτό την απάντηση που τους έπρεπε. Οπως για πρώτη φορά ακούστηκε κάτι τέτοιο σε όλη την Κατοχή.

Και μάλιστα από μια γυναίκα που τότε τις ενομίζαμε ακό­μα ως αδύνατο φύλο.

- Με λένε Ελληνίδα, αυτό είναι το όνομά μου, τους έλεγε. Τίποτ' άλλο.

Είτε στον κολασμό και τον παιδεμό που της κάνανε είτε στο παρακάλι που το γυρίζανε, αυτή δεν είχε άλλη απάντηση.

- Με λένε Ελληνίδα, αποκρινόταν. Κατοικώ στην Αθήνα και δουλεύω για το Λαό μου. Ετσι μονάχα τους απαντούσε. Μονάχ' αυτό και τίποτε περισσότερο από τις βρισιές κι από τις κατάρες της...

Και στις τριανταέξι ώρες που τη βασάνιζαν. Τρεις, τρεις, με τις βάρδιες. Πριν την αποτελειώσουνε. Αγνωστο ακόμα αν με θηλιά, με σφαίρα ή με μαχαίρι. Ταπεινωμένοι από τη δύναμή της κι από το θάρρος της.

Αργότερα, από τους έξω, εμάθαμε ότι ήτανε μια Ηλέκτρα. Κι όχι «Ηλέκτρα» ψευδώνυμο όπως το πήραμε όταν το πρωτακούσαμε. Αλλά η Ηλέκτρα η Αποστόλου, η αδερφή του Λευτέρη.

Την ίδια μέρα κιόλας, από το θάλαμο των γυναικών, μας εστείλανε και τη μικρή ιστορία της. Γραμμένη από τις παλιές της συντρόφισσες εις τις εξορίες. Σε πέντε γραμμές για να μαθαίνεται και να διαβάζεται εύκολα. Κι εζηλέψαμε πολύ και όσους από τους άντρες ακούγαμε ότι την είχαν γνωρίσει.

Οπως μας εζηλεύανε οι άλλοι και μας που είχαμε περάσει από το Κρυστάλ και τον Παρθενίου. Και μας πλησιάζανε για να μάθουν τι εγινότανε εκεί με το Μόρφη και το Γαλάτη. 'Η για έναν Καθρέφτη που η φήμη του ως βασανιστή εσκέπαζε τα ονόματα ολωνώνε των άλλων.

Κι εμείς εκλαίγαμε όπως εθυμόμαστε τα βάσανά μας. Το Νότη και τ' άλλα αδέρφια μας που χαθήκανε. Οπου ανάμε­σά τους εβάναμε καταματωμένη και την Ηλέκτρα. Ως πιο δική μας και της παρέας μας. Περήφανοι που εβρεθήκαμε στο βηματισμό της. Ως να 'τανε η Λένα ή εκείνη η φιλενάδα της που δεν έμαθα τ' όνομά της.

Το πρώτο μνημόσυνό της το εκάναμε εις του Χατζηκώστα. Δέκα, είκοσι μέρες ύστερα απ' το θάνατό της.

Μια βραδιά του Αυγούστου, η ώρα δέκα και ακριβώς εις το δευτερόλεπτο, όλοι οι θάλαμοι επέσανε σε βαθιά ησυχία.

Σιγαλά, απόκοσμα σαν από μέσα μας, ένας, ένας, και όλοι μαζί εψάλαμε στη μνήμη της το «επέσατε αδέρφια». Ενας νεολαίος απάγγειλε κάτι από Βάρναλη και μετά ακολούθησε ενός λεπτού σιγή.

Αυτό ήτανε το πρώτο μνημόσυνό της. Και λέω πως θα μείνει τo καλύτερο απ' όσα έλαβε ή θα λάβει.

Δεν πειράζει, ας είναι.

Κι όσο για την ιστορία της, εις τα λόγια νομίζω ότι παρα­μένει η ίδια. Οπως την επρωτάκουσα τότε. Το σαραντατέσσερα εις του Χατζηκώστα.

Ενώ τώρα μου φαίνεται ως πολύ κρύα και παγωμένη, ό­πως τη βλέπω τυπωμένη εις το χαρτί. Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα.

Με τα φτερά τους απλωμένα στον Υμηττό η Αντίσταση κι η Λευτεριά αγρυπνούνε

Ετσι, σιγά, σιγά, έφτασεν ο καιρός που επιστέψαμε ότι μπορεί να βγούμε ζωντανοί απ' του Χατζηκώστα. Βέβαια με τις πληγές μας που ήσαντε βαθειές κι ας μην ετρέχαν πια αίμα.

Και το ξέρω πως θα είναι για μένα όλα, πολύ αλλιώτικα από πριν, δίχως τον Πάνο το Σταθόπουλο και το Δήμο το Χλιόβα. Που τους ξεγέλασε και τους δύο η Λευτεριά και ήρθε μια στάλα αργότερα. Οπως και για το Νότη το Ρέπα και την Ηλέκτρα.

Μου φαίνεται άδικο ότι έζησα, αν δεν ήτανε για να βάλω τη σφραγίδα τους σε κάποιο από τα βιβλία μου. Μαζί με τη λίγη δόξα που μ' άγγιξε και μένα γιατί εβρέθηκα κι εστάθηκα δίπλα τους. Κι όχι να νομίσει κανένας ότι θέλω να κλέψω τίποτα ξένο που θα ξαναγυρίζω και πάλι στον καιρό της Αντίστασης.

Οπου εκείνοι ήταν όλοι παράγοντες. Καθώς στην επιχείρηση που εκάμαμε το σαράντα τέσσερα στο Παγκράτι. Στο τετράγωνο ανάμεσα Φιλολάου και Υμηττού. Από Καισαριανή μέχρι κατηφορίζοντας εις τη Γούβα. Στην ταβέρνα του Αριστείδη, δίπλα στου Φίλη το εργοστάσιο.

Γιατί εκεί, σ' αυτό το μέρος είχε ντουβάρια που να τα γράφεις και να μην το χορταίνεις.

Η εκδήλωση που ξεκίνησε από την Ανάληψη, που σ' ένα ένα δωμάτιο τρία επί τέσσερα, σε μιας Βουτσαράς, Ικαριώτισσας, θα καταφθάνανε σα ζευγαράκια ή ένας, ένας, οι επονίτες και οι επονίτισσες.

Ξεκινώντας με το σούρουπο, διαδοχικά, ο καθένας στην ώρα του.

Από το φοιτηταριό για την «περιφρούρηση» είμαστε φερμένοι γι' αυτή τη δουλειά δυο ομάδες. Και οι δύο της Β' Εθνικής και σχεδόν νεοφώτιστες.

Η δική μας έπιασε από τη Φορμίωνος και η άλλη από τη Λευκίππου κοντά από το σπίτι του Οικονομίδη. Οπως συρμοί που θα εκινιόντανε για τη Γούβα έχοντας στα μεσαία βαγόνια και σε απόσταση, τους λεβέντες που εγράφανε εις τους τοίχους. Το Ελευθερία ή θάνατος.

Αλλοτε με τις μπογιές κι άλλοτε με το αίμα τους.

Τα ανατολικά όπου λαγοκοιμόντανε η Νέα Ελβετία και η συνοικία του Βύρωνα τα επιτηρούσαμε πάντα λιγότερο. Επειδή απ' αυτή τη μεριά εστεκότανε το βουνό. Και το βουνό ήτανε πάντοτε με τo μέρος μας.

Kαι πρέπει να σας πω ότι σ' εμάς, στη Σπουδάζουσα, αυτές οι λεγόμενες «ομάδες κρούσης και περιφρούρησης» δεν ήτανε δεμένες με μόνιμες γιάφκες και όπλα. Ας πούμε να έχει η καθεμιά τα δικά της. Επειδή δεν είχαμε βλέπεις κι ένα σταθερό μέρος που εδουλεύαμε. Πιο πολύ μάλιστα για την εποχή που μιλάμε. Οπου μας εκολλάγανε πότ' από δω και πότ' από κει τσόντες. Με την καλή έννοια, βέβαια.

Και το ξέρω αυτό γιατί από τις λίγες φορές που μας φέρα­νε και πιάσαμε μπιστόλια στα χέρια μας, σχεδόν ποτέ δεν μας έτυχε να είναι τα ίδια.

Αντίθετα με ό,τι εγινότανε στους εκπαιδευμένους ελασίτες της συνοικίας. Για ν' αφήσουμε κατά μέρος τους οπλατζήδες όπου αυτοί πια τα είχανε, και γιάφκες και όπλα, όλα δικά τους και μπόλικα. Τα «εκρατούσανε» πάντα οι ίδιοι και δεν τα αλλάζανε παρά μοναχά και αν ήτανε να διαλέξουν καλύτερα.

Οπου μάλιστα, όπως μαθαίναμε, ετραβάγανε κιόλας ο καθένας τους κι από μια χαρακιά στη λαβή τους ως ενθύμιο για κάθε καταδότη ή Γερμανό που εκτελούσανε. Οπως οι κλέφτες το 'κοσιένα.

Ενα πράμα που αν γελαστώ και το γράφω πως εγινότανε και με την παρέα μου ή ακόμα κι από το Λέοντα ή το Δήμο, εσείς να μην τo πιστέψετε. Γιατί θα είναι μονάχα της φαντα­σίας μου.

Αλλά και πάλι, ούτε θα πρέπει και να σκεφτόσαστε πως η Αντίσταση δεν είχε άλλη δουλειά από τους σκοτωμούς και τους φόνους. Περισσότερο εδίδασκε τον πατριωτισμό εις τον κόσμο. Να κρατηθούμε Ελληνες, να μην τουρκέψουμε.

Και για τη βραδιά που μιλάμε, εις το Παγκράτι, το πολύ που έπεφτε στις δικές μας ομάδες της περιφρούρησης, ήτανε να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση, από τίποτες ύποπτα άτομα, απομονωμένα.

Επειδή αν επέφταμε σε ντου ή σε οργανωμένη περιπολία θα ειδοποιούμασταν έγκαιρα από τους συνδέσμους μας. `Η από το μπιστολίδι των οπλατζήδων. Και τότε η εκδήλωση θα εκοβόταν με το μαχαίρι σ' όποιο σημείο κι αν εβρισκότανε.

Γιατί και μισά να τα βρίσκανε ή και κακογραμμένα τα συνθήματα στους τοίχους οι σκλαβωμένοι θα τα εχαιρόντανε ακόμα καλύτερα. Οπως θα μπαίνανε στον κόπο για να τα συμπληρώσουνε με τo μυαλό τους οι ίδιοι. Βοηθώντας κρυφά, κρυφά, ο ένας πατριώτης τον άλλονε. Μαζί και μ' έναν καλό λόγο για μας και για τον αγώνα που κάναμε.

Το πολύ πολύ, σ' αυτή την περίπτωση που μιλούσαμε να τους πυροβολούσαμε για το φόβο. Ξέμακρα, στα σκοτεινά κι από τις γωνίες, όπως να εκάναμε πετροπόλεμο. Οπισθοχωρώντας αλλά τόσο μονάχα όσο να δώκουμε εις τους επονίτες τον καιρό να ξεμακρυθούνε. Με τον τρόπο που κι αυτοί είχαν λάβει τις οδηγίες τους.

Κι έννοια σου, έγινε κι αυτό μια φορά στον Αγιο Νικόλα στην Αραχόβης. Αλλά με καλό τέλος, όπως το θέλαμε.

Κι αφού ο ίδιος δεν έτυχε να ρίξω και τότε με το μπιστόλι μου, δε θα επιχειρήσω βέβαια να το κάμω τώρα με το μολύβι μου. Για να παραστήσω τον ήρωα σαράντα χρόνια αργότε­ρα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ