Μια αληθινή ιστορία από τον αγώνα του ΔΣΕ
Παπαγεωργίου Βασίλης |
Εμείς είχαμε ρητές διαταγές. Η συμπεριφορά μας απέναντί τους έπρεπε να είναι άψογη. Ευγενική, παρακλητική και καλόγνωμη... Ενα, μήπως, με αυτούς δεν είμαστε και εμείς;
Ωστόσο, κάποια τζάκια ακόμα παρέμειναν μισόσβηστα και σε κάποια παραγώνια βρέθηκαν τσουκάλια και χύτρες πάνω σε κάρβουνα μισοαναμμένα. Μουσκεμένοι και παγωμένοι. Κουρασμένοι, πεινασμένοι και χιλιοταλαιπωρημένοι πήραμε διαταγή να στρατωνιστούμε στο ερημικό Πετροχώρι, σ αυτό το φιλόξενο, αφιλόξενο χωριό, να δούμε λίγο τα πλάγια μας και να περάσουμε σαν άνθρωποι - έστω κι έτσι - τη μέρα και τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Οι 4 κοπέλες, η Γιαννούλα, η Υφάντρα, η Σόνια κι εγώ, τακτοποιηθήκαμε σ' ένα μικρό, αλλά καλοβαλμένο σπιτάκι. Στρώσαμε σ' έναν φαρδύ καναπέ για την Σόνια, που όσο περνούσε η ώρα τόσο οι πόνοι της δυναμώνανε. Της ετοιμάσαμε ζεστό φασκόμηλο και τη σκεπάσαμε με κάτι λινάτσες που βρήκαμε στο κατώι γιατί ήταν παγωμένη. Φαίνεται πως θα έβγαινε σωστή η προφητεία της Γιαννούλας «πως χριστουγεννιάτικα θα έχουμε γεννητούρια». Αν κι η Σόνια επέμενε πως δεν ήταν ακόμα οι μέρες της, οι υπόλοιπες θα πλαγιάζαμε κάτω, γιατί δεν έπρεπε ν' αγγίσουμε τίποτα απ' τα κρεβάτια, τα σεντόνια, τις μαξιλάρες και τις φλοκάτες τους. Να μη δώσουμε το δικαίωμα να πούνε το παραμικρό για μας.
-- Η Υφάντρα ήταν τετραπέρατη. Θα βρει ένα θαμνί στην ξώπορτα, θα το γεμίσει μπαμπάκια, αστεράκια και ζουγραφιές που ξετρύπωσε σε ένα συρτάρι και θα μας παραστήσει ένα ολόφτυστο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Γιαννούλα θ' ανασκουμπωθεί, θα πιάσει στα γερά της χέρια ζύμη από λίγη μπομπότα π' απόμεινε, θα την πλάσει. Θα βρει μια πυροστιά στο φουρτουνιασμένο τζάκι και θα φτιάξει πιτστές. Βρήκαμε κι ελιές σ' ένα σκεπαστό με φρύγανα κιούπι στο παραγώνι και κρεμμύδια και κόκκινες πιπεριές και μια κλάρα ώριμα κάστανα που θάψαμε στη χόβολη...! Ηρθε κι έπεσε γαλήνη στους γύρω ασοβάντιστους τοίχους, στα κονίσματα, στο γεράνι και τα στέφανα του γάμου, στις παλιές φωτογραφίες τις σφηνωμένες στην κόχη του καθρέφτη..! Ηρθε και μύρισε η κάμαρη, ήρθε κι άπλωσε η χαρά κι η ζεστασιά και θαρρείς πως ήτανε Χριστούγεννα... Ηρθαν κι οι άντρες και τραγούδησαν τα κάλαντα, τ' απόψε θα πλαγιάσουμε και τα παιδιά της Σαμαρίνας. Κι έξω έπεφτε το χιόνι, όμορφο - όμορφο κι ειρηνικό.
Δημιουργήσαμε ένα ζεστό ανθρώπινο παράδεισο. Μια γλυκιά θαλπωρή, ταίριασμα στη νύχτα που θα 'φτανε. Ετσι που θα μπορούσαμε να ξεχαστούμε και να αναπολήσουμε παλιές χριστουγεννιάτικες νύχτες στο σπίτι μας. Τότε που προσμέναμε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και κάναμε ετοιμασίες κι ασβεστώναμε τις αυλόπορτες, τα χαγιάτια και τα παρτέρια. Που κάναμε τη λάτρα του σπιτιού, που γυαλίζαμε μπακίρια κι ασημικά, που στρώναμε τα παχιά φλοκάτα και τα πολύχρωμα υφαντά χράμια. Που 'σφαζαν το γουρούνι και τον πετεινό και ζύμωναν δίπλες και φοινίκια και κουραμπιέδες και γαλακτομπούρεκα και γέμιζε το σπίτι πάστρα και μυρουδιές. Τότε που τα τζάκια χόρταιναν κουκουνάρι και λιόκλαδα και ο καπνός της Ειρήνης ανέβαινε από τις καμινάδες, ν' ανταμώσει τη νύχτα που θα 'φτανε γιομάτη θάματα γιομάτη μάγια. Τότε που η καντήλα άναβε στο κόνισμα της βρεφοκρατούσσας Παναγιάς και μέσα από το δάκρυ και τη γλυκύτητα της μορφής της παίρναμε κουράγιο, σμιλεύοντας τα δικά μας όνειρα, τους δικούς μας πόθους.
Ομως τα Χριστούγεννα δε λογαριάζουνε πόλεμο, δε λογαριάζουνε, βάσανα, κακουχίες και σκλαβιές. Δε λογαριάζουνε φτώχεια, αδικία και εκμετάλλευση. Δε λογαριάζουνε ανηφοριές και κατηφοριές, γκρεμά, σπήλαια και ερημοσύνη.
Τα Χριστούγεννα είναι από μόνα τους ελπίδα για τον Ανθρωπο και την Ειρήνη. Είναι το κλαρί της Ελιάς πλάι στο Χριστόψωμο, είναι το σπυρί της μέρας που μεγαλώνει, η τρυφερή φωνή του παιδιού που ψάλλει με το σήμαντρο τα κάλαντα, είναι η ευχή της μάνας και της γιαγιάς, είναι το φιλί είναι η ανοιχτόκαρδη καλημέρα του γείτονα, του φίλου, του αδελφού, του ζητιάνου στην ξώπορτα της εκκλησιάς.
-- Κι όπως το 'χανε συνήθειο, έτσι και φέτος ήρθανε πάλι την ίδια μέρα...
Με την ώρα που περνά μέσα από θολές θύμησες και συγκινήσεις, μαύρες σκιές και σιωπές κατεβαίνουνε από την καμινάδα κι απλώνουνε στην κάμαρη, φωλιάζουν στα γλαρωμένα από τη νύστα και κούραση βλέφαρά μας... Ενας γλυκός, διακριτικός μέσα από κυματισμούς ζέστης, ύπνος απαλύνει και διαγράφει τα γύρω σχήματα.
-- Αχ και τι είναι ο άνθρωπος που λες... τόση δα γαλήνη, τόση δα ζεστασιά και να σου γραπώνει την ευτυχία...!
Εκεί στο σβήσιμο της νύχτας ήταν που πιάσανε τη Σόνια οι δυνατοί πόνοι και γιόμισε η κάμαρη φωνές και βόγκους.
Σηκωθήκαμε άρον άρον κι ό,τι ξέραμε κι ό,τι είχαμε ακουσμένα κι ό,τι μπορούσε η καθεμιά μας κι ό,τι ευλογίες κι ευχολόγια είχαμε μαθημένα και μανίκια ανασκουμπωμένα και πόνος και αγωνία κι ελπίδα και μ' ό,τι πάνες και πεσκίρια και ζεστά νερά και φλουριά από τον κόρφο μας σταυρωμένα και φυλακτά μυστικοκρυμμένα, ανταμώσαμε στο κλειστό παραθύρι το λαμπερό αστέρι της νύχτας και υποδεχτήκαμε τη Θεία Γέννηση.
Εκείνη τη νύχτα γεννήσαμε κι εμείς το Δικό μας Χριστό.
Και το όνομα αυτού Βλαδίμηρος..!!