«Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα»
Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος κοντά στη θάλασσα, με την οποία έχτισε το ποιητικό σύμπαν του |
Η λέξη μεγάλο, όσο κι αν πετάει απέξω την εκ των υστέρων κριτική ανάγνωση, δεν παύει να λειτουργεί μέσα στην εποχή και για την εποχή της. Η συγγραφή πλέον δεν είναι ασκήσεις πάνω στο χαρτί, πρέπει να σηκώσει ανάστημα, να δείξει ότι έχει τσαγανό και ν' ακούσει τη μουσική, που έρχεται από τις πάνδημες μαζικές κινητοποιήσεις.
Ναι, αυτό το εκτενές, σε όγκο και ποιότητα, έργο, λες και περίμενε τη συνάντησή του με τη μουσική ιδιοφυία του Μίκη Θεοδωράκη, λες και ο Οδυσσέας Ελύτης είχε κατανοήσει ότι στον μελοποιημένο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου - που είχε προηγηθεί - είχε ανατείλει μια νέα εποχή στον ελληνικό μουσικό κόσμο. Και δεν ήταν ψέμα, ήταν αλήθεια.
Μια αλήθεια που έχει τη μοναδικότητά της και πρέπει να μπει στον κανόνα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή η σύζευξη αναπεπταμένου λόγου και γειωμένης μελωδίας, που προκάλεσε τον σπινθήρα της συνέχειας μιας παράδοσης η οποία κρατά από το ανώνυμο δημοτικό: Το άσμα συντονίζεται με τα έργα και τις πράξεις του πρωτογενούς παραγωγού. Πάντα, όμως, έχοντας στον μυελό της ραχοκοκαλιάς του τους λυρικούς της αρχαιότητας και τους Βυζαντινούς υμνογράφους.
Ομως, ας αφήσουμε τον ίδιο τον ποιητή να εξηγήσει το πώς αντιλαμβανόταν αυτήν την γαμήλια ένωση («Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος 118, Οκτώβρης 1964):
«Είναι το πείραμα που έγινε να συνεργασθούν η Ποίηση και η Μουσική. Η Ποίηση που έχει αυξημένες υποχρεώσεις, αφού ξεκινά στην Ελλάδα από ένα "προκεχωρημένο σημείο" και η Μουσική που έχει αυξημένες υποχρεώσεις, όπως έχει λεχθεί, ξεκινά - στην Ελλάδα πάλι - από το "έτος περίπου μηδέν". Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη παράταξη σήμερα, καλόπιστη αυτή, που καταδικάζει στη συνείδησή της του είδους αυτού τη συνεργασία. Είτε γιατί εκτιμά το ποιητικό έργο και αποδοκιμάζει τη σύζευξή του με τη μελωδία. Είτε γιατί εκτιμά τη μελωδία και βρίσκει άτοπο να συνδέεται αυτή μ' ένα κείμενο που δεν της ήτανε απ' αρχής προορισμένο. Τις απόψεις αυτές, πρέπει να πω ευθύς αμέσως, τις κατανοώ και τις σέβομαι, αλλά δεν μού είναι δυνατόν να τις δεχθώ.
Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί» |
Αλλά, θα επανέλθουμε σ' αυτήν τη τελεσφορούσα σύζευξη σε επόμενο μέρος του αφιερώματος. Ας σταθούμε, σήμερα, στις εικόνες της ερημωμένης και ερειπωμένης Ελλάδας, όπως τις αποτυπώνει ο Οδυσσέας Ελύτης, σε κείμενο που εμπιστεύθηκε, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του μοναδικού αυτού δημιουργήματος του εικοστού αιώνα (Δεκέμβρης 1979), στον καθηγητή νεοελληνικής λογοτεχνίας Γ. Π. Σαββίδη (1929 - 1995):
«[...] Την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες στα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.
Δύο κολάζ του ποιητή, τα οποία εκφράζουν το πνεύμα του έργου του «Το άξιον εστί» |
»Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Ομως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς ε; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη - άκρη ενός χάρτη απίθανου.
Τρεις μελέτες με μολύβι, με τον τίτλο «17 Νοέμβρη», διά χειρός Πάρι Πρέκα |
ΥΓ. Μέρες της ηρωικής εξέγερσης του Νοέμβρη '73. Ανασύρουμε από το Αρχείο του ΚΚΕ τρεις από τις μελέτες με μολύβι του εικαστικού Πάρι Πρέκα (1926 - 1999), «17 Νοέμβρη». Η δραματικότητα της νευρώδους γραμμής και η έλλειψη αναπαράστασης των προσώπων δείχνουν τη στιγμή ζω - πεθαίνω, προτού ακουστεί ο φρικτός ήχος των ερπυστριών του άρματος μάχης κατά την εισβολή.