Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014 - Κυριακή 17 Αυγούστου 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ροΐδης, Κλοντέλ, Γκόγκολ

«Πάπισσα Ιωάννα»
«Πάπισσα Ιωάννα»
«Πάπισσα Ιωάννα»

Το τέλος του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260, έφερε, κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, την πιο σημαντική, ουσιώδη θεματολογικά και ενδιαφέρουσα μορφολογικά, παράσταση της φετινής διοργάνωσης, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. Ο τίτλος της παράστασης, «Πάπισσα Ιωάννα (Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη μέσα από τη μητέρα του, Κορνηλία)», αφορά στο σπουδαίο «κειμήλιο» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το αριστούργημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Πάπισσα Ιωάννα» (1866). Αυτό αποτελεί την «πρώτη ύλη» της, πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης στήριξε μια ευφάνταστη αλλά και βάσιμη «ανάγνωση» συσχετισμού της μυθιστορηματικής Ιωάννας με τη μητέρα του συγγραφέα, Κορνηλία Ροδοκανάκη. Οι τραυματικές μνήμες της μητέρας του (από την καταστροφή της Χίου, το 1822, το χαμό των γονιών της, την αρπαγή της - οχτώ χρόνων - ως σκλάβας για το χαρέμι του πασά, το γεροντικό ζευγάρι βοσκών που τη μεγάλωσαν και την τυχαία σωτηρία της από πλούσιο θείο της που την αγόρασε από τους βοσκούς) ενέπνευσαν στον συγγραφέα τα παιδικά και νεανικά πάθη της ηρωίδας του. Ο Μαυρίκιος, όπως έκανε με τα εξαιρετικής τεκμηρίωσης ιστορικο-πολιτιστικού περιεχομένου ντοκιμαντέρ του, ερεύνησε το βίο της οικογένειας Ροΐδη, τη διαδικασία συγγραφής και έκδοσης της «Πάπισσας Ιωάννας», την πικρία του συγγραφέα για τα ομότιτλα κλεψίτυπα που κυκλοφορούσαν. Αποτύπωσε, μάλιστα, στη Βιβλιοθήκη Ροΐδη, τις μαχαιριές του Ροΐδη πάνω σε μια ομότιτλη κλεψίτυπη έκδοση, που έφερε το όνομα άλλου συγγραφέα. Ο Μαυρίκιος έγραψε ένα «σεναριακής» δομής κείμενο. Επέλεξε από το μυθιστόρημα αποσπάσματα που χαρακτηρίζουν τον κοινωνικά κριτικό ριζοσπαστισμό και την οιστρήλατη ειρωνεία του Ροΐδη, ο οποίος, με πρόσχημα τη θρυλική πάπισσα Ιωάννα του Μεσαίωνα, καυτηρίασε και την - πέραν του Μεσαίωνα και του καθολικισμού - υποκρισία, ανηθικότητα, σκληρότητα, ανάλγητη εκμετάλλευση των αφελών, θρησκόληπτων, δύστυχων λαϊκών μαζών από την όποιας θρησκείας εκκλησιαστική εξουσία - εξ ου και ο αφορισμός του από την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Η ευρηματική, με θαυμασμό στο ροϊδικό έργο, αλλά και ιδεολογοαισθητικά αρμόζουσα σ' αυτό σκηνοθεσία, όπως και οι κινηματογραφημένες σκηνές που παρεμβάλλονται, συνιστούν μια εξόχως ελκυστική, καλαίσθητη, εξαιρετικά πρωτότυπης σύλληψης και εκτέλεσης θεατροκινηματογραφική σύνθεση. Στην παράσταση ενεπλάκη - μόνο διά της φωνής του - ο σκηνοθέτης, εξηγώντας ότι η - αφιερωμένη στη μνήμη της Αλέκας Παΐζη - παράσταση αναφέρεται μόνο στα δραματικά παιδικά και εφηβικά χρόνια και στον τραγικό θάνατο της Ιωάννας και ότι αποτελεί το πρώτο μέρος μιας προγραμματισμένης για το 2004, αλλά ματαιωμένης από το Εθνικό Θέατρο παράστασης, της οποίας το δεύτερο μέρος σχεδιάζεται. Ευχή της στήλης είναι να υπάρξει και δεύτερο μέρος, καθώς το πρώτο ευδοκίμησε σκηνογραφικά (Δημήτρης Πολυχρονίδης), ενδυματολογικά (Εύα Νάθενα), μουσικά (Στάθης Σκουρόπουλος), κινησιολογικά (Αποστολία Παπαδαμάκη), φωτιστικά (Λευτέρης Παυλόπουλος), αλλά και υποκριτικά. Εκτός από τις κυρίαρχες ερμηνείες της Ράνιας Οικονομίδου (γλυκύτατη και τρυφερή Κορνηλία Ροΐδη) και της ταλαντούχας νέας ηθοποιού Γιούλικα Σκαφιδά (Ιωάννα), αξιόλογες είναι και οι ερμηνευτικές προσπάθειες των Αλέξανδρου Βάρθη (Ροΐδης), Σπύρου Ανδρεόπουλου, Μανώλη Δούνια, Δημήτρη Ντάσκα, Εύας Οικονόμου - Βαμβακά, Στέφανου Παπατρέχα, Γιάννη Φλουράκη, Αλίκης Αγγελοπούλου.

«Το ατλαζένιο γοβάκι»
«Το ατλαζένιο γοβάκι»
«Το ατλαζένιο γοβάκι»

Πολύ καλή ήταν και η προτελευταία παράσταση στην Πειραιώς, με το «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ. Ενα έργο δεκάωρης περίπου διάρκειας, που η γραφή του άρχισε το 1919, προφανώς στον απόηχο του τρομερού, με τα 10 εκατομμύρια νεκρούς, Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ολοκληρώθηκε το 1924, εκδόθηκε το 1929, και το 1943 ανεβάστηκε στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι, σε μια τετράωρη διασκευή και σκηνοθεσία του Λουί Ζουβέ. Συντηρητικός αστός, αισθητιστής ποιητής ο Κλοντέλ, αντίθετα με τα πρώτα, φαντασιακά έργα του, έμπλεα με πρόσωπα - σύμβολα αφηρημένων εννοιών, στο «Ατλαζένιο γοβάκι» έπλασε ανθρώπινους χαρακτήρες, συνθέτοντας - με επίκεντρο ένα ερωτικό δράμα - μια αλληγορία, με ιστορικό υπόβαθρο, για τα πάθη ανθρώπων από τους επεκτατικούς πολέμους, από την εποχή των κονκισταδόρες, της αποικιοκρατικής κατάληψης του Νέου Κόσμου, τον εκχριστιανισμό, την εθνολογική και πολιτισμική υποταγή των γηγενών λαών. Και, ταυτόχρονα, ένα έργο για την τέχνη του θεάτρου, το οποίο - επηρεασμένος από τον Σαίξπηρ - θεωρούσε «καθρέφτη» των πόθων και παθών του ανθρώπου και του κόσμου. «Η σκηνή αυτού του δράματος είναι ο κόσμος», έλεγε ο Κλοντέλ γι' αυτό το χωρο-χρονικά και μυθοπλαστικά «αχανές» έργο του, που ανατρέχει πολλές εποχές, σε χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και Αφρικής και «αποστάζει» σκέψεις, μνήμες, εμπειρίες του συγγραφέα από τη μακρόχρονη διπλωματική θητεία του. Βασισμένη στην περικοπή του έργου από τον Ζουβέ, σε πολύ καλή μετάφραση (όλου του έργου) του ποιητή Στρατή Πασχάλη, η διασκευή και σκηνοθεσία της Εφης Θεοδώρου, με «παιγνιώδη» ευρηματικότητα, δραματικό μέτρο, αλλά και αίσθηση του χιούμορ, εικονοποίησε ελκυστικά την πολυπρόσωπη και πολυεπίπεδη πλοκή του έργου. Σ' αυτό το δύσκολο σκηνικό εγχείρημα δημιουργικά συνέβαλαν οι: Εύα Μανιδάκη (σκηνικό), Ιωάννα Τσάμη (κοστούμια), Νίκος Πλάτανος (μουσική), Ερμής Μαλκότσης - Καμίλο Μπεντανκόρ (κίνηση), Αλέκος Γιάνναρης (φωτισμοί). Με εξέχουσα υποκριτικά την Μαρία Σκουλά (στον πρωταγωνιστικό ρόλο της δόνια Προέσα), την αξιέπαινη ερμηνευτικά Πηνελόπη Τσιλίκα (στον ενανθρωπισμένο ρόλο της έννοιας «Μουσική»), αξιόλογες ήταν και οι ερμηνείες των (αλφαβητικά): Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, Κωνσταντίνου Ασπιώτη, Τζωρτζίνας Δαλιάνη, Μαριάννας Δημητρίου, Μάξιμου Μουμούρη, Δημήτρη Παπανικολάου, Γιώργου Τζαβάρα, Χάρη Φραγκούλη, Γιώργου Φριντζήλα, Νικόλα Χανακούλα.

«Παντρολογήματα»
«Παντρολογήματα»
«Παντρολογήματα»

Μια από τις κορυφαίες μορφές της Ρωσικής Λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, ο μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και δραματουργός Νικολάι Γκόγκολ (1809 - 1852), κατείχε τη μεγάλη τέχνη να ανθρωπολογεί, να κοινωνιολογεί, να αποτυπώνει με ακρίβεια και κριτική σκέψη τις δομές, τους θεσμούς, τις αξίες, παραδόσεις, αντιλήψεις, προκαταλήψεις της σκληρά ταξικής τσαρικής Ρωσίας, ως ψυχανατόμος του ρωσικού λαού. Συγγραφέας του ημιτελούς αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Νεκρές ψυχές» (με θέμα την εκμετάλλευση των δουλοπάροικων από τους γαιοκτήμονες και πρωταγωνιστή έναν πανούργο απατεώνα που αγοράζει ή κλέβει λίστες με νεκρούς δουλοπάροικους, προκειμένου με αυτούς τους τίτλους «ιδιοκτησίας» να του δοθεί δάνειο για αγορά γης, όπου να δουλεύει - αντίστοιχος με τους νεκρούς δουλοπάροικους - αριθμός ζωντανών). Το 1833 ο Γκόγκολ αρχίζει να γράφει την κωμωδία «Παντρολογήματα», που την ολοκληρώνει το 1842 (μεσολάβησε η αριστουργηματική κωμωδία «Επιθεωρητής» (καυτηριάζει την απατεωνιά, την αρπακτικότητα, αλλά και τη γελοιότητα των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων) και το εκπληκτικό διήγημα «Το παλτό» (με ήρωα έναν κατώτερο υπάλληλο, θύμα της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας). Στα «Παντρολογήματα» διακωμωδεί, φαρσικά, τον αρχοντοχωριατισμό της μικροαστικής τάξης. Τα χωρίς έρωτα, κοινωνικοταξικής και προικοθηρικής αντίληψης προξενιά, αλλά και με φόβο για τα δεσμά του γάμου. Κεντρικό πρόσωπο της κωμωδίας είναι ο Ποτκαλιόσιν, ένας εργένης, μεσαίος κρατικός υπάλληλος, που φοβάται το γάμο, αλλά πείθεται από φίλο του και μια προξενήτρα να εμφανιστεί ως υποψήφιος γαμπρός σε μια μεγαλούτσικη, αλλά νόστιμη και με προίκα κοπέλα. Ο Ποτκαλιόσιν πάει στο σπίτι της υποψήφιας νύφης, όπου εμφανίζονται και άλλοι υποψήφιοι γαμπροί - ο καθένας με το δικό του γελοιωδέστατο σουσούμι - αλλά πανικόβλητος το σκάει. Ο φίλος τον εξαναγκάζει να επιστρέψει. Η νύφη, που παρότι πανικόβλητη πρέπει να διαλέξει σύζυγο, τελικά διαλέγει τον υπάλληλο. Η γκογκολική κωμωδία παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, υπηρετούμενη από μια εύρυθμη, χιουμοριστικά χυμώδη σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου (δική του και η απόδοση του έργου), με καλαίσθητο σκηνικό και όμορφα κοστούμια του Αγγελου Μέντη και φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ. Ο Χρήστος Λούλης απολαυστικός στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Ποτκαλιόσιν), αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την υποκριτική του ικανότητα και στην κωμωδία, με την αλήθεια και τη σοβαρότητα που ταιριάζει στην κωμωδία και το σκοπό της. Με τη γνωστή κωμικότητα και το σκηνικό της «νεύρο» έπλασε η Ναταλία Τσαλίκη την προξενήτρα. Χιουμοριστική ελαφράδα είχε η νύφη της Κατερίνας Λυπηρίδου. Ευφρόσυνες είναι και οι ερμηνείες των Γιάννη Μπέζου, Κώστα Μπερικόπουλου, Ολγας Ιωσηφίδου, Σύρμως Κέκε, Παναγιώτη Κατσώλη, Δημήτρη Δεγαΐτη, Τάσου Γιαννόπουλου.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ